Αφιερώματα
«Αδελφοί, πρέπει να αγρυπνούμεν» – Μέγας Αθανάσιος
22 Οκτ 2024
Επιστολή του Μεγάλου Αθανασίου στην οποία μας διδάσκει σχετικά με την δολιότητα των αιρέσεων και το ποιά είναι η Ορθόδοξη στάση
«Εἰς κάθε αἴρεσιν, ἀφοῦ μετεμορφώθη ὁ διάβολος μὲ τέτοιον τρόπον, ὑπεψιθύρισε λόγια γεμάτα πονηρίαν»
«Εἶναι καλὸν καὶ ἀναγκαῖον νὰ προσευχώµεθα νὰ λάβωμεν τὸ χάρισμα τῆς διακρίσεως τῶν πνευμάτων, διὰ νὰ γνωρίζη ὁ καθ’ ἕνας, ποίους ὀφείλει νὰ ἀποστρέφεται καὶ ποίους νὰ προσεταιρίζεται ὡς φίλους καὶ ὁμοδόξους»
«Ἀδελφοί, πρέπει νὰ ἀγρυπνοῦμεν, ὅπως εἶπεν ὁ Κύριος, καὶ νἁ εἴμεθα προσεκτικοί, µήπως κάποτε ἐξαπατηθῶμεν ἀπὸ τὴν ὡραιότητα τῶν λόγων, ἢ µήπως ἔλθῃ κανεὶς μὲ χριστιανικὀν ὄνομα καὶ μᾶς εἰπῇ ὅτι ‘Καὶ ἐγὼ κηρύσσω τὸν Χριστόν’, καὶ ὕστερα ἀπ᾿ ὀλίγο ἀποδειχθῆ ἀντίχριστος»
«Τίποτε δὲν θὰ μᾶς χωρίσει ἀπὸ τὴν ἀγάπην τοῦ Χριστοῦ, καὶ ἂν ἀκόμη οἱ αἱρετικοὶ μᾶς ἀπειλοῦν μὲ θάνατον. Ναί, ἀδελφοί, τοιαύτη παρρησία χρειάζεται τώρα, διότι δὲν ἐλάβομεν πνεύμα δουλείας διὰ νὰ φοβούμεθα πάλιν, ἀλλ᾽ ὁ Θεὸς μᾶς ἔχει καλέσει νὰ εἴμεθα ἐλεύθεροι»
«Ἡμεῖς δὲ ὠπλισμένοι μὲ τὰ λόγια τῶν θείων Γραφῶν ἂς ἀντισταθῶμεν πρὸς αὐτούς, ὡσὰν πρὸς ἀποστάτας καὶ οὔτε νὰ φοβηθῶμεν τὸν σωματικὸν θάνατον οὔτε τοὺς δρόµους των νὰ ζηλέψωμεν, ἀλλὰ περισσότερον ἀπὸ ὅλα νἁ προτιμᾶται ὁ λόγος τῆς ἀληθείας»
(Μέγας Αθανάσιος)
Ψηφιοποίηση από το βιβλίο: Μεγάλου Αθανασίου Έργα, τόμος 10, Έλληνες Πατέρες της Εκκλησίας, Πατερικαί εκδόσεις “Γρηγόριος ο Παλαμάς”, Θεσσαλονίκη 1976, σελ. 9-10 (Εισαγωγή), 20-85 (Επιστολή).
ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΑΤΡΟΣ ΗΜΩΝ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥΣ ΑΙΓΥΠΤΟΥ ΚΑΙ ΛΙΒΥΗΣ ΚΑΤΑ ΑΡΕΙΑΝΩΝ
Εισαγωγή
Ἐἴναι μία ἐγκύκλιος ἐπιστολὴ πρὸς τοὺς ἐπισκόπους τῆς ἐπαρχίας τοῦ, ἡ ὁποία ἐγράφη μετὰ τὴν τρίτην ἐκδίωξιν τοῦ Ἀθανασίου ἀπὸ τὴν Ἀλεξάνδρειαν τὴν 9ην Φεβρουαρίου τοῦ 356 καὶ πρὸ τῆς ἐγκαταστάσεως ἐκεῖ ὡς ἐπισκόπου τοῦ Ἀρειανοῦ Γεωργίου τὴν 24ην Φεβρουαρίου 357, διότι ἐκ τῆς ἰδίας ἐπιστολῆς φαίνεται ὅτι δὲν εἴχεν ἀκόμη ἐγκατασταθῆ «Διὰ τοῦτο ἐπλήρωσαν κάποιον Γεώργιον ἀπὸ τὴν Καππαδοκίαν καὶ θέλουν τώρα νὰ σᾶς τὸν στείλοῦν» (κ. 7).
Εἶναι τὸ πρῶτον ἀπὸ τὰ ἀντιαρειανικὰ ἔργα τοῦ Ἀθανασίου ποὺ ἐκυκλοφόρησε. Ὅταν ὅμως ἔγραφεν αὐτὴν τὴν ἐπιστολὴν φαίνεται ὅτι εἶχεν ἤδη συγκεντρώσει ὑλικὸν καὶ ἡτοίμαζε τὴν σύνταξιν αὐτοῦ, διότι εἰς αὐτὴν περιέχονται πολλαὶ σκέψεις ἐκ τῶν Κατ’ Ἀρειανῶν λόγων αὐτοῦ.
Οἱ Ἀρειανοὶ ἤθελαν νὰ ἐπιβάλουν νέαν ἔκθεσιν πίστεως, μὲ τὴν ὁποίαν θὰ ἀντικαθιστοῦσαν ἐκείνην τῆς ἐν Νικαίᾳ Συνόδου. Τὴν ἀποστολὴν αὐτῆς πρὸς τοὺς ἐπισκόπους συνώδευαν μὲ ἀπειλάς, ὅτι εἰς περίπτωσιν ἀρνήσεως δι᾽ ὑπογραφήν της θὰ ἐξωρίζοντο (κ. 5). Ὁ Ἀθανάσιος μὲ τὴν ἐπιστολήν του προτρέπει τοὺς ἐπισκόπους νὰ παραμείνουν ἀκλόνητοι εἰς τὴν ὁμολογίαν τῆς Νικαίας (κ. 6-8), μὲ τὴν ὁποίαν ἔχει καταδικασθῆ ἡ ἀρειανικὴ αἷρεσις. Ἡ ὁμολογία πίστεως τῆς Νικαίας εἶναι πλήρης καὶ σαφῆς, κάθε προσπάθεια δὲ πρὸς συμπλήρωσιν ἢ ἑρμηνείαν αὐτῆς εἶναι περιττὴ καὶ ἐπιβλαβὴς καὶ ἀποτελεῖ πρόφασιν δι᾽ ἀνακίνησιν τῆς ἀρειανῆς βλασφημίας (κ. 9-11).
Ἀκολούθως ἐκθέτει τὴν ἀρειανικὴν διδασκαλίαν ὅπως πρωτοενεφανίσθη (κ. 12) καὶ ἀναιρεῖ αὐτὴν παραθέτων τὰ κυριώτερα κατ’ αὐτῆς ἀγιογραφικὰ κείμενα (κ. 13). Ἡ διδασκαλία τῶν
Ἀρειανῶν περὶ τοῦ Λόγου δὲν συμφωνεῖ μὲ τὴν γλῶσσαν τῆς ἁγίας Γραφῆς, ἀλλὰ συμφωνεῖ περισσότερον μὲ τὰς παλαιοτέρας αἱρέσεις καὶ μάλιστα μὲ τοὺς Μανιχαίους (κ. 14-16). Ἐπειδὴ οἱ Ἀρειανοὶ ἐχρησιμοποίουν ὑπὲρ αὐτῶν τὸ χωρίον τῶν Παροιμιῶν 8, 22, ὁ Ἀθανάσιος ἑρμηνεύει αὐτὸ (κ. 17) καὶ ἀποδεικνύει ὅτι ἀναφέρεται εἰς τὴν ἐνσάρκωσιν τοῦ Λόγου, ὁ ὁποῖος ἔγινεν ἄνθρωπος καὶ ἐφόρεσε σάρκα. Οἱ Ἀρειανοί, ἐπειδὴ δὲν δέχονται τὴν ἀλήθείαν αὐτήν, εἶναι εἰδωλολάτραι. Ἀκολούθως περιγράφει τὴν ὑποκρισίαν τοῦ Αρείου, ὅταν παρουσιάσθη ἐνώπιον τοῦ αὐτοκράτορός Κωνσταντίνου διὰ νὰ ἐκθέσῃ τὴν πίστιν τοὺ (κ. 18) καὶ τὸν ἀμέσως μετ᾽ αὐτὴν οἰκτρὸν θάνατον αὐτοῦ ὡς τιμωρίαν ὄχι μόνον τοῦ ἰδίου ἀλλὰ καὶ τῆς αἱρέσεώς του (κ. 10). Ἀκολούθως (κ. 20-21) συμβουλεύει τοὺς ἐπισκόπους νὰ γίνουν παράδειγμα σταθερᾶς ἐμμονῆς εἰς τὴν πίστιν, ὅπως διετυπώθη εἰς τὴν Νίκαιαν ὑπὸ τῶν Πατέρων, καὶ νὰ καταδικάσουν κάθε καινοτομίαν. Εἰς τὴν συνέχειαν (κ. 22) περιγράφεται ἥ συνωμοσία τῶν Μελιτιανῶν μετὰ τῶν Ἀρειανῶν εἰς βάρος τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἐκφράζεται ἢ ἐλπίς, ὅτι ὁ αὐτοκράτωρ Κωνστάντιος θὰ θέσῃ τέρμα εἰς τὰ πονηρά των σχέδια (κ. 23).
Η Επιστολή
1. Ὅλα λοιπὸν ὅσα ἔπραξε καὶ ἐδίδαξεν ὁ Κύριος ἡμῶν καὶ Σωτὴρ Ἰησοῦς Χριστός, τὰ ἐπραγματοποίησεν, ὅπως ἔγραψεν ὁ Λουκᾶς (Πρβλ. Πράξ. 1,1), ὅταν ἐφανερώθη διὰ τὴν ἰδικήν µας σωτηρίαν. Δὲν ἦλθε δηλαδὴ διὰ νὰ κρίνη τὸν κόσμον, ἀλλά διὰ νὰ σωθῆ δι’ αὐτοῦ ὁ κόσμος (Ἰω. 3, 17). Εἶναι δὲ δυνατὸν μαζὶ μὲ ὅλα τὰ ἄλλα νὰ θαυµάσῃ κανεὶς ἀπὸ τὴν ἀγαθότητά του καὶ τοῦτο· ὅτι ὄχι µόνον δὲν ἐσιώπησε περὶ ἐκείνων ποὺ ἀγωνίζονται ἐναντίον µας, ἀλλά δι’ αὐτοὺς προεῖπε µάλιστα πολλά, οὕτως ὥστε, ὅταν θἀ ἔλθουν ἐκεῖνα, νὰ ἔχωμεν ἡμεῖς ἐξησφαλισμένην τὴν σκέψιν µας μὲ τὴν διδασκαλίαν τοῦ Κυρίου, ὁ ὁποῖος λέγει· «Θά ἐμφανισθοῦν ψευδοπροφῆται καὶ ψευδόχριστοι καὶ θὰ κάµουν μεγάλα θαύµατα καὶ τέρατα, ὥστε νὰ παραπλανηθοῦν, εἰ δυνατόν, καὶ οἱ ἐκλεκτοί. Ἰδοὺ σᾶς τὰ προεῖπα» (Ματθ. 24, 24), Ἡ διδασκαλία λοιπὸν ποὺ ἄφησεν αὐτὸς καὶ τὰ χαρίσματα εἶναι πολλὰ καὶ ὑπερβαίνουν τὴν ἀνθρωπίνην δύναμιν. Διότι ἡ γνῶσις περὶ τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Λόγου αὐτοῦ, εἶναι τύπος οὐρανίου πολιτείας καὶ δύναμις κατὰ τῶν δαιμόνων, καὶ υἱοθεσία, καὶ χάρισμα μεγαλύτερον ἀπὸ κάθε ἄλλο καὶ ἐξαίρετον, καὶ δωρεὰ ἁγίου Πνεύματος. Ἡ σκέψις ὅμως τῶν ἀνθρώπων παραμένει σταθερὰ προσκολληµένη εἰς τὰ πονηρά, ἐνῶ ὁ ἐχθρός µας ὁ διάβολος (Α’ Πέτρ. 5, 8), ἐπειδὴ ζηλεύει διὰ τὰ ὅσα καλὰ μᾶς ἔχουν χορηγηθῆ, πηγαινοέρχεται ζητῶντας νὰ ἁρπάσῃ τὰ σπέρµατα τοῦ Λόγου ποὺ εὑρίσκονται µέσα µας. Διὰ τοῦτο λοιπὀν ὁ Κύριος ἐσφράγισε µέσα µας τὴν διδασκαλίαν του, ὡς ἐὰν ἐπρόκειτο διἁ κειμήλια, ὅταν προέλεγε· «Προσέχετε μὴ σᾶς παραπλανήση κανείς, διότι πολλοὶ θὰ ἔλθουν εἰς τὸ ὄνομά µου καὶ θὰ λέγουν· ‘Ἐγὼ εἶμαι’ καὶ ‘ὁ καιρὸς ἐπλησίασε’ καὶ θὰ παραπλανήσουν πολλούς. Μἡ τοὺς ἀκολουθήσετε» (Λουκ. 21, 8).
Ὁ λόγος μᾶς ἔδωσε ἕνα µεγάλο χάρισμα, ὥστε νὰ μὴ έξαπατώμεθα ἀπὸ ἐκεῖνα, ποὺ φαίνονται, ἀλλὰ νἁ ἡμποροῦμεν νὰ τὰ διακρίνωµεν μὲ τὴν χάριν τοῦ Πνεύματος ἀκόμη καὶ ἂν εἶναι καλυμμένα. Ἐπειδὴ λοιπὸν εἶναι τελείως μισητὸς ὁ ἐφευρέτης τῆς κακίας, καὶ ἐπειδὴ ὁ διάβολος εἶναι μεγάλος δαίµονας, καὶ ἠμπορεῖ νὰ κτυπιέται ἀπὸ ὅλους µόνον ὅταν φαίνεται, ὅπως ὁ ὄφις, ὅπως ὁ δράκος, ὅπως τὸ λιοντάρι ποὺ ζητᾷ νὰ ἁρπάσῃ καὶ νὰ καταπιῇ μερικούς, διὰ τοῦτο αὐτὸς σκεπάζει καὶ ἀποκρύπτει αὐτὸ ποὺ εἶναι εἰς τὴν πραγματικότητα, οἰκειοποιεῖται δὲ μὲ ὑποκρισίαν καὶ πονηρίαν τὸ ὄνομα ποὺ ποθοῦν ὅλοι, διὰ νά ἐξαπατήση αὐτοὺς μὲ τὴν φαντασίαν, καὶ νὰ ἐμπλέξῃ ἔτσι τοὺς παραπλανηθέντας εἰς τὰ δεσµά του. Καὶ ὅπως ἀκριβῶς, ἄν θέλῃ κανεὶς νὰ ἀπαγάγη ξένα παιδιά, ὅταν ἀπουσιάζουν οἱ γονεῖς των, ὑποκρίνεται τὰ πρόσωπά των, διὰ νὰ ἐξαπατήσῃ τὰ παιδιὰ ποὺ τοὺς νοσταλγοῦν, ὥστε νἁ τὰ παρασύρῃ μακρυὰ καὶ νὰ τὰ ἐξαφανίση, κατὰ τὸν ἴδιον τρόπον καὶ ὁ κακόβουλος καὶ διεστραμµένος διάβολος, ἐπειδὴ ὁ ἴδιος δὲν ἔχει θάρρος, καὶ ἐπειδἡ ξέρει τὸν ἔρωτα τῶν ἀνθρώπων πρὸς τὴν ἀλήθειαν, ὑποκρίνεται μὲν αὐτὴν εἰς τὴν φαντασίαν, τοποθετεῖ δὲ τὸ δηλητήριόν του ἐντὸς αὐτῶν ποὺ τὸν ἠκολούθησαν.
2. Μὲ τὸν τρόπον αὐτὸν ἐξηπάτησε καὶ τὴν Εὔαν, μὲ τὸ νὰ μὴ λέγῃ τὰ ἰδικά του λόγια, ἀλλ᾽ ὑποκρινόμενος ὅτι ἔλεγε τὰ λόγια τοῦ Θεοῦ, τῶν ὁποίων παρεπίει τὴν ὀρθὴν ἔννοιαν. Ἔτσι ὑπεψιθύριζε καὶ εἰς τὴν γυναῖκα τοῦ Ἰώβ καὶ τὴν ἔπεισε νὰ ὑποκρίνεται ὅτι ἀγαπᾷ τὸν ἄνδρα της, ἐνῶ εἰς τὴν πραγµατικότητα τὴν ἐδίδασκε νὰ βλασφημῆ τὸν Θεόν. Ἔτσι πάλιν ὁ πανοῦργος περιπαίζει τὴν φαντασίαν τῶν ἀνθρώπων καὶ ἐξαπατᾷ καὶ παρασύρει τὸν καθ’ ἕνα εἰς τὸν βόθρον τῆς πονηρίας του. Ἐπειδὴ λοιπὸν ἐξ ἀρχῆς ἐξηπάτησε τὸν πρῶτον ἄνθρωπον τὸν Ἀδάμ, καὶ ἐνόμισεν ὅτι δι’ ἐκείνου θὰ κρατήση ὑποδούλους τοὺς πάντας, ἐχοροπηδοῦσε μὲ θράσσος καὶ ἔλεγε· «Θὰ καταλάβω μὲ τὸ χέρι µου ὅλον τὸν κόσμον ὡσὰν τὴν φωλεάν, καὶ θὰ καταστρέψω αὐτὸν ὡσὰν ἐγκαταλελειμμένα αὐγά, καὶ δὲν θὰ ὑπάρξη κανεὶς ὁ ὁποῖος θὰ μοῦ διαφύγηῃ ἢ θά μοῦ φέρῃ ἀντίρρησιν» (Ἠσ. 10, 14). Ὅταν ὅμως ἦλθεν ὁ Κύριος εἰς τὸν κόσμον καὶ ὁ ἐχθρὸς ἑκατάλαβε τὸ ὑπὲρ τῶν ἀνθρώπων λυτρωτικὸν ἔργον του, ἐπειδὴ δὲν ἡμπόρεσε νὰ ἐξαπατήσῃ τὴν ἀνθρωπίνην σάρκα αὐτοῦ, τότε αὑτὸς ποὺ διεκήρυσσεν ὅτι θὰ καταλάβῃ ὁλόκληρον τὸν κόσμον, περιπαίζεται πλέον ὑπ’ αὐτοῦ, ἀλλά καὶ ἀπὸ τὰ παιδάκια, ὡσὰν τὸ σπουργιτάκι ὁ ὑπερήφανος. Διότι τώρα πιὰ αὐτὸν ποὺ ἐξηπάτησε τὴν Εὔαν τὸν περιγελᾷ ἀκόμη καὶ τὸ παιδὶ ποὺ εἶναι τόσον νήπιον, ὥστε νὰ βάζη τὸ χέρι του εἰς τὴν τρύπαν ὅπου εὑρίσκονται ἔχιδνες (Πρβλ. Ἠσ. 11, 8). Καὶ ὅλοι ὅσοι πιστεύουν ὀρθῶς εἰς τὸν Κύριον καταπατοῦν πλέον αὐτὸν ποὺ εἶπε· «Θὰ τοποθετήσω τὸν θρόνον µου ὑψηλότερα ἀπὸ τὰ σύννεφα, θὰ ἀνεβῶ, θὰ γίνω ὅμοιος μὲ τὸν Ὕψιστον» (Ἠσ. 14, 14).
Τέτοια λοιπὸν παθαίνει ἐκεῖνος μὲ ἐντροπήν. Ἀλλὰ ἂν καὶ ξανατολμᾷ ὁ ἀδιάντροπος νὰ προσποιηθῆ, ὅμως ἀναγνωρίζεται ὁ ταλαίπωρος τώρα µάλιστα περισσότερον ἀπ᾿ αὐτοὺς ποὺ φέρουν τὸ σημεῖον τοῦ σταυροῦ εἰς τὸ µέτωπον, καὶ ἐκδιώκεται σφοδρότερα ταπεινωµένος καὶ καταντροπιασµένος. Καὶ ἂν πλέον ὡσὰν τὸν ὄφιν ἕρπη καὶ μετασχηματίζεται εἰς ἄγγελον φωτός, ὅμως δὲν θὰ τὸν ὠφελήσῃ ἡ προσποίησις. Διότι ἔχομεν μάθει ὅτι καὶ ἂν ἀκόμη κάποιος οὐράνιος ἄγγελος μᾶς κηρύξῃ εὐαγγέλιον διαφορετικὀν ἀπὸ ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον ἔχομεν παραλάβει, αὐτὸς νὰ εἶναι ἀνάθεμα (Πρβλ. Γαλ. 1, 8).
Ἐὰν δὲ πάλιν ξανακηρύξη τὸ ψεῦδος του, καὶ προσποιῆται ὅτι λέγει μὲ τὰ χείλη του τὴν ἀλήθειαν, ὅμως ἡμεῖς, ἐπειδὴ γνωρίζομεν τὰς σκέψεις του, ἠμποροῦμεν νὰ τοῦ λέγωμεν αὐτά, τὰ ὁποῖα ἔχει εἰπῆ εἰς αὐτὸν τὸ Πνεύμα· «Εἰς δὲ τὸν ἁμαρτωλὸν λέγει ὁ Θεός· πρὸς τί σὺ ἀναφέρεις τὰς ἐντολάς µου; » (Ψαλμ. 49, 16) καί· «Δὲν ταιριάζει ἡ δοξολογία τοῦ Θεοῦ εἰς τὸ στόμα τοῦ ἁμαρτωλοῦ» (Σοφ. Σειρ. 15, 9). Οὔτε λοιπὸν καὶ ἂν λἐγη τὴν ἀλήθειαν εἶναι ἀξιόπιστος ὁ πανοῦργος. Καὶ τοῦτο τὸ ἀποδεικνύει ἡ Γραφή, ὅταν διηγῆται τὸ πονηρὸν τἐχνασµά του πρὸς τὴν Εὔαν εἰς τὸν παράδεισον. Ἔφανέρωσεν ὅμως αὐτὸν καὶ ὁ Κύριος, πρῶτον μὲν εἰς τὸ ὄρος, ὅπου τοῦ ἤνοιξε τὸν θώρακα καὶ τοῦ ἐξεσκέπασε τὰς ἐνδομύχους σκέψεις του, καὶ ἀπέδειξε ποῖος εἶναι ὁ πανοῦργος, καὶ τὸν ἤλεγξεν ὅτι δὲν εἶναι ἅγιος αὐτὸς ποὺ πειράζει, ἀλλὰ Σατανᾶς, ὅταν τοῦ εἶπε· «Πήγαινε ὀπίσω µου, Σατανᾶ, διότι εἶναι γραμµένον, Κύριον τὸν Θεόν σου πρέπει νὰ προσκυνήσῃς καὶ αὐτὸν µόνον νὰ λατρεύσῃς» (Ματθ. 4, 10), καὶ ὅταν πάλιν ἐφίμωσε τοὺς δαίµονας ποὺ ἐκραύγαζαν ἀπὸ τοὺς τάφους. Διότι ἦταν μὲν ἀληθὲς ἐκεῖνο ποὺ ἔλεγαν, καὶ δὲν ἔλεγαν ψέμματα τότε, ὅτι «Σὺ εἶσαι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοὔ (Πρβλ. Ματθ. 8, 29), καὶ ὁ ἅγιος τοῦ Θεοῦ» (Πρβλ. Μαρκ. 1, 24)· δὲν ἤθελεν ὅμως ὁ Κύριος νὰ λέγεται ἡ ἀλήθεια ἀπὸ ἀκάθαρτον στόμα, καὶ μάλιστα ἀπὸ ἐκείνους, διὰ νὰ μὴ λάβουν τὴν πρόφασιν νἁ σπείρουν µέσα εἰς τοὺς ἀνθρώπους ποὺ κοιμοῦνται τὸ πονηρὸν θέληµά τους, τὸ ὁποῖον θὰ ἀνεμίγνυον μὲ τὴν ἀλήθειαν (Πρβλ. Ματθ. 13, 25).
Διά τοῦτο οὔτε αὐτὸς ἀνήχετο νὰ ἀκούῃ αὐτοὺς νἁ λέγουν αὐτά, ἐπειδὴ δὲ δὲν ἤθελε οὔτε ἡμεῖς νὰ ἀνεχώμεθα, παρήγγειλε ὁ ἴδιος μέν «Προσέχετε τοὺς ψευδοπροφήτας, οἱ ὁποῖοι σᾶς ἔρχονται μὲ ἔνδυμα προβάτων, ἐνῷ µέσα τους εἶναι λύκοι ἁρπακτικοί» (Ματθ. 7, 15), μὲ τοὺς ἁγίους ἀποστόλους δέ «Μἠ πιστεύετε εἰς Κάθε πνεύμα» (Α’ Ἰω. 4, 1). Τέτοια εἶναι λοιπὸν ἡ μέθοδος τῆς ἐχθρικῆς δυνάµεως. Τέτοια εἶναι καὶ τὰ ἐπινοήματα τῶν αἱρέσεων. Ἐπειδὴ δηλαδὴ ἡ κάθε µία ἔχει ὡσὰν πατέρα τῆς ἰδικῆς της διδασκαλίας τὸν διάβολον, ὁ ὁποῖος ἐξεστράτισεν ἐξ ἀρχῆς καὶ κατήντησεν ἀνθρωποκτόνος καὶ ψεύτης, καὶ ἐπειδὴ ἐντρέπεται νὰ ἀναφέρῃ τὸ µισητόν του ὄνομα, διὰ τοῦτο ὑποκρίνεται τὸ ὄνομα τοῦ Σωτῆρος, τὸ καλὸν καὶ ὑπὲρ πᾶν ὄνομα, καὶ τοποθετεῖ γύρω της τὰ λόγια τῶν Γραφῶν. Καὶ λέγει μὲν τὰ λόγια, ἀποκρύπτει ὅµως τὴν ἀληθινὴν σηµασίαν, ὥστε πλέον καὶ αὐτὴ φονεύει τοὺς ἀνθρώπους αὐτοὺς ποὺ παραπλανᾷ, διότι κρύβει τὴν διδασκαλίαν ποὺ ἔπλασεν αὐτή, ὡσὰν εἰς κάποιο δόλωμα.
4. Ἀπὸ ποῦ λοιπὸν ἔλαβαν τὸ Εὐαγγέλιον ὁ Μαρκίων καὶ ὁ Μανιχαῖος, οἱ ὁποῖοι ἀρνοῦνται τὸν νόµον; Διότι τὰ νέα μαρτυροῦνται εἰς τὰ παλαιά, καὶ τὰ νέα ἐπιβεβαιοῦν τὰ παλαιά. Αὐτοὶ λοιπὸν ποὺ ἀρνοῦνται τὰ παλαιά, πῶς παραδέχονται τὰ νέα ποὺ συνδέονται μὲ αὐτά; Διότι ὁ Παῦλος ἔγινεν ἀπόστολος τοῦ Εὐαγγελίου, τὸ ὁποῖον εἶχεν ὑποσχεθῆ ἀπὸ πρὶν ὁ Θεός διὰ τῶν προφητῶν του εἰς τὰς ἁγίας Γραφάς (Ρωμ. 1, 2). Ὁ ἴδιος δὲ ὁ Κύριος ἔλεγεν· «Ερευνᾶτε τὰς Γραφάς, διότι ἐκεῖναι μαρτυροῦν δι᾽ ἐμέ» (Ἰω. 5, 39). Πῶς λοιπὸν ὁμολογοῦν τὸν Κύριον, ἀφοῦ δὲν ἐρευνοῦν πρῶτον τὰς Γραφἁς ποὺ ὁμιλοῦν δι’ αὐτόν; Διότι οἱ µαθηταὶ λέγουν ὅτι εὑρῆκαν αὐτὸν διὰ τὸν ὁποῖον ἔγραψεν ὁ Μωυσῆς καὶ οἱ προφῆται (Πρβλ. Ἰω. 1, 45). Καὶ τί ἀξίζει διὰ τοὺς Σαδδουκαίους ὁ νόμος ἀφοῦ δὲν παραδέχονται τοὺς προφήτας; Διότι ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος ἔδωσε τὸν νόµον, αὐτὸς ὑπεσχέθη εἰς τὸν νόµον, ὅτι θὰ ἀναστήσῃ προφήτας. Ὥστε ὁ ἴδιος εἶναι Κύριος καὶ τοῦ νόµου καὶ τῶν προφητῶν, καὶ αὐτὸς πού ἀρνεῖται τὸ ἕνα ἀπὸ τὰ δύο, ὁπωσδήποτε ἀρνεῖται καὶ τὸ ἄλλο. Καὶ ποίαν ἀξίαν ἔχει ἡ Παλαιά Διαθήκη διὰ τοὺς Ἰουδαίους οἱ ὁποῖοι δὲν ἔχουν άναγνωρίσει τὸν Κύριον, ὁ ὁποῖος ἀνεμένετο δι’ αὐτῆς. Διότι ἐὰν ἐπίστευαν εἰς τὰ γραπτὰ τοῦ Μωυσέως, θὰ ἐπίστευαν καὶ εἰς τὰ λόγια του Κυρίου, ποὺ λέγει· «Δι ἐμὲ ἔγραψεν ἐκεῖνος» (Ἰω. 5, 46). Καὶ ποίαν ἀξίαν ἔχουν διὰ τὸν Σαµοσατέα ὅλα ὅσα ἀναφέρονται εἰς τὰς Γραφάς, ἀφοῦ ἀρνεῖται τὸν Λόγον τοῦ Θεοῦ, καὶ τὴν ἔνσαρκον παρουσίαν του Λόγου, ἡ ὁποία κηρύσσεται καὶ ἀποδεικνύεται καὶ ὑπὸ τῶν δύο τῆς Παλαιᾶς καὶ τῆς Καινῆς Διαθήκης. Καὶ ποίαν ἀξίαν ἔχουν πάλιν αἱ Γραφαὶ διὰ τοὺς Ἀρειανούς, καὶ διατὶ ἀναφέρουν αὐτάς, ἀφοῦ εἶναι ἄνθρωποι ποὺ λέγουν ὅτι εἶναι κτίσμα ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, καὶ λατρεύουν τὴν κτίσιν καὶ ὄχι τὸν κτίστην, ὡσὰν νὰ ἦσαν εἰδωλολάτραι (Πρβλ. Ρωμ. 1, 25); Διότι κάθε µία ἀπὸ αὐτὰς τὰς αἱρέσεις, ὅσον ἀφορᾶ εἰς τὴν ἐπινόησιν τῆς ἀσεβείας της, δὲν ἔχει τίποτε κοινὸν πρὸς τὰς Γραφάς. Καὶ τοῦτο τὸ γνωρίζουν καὶ αὐτοὶ ποὺ πιστεύουν εἰς τὰ διδάγµατά των, ἀλλά διὰ νὰ ἐξαπατήσουν τοὺς πιὸ ἆμορφώτους, ὅπως εἶναι ἐκεῖνοι διὰ τοὺς ὁποίους ἔχει γραφῆ εἰς τὰς Παροιμίας «Ὁ ἀπονήρευτος πιστεύει εἰς κάθε λόγον» (Παροιμ. 14, 15), προσποιοὔνται ὅτι μελετοῦν καὶ χρησιμοποιοῦν τὰ λόγια τῶν Γραφῶν, ὅπως κάνει ὁ πατέρας των ὁ διάβολος, διὰ νἁ φανοῦν μὲ τὰ λόγια αὐτὰ ὅτι ἔχουν ὀρθόδοξον πίστιν, καὶ ἔτσι νὰ πείσουν τοὺς ταλαιπώρους ἀνθρώπους νὰ πιστεύουν πράγματα ἔξω ἀπὸ τὰς Γραφάς.
Λοιπὸν εἰς κάθε αἴρεσιν, ἀφοῦ μετεμορφώθη ὁ διάβολος μὲ τέτοιον τρόπον, ὑπεψιθύρισε λόγια γεμάτα πονηρίαν. Διότι περὶ αὐτῶν λέγει ὁ Κύριος, ὅτι «Θὰ ἀναστηθοῦν ψευδὀχριστοι καὶ ψευδοπροφῆται, ὥστενὰ πλανήσουν πολλούς» (Ματθ. 24, 24). Λοιπὸν ἤλθεν ὁ διάβολος ὁ ὁποῖος διὰ µέσου κάθε αἱρέσεως λέγει· Ἐγὼ εἷμαι ὁ Χριστός, καὶ ἡ ἀλήθεια εὑρίσκεται εἰς ἐμέ, καὶ ἔκαμεν ὁ συκοφάντης τὴν κάθε µίαν ἀπ᾿ αὐτάς, ἀλλὰ καὶ ὅλας µαζί, νὰ ψεύδωνται. Καὶ τὸ πιὸ παράδοξον, ἐνῷ μάχονται μεταξύ των διὰ τὰ κακἁ ποὺ ἐφεῦρε κάθε µία, συνεφώνησαν μεταξύ των µόνον εἰς τὸ νὰ ψεύδωνται, διότι ὅλαι ἔχουν ἕνα πατέρα, αὐτὸν ποὺ ἔβαλε µέσα εἰς ὅλας τὸ ψεῦδος (Πρβλ. Ματθ. 13, 25). Ὁ πιστὸς λοιπὸν καὶ µαθητὴς τοῦ Εὐαγγελίου, ἐπειδὴ ἔχει τὸ χάρισμα νἁ διακρίνῃ τὰ πνευµατικά, καὶ ἐπειδὴ οἰκοδόμησε ἐπάνω εἰς τὴν πέτραν τὴν οἱκίαν τῆς πίστεώς του (Πρβλ. Ματθ. 7, 24), στέκει σταθερὸς καὶ παραμένει άνεπηρέαστος ἀπὸ τὴν ἀπάτην αὐτῶν. Ὁ ἁπλὸς ὅμως, ὅπως προανέφερα, ποὺ δὲν ἔχει κατηχηθῆ ἀρκετά, ἐπειδὴ παρακολουθεῖ µόνον αὐτὰ ποὺ λέγονται, καὶ δὲν ἐξετάζει τὸ νόηµά των, ἀμέσως παρασύρεται ἀπὸ τὰ τεχνάσματα ἐκείνων. Διὰ τοῦτο εἶναι καλὸν καὶ ἀναγκαῖον νὰ προσευχώµεθα νὰ λάβωμεν τὸ χάρισμα τῆς διακρίσεως τῶν πνευμάτων, διὰ νὰ γνωρίζη ὁ καθ’ ἕνας, σύμφωνα μὲ τὴν παραγγελίαν τοῦ Ἰωάννου, ποίους ὀφείλει νὰ ἀποστρέφεται καὶ ποίους νὰ προσεταιρίζεται ὡς φίλους καὶ ὁμοδόξους. Πολλά λοιπὸν θὰ ἠμποροῦσε νὰ γράψη κανείς, ἂν ἤθελε νὰ ἐρευνᾷ δι’ αὐτά, διότι θὰ ἀποδειχθῆ µεγάλη καὶ ποικίλη ἡ ἀσέβεια καὶ ἡ κακοδοξία τῶν αἱρέσεων, καὶ πολὺ φοβερὴ ἡ πανουργία τῶν ἐξαπατώντων. Ἐπειδὴ ὅμως ἡ θεία Γραφὴ εἶναι ἱκανωτέρα ἐξ ὅλων, διὰ τοῦτο ἐγὼ τώρα ἔσπευσα νὰ δηλώσω εἷς ὅσους θέλουν νὰ γνωρίζουν περισσότερα περὶ αὐτῶν, καὶ τοὺς συνεβούλευσα νἁ ἐρευνοῦν τὰ θεῖα λόγια. Διά τοῦτο καὶ ἔγραψα μὲ αὐτὸν τὸν τρόπον.
5. Ἐπληροφορήθην τώρα ποὺ ζῶ εἰς αὐτὰ τὰ µέρη, διότι μὲ ἐπληροφόρησαν μερικοὶ γνήσιοι ἀδελφοὶ ποὺ εἶναι καὶ ὁµόδοξοι, ὅτι συνεκεντρώθησαν μερικοὶ ἀπ᾿ αὐτοὺς ποὺ πιστεύουν εἰς τὴν διδασκαλίαν τοῦ Ἀρείου καὶ ἔγραψαν δῆθεν περὶ πίστεως, ὅπως ἐνόμισαν, καὶ σκοπεύουν νἁ τὸ ἀποστείλουν πρὸς σᾶς, ὥστε, ἢ νὰ ὑπογράψετε ὅπως θέλουν αὐτοί, μᾶλλον δὲ ὅπως ἐνέπνευσεν αὐτοὺς ὁ διάβολος, ἢ ἂν κανεὶς ἔχῃ ἀντίρρησιν θὰ ἐξορισθῇ. Διότι καὶ τοὺς ἐπισκόπους τῆς περιοχῆς αὐτῆς ἤρχισαν ἤδη νὰ ἐνοχλοῦν. Ἀπ᾽ αὐτὰ λοιπὸν ἀποδεικνύεται καὶ τὸ τί εἶναι αὐτοὶ ποὺ γράφουν ἔτσι. Διότι αὐτοὶ ποὺ γράφουν μὲ αὐτὸν τὸν τρόπον, ὥστε νὰ τελειώνουν τὰ γράμματα μὲ ἀπειλὰς ἐξορισμοῦ καὶ ἄλλων τιμωριῶν, τί ἄλλο θὰ ἡμποροῦσαν νἁ εἷναι παρὰ ξένοι μὲν ἀπὸ τοὺς Χριστιανούς, φίλοι δὲ τοῦ διαβόλου καὶ τῶν δαιμόνων ἐκείνου; Καὶ µάλιστα διατυµπανίζουν αὐτὰ παρὰ τὴν γνώµην τοῦ ἀσεβεστάτου βασιλέως Κωνσταντίου, ποὺ εἶναι φιλάνθρωπος. Καὶ αὐτὸ τὸ κάνουν μὲ μεγάλην πονηρίαν καὶ, ὅπως μοῦ φαίνεται, μὲ δύο στόχους ἀφ᾿ ἑνὸς μὲν διά νὰ φανοῦν ὅτι σταματοῦν τὸ κακὸν ὄνομα τοῦ Ἀρείου, ἀφοῦ καὶ σεῖς θὰ ὑπογράψετε, οἱ ἴδιοι δὲ νὰ διαφεύγουν τῆς προσοχῆς ὅτι δὲν πιστεύουν εἰς τὴν διδασκαλίαν τοῦ Ἀρείου, ἀφ᾿ ἑτέρου δὲ διὰ νὰ φανῆ πάλιν μὲ αὐτὰ ποὺ γράφουν ὅτι ἐπικαλύπτεται ἡ σύνοδος τῆς Νικαίας, καὶ ἡ κατ᾽ αὐτὴν διατυπωθεῖσα πίστις κατὰ τῆς ἀρειανικῆς αἱρέσεως.
Ἀλλὰ τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἐλέγχει περισσότερον τὴν κακοήθειαν καὶ τὴν ἑτεροδοξίαν αὐτῶν. Διότι ἐὰν εἶχαν ὀρθὴν πίστιν, θὰ ἠρκοῦντο εἰς τὴν πίστιν, ἡ ὁποία διετυπώθη ὑπὸ ὁλοκλήρου τῆς οἰκουμενικῆς συνόδου εἰς τὴν Νίκαιαν. Καὶ ἐὰν ἑνόμιζον ὅτι συκοφαντοῦνται καὶ ὀνομάζονται ἀδίκως Ἀρειανοί, θὰ ἔπρεπε νὰ μὴν προσπαθοῦν νὰ παραλλάσσουν ὅσα ἐγράφησαν κατὰ τοῦ Ἀρείου, διὰ νὰ μὴ φαίνωνται ὡσὰν νὰ ἐγράφησαν κατ’ αὐτῶν ἐκεῖνα ποὺ ἐγράφησαν κατ᾿ αὐτοῦ. Τώρα ὅμως αὐτοὶ δὲν κάνουν τοῦτο, ἀλλ᾽ ἀγωνίζονται ὑπὲρ τῶν ἑαυτῶν των, ὡσὰν νὰ ἦσαν αὐτοὶ ὁ Ἄρειος. Διότι προσέξετε, αὐτοὶ δὲν ἐνδιαφέρονται διὰ τὴν ἀλήθειαν, ἀλλὰ τὰ πάντα λέγουν καὶ πράττουν ὑπὲρ τῆς ἀρειανικῆς αἱρέσεως. Αὐτοὶ λοιπὸν ποὺ τολμοῦν νἁ κατηγορήσουν ὅσα διετυπώθησαν ὀρθῶς, καὶ ἐπιχειροῦν νὰ γράψουν ἄλλα διαφορετικὰ ἀπ᾿ ἐκεῖνα, τί ἄλλο κάνουν, παρὰ κατηγοροῦν μὲν τοὺς Πατέρας, ὑπερασπίζουν δὲ τὴν αἴρεσιν, ἐναντίον τῆς ὁποίας συνῆλθαν καὶ ἐδογμάτισαν; Διότι καὶ τώρα γράφουν αὖὐτὰ ποὺ γράφουν ὄχι ἐπειδὴ φροντίζουν διὰ τὴν ἀλήθειαν, ὅπως προεῖπα, ἀλλ᾽ ἐπειδὴ θέλουν νὰ παίξουν, καὶ πράττουν τοῦτο μὲ µέθοδον, διὰ νὰ ἐξαπατοῦν τοὺς ἀνθρώπους ὥστε μὲ τὸ νὰ στέλνουν ἐπιστολὰς νὰ ἀναγκάσουν μὲν τὰ αὐτιὰ τῶν λαῶν νὰ ἀπασχολοῦνται μὲ αὐτά, αὐτοὶ δὲ νὰ κερδίζουν χρόνον ἀπὸ τὸ νὰ κατηγοροῦνται, καὶ καθὼς δὲν θὰ φαίνωνται πὼς ἀσεβοῦν, θὰ ἔχουν τὸν καιρὸν νὰ ἐξαπλώσουν τὴν αἴρεσιν, ὡσὰν γάγγραιναν, διὰ νὰ νέµεται τὰ πάντα.
6. Τὰ πάντα λοιπὸν κινοῦν καὶ ἀνακατεύουν, καὶ οὔτε ἔτσι ἀρκοῦνται εἰς τὰ ἰδικά των, διότι κάθε χρόνον, ὅπως ἐκεῖνοι ποὺ γράφουν τὰς διαθήκας, συγκεντρώνονται καὶ αὐτοί, καὶ προσποιοῦνται ὅτι γράφουν περὶ τῆς πίστεως, διά νὰ ἐπισύρουν καὶ μ᾿ αὐτὸ μᾶλλον τὸν γέλωτα καὶ τὴν ἐντροπήν, ὅτι δὲν λέγονται ἀπὸ ἄλλους αὐτὰ ποὺ θέλουν, ἀλλὰ παρά τῶν ἰδίων. Διότι ἐὰν εἶχαν ἐμπιστοσύνην εἰς τὰ πρῶτα ποὺ ἔγραφαν, δὲν θὰ προσπαθοῦσαν νἁ γράψουν δεύτερα· οὔτε πάλιν θὰ ἐγκατέλιπαν ἐκεῖνα διὰ νὰ γράψουν τὰ τωρινά, τὰ ὁποῖα ὁπωσδήποτε ἀφοῦ μελετήσουν, πάλιν θὰ τὰ ἀλλάξουν, ἐὰν παρέλθῃ πολὺ ὀλίγος χρόνος, καὶ θἀ εὑρίσκουν ἀφορμὴν νἁ κατηγοροῦν μερικούς ὅπως συνηθίζουν. Διότι µόνον τότε, ὅταν κατηγοροῦν, προσποιοὔνται περισσότερον ὅτι γράφουν περὶ πίστεως, ὥστε, ὅπως ὁ Πιλᾶτος ἔπλυνε τὰ χέρια, ἔτσι καὶ αὐτοί, ὡσὰν δράκοι, νὰ σκοτώνουν τοὺς πιστοὺς εἰς τὸν Χριστόν, καὶ διὰ νὰ φανοῦν ὅτι δὲν τοὺς πιάνει ἡ κατηγορία ἐπὶ ἑτεροδοξίᾳ, καθὼς εἶπα ἑπανειληµµένως, ἀφοῦ ὁμιλοῦν περὶ πίστεως.
Ἀλλὰ δὲν θὰ ἠμπορέσουν οὔτε νὰ κρυφθοῦν οὔτε νὰ ξεφύγουν, διότι ἐφ᾽ ὅσον ἐξακολουθοῦν νὰ ἀπολογοῦνται, πάντοτε θὰ εἶναι κατήγοροι τῶν ἑαυτῶν των, καὶ δικαίως μάλιστα. Διότι δὲν ἀπαντοῦν εἰς ἐκείνους ποὺ τοὺς ἐλέγχουν, ἀλλά πείθουν τοὺς ἑαυτούς των, ὅπως ἐκεῖνοι θέλουν. Πότε λοιπὸν συμβαίνει ἁπαλλαγὴ ἀπὸ κατηγορίαν, ἐὰν ὁ ὑπεύθυνος δικάζει τὸν ἑαυτόν του; Διὰ τοῦτο λοιπὸν γράφουν πάντοτε, καὶ ἐπειδὴ πάντοτε μεταβάλλουν τὰ ἴδια, ἔχουν ἀμφίβολον πίστιν, μᾶλλον δὲ ἔχουν φανερὰν τὴν ἀπιστίαν καὶ τὴν κακοδοξίαν. Καὶ μοῦ φαίνεται εἶναι φυσικὸν νὰ παθαίνουν τοῦτο. Διότι, ἐπειδὴ μὲ τὸ νά ἀπομακρυνθοῦν ἀπὸ τὴν ἀλήθειαν, καὶ μὲ τὸ νὰ θέλουν νὰ ἀνατρέψουν τὴν ὀρθὴν πίστιν ποὺ ἐξετέθη εἰς τὴν Νίκαιαν, ἐπροτίµησαν, ὅπως εἶναι γραμμµένον, νὰ πηγαινοέρχωνται (Ἰερ. 14, 10), διὰ τοῦτο καὶ αὐτοί, ὅπως ἡ Ἰερουσαλὴμ κάποτε, κοπιάζουν καὶ κουράζονται εἰς τὰ µεταβλητά, γράφοντες κάθε τόσο καὶ διαφορετικά, µόνον διὰ νὰ κερδίσουν χρόνον καὶ νὰ παραμείνουν Χριστοµάχοι ἐξαπατῶντες τοὺς ἀνθρώπους.
7. Ποῖος λοιπόν, ἐνδιαφερόμενος μάλιστα διὰ τὴν ἀλήθειαν, θά θελήσῃ νἁ τοὺς ἀνέχεται ἀκόμη; Ποῖος δὲν θὰ τοὺς ἀποστραφῇ δικαίως ἐπειδὴ γράφουν αὐτά; Ποῖος δὲν θὰ ἀντιληφθῇ τὴν θρασύτητά των. Διότι ἐνῷ εἶναι ἀριθμητικῶς ὀλίγοι, θέλουν νὰ ἔχουν τὰ ἰδικά των µεγαλυτέραν δύναμιν, ἀπὸ ὅλα τά ἄλλα. Καὶ ἐπειδὴ θέλουν νὰ κατισχύσουν αἱ ἰδικαὶ των συνελεύσεις ποὺ γἰνονται εἰς τὰς γωνίας καὶ εἶναι δι’ αὐτὸ ὕποπτοι, ἐπείγονται νὰ καταλύσουν καὶ νὰ ἀκυρώσουν ἄδολον καὶ καθαρἀν οἱκουμενικὴν σύνοδον. Καὶ διὰ νὰ εἶναι σύμφωνοι μὲ τὴν χριστοµάχον αἴρεσιν ὑποκινούμενοι ἀπὸ τὴν ὁμάδα τοῦ Εὐσεβίου, ἐνῷ εἶναι ἄνθρωποι, τολμοῦν νὰ ἐκθέτουν ὅρους περὶ πίστεως. Καὶ ἐνῷ ὡσὰν ὑπόλογοι πρέπει νὰ δικασθοῦν, ἐπιχειροῦν καὶ αὖτοὶ νὰ δικάζουν, ὡσὰν ἐκείνους ποὺ ἦσαν περὶ τὸν Καϊάφαν. Καὶ προσπαθοῦν νὰ κάµουν πιστευτὴν τὴν Θαλίαν, αὐτοὶ ποὺ δὲν γνωρίζουν πῶς πιστεύουν.
Ποῖος λοιπὸν δὲν ξέρει ὅτι ἐξ αἰτίας τῆς ἀρειανικῆς κακοδοξίας ἔγινε δεκτὸς ὑπ᾿ αὐτῶν ὁ Σεκοῦνδος ὁ Πενταπολίτης, ὁ ὁποῖος παλαιότερα καθῃρέθη ἐπανειλημμένως, ἀνεδείχθησαν δὲ ὑπ αὐτῶν ὁ Γεώργιος ποὺ εἶναι τώρα εἰς τὴν Λαοδίκειαν, καὶ ὁ Λεόντιος ὁ ἀπόκοπος, καὶ πρὶν ἀπ᾿ αὐτὸν ὁ Στέφανος καὶ ὁ Θεόδωρος εἰς τὴν Ἡράκλειαν; Διότι καὶ αὐτοὶ ποὺ εἶχαν προηγουµένως καθαιρεθῆ ἀπὸ τὸν βαθμὸν τοῦ πρεσβυτέρου, ὁ Οὐρσάκιος καὶ ὁ Οὐάλης, ἀργότερα ἕνεκα τῆς ἀσεβείας των ὠνομάσθησαν ἀπ᾿ αὐτοὺς ἐπίσκοποι, οἱ ὁποῖοι μάλιστα ἐξ ἀρχῆς κατηχήθησαν ὑπὸ τοῦ Ἀρείου ὡς νεώτεροί του. Καὶ ὁ Ἀκάκιος καὶ ὁ Πατρόφιλος καὶ ὁ Νάρκισσος, οἱ ὁποῖοι εἶναι τολµηρότατοι πρὸς κάθε εἴδους ἀσέβειαν. Αὐτοὶ μάλιστα καθηρέθησαν καὶ εἰς τὴν μεγάλην σύνοδον ἡ ὁποία ἔγινεν εἰς τὴν Σαρδικήν. Καὶ ὁ Εὐστάθιος ποὺ εἶναι τώρα εἰς Σεβάστειαν, καὶ ὁ Δημόφιλος καὶ ὁ Γερμίνιος καὶ ὁ Εὐδόξιος καὶ ὁ Βασίλειος, οἱ ὁποῖοι ἐπειδὴ ἡσαν συνήγοροι τῆς ἀσεβείας προήχθησαν καὶ αὐτοὶ εἰς τὸ ἀξίωμα αὐτό. Διότι εἶναι περιττὸν νὰ ὁμιλῆ κανεὶς περὶ τῶν σηµερινῶν Κεκροπίου, καὶ τοῦ λεγομένου Αὐξεντίου, καὶ τοῦ ὑποκριτοῦ Ἐπικτήτου, οἱ ὁποῖοι εἶναι γνωστὀν εἰς ὅλους πῶς καὶ μὲ ποίας προφάσεις καὶ ἀπὸ ποίους ἐχθροὺς προεβλήθησαν αὐτοί, μὲ σκοπὸν νὰ ὑποκινοῦν τὰς συκοφαντίας ἐναντίον τῶν κατηγορηθέντων ὀρθοδόξων ἐπισκόπων. Διότι αὐτοί, ἂν καὶ προήρχοντο ἀπὸ ὀγδόντα μοναστήρια καὶ δὲν τοὺς ἐγνώριζαν οἱ λαϊκοὶ, ὅμως διεπραγμµατεύθησαν διὰ τοὺς ἑαυτούς των τὸ ὄνομα τοῦ ἐπισκόπου λόγῳ τῆς ἀσεβείας των. Διὰ τοῦτο λοιπὸν ἐπλήρωσαν κάποιον Γεώργιον ἀπὸ τὴν Καππαδοκίαν, καὶ θέλουν τώρα νὰ σᾶς τὸν στείλουν. Ἀλλὰ δι’ αὐτὸν δὲν εἶναι ἀνάγκη νὰ γίνεται λόγος, διότι εἰς τὴν περιοχὴν αὐτὴν ἐπικρατεῖ ἡ φήμη, ὅτι αὐτὸς δὲν εἶναι οὔτε κἂν Χριστιανός, ἀλλά μᾶλλον ἀκολουθεῖ τὰ εἴδωλα καὶ ἔχει χαρακτῆρα δηµίου. Διά τοῦτο ἐπειδὴ εἶναι τέτοιος τὸν προσέλαβαν, ὥστε νὰ ἡμπορῆ νὰ ἀδικῇ, νὰ ἁρπάζη, νὰ φονεύῃ. Αὐτὰ βεβαίως τὰ ἔχει κάνει ἤδη, καὶ δὲν γνωρίζει καθόλου τὰ ἰδιαίτερα τῆς χριστιανικῆς πίστεως.
8. Ἐκεῖνοι λοιπὸν μηχανεύονται τέτοια πράγµατα ἐναντίον τῆς ἀληθείας. Ἡ σκέψις των ὅμως εἶναι ὁλοφάνερος είς ὅλους, καὶ ἂς προσπαθοῦν χιλιάδες φορὲς νὰ ξεγλυστρήσουν ὡσὰν τὰ χέλια καὶ νὰ μὴ φαίνωνται ὡσὰν χριστοµάχοι. Διὰ τοῦτο παρακαλῶ, ἄς μὴ ἐξαπατᾶται κανεὶς ἀπὸ σᾶς, μὴ παρασύρεται κανείς, ἀλλὰ μᾶλλον, ὡσὰν νὰ ἐπιτίθεται ἰουδαϊκὴ ἀσέβεια κατὰ τῆς χριστιανικῆς πίστεως, ὅλοι προσκοληθῆτε εἰς τὸν Κύριον. Καὶ ἀφοῦ ὁ καθ’ ἕνας κατέχει τὴν πίστιν τῶν Πατέρων, τὴν ὁποίαν ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι συνῆλθαν εἰς Νίκαιαν, ὑπέμνησαν γραπτῶς, μὴ ἀνέχεται αὐτοὺς οἱ ὁποῖοι προσπαθοῦν νἁ καινοτοµήσουν κατ᾽ αὐτῆς. Καὶ ἂν ἀκόμη γράφουν λόγια προερχόμενα ἀπὸ τὰς Γραφάς, μὴ ἀνέχεσθε αὐτοὺς ποὺ τὰ γράφουν. Καὶ ἂν ἐπίσης ἀναφέρουν λόγια ὀρθόδοξα, οὔτε ἔτσι πάλιν νὰ προσέχετε αὐτοὺς ὅταν ὁμιλοῦν. Διότι δὲν ὁμιλοῦν μὲ ὀρθὴν σκέψιν, ἀλλὰ ὡσὰν νὰ ἐνδύουν τὰ λόγια μὲ ἔνδυμα προβάτου, ἀπὸ µέσα σκέπτονται τὰ τοῦ Ἀρείου, ὅπως ὁ ἀρχηγὸς τῶν αἱρέσεων διάβολος. Διότι καὶ ἐκεῖνος ἔλεγε λόγια ἀπὸ τὰς Γραφάς, ἐφιμώθη ὅμως παρὰ τοῦ Σωτῆρος. Διότι ἐὰν ἐπίστευεν ὅσα ἔλεγε, δὲν θά εἶχεν ἐκπέσει ἀπὸ τὸν οὐρανόν. Τώρα ὅμως ποὺ ἐξέπεσε μὲ τὴν σκέψιν, ὑποκρίνεται ὁ παµπόνηρος μὲ τὰ λόγια, πολλὲς φορὲς δὲ ἀκόμη καὶ μὲ τὴν ἑλληνικὴν ὡραιότητα εἰς τὴν ὁμιλίαν καὶ τὰ σοφίσµατά της προσπαθεῖ νὰ παραπλανᾷ αὐτὸς ποὺ θέλει τὸ κακόν.
Ἐὰν λοιπὸν τὰ γραφόμενα προήρχοντο ἀπὸ ὀρθοδόξους, ὅπως εἶναι ἐκεῖνα ποὺ ἐγράφησαν ὑπὸ τοῦ μεγάλου καὶ ὁμολογητοῦ Ὁσίου, καὶ τοῦ Μαξιμίνου τοῦ τῆς Γαλλίας, ἢ τοῦ διαδόχου του, ἢ ὑπὸ τοῦ Φιλογονίου καὶ Εὐσταθίου, ἐπισκόπων τῆς Ἀνατολῆς, ἢ τοῦ Ἰουλίου καὶ Λιβερίου τῶν ἐπισκόπων Ρώµης, ἢ τοῦ Κυριακοῦ τῆς Μυσίας, ἢ τοῦ Πιστοῦ καὶ Ἀρισταίου, ἐπισκόπων ἐκ τῆς Ἑλλάδος, ἢ τοῦ Σιλβέστρου καὶ Πρωτογένους τῆς Δακίας, ἢ τοῦ Λεοντίου καὶ Εὐψυχίου, τῶν ἐπισκόπων τῆς Καππαδοκίας, ἢ τοῦ Κεκιλιανοῦ του τῆς Ἀφρικῆς, ἢ τοῦ Εὐστοργίου τοῦ τῆς Ἰταλίας, ἢ τοῦ Καπίτωνος τοῦ τῆς Σικελίας, ἢ τοῦ Μακαρίου Ἰερουσαλήμ, ἢ Ἀλεξάνδρου Κωνσταντινουπόλεως, ἢ τοῦ Παιδέρωτος Ἡρακλείας, ἢ τῶν μεγάλων Μελετίου καὶ Βασιλείου καὶ Λογγιανοῦ, καὶ τῶν ὁμοφρόνων τους ἀπὸ τὴν Ἀρμενίαν καὶ τὸν Πόντον, ἢ τοῦ Λούπου καὶ Ἀμϕίωνος ἀπὸ τὴν Κιλικίαν, ἢ τοῦ Ἰακώβου καὶ τῶν ὁμοφρόνων του ἀπὸ τὴν Μεσοποταμµίαν, ἢ τοῦ ἰδικοῦ µας τοῦ µακαρίου Ἀλεξάνδρου, καὶ τῶν ὁμοδόξων μὲ αὐτούς, δὲν θά ὑπῆρχε τίποτε τὸ ὕποπτον εἰς τὰ γραφόμενα, διότι ἡ μέθοδος τῶν ἀποστολικῶν ἀνδρῶν εἷναι ἄδολος καὶ ἄκακος.
9. Ἐπειδὴ ὅμως αὐτὰ ποὺ ἔχουν γραφῆ προέρχονται ἀπ᾿ αὐτοὺς ποὺ ἐπληρώθησαν διὰ νὰ κάνουν τοὺς δικηγόρους τῆς αἱρέσεως, κατὰ δὲ τὴν θείαν παροιµίαν, «Οἱ λόγοι τῶν ἀσεβῶν εἶναι πονηροί» (Παροιμ. 12, 6), καί· «Τὰ στόµατα τῶν ἀσεβῶν προφέρουν κακοὺς λόγους» (Παροιμ. 15, 28), καί· «Οἱ ἀσεβεῖς πρωτοστατοῦν εἰς πονηρὰ σχέδια» (Παροιμ. 12, 5), διὰ τοῦτο, ἀδελφοί, πρέπει νὰ ἀγρυπνοῦμεν, ὅπως εἶπεν ὁ Κύριος, καὶ νἁ εἴμεθα προσεκτικοί, µήπως κάποτε ἐξαπατηθῶμεν ἀπὸ τὴν ὡραιότητα τῶν λόγων, ἢ µήπως ἔλθῃ κανεὶς μὲ χριστιανικὀν ὄνομα καὶ μᾶς εἰπῇ ὅτι ‘Καὶ ἐγὼ κηρύσσω τὸν Χριστόν’, καὶ ὕστερα ἀπ᾿ ὀλίγο ἀποδειχθῆ ἀντίχριστος. Καὶ εἶναι πράγματι ἀντίχριστοι ὅσοι ἔρχονται κοντά σας πρὸς χάριν τῆς ἀρειανικῆς µανίας. Λοιπὸν τί λείπει ἀπὸ σᾶς, διὰ νὰ ἔλθη κανεὶς ἀπ᾿ ἔξω νὰ σᾶς προσφέρη; Ἤ ποίαν ἀνάγκην ἔχουν αἱ Ἐκκλησίαι τῆς Αἰγύπτου, τῆς Λιβύης καὶ τῆς Ἀλεξανδρείας διὰ νὰ ἔρχωνται αὐτοὶ νὰ διαπραγματεύωνται τὴν ἐπισκοπὴν μὲ ἀντίκρυσμα ξυλείαν καὶ φορτία σιταριοῦ, καὶ ἔτσι νὰ καταλαμβάνουν τὰς Ἐκκλησίας ποὺ δὲν τοὺς ταιριάζουν; Ποῖος δὲν γνωρίζει, καὶ δὲν ἀντιλαμβάνεται ὁλοκάθαρα, ὅτι ὅλα αὐτὰ τὰ κάνουν διὰ τὴν ἐπικράτησιν τῆς ἀσεβείας;
Διά τοῦτο, εἴτε παριστάνουν τοὺς ἀφώνους, εἴτε περιτυλίσσονται μὲ κράσπεδα μεγαλύτερα τῶν Φαρισαίων καὶ κοµπάζουν μὲ τὰ λόγια καὶ ὑψώνουν τὸν τόνον τῆς φωνῆς, δὲν πρέπει νὰ γίνωνται πιστευτοί. Διότι τὸν πιστὸν δὲν χαρακτηρίζουν τὰ λόγια, ἀλλ᾽ ἡ εὐσεβὴς συμπεριφορά. Διὰ τοῦτο οἱ Σαδουκαῖοι καὶ οἱ Ἡρωδιανοί, ἂν καὶ εἶχαν εἰς τὸ στόµα τους τὸν νόμον, ὅμως κατεκεραυνώθησαν ὑπὸ τοῦ Σωτῆρος ὅταν ἤκουσαν «Πλανᾶσθε διότι δὲν γνωρίζετε τὰς Γραφὰς οὔτε τὴν δύναµιν τοῦ Θεοῦ» (Ματθ. 22, 9). Καὶ ἀπεδείχθη εἰς ὅλους, ὅτι καὶ αὐτοὶ ποὺ φαίνονται πὼς κηρύσσουν τὸν νόµον ἐφανερώθησαν ὅτι εἰς τὴν σκἑψιν εἶναι αἱρετικοὶ καὶ θεοµάχοι. Ἄλλους λοιπὸν παρεπλάνησαν λέγοντας αὐτά, τὸν Κύριον ὅμως, ὁ ὁποῖος ἔγινεν ἄνθρωπος δὲν ἠμπόρεσαν νὰ ἐξαπατήσουν. Διότι ὁ Λόγος ἔγινε σάρξ, ὁ ὁποῖος γνωρίζει τὰς ἐνδομύχους σκέψεις τῶν ἀνθρώπων ὅτι εἶναι µάταιαι (Ψαλμ. 93, 1). Ἔτσι λοιπὸν ἤλεγξε καὶ τοὺς Ἰουδαίους ποὺ ἦσαν ὡσὰν κρυφοὶ κλέπται· «Ἐὰν ὁ Θεὸς ἦτο Πατέρας σας, θὰ μὲ ἀγαπούσατε, διότι ἐγὼ ἀπὸ τὸν Θεὸν ἐβγῆκα καὶ ἦλθα ἐδῶ» (Ἰω. 8, 42). Τὸ ἴδιο μοῦ φαίνεται ὅτι κάνουν καὶ τώρα αὐτοι, διότι ἀποκρύπτουν αὐτὰ ποὺ σκέπτονται, καὶ μετὰ εἰς τὰ γραπτἀ χρησιμοποιοῦν τὰ λόγια τῶν Γραφῶν, διὰ νὰ δελεάσουν μὲ αὐτὰς ἐκείνους ποὺ δὲν ξέρουν καὶ νὰ τοὺς παρασύρουν εἰς τὴν πονηρίαν των.
10. Προσέξετε δὲ ἂν δὲν ἔχη ἔτσι τὸ πρᾶγμα. Διότι ἐὰν αὐτοί, χωρὶς νὰ ὑπάρχῃ πρόβλημα, γράφουν περὶ πίστεως, ἡ προσπάθειά τους εἶναι περιττή, ἴσως δὲ καὶ ἐπιβλαβής, διότι, ἐνῷ δὲν ὑπάρχη ζήτημα, αὐτοὶ εὑρίσκουν πρόφασιν διὰ νἁ λογομαχοῦν, μὲ τὸ νὰ ἀναστατώνουν τὰς ἀπονηρεύτους καρδίας τῶν ἀδελφῶν καὶ διαδίδοντας πράγµατα ποὺ οὔτε εἰς τὸν νοῦν τους ἦλθαν ποτέ. Ἐὰν πάλιν προσπαθοῦν νὰ γράψουν διὰ νὰ ἀπολογηθοῦν διὰ τὴν ἀρειανικὴν αἴρεσιν, θὰ ἔπρετε πρῶτον νὰ ἐξαφανίσουν τὰ σπέρµατα τῶν κακῶν, καὶ νὰ στιγµατίσουν αὖτοὺς ποὺ ἔσπειραν αὐτὰ τὰ σπέρµατα, καὶ ἔτσι νὰ γράψουν σωστἁ τὰ ἀντίθετα πρὸς ἐκεῖνα, ἤ, ἂν δὲν κάνουν αὐτό, νὰ ὑπερασπισθοῦν φανερὰ τὴν διδασκαλίαν τοῦ Ἀρείου, διὰ νὰ ἀποδεικνύώνται ὄχι κρυφά, ἀλλὰ φανερά ὅτι εἶναι χριστοµάχοι, καὶ ἔτσι νὰ ἀποφεύγουν αὐτοὺς ὅλοι, ὡσὰν νὰ πρόκειται περὶ ὄφεων. Τώρα ὅμως καὶ ἀποκρύπτουν ἐκεῖνα, καὶ προσποιοῦνται πὼς γράφουν δι’ ἄλλα πράγµατα. Καὶ ὅπως ἀκριβῶς συμβαίνει μὲ τὸν ἰατρόν, ποὺ ἐνῷ καλῆται διὰ κάποιον πληγωμένον καὶ ἁσθενῆ, ὅταν φθάσῃ δὲν λέγει τίποτε διὰ τὰ τραύματα, ἀλλὰ συζητᾷ περὶ τῶν ὑγειῶν· αὐτὸς θὰ χαρακτηρισθῆ ὡς πολὺ παράφρων, ἐπειδὴ δὲν ὁμιλεῖ διὰ τὸν σκοπὸν ποὺ ἦλθε, ἀλλὰ συζητᾷ δι’ ἄλλα ποὺ δὲν ὑπάρχει ἀνάγκη· κατὰ τὸν ἴδιον τρόπον καὶ αὐτοί, ἐγκαταλείπουν τὴν αἴρεσιν καὶ προσπαθοῦν νὰ γράψουν δι’ ἄλλα πράγματα. Ἔπρεπε λοιπὸν ἐὰν ἐνδιεφέροντο διὰ τὴν πίστιν, καὶ ἐὰν ἀγαποῦσαν τὸν Χριστόν, πρῶτον νὰ ἀνασκευάσουν τὰ βλάσφημα κατ’ αὐτοῦ λόγια, καὶ μετὰ νὰ γράφουν καὶ νὰ λέγουν ἀντὶ ἐκείνων τὰ σωστά. Ἀλλ’ οὔτε αὐτοὶ τὸ κάνουν, οὔτε αὐτοὺς ποὺ θέλουν νὰ τὸ κάνουν ἀφήνουν, εἴτε διότι δὲν γνωρίζουν, εἴτε χρησιμοποιοῦντες τέχνην πονηράν.
11. Λοιπόν, ἐὰν μὲν παθαίνουν αὐτὸ διότι ἔχουν ἄγνοιαν, θἀ ἔπρεπε νὰ κατηγορηθοῦν ὡσὰν προπέται, διότι δίδουν ἐξηγήσεις διὰ πράγµατα ποὺ δὲν ξέρουν. Ἐὰν ὅμως κάνουν αὐτό, ἐνῷ γνωρίζουν αὐτὰ ποὺ προσποιοῦνται, ἡ κατηγορία ἐναντίον των εἶναι βαρυτέρα, διότι ὅταν μὲν σκέπτωνται διὰ τὰ ἰδικά των, ἀσχολοῦνται μὲ ζῆλον, ὅταν δὲ γράφουν περὶ τῆς πίστεως εἷς τὸν Κύριόν µας τότε παίζουν, καὶ κάθε ἄλλο παρὰ λέγουν τὴν ἀλήθειαν. Καὶ τότε ἀποκρύπτουν μὲν αὐτὰ διὰ τὰ ὁποῖα κατηγορεῖται ἡ αἴρεσίς των, προφέρουν δὲ τὰ λόγια τῶν Γραφῶν. Αὐτὸ ὅμως εἶναι κλοπἡ ἀντίθετος ἀπὸ τὴν ἀλήθειαν καὶ μεγίστη ἀδικία, καὶ αὐτό, γνωρίζω καλά, ὅτι ἡ θεοσέβειά σας θὰ ἡμπορέση νὰ τὸ ἀντιληφθῇ καλὰ ἐκ τούτων. Διότι κανεὶς κατηγορούµενος διὰ µοιχείαν δὲν ἀπολογεῖται περὶ κλοπῆς, οὔτε κανεὶς δικαστὴς ἐγκλήματος φόνου ἡμπορεῖ νὰ ἀκούῃ τοὺς κατηγορουµένους, ἐὰν εἰς τὴν ἀπολογίαν των λέγουν, ὅτι δὲν παρέβηµεν τὸν ὅρκον µας, ἀλλ᾽ ἐτηρήσαμεν τὴν ὑπόσχεσίν µας. Διότι αὐτὸ εἶναι περισσότερον παιχνίδι καὶ ὄχι ἁπαλλαγὴ ἀπὸ τὴν κατηγορίαν ἢ ἀπόδειξις τῆς ἀληθείας. Ποίαν σχέσιν δηλαδὴ ἔχει ὁ φόνος μὲ τὴν ὑπόσχεσιν, ἢ ἡ μοιχεία μὲ τὴν κλοπήν; Διότι καὶ ἂν εἶναι σχετικαὶ μεταξύ των ὅλαι αἱ κακίαι͵ ἐπειδὴ ἐξέρχονται ἀπὸ τὴν ἰδίαν καρδίαν, ὅμως διὰ νὰ συγχωρηθῆ τὸ παράπτωμα, δὲν ἔχουν καµµίαν μεταξύ των σχέσιν.
Ὁ Ἄχαρ λοιπόν, ὅπως ἔχει γραφῆ εἰς τὸν Ἰησοῦν τοῦ Ναυῆ, ὅταν ἦταν κατηγορούμενος διὰ κλοπήν, δὲν ἀπελογεῖτο ἀναφερόμενος εἰς τὴν πολεµικήν του δραστηριότητα, ἀλλὰ καταδικασθεὶς διὰ τὴν κλοπήν, ἐλιθοβολήθη ὑφ᾽ ὅλων (Πρβλ. Ἰησ. Ν. 7, 25-26). Καὶ ὁ Σαοὐλ ὅταν κατηγορεῖτο δι’ ἀμέλειαν καὶ παρανοµίαν, τίποτε δὲν τὸν ὠφέλησεν ἡ πρόφασίς του δι’ ἄλλα πράγματα. Διότι οὔτε ἡ ἀπολογία δι’ ἄλλα πράγµατα φέρει ἁπαλλαγὴν δι’ ἄλλας κατηγορίας. Ἀλλ᾽ ἂν πρέπει κανεὶς νὰ κάνῃ ὅλα τὰ δίκαια καὶ τὰ νόµιµα, τότε πρέπει δι᾽ ἐκεῖνα ποὺ κατηγορεῖται, δι’ αὐτὰ καὶ νὰ ἀπολογῆται, καί, ἢ νὰ ἀποδείξῃ ὅτι δὲν τὰ διέπραξεν, ἢ νὰ ὁμολογήση, ἐὰν καταδικασθῆ, ὅτι δὲν θὰ ξαναδιαπράξη τὰ ἴδια. Ἐὰν ὅμως τὰ διέπραξε καὶ δὲν τὰ ὁμολογῆ, ἀλλὰ τὰ ἀποκρύπτει, καὶ λέγει ἄλλα ἀντ’ ἄλλων, φανερώνεται ὅτι δὲν ἔπραξε σωστά, καὶ ὅτι παρανομεῖ ἐνσυνειδήτως. Καὶ τί ἀνάγκην ἕχομεν μεγάλων λόγων, ἀφοῦ καὶ αὐτοὶ οἱ ἴδιοι εἶναι κατήγοροι τῆς ἀρειανικῆς αἱρέσεως; Ἐὰν δηλαδὴ δὲν ἔχουν τὸ θάρρος νἁ τὸ εἰποῦν, ἀλλὰ μᾶλλον ἀποκρύπτουν τὰ βλάσφημα λόγια ἐκείνων, εἶναι φανερὸν ὅτι γνωρίζουν πὼς ἡ αἴρεσις αὐτὴ εἶναι ξένη καὶ ἀντίθετος πρὸς τὴν ἀλήθειαν. Ἐπειδὴ ὅμως αὐτοὶ κρύβονται καὶ φοβοῦνται νὰ τὸ εἰποῦν, εἶναι ἀνάγκη ἡμεῖς νὰ ξεσκεπάσωμεν τὴν ἀσέβειαν, καὶ νὰ φανερώσωμεν τὴν αἴρεσιν, διότι γνωρίζομεν τί ἔλεγαν τότε οἱ ὁμόφρονες τοῦ Ἀρείου, καὶ πῶς ἐδιώχθησαν ἀπὸ τὴν Ἐκκλησίαν καὶ καθηρέθησαν ἀπὸ τὸν κλῆρον. Λοιπὸν ὅλα αὐτά τὰ λέγομεν ἀφοῦ ζητήσωμεν πρῶτον συγγνώµην δι’ ὅσα βρώμικα λόγια πρόκειται νὰ ἀναφέρωμεν, διότι δὲν τὰ λέγομεν ἐπειδὴ τὰ πιστεύοµεν, ἀλλά διὰ νὰ ἐλέγξωμεν τοὺς αἱρετικούς.
12. Ὁ µακαρίτης Ἀλέξανδρος λοιπὸν ὁ ἐπίσκοπος, ἔδιωξεν ἀπὸ τὴν Ἐκκλησίαν τὸν Ἄρειον, ἐπειδὴ ἐπίστευε καὶ ἔλεγε τὰ ἑξῆς· «Ὁ Θεὸς δὲν ἦταν πάντοτε Πατήρ, δὲν ὑπῆρχε πάντοτε ὁ Υἱός, ἀλλ᾽ ὅπως τὰ πάντα προέρχονται ἀπὸ τὴν ἀνυπαρξίαν, ἔτσι καὶ ὁ Υἱὸς του Θεοῦ προέρχεται ἐκ μὴ ὄντων. Καὶ ὅπως τὰ πάντα εἶναι κτίσματα, ἔτσι καὶ αὐτὸς εἶναι κτίσμα καὶ δημιούργηµα. Καὶ ὅπως τὰ πάντα δὲν ὑπῆρχαν πρὶν δημιουργηθοῦν, ἀλλ᾽ ἀργότερα ἔγιναν, ἔτσι καὶ ὁ ἴδιος ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ ὑπῆρξε κάποτε χρόνος, ποὺ δὲν ὑπῆρχε, τότε ποὺ δὲν εἶχεν ἀκόμη γεννηθῆ, ἀλλὰ καὶ αὐτὸς ἔχει ἀρχὴν τῆς ὑπάρξεώς του. Διότι ἐδημιουργήθη τότε, ὅταν ἠθέλησεν ὁ Θεὸς νὰ τὸν δηµιουργήση, ἐπειδὴ καὶ αὐτὸς εἶναι ἕνα ἐξ ὅλων τῶν ἔργων». Ἔλεγεν ἀκόμη ὁ ρειος ὅτι· «Κατὰ μὲν τὴν φύσιν εἶναι τρεπτός, μὲ τὴν ἐλευθέραν δὲ βούλησίν του μένει καλὸς ἐπὶ ὅσον χρόνον θέλει, Ὅταν λοιπὸν θέλῃ ἠμπορεῖ καὶ αὐτὸς νὰ μεταβληθῆ, ὅπως καὶ τὰ πάντα. Διά τοῦτο λοιπόν, ἐπειδὴ προέβλεπεν ὁ Θεὸς ὅτι αὐτὸς θὰ ἦτο καλὸς ἔδωσεν εἰς αὐτὸν προκαταβολικῶς τὴν δόξαν, τὴν ὁποίαν θὰ ἀποκτοῦσε μετὰ ταῦτα διὰ τῆς ἀρετῆς. ΄Ὥστε ὁ Θεὸς ἐδημιούργησεν αὐτὸν τέτοιον, ὅπως ἔγινε τώρα μόνος του διὰ τῶν ἔργων, τὰ ὁποῖα προέβλεπεν ὁ Θεὸς ὅτι θὰ κάµη».
Λέγουν λοιπὸν ὅτι «Ὁ Χριστὸς δὲν εἶναι οὔτε ἀληθινὸς Θεὁς, ἀλλ᾽ ὀνομάζεται καὶ αὐτὸς Θεός, ὅπως καὶ ὅλοι οἱ ἄλλοι, µόνον κατὰ µετοχήν». Προσθέτουν δὲ καὶ τοῦτο, ὅτι «Δὲν ἀνήκει αὐτὸς κατὰ φύσιν εἰς τὸν Πατέρα, καὶ δὲν εἶναι ὁ ἴδιος Λόγος τῆς οὐσίας αὐτοῦ, καὶ ἡ ἰδία Σοφία, μὲ τὴν ὁποίαν ἐδημιούργησε τὸν κόσμον, ἀλλ᾽ ὅτι εἶναι ἄλλος ὁ λόγος µέσα εἰς τὸν Πατέρα, καὶ ἄλλη ἡ σοφία αὐτοῦ, μὲ τὴν ὁποίαν σοφίαν ἐδημιούργησε ἀκόμη καὶ αὐτὸν τὸν Λόγον. Αὐτὸς δὲ ὁ Κύριος λέγεται Λόγος κατ’ ἐπίνοιαν µόνον διὰ τὰ λογικἀ καὶ Σοφία πάλιν κατ’ ἐπίνοιαν διὰ τὰ σοφιζόµενα». Διά τοῦτο λέγουν ὅτι «Ὅπως τὰ πάντα εἶναι ξένα καὶ διαφορετικἁ ἀπὸ τὴν οὐσίαν τοῦ Πατρός, ἔτσι καὶ αὐτὸς εἶναι ξένος μὲν καὶ διαφορετικὸς κατὰ πάντα ἀπὸ τὴν οὐσίαν τοῦ Πατρός, ἀνήκει δὲ εἰς τὰ δημιουργήματα καὶ τὰ κτίσματα, ἕνα ἐκ τῶν ὁποίων εἶναι, διότι εἶναι κτίσμα καὶ δηµιούργημα καὶ ἔργον», Καὶ λέγουν πάλιν ὅτι· «Δὲν ἐδημιούργησεν ἡμᾶς δι’ ἐκεῖνον, ἀλλ᾽ ἐκεῖνον δι᾽ ἡμᾶς. Λέγουν δηλαδἡ ὅτι ὑπῆρχε µόνον ὁ Θεός, καὶ δὲν ὑπῆρχεν ὁ Λόγος μαζὶ μὲ αὐτόν· ἔπειτα ὅταν ἠθέλησε νὰ μᾶς δηµιουργήση, τότε ἐδημιούργησεν αὐτόν, καὶ ἀφοῦ τὸν ἐδημιούργησε, τὸν ὠνόμασε Λόγον καὶ Υἱὸν καὶ Σοφία, διὰ νἁ δηµιουργήσῃ ἡμᾶς δι’ αὐτοῦ. Καὶ ὅπως ὅλα ἦλθαν εἰς τὴν ὕπαρξιν μὲ τὴν θέλησιν τοῦ Θεοῦ ἐνῷ δὲν ὑπῆρχαν προηγουμένως, ἔτσι καὶ αὐτός, ἐνῷ δὲν ὑπῆρχε προηγουµένως, ἐδημιουργήθη μὲ τὴν θέλησιν τοῦ Θεοῦ. Δὲν εἶναι δηλαδὴ ὁ Λόγος γνήσιος καὶ φυσικὸν γέννημα τοῦ Πατρός, ἀλλὰ καὶ αὐτὸς ἐδημιουργήθη κατὰ χάριν. Διότι ὁ ὑπάρχων Θεὸς κατεσκεύασε τὸν Υἱὸν ποὺ δὲν ὑπῆρχε μὲ τὴν βουλήν του, μὲ τὴν ὁποίαν καὶ κατεσκεύασε τὰ πάντα καὶ ἐδημιούργησε καὶ ἔκτισε καὶ ἠθέλησε νὰ γίνουν». Λοιπὸν καὶ αὐτὸ λέγουν ἀκόμη, ὅτι «Ὁ Χριστὸς δὲν εἶναι ἡ φυσικἡ καὶ ἀληθινὴ δύναμιςτοῦ Θεοῦ, ἀλλ᾽ ὅπως λέγονται δύναμις ἡ κάµπια καὶ ὁ βροῦχος (Πρβλ. Ἰωήλ 2, 25) ἔτσι καὶ αὐτὸς λέγεται δύναμις τοῦ Πατρός». Μαζὶ μὲ αὐτὰ ἔλεγεν, ὅτι «Ὁ Πατὴρ εἶναι ἀκατανόητος εἰς τὸν Ὑἱόν, καὶ δὲν ἡμπορεῖ ὁ Υἱὸς οὔτε νὰ ἰδῇ οὔτε νὰ γνωρίση τελείως καὶ ἀκριβῶς τὸν Πατέρα. Διότι ἀφοῦ ἔχει ἀρχὴν ὑπάρξεως, δὲν ἠμπορεῖ νὰ γνωρίζη τὸν ἄναρχον, ἀλλά καὶ αὐτὸ ποὺ γνωρίζει καὶ βλέπει, τὸ γνωρίζει καὶ τὸ βλέπει ἀναλόγως πρὸς τὰ µέτρα τῶν ἰδικῶν του δυνατοτήτων, ὅπως καὶ ἡμεῖς γνωρίζοµεν καὶ βλέπομεν ἀναλόγως πρὸς τὰς ἰδικάς µας δυνατότητας». Προσθέτει δὲ καὶ τοῦτο, ὅτι «Ὁ Υἱὸς ὄχι µόνον τὸν ἰδικόν του Πατέρα δὲν γνωρίζει ἀκριβῶς, ἀλλ᾽ οὔτε τὴν ἰδικήν του οὐσίαν γνωρίζει» [1].
13. Ἐπειδὴ λοιπὸν ὁ Ἄρειος ἔλεγεν αὐτὰ καὶ τὰ παρόμοια, ἀπεδείχθη αἱρετικός. Ἐγὼ ὅμως καὶ µόνον ποὺ ἔγραφα, ἐκαθάριζα τὸν ἑαυτόν µου σκεπτόμενος τὰ ἀντίθετα μὲ αὐτοὺς καὶ τηρῶν τὴν εὐσεβῆ πίστιν. Διότι καὶ εἰς τὴν σύνοδον τῆς Νικαίας, ὅλοι οἱ ἐπίσκοποι, οἱ ὁποῖοι συνεκεντρώθησαν ἀπὸ ὅλα τὰ µέρη, δὲν ἤθελαν νὰ ἀκούσουν αὐτά, ὅλοι δὲ παμψηφεὶ κατεδίκασαν καὶ δι᾽ αὐτὰ τὴν αἴρεσιν αὐτὴν καὶ τὴν ἀνεθεμάτισαν, διότι ἀπεφάνθησαν ὅτι εἶναι ἀντίθετος καὶ ξένη πρὸς τὴν ἐκκλησιαστικἠν πίστιν. Δὲν ἐξηναγκάσθησαν δὲ οἱ δικασταὶ δι’ αὐτό, ἀλλ᾽ ὅλοι μὲ τὴν θέλησίν τους ὑπεστήριξαν τὴν ἀλήθειαν, καὶ τὸ ἔκαμαν αὐτὸ δικαίως καὶ ὀρθῶς. Διότι μὲ αὐτὰ εἰσάγεται ἀθεότης καὶ κάτι περισσότερον, ἀντίθετα ἀπὸ τὰς Γραφάς, Ἰουδαϊσμὸς τέτοιος ποὺ ἔχει κοντινὸν ἐπακόλουθον τὴν εἰδωλολατρίαν, ὥστε αὐτὸς ποὺ πιστεύει αὐτὰ νὰ μὴ ὀνομάζεται πλέον οὔτε Χριστιανός, διότι ὅλα αὐτὰ εἶναι ἀντίθετα πρὸς τὰς Γραφάς.
Διότι ὁ μὲν Ιωάννης λέγει· «Ἐν ἀρχῆ ὑπῆρχεν ὁ Λόγος» (Ἰω. 1, 1), αὐτοὶ δὲ ἰσχυρίζονται ὅτι δὲν ὑπῆρχε πρὶν γεννηθῆ. Καὶ αὐτὸς πάλιν ἔγραψε· «Καὶ εἴμεθα πραγµατικἀ ἐν τῷ ἀληθινῷ, ἐν τῷ Υἱῷ του Ἰησοῦ Χριστῷ. Αὐτὸς εἶναι ὁ ἀληθινὸς Θεὸς καὶ ἡ ζωὴ ἡ αἰώνιος» (Α’ Ἰω. 5, 20). Αὐτοὶ δὲ ὡσὰν ἀντιμαχόμενοι ἰσχυρίζονται ὅτι δὲν εἶναι ὁ Χριστὸς ἀληθινὸς Θεός, ἀλλ᾽ ὅτι καὶ αὐτὸς λέγεται Θεός κατὰ µετοχήν. Καὶ ὁ μὲν ἁπόστολος κακίζει τοὺς ἐθνικούς, ὅτι λατρεύουν τὰ κτίσματα, ὅταν λέγῃ· «Ἐλάτρευσαν τὴν κτίσιν ἀντὶ τοῦ δημιουργοῦ Θεοῦ» (Ρωμ. 1, 25), αὐτοὶ δὲ ὅταν λέγουν ὅτι ὁ Κύριος εἷναι κτίσμα καὶ λατρεύουν αὐτὸν ὡσὰν κτίσμα, κατὰ τί διαφέρουν ἀπὸ τοὺς ἐθνικούς; Λοιπόν, ἐὰν πιστεύουν αὐτό, πῶς δὲν στρέφεται τὸ ἀνάγνωσμα καὶ κατ’ αὐτῶν, καὶ δὲν εἶναι ὡσὰν νά κατηγορῇ τοὺς ἰδίους ὁ µακάριος Παῦλος; Καὶ ὁ μὲν Κύριος λέγει· «Εγὼ καὶ ὁ Πατὴρ εἴμεθα ἕνα» (Ἰω. 10, 30) καὶ· «Αὐτὸς ποὺ ἔχει ἰδῆ ἐμὲ ἔχει ἰδῆ τὸν Πατέρα» (Ἰω. 14, 9). Καὶ ὁ Ἀπόστολος, ὁ ὁποῖος ἐστάλη ἀπὸ τὸν ἴδιον διὰ νὰ κηρύττη γράφει· «Αὐτὸς εἶναι ἡ ἀκτινοβολία τῆς δόξης καὶ ἡ σφραγὶς τῆς οὐσίας τοῦ Θεοῦ» (Ἐβρ. 1, 3). Αὐτοὶ δὲ τολμοῦν νὰ τὸν ξεχωρίσουν καὶ νὰ τὸν χαρακτηρίσουν διαφορετικὀν ἀπὸ τὴν οὐσίαν καὶ ἀιδιότητα τοῦ Πατρός, καὶ νὰ τὸν κάµουν οἱ ἄθεοι µεταβλητόν, διότι δὲν ἀντιλαμβάνονται ὅτι μὲ τὸ νὰ λέγουν αὐτά, δὲν τὸν κάνουν πλέον ἕνα μὲ τὸν Πατέρα, ἆλλὰ μὲ τὰ κτίσματα. Διότι ποῖος δὲν βλέπει ὅτι δὲν ξεχωρίζεται ἡ ἀκτινοβολία ἀπὸ τὸ φῶς, καὶ ὅτι συνυπάρχει κατὰ φύσιν μὲ αὐτὸ καὶ εἶναι ἰδική του, καὶ ὅτι δὲν τὴν ἀπέκτησεν ἀργότερα; Ἔπειτα, ἐνῷ ὁ Πατὴρ λέγει· «Αὐτὸς εἶναι ὁ Υἱός µου ὁ ἀγαπητός» (Ματθ. 17, 5), καὶ ἐνῷ αἱ Γραφαὶ λέγουν, ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ Λόγος τοῦ Πατρός, διὰ τοῦ ὁποίου κατεσκευάσθησαν καὶ οἱ οὐρανοὶ (Πρβλ. Ψαλμ. 32, 6) καὶ ἁπλῶς ὅτι τὰ πάντα ἐδημιουργήθησαν δι’ αὐτοῦ (Ἰω. 1, 3), αὐτοὶ οἱ ὁποῖοι ἔγιναν ἐφευρεταὶ νέων δογμάτων καὶ πλασμάτων, ἀνακαλύπτουν ἄλλον λόγον, καὶ ὅτι ὑπάρχει ἄλλη σοφία τοῦ Πατρός, αὐτὸς δὲ λέγεται κατ’ ἐπίνοιαν µόνον Λόγος καὶ Σοφία, διὰ τὰ λογικά, χωρὶς νὰ βλέπουν τὸ ἐκ τούτου ἄτοπον.
14. Ἐὰν λοιπὸν δι’ ἡμᾶς λέγεται κατ’ ἐπίνοιαν Λόγος καὶ Σοφία, δὲν θὰ ἠμποροῦσαν νὰ εἰποῦν τἰ θὰ ἦταν αὐτός. Διότι ἐὰν αἱ Γραφαὶ λέγουν πὼς αὐτὸς εἶναι αὐτά, αὐτοὶ δὲ δὲν θέλουν νὰ εἶναι ὁ Κύριος αὐτά, εἶναι φανερὀν, ὅτι αὐτοὶ οἱ ἄθεοι καὶ ἐχθροὶ τῶν Γραφῶν δὲν θέλουν οὔτε νὰ ὑπάρχη αὐτός. Καὶ αὐτὸ ἠμποροῦν οἱ πιστοὶ νὰ τὸ πληροφορηθοῦν ἀπὸ τὴν ἰδίαν τὴν φωνὴν τοῦ Πατρὸς καὶ ἀπὸ τοὺς ἀγγέλους ποὺ προσκυνοῦν αὖτόν, καὶ ἀπὸ ὅσους ἁγίους ἔγραψαν περὶ αὐτοῦ. Αὐτοὶ δέ, ἐπειδἡ δὲν ἔχουν καθαρὰν τὴν σκέψιν καὶ δὲν ἡμποροῦν νὰ ἀκούουν τοὺς θεολόγους, θὰ ἠμποροῦσαν τουλάχιστον νὰ τὰ πληροφορηθοῦν ἀπὸ τοὺς ὁμοίους των τοὺς δαίμονας, οἱ ὁποῖοι δὲν ἀναφωνοῦσαν ὡσὰν νὰ ἦσαν πολλοί, ἀλλὰ ἀναγνωρίζοντες ὥς µόνον αὐτὸν ἔλεγαν· «Σὺ εἶσαι ὁ ἅγιος τοῦ Θεοῦ» (Μαρκ. 1, 24) καὶ «ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ» (Ματθ. 8, 29), Καὶ µάλιστα καὶ αὐτὸς ποὺ ἐνέσπειρεν εἰς αὐτοὺς τὴν αἴρεσιν, ὅταν ἐπείραζε τὸν Κύριον εἰς τὸ ὄρος δὲν ἔλεγε· ‘Ἐὰν καὶ σὺ εἶσαι Υἱὸς τοῦ Θεοῦ’ ὡσὰν νὰ ὑπῆρχαν καὶ ἄλλοι, ἀλλά· «Ἐὰν σὺ εἶσαι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ» (Λουκ. 4, 3), διότι µόνον αὐτὸς ἦταν.
Ἀλλ’ αὐτοὶ οἱ παράλογοι, ὡσὰν τοὺς ἐθνικούς, ποὺ ἔχασαν τὴν πίστιν εἰς ἕνα Θεὸν καὶ ἐξέπεσαν εἰς τὴν πολυθείαν, ἔτσι καὶ αὐτοὶ ἐπειδὴ δὲν πιστεύουν ὅτι ὁ Λόγος τοῦ Πατρὸς εἶναι ἕνας, ἔπεσαν εἰς τὴν ἐπινόησιν πολλῶν. Καὶ αὐτὸν ποὺ πραγµατικἀ εἶναι Θεὸς καὶ ἀληθινὸς Λόγος ἀρνοῦνται, καὶ ἐτόλμησαν νὰ τὸν θεωρήσουν κτίσµα, χωρὶς νὰ ἀντιλαμβάνωνται ἀπὸ πόσην ἀσέβειαν εἶναι γεμάτη αὐτὴ ἡ σκέψις. Διότι ἐὰν εἶναι κτίσμα, πῶς εἶναι αὐτὸς δημιουργὸς τῶν κτισμάτων; ᾿Η πῶς εἶναι αὐτὸς ὁ Υἱὸς καὶ ἡ Σοφία καὶ ὁ Λόγος; Διότι ὁ Λόγος δὲν κτίζεται ἀλλά γεννᾶται, καὶ τὸ κτίσμα δὲν εἶναι υἱὸς ἀλλὰ δημιούργημα. Καὶ ἐὰν τὰ κτίσματα ἐδημιουργήθησαν δι’ αὐτοῦ, εἶναι δὲ καὶ αὐτὸς κτίσμα, διὰ ποίου λοιπὸν ἐδημιουργήθη καὶ αὐτός; Διότι τὰ δημιουργήματα κατ᾽ ἀνάγκην δημιουργοῦνται διὰ κάποιου, ὅπως µάλιστα καὶ ἔγιναν διὰ τοῦ Λόγον, ἐπειδὴ αὐτὸς δὲν ἦταν δημιούργημα, ἀλλά Λόγος τοῦ Πατρός. Καὶ πάλιν, ἐὰν ὑπάρχῃ ἄλλη σοφία εἰς τὸν Πατέρα ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Κύριον, τότε καὶ ἡ Σοφία ἔγινε διὰ τῆς σοφίας. Ἐάν δὲ ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι Σοφία, θὰ εἶχε γίνει καὶ ὁ Λόγος διὰ λόγου· καὶ ἐὰν ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι ὁ Υἱός, θὰ εἶχε δημιουργηθῆ καὶ ὁ Υἱὸς διὰ τοῦ υἱοῦ.
15. Πῶς λοιπὸν ἔλεγεν ὁ Κύριος· «ἐγὼ εἶμαι εἰς τὸν Πατέρα καὶ ὁ Πατὴρ εἰς ἐμέ» (Ἰω. 14, 10) ἀφοῦ ὑπῆρχε κάποιος ἄλλος εἰς τὸν Πατέρα, διὰ τοῦ ὁποίου ἐδημιουργήθη καὶ ὁ ἴδιος ὁ Κύριος; Καὶ διατὶ ὁ Ιωάννης ἄφησεν ἐκεῖνον τὸν ἄλλον καὶ ὠμίλησε περὶ αὐτοῦ ὅταν λέγῃ· «Ὅλα ἔγιναν δι’ αὐτοῦ καὶ χωρὶς αὐτὸν τίποτε δὲν ἔγινε» (Ἰω. 1, 3); Ἐὰν δὲ ὅλα ὅσα ἔγιναν μὲ τὴν θέλησιν ἔγιναν δι’ αὐτοῦ, πῶς εἶναι καὶ αὐτὸς ἕνας ἐξ αὐτῶν ποὺ ἔγιναν; Πῶς πάλιν, ἐνῷ ὁ Ἀπόστολος λέγει· «Δι’ αὐτὸν καὶ δι’ αὐτοῦ ὑπάρχουν τὰ πάντα» (Ἐβρ. 2, 10), αὐτοὶ λέγουν· Δὲν ἐγίναμεν ἡμεῖς δι αὐτόν, ἀλλ᾽ ἐκεῖνος δι’ ἡμᾶς. Ἔπρεπε λοιπόν, ἂν ἦταν ἔτσι νὰ εἴπη ὁ Ἀπόστολος ὅτι δι’ αὐτοὺς ἔγινεν ὁ Λόγος. Τώρα ὅμως, ἐπειδὴ δὲν λέγει τοῦτο, ἀλλὰ «Δι’ αὐτὸν καὶ δι’ αὐτοῦ ὑπάρχουν τὰ πάντα», ἀποδεικνύει αὐτοὺς αἱρετικοὺς καὶ συκοφάντας. Ἄλλως πάλιν, ἐὰν ὑποστηρίζουν μὲ θάρρος ὅτι ὑπάρχει ἄλλος Λόγος εἰς τὸν Θεόν, ἐπειδὴ δὲν ἔχουν καθαρἀς ἀποδείξεις ἀπὸ τὰς Γραφάς, ἂς δείξουν τουλάχιστον ἕνα ἔργον αὐτοῦ τοῦ ἄλλου Λόγου, ἢ κάποιο ἔργον τοῦ Πατρὸς ποὺ νὰ μὴ ἔχῃ γίνει διὰ τοῦ Λόγου, διὰ νὰ φαίνεται ὅτι ἔχουν κάποιαν δικαιολογίαν διὰ τὴν ἐπινόησίν των.
Διότι τοῦ ἀληθινοῦ Λόγου τὰ ἔργα εἶναι φανερὰ εἰς ὅλους, ὥστε καὶ ἐκ τῶν ἔργων αὐτῶν ἀναλόγως νὰ θεωρῆται αὐτός. Διότι, ὅπως ὅταν βλέπωμεν τὴν κτίσιν φέροµεν εἰς τὸν νοῦν µας τὸν Θεόν, ὁ ὁποῖος τὴν ἔκτισεν, ἔτσι καὶ ὅταν βλέπωμεν ὅτι δὲν ὑπάρχει καμμία ἀταξία μεταξὺ τῶν δημιουργηµάτων, ἀλλὰ τὰ πάντα κινοῦνται καὶ παραμένουν μὲ τάξιν καὶ πρόνοιαν, σκεπτόµεθα ὅτι αὐτὸς ὁ ὁποῖος εἶναι ἐπάνω ἀπὸ τὰ πάντα καὶ τὰ κυβερνᾷ εἶναι Λόγος τοῦ Θεοῦ. Τοῦτο μαρτυροῦν καὶ αἱ θεῖαι Γραφαὶ ὅταν λέγουν, ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, καὶ ὅτι δι’ αὐτοῦ ἐδημιουργήθησαν τὰ πάντα καὶ χωρὶς αὐτὸν δὲν ἕγινε τίποτε. Ἐκείνου ὅμως, διὰ τὸν ὁποῖον ὁμιλοῦν αὐτοὶ οἱ αἱρετικοί, δὲν παρουσιάζεται ἀπ᾿ αὐτοὺς κανένας λόγος οὔτε ἔργον. Διότι καὶ ὁ ἴδιος ὁ Πατὴρ ὅταν λέγῃ· «Αὐτὸς εἶναι ὁ Υἱὁς μου ὁ ἀγαπητός» (Ματθ. 17, 5) ἐννοεῖ ὅτι δὲν ὑπάρχει κανένας ἄλλος ἐκτὸς ἀπ᾿ αὐτόν.
16. Λοιπὸν κατὰ τοῦτο οἱ παράλογοι προσέθεσαν τοὺς ἑαυτούς των καὶ εἰς τοὺς Μανιχαίους. Διότι καὶ ἐκεῖνοι µόνον κατ᾽ ὄνομα ἀναφέρουν ἀγαθὸν Θεόν, καὶ δὲν ἠμπορουν νἀ δείξουν οὔτε βλεπόμενον οὔτε ἀόρατον ἔργον αὐτοῦ. Ἐπειδὴ δὲ ἀρνοῦνται τὸν πραγματικὰ ὑπάρχοντα Θεόν, τὸν ποιητὴν οὐρανοῦ καὶ γῆς, καὶ ὅλων τῶν ἀοράτων, εἶναι παντελῶς μυθολόγοι. Τὸ ἴδιο μοῦ φαίνεται ὅτι παθαίνουν καὶ αὐτοὶ ἐδῶ οἱ κακόδοξοι. Διότι ἐνῷ βλέπουν τὰ ἔργα τοῦ ἀληθινοῦ Λόγου, ὁ ὁποῖος µόνος εὑρίσκεται εἰς τὸν Πατέρα, αὐτὸν μὲν ἀρνοῦνται, ἀναπλάσσουν δὲ διὰ τοὺς ἑαυτούς των ἄλλον λόγον, τὸν ὁποῖον οὔτε ἀπὸ τὰ ἔργα οὔτε ἐξ ἀκοῆς ἡμποροῦν νὰ ἀποδείξουν· ἐκτὸς ἂν βεβαίὡς ὑπονοοοῦν μυθοπλαστικῶς σύνθετον τὸν Θεόν, ὡσὰν ἄνθρωπον, ὁ ὁποῖος ὁμιλεῖ καὶ ἀποκρίνεται εἰς τὰ λόγια, καὶ ὡς ἄνθρωπον ὁ ὁποῖος σκέπτεται καὶ σοφίζεται, ἐπειδὴ δὲν βλέπουν εἰς πόσον παραλογισμὸν καταπίπτουν ὅταν λέγουν αὐτά. Διότι ἐὰν ἔχη τοὺς λόγους περιστατικούς, τὸν θεωροῦν πολὺ ἄνθρωπον. Ἐὰν δὲ βγαίνουν οἱ λόγοι ἀπ᾿ αὐτὸν καὶ μετὰ ἀφανίζωνται, τότε ἀσεβοῦν πολὺ περισσότερον, διότι αὐτὰ ποὺ ὐπάρχουν εἰς τὸν πραγματικὸν Θεὸν τὰ διαλύουν εἰς τὴν ἀνυπαρξίαν.
Ἐὰν λοιπὸν ὑπονοῦν ὅτι ὁ Θεὸς γεννᾷ, εἶναι καλύτερον καὶ εὐσεβέστερον νὰ λέγουν ὅτι εἶναι γεννήτωρ ἑνὸς Λόγου, ὁ ὁποῖος εἶναι τὸ πλήρωμα τῆς θεότητος αὐτοῦ καὶ εἰς τὸν ὁποῖον εἶναι κρυμμένοι οἱ θησαυροὶ ὅλης τῆς γνώσεως (Κολ. 2, 3) καὶ ἀκόμη ὅτι αὐτὸς εἶναι καὶ συνυπάρχει εἰς τὸν Πατέρα του, καὶ δι’ αὐτοῦ ἕγιναν τὰ πάντα, παρὰ νὰ θεωροῦν τὸν Θεὸν Πατέρα πολλῶν λόγων μὴ φαινομένων, ἢ νὰ φαντάζωνται ὅτι ὁ ἁπλοῦς κατὰ τὴν φύσιν ἀποτελεῖται ἀπὸ πολλά, ὡς ἀνθρωποπαθὴς καὶ ποικίλος. Ἔπειτα ἐπειδὴ λέγει ὁ Ἀπόστολος· «Ὁ Χριστὸς εἶναι Θεοὔ δύναμις καὶ Θεοῦ σοφία» (Α’ Κορ. 1, 24), αὐτοὶ συγκαταριθμοῦν καὶ αὐτὸν ὡσὰν ἕνα ἐκ τῶν πολλῶν δυνάµεων, καὶ τὸ χειρότερον μάλιστα εἶναι ὅτι τὸν παραβάλλουν οἱ παράνομοι μὲ τὴν κάµπιαν καὶ τὰ ἄλλα ζῷα, τὰ ὁποῖα πέµπονται δι᾽ αὐτοῦ πρὸς τιµωρίαν (Πρβλ. Ἰωήλ 2, 5). Ἔπειτα ἀφοῦ ὁ Κύριος λέγει· «Οὐδεὶς γνωρίζει καλὰ τὸν Πατέρα, παρὰ ὁ Υἱός» (Ματθ. 11, 27) καὶ πάλιν· «Ὄχι ὅτι ἔχει ἰδῆ κανεὶς τὸν Πατέρα, ἀλλὰ µόνον ἐκεῖνος ποὺ εἶναι ἀπὸ τὸν Πατέρα» (Ἰω. 6, 46) αὐτοὶ δὲν εἷναι πραγµατικἁ θεοµάχοι, ὅταν λέγουν ὅτι οὔτε βλέπεται οὔτε ἀναγνωρίζεται τελείως ὁ Πατὴρ ἀπὸ τὸν Υἱόν; Διότι ἐὰν ὁ Κύριος λἐγῃ· «Ὅπως μὲ γνωρίζει ὁ Πατήρ, τὸ ἴδιο καὶ ἐγὼ γνωρίζω τὸν Πατέρα» (Ἰω. 10, 15), ὁ Πατὴρ δὲ δὲν γνωρίζει τὸν Υἱὸν μερικῶς µόνον, πῶς δὲν εἶναι μανιακοὶ ὅταν φλυαροῦν, ὅτι ὁ Υἱὸς γνωρίζει τὸν Πατέρα μερικῶς µόνον καὶ ὄχι πλήρως; Ἔπειτα ἐὰν ὁ Υἱὸς ἔχῃ ἀρχὴν ὑπάρξεως, ἔχουν δὲ καὶ τὰ πάντα ἀρχὴν εἰς τὴν δηµιουργίαν των, ἂς μᾶς εἰποῦν ποῖον ἐξ αὐτῶν εἶναι πρῶτον ἀπὸ τὸ ἄλλο. Ἀλλά οἱ παμπόνηροι οὔτε ἔχουν νὰ εἰποῦν κάτι ἐπ᾽ αὐτοῦ οὔτε ἠμποροῦν νὰ ἀποδείξουν τέτοιαν ἀρχὴν τοῦ Λόγου. Διότι εἶναι ἀληθινὸν καὶ γνήσιον γέννημα τοῦ Πατρός, καὶ «Ἐν ἀρχῇ ὑπῆρχεν ὁ Λόγος καὶ ὁ Λόγος ἦτο πρὸς τὸν Θεὸν καὶ Θεὸς ἧτο ὁ Λόγος» (Ἰω. 1, 1). Διὰ τὸ ὅτι τώρα αὐτοὶ λέγουν ὅτι ὁ Υἱὸς δὲν γνωρίζει τὴν ἰδικήν του οὐσίαν, εἶναι περιττὸν νὰ ἆπαντήσωμεν, παρὰ µόνον θὰ τοὺς καταλογίσωμεν βλακείαν, ἂν θὰ ἦταν δυνατὸν νὰ μὴ γνωρίζη τὸν ἑαυτόν του ὁ Λόγος, ὁ ὁποῖος χαρίζει εἰς ὅλους τὴν γνῶσιν περὶ τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ ἑαυτοῦ του, καὶ ὁ ὁποῖος κακίζει ὅσους δὲν γνωρίζουν τοὺς ἑαυτούς των.
17. Ἀλλά λέγουν πὼς ἔχει γραφῆ· «Κύριος ἔκτισέ µε ἀρχὴν ὁδῶν αὐτοῦ εἰς ἔργα αὐτοῦ» (Παροιμ. 8, 22). Ἀμαθεῖς καὶ μανιακοὶ στὰ µυαλά! Εἰς τὰς Γραφὰς ὠνομάσθη καὶ δοῦλος, καὶ παιδίσκης υἱός, καὶ ἀρνίον, καὶ πρόβατον, ἐλέχθη δὲ καὶ ὅτι ἐκοπίασεν, καὶ ἐδίψησε, καὶ ἐκτυπήθη, καὶ ἔπαθε. Ἀλλ’ ὅλα αὐτὰ πάλιν ποὺ λέγονται εἰς τὰς Γραφὰς ἔχουν κοντὰ τὴν πρόφασιν καὶ εὔλογον τὴν αἰτίαν. Αὐτὸ δὲ εἶναι τὸ ὅτι ἔγινεν ἄνθρωπος καὶ Υἱὸς ἀνθρώπου, ὅταν ἔλαβε τὴν μορφὴν τοῦ δούλου, ἡ ὁποία εἶναι ἡ ἀνθρωπίνη σάρκα. Διότι ὁ Ἰωάννης λέγει· «Ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο» (Ἰω. 1, 14). Ἐὰν δὲ ἔγινεν ἄνθρωπος, δὲν πρέπει νὰ σκανδαλίζωνται μερικοὶ μὲ τοιαύτας λέξεις, διότι εἰς τὸν ἄνθρωπον ἁρμόζει τὸ νἀ κτίζεται, τὸ νὰ γίνεται, τὸ νὰ πλάσσεται, τὸ νὰ κουράζεται, τὸ νὰ πάσχη, τὸ νὰ ἀποθνήσκη, τὸ νὰ ἀναστήνεται ἐκ νεκρῶν. Καὶ ὅπως ἀκριβῶς, ἐπειδὴ εἶναι Λόγος καὶ σοφία τοῦ Πατρός, ἔχει ὅλα ὅσα ἀνήκουν εἷς τὸν Πατέρα, τὸ ἀίδιον, τὸ ἄτρεπτον, τὴν ὁμοιότητα μὲ αὐτὸν κατὰ πάντα καὶ εἰς ὅλα, τὸ ὅτι δὲν εἶναι προηγούμενος ἢ ὕστερος, ἀλλ᾽ ὅτι συνυπάρχει μὲ τὸν Πατέρα, καὶ ἔχει ἀκόμη τὸ ὅτι ἀκριβῶς αὐτὸς εἶναι εἶδος τῆς θεότητος, καὶ τὸ δηµιουργικόν, καὶ τὸ ὅτι δὲν κτίζεται, διότι, ἐπειδὴ εἶναι ὅμοιος κατὰ τὴν οὐσίαν μὲ τὸν Πατέρα, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ εἶναι κτιστός, ἀλλὰ κτίστης, ὅπως εἶπεν ὁ ἴδιος «Ὁ Πατέρας µου, πάντοτε ἐργάζεται καὶ ἐγὼ ἐπίσης ἐργάζομαι» (Ἰω. 5, 17), ἔτσι ἀκριβῶς καί, ἐπειδὴ ἔγινεν ἄνθρωπος καὶ ἐφόρεσε σάρκα, κατ’ ἀνάγκην λέγεται ὅτι κτίζεται καὶ ποιεῖται, καὶ ὅλα ὅσα προσιδιάζουν εἰς τὴν σάρκα, καὶ ἃς ἀνακατεύουν αὐτοὶ τὸ κρασὶ μὲ τὸ νερό (Πρβλ. Ἠσ. 1, 22), σὰν τοὺς Ἰουδαίους µεταπράτας, ταπεινώνοντας τὸν Λόγον καὶ ἐκφράζοντας τὴν θεότητά του μὲ τὰς ἐννοίας τῶν γεννητῶν.
Διὰ τοῦτο λοιπόν, ὡς ἦτο φυσικὸν καὶ δίκαιον, οἱ μὲν Πατέρες ἠγανάκτησαν, καὶ ἀνεθεμάτισαν τὴν ἀσεβεστάτην αὐτὴν αἴρεσιν, αὐτοὶ δέ, ἐπειδὴ ἡ αἴρεσίς των εἶναι εὐάλωτος εἰς τοὺς ἐλέγχους καὶ ἀπὸ παντοῦ ἑτοιμόρροπος, φοβοῦνται καὶ τὴν κρύβουν. Ἡμεῖς λοιπὸν ἐγράψαμεν αὐτὰ τὰ ὀλίγα διὰ νὰ τοὺς ἀποκαλύψωμεν µόνον· ἐὰν δὲ κάποιος θελήσῃ νὰ κάµῃ εὐρύτερον ἕλεγχον κατ’ αὐτῶν θά εὕρῃ ὅτι ἡ αἴρεσις αὐτὴ δὲν ἀπέχει πολὺ ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρας, καὶ ὅτι εἶναι ἡ τελευταία καὶ τὸ κατακάθι τῶν ἄλλων αἱρέσεων. Διότι ἐκεῖναι μὲν ἢ ἔχουν ἐσφαλμένην γνώμην διὰ τὸ σῶμα καὶ τὴν ἐνανθρώπησιν τοῦ Κυρίου, καὶ ἄλλαι μὲν λέγουν αὐτό, ἄλλαι δὲ ἐκεῖνο τὸ ψεῦδος, ἣ ἐπλανήθησαν διότι νομίζουν, ὅπως οἱ Ἰουδαῖοι, ὅτι δὲν ἦλθε καθόλου ὁ Κύριος· µόνον δὲ αὐτὴ ἐδῶ ἡ αἴρεσις ἐπετέθη μὲ μεγαλυτέραν µανίαν κατὰ τῆς ἰδίας τῆς θεότητος, καὶ λέγει ὅτι δὲν ὑπάρχει καθόλου ὁ Λόγος, οὔτε ὁ Πατέρας εἶναι πάντοτε Πατέρας. Επομένως εὐλόγως θὰ ἠμποροῦσε κανεὶς νὰ εἰπῇ ὅτι ἐκεῖνος ὁ ψαλμὸς ἔχει γραφῆ κατ᾽ αὐτῶν· «Εἶπεν ἄφρων ἐν καρδίᾳ αὐτοῦ, οὐκ ἔστι Θεός» (Ψαλμ. 52, 2)· κατεστράφησαν καὶ ἔγιναν ἀηδιαστικοὶ μὲ τὰ καμώματά τους.
18. Ἀλλά, λέγουν, ἔχομεν δύναμιν καὶ ἠμποροῦμεν μὲ τὰς πονηρἰας νὰ ὑπερασπισθῶμεν τὴν αἴρεσιν. Θὰ ἦταν καλυτέρα ἡ ἀπολογία των ἐὰν ἡμποροῦσαν νὰ ὑπερασπισθοῦν αὐτὴν ὄχι μὲ τεχνάσματα ἢ μὲ ἑλληνικὰ σοφίσµατα, ἀλλὰ μὲ ἁπλῆν πίστιν. Λοιπὸν ἐὰν ἔχουν τὸ θάρρος νὰ θεωροῦν αὐτὴν ὅτι ἀνήκει εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, ἂς λέγουν φανερὰ τὰς ἀπόψεις των· διότι κανεὶς δὲν ἀνάβει τὸν λύχνον καὶ τὸν τοποθετεῖ κάτω ἀπὸ τὸν µόδιον [2] ἀλλ᾽ ἐπάνω εἰς τὸν λυχνοστάτην καὶ ἔτσι λάμπει εἰς ὅλους ποὺ εἰσέρχονται (Πρβλ. Ματθ. 5, 15). Ἐὰν λοιπὸν ἠμποροῦν καὶ αὐτοὶ νὰ τὴν ὑπερασπισθοῦν, ἃς γράψουν τὰ προλεχθἑντα, καὶ ἃς δείξουν εἰς ὅλους γυμνὴν ὡσὰν τὸν λύχνον τὴν αἴρεσιν αὐτῶν, καὶ ἀκόμη ἃς κατηγορήσουν φανερὰ τὸν Ἀλέξανδρον τὸν µακαρίτην ἐπίσκοπον, ὅτι ἀπέβαλε ἐκ τῆς Ἐκκλησίας τὸν Ἀρειον ὁ ὁποῖος ἔλεγεν αὐτά, καὶ ἂς ψέξουν τὴν ἐν Νικαίᾳ σύνοδον, ἡ ὁποία ὑπέμνησε καὶ ἔγραψεν ἀντὶ τῆς ἀσεβείας τὴν εὐσεβῆ πίστιν. Ἀλλά γνωρίζω καλά ὅτι δὲν θἀ τὸ κάµουν, διότι ξέρουν πολὺ καλἀ τὰ κακά, τὰ ὁποῖα ἔπλασαν καὶ προσπαθοῦν νὰ διασπείρουν, ἀκόμη δὲ περισσότερον γνωρίζουν ὅτι καὶ ἂν ἀκόμη κατὰ τὴν ἀρχὴν παρασύρουν τοὺς ἁπλοϊκοὺς μὲ νέα τεχνάσματα, ἀλλ᾽ ὅμως ἀμέσως ὁ λογισμὸς αὐτῶν σβήνει ὡσὰν τὸ φῶς τῶν ἀσεβῶν καὶ στιγµατίζονται πανταχοῦ ὡσὰν ἐχθροὶ τῆς ἀληθείας.
Διὰ τοῦτο λοιπόν, ἐπειδὴ κάνουν τὰ πάντα μὲ παιδαριώδη τρόπον, καὶ ὁμιλοῦν ὡσὰν μωροὶ, αὐτὸ µόνον κάνουν µἐ φρόνησιν, ἐπειδὴ εἶναι υἱοὶ τοῦ αἰῶνος τούτου (Πρβλ. Λουκ. 16, 8), κρύπτουν τὸν λύχνον αὐτῶν ὑπὸ τὸν µόδιον, διὰ νἁ θεωρῆται ὅτι φέγγει, καὶ καθὼς δὲν θὰ φαίνεται νὰ σβήση περιφρονημένος. Διότι καὶ ὁ ἴδιος ὁ Ἄρειος, ὁ ἀρχηγὸς τῆς αἱρέσεως καὶ κοινωνὸς τοῦ Εὐσεβίου ὅταν, ἐκλήθη μὲ τὴν φροντίδα τῶν φίλων τοῦ Εὐσεβίου ἀπὸ τὸν µακαρίτην Αὔγουστον Κωνσταντῖνον, καὶ τοῦ ἐζητήθη νὰ ἀναφέρῃ ἐγγράφως τὴν πίστιν του, [3] ἔγραψεν ὁ δυστυχής, ἀποκρύπτοντας μὲν τὰ ἰδικά του λόγια ἀσεβείας, προσποιούµενος δὲ καὶ αὐτός, ὡσὰν τὸν διάβολον, ὅτι ἀνέφερε τὰ λόγια τῶν Γραφῶν καθαρὰ καὶ ὅπως εἶναι γραμμένα. Ἔπειτα ὅταν εἶπεν ὁ µακαρίτης Κωνσταντῖνος «Ἐάν δὲν ἔχης τίποτε ἄλλο εἰς τὴν σκέψιν σου ἐκτὸς ἀπὸ αὐτά, ὁρκίσου εἰς τὴν ἀλήθειαν, διότι ὁ Κύριος δὲν θὰ σὲ δεχθῆ ἂν εἶσαι ἐπίορκος», ὠρκίσθη ὁ ἅθλιος πὼς οὔτε ἔχει ἄλλο εἰς τὴν σκέψιν του, οὔτε ἐπίστευσεν ἢ ἐκήρυξε ποτὲ ἄλλα, ἐκτὸς ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ ἔγραφε τότε. Ἀλλ᾽ ἀμέσως μόλις ἐβγῆκεν ἔξω, ὡσὰν τιμωρία, ἔπεσε κάτω πρηνὴς καὶ ἄνοιξε ἡ κοιλιά του (Πρβλ. Πράξ. 1, 18).
19. Δι’ ὅλους βεβαίως τοὺς ἀνθρώπους εἶναι κοινὸν τὸ τέλος τῆς ζωῆς, ὁ θάνατος, καὶ δὲν πρέπει νὰ ἐπιχαίρουν μερικοί, ἀκόμη καὶ ἂν εἶναι ἐχθρὸς αὐτὸς ποὺ ἀπέθανε, διότι εἶναι ἄγνωστον µήπως μἐχρι τὸ βράδυ τοὺς εὕρῃ καὶ αὐτοὺς τὸ ἴδιον. Ἐπειδὴ ὅμως τὸ τέλος τοῦ Ἀρείου δὲν ἦλθε τόσον ἁπλᾶ, διὰ τοῦτο εἶναι ἄξιον νὰ τὸ διηγηθῶμεν. Ὅταν ἡ περὶ τὸν Εὐσέβιον ὁμάδα ἀπειλοῦσε νἁ τὸν δεχθῆ εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, ὁ μὲν ἐπίσκοπος τῆς Κωνσταντινουπόλεως Ἀλέξανδρος δὲν ἐσυμφωνοῦσε, ὁ δὲ Ἄρειος ἐστηρίζετο εἰς τὴν βίαν καὶ τὰς ἀπειλὰς τοῦ Εὐσεβίου, διότι ἦταν Σάββατον, καὶ ἐπερίμενε ὅτι τὴν ἑπομένην θὰ συμφιλιωθῇ. Ἐγίνετο λοιπὸν µεγάλη µάχη, ὅταν ἐκεῖνοι μὲν ἀπειλοῦσαν, ὁ δὲ Ἀλέξανδρος προσηύχετο. Ἀλλ’ ὁ Κύριος, ὁ ὁποῖος ἐστάθη δίκαιος κριτὴς ἀπέφάσισεν ἐναντίον τῶν ἀδικούντων. Διότι πρὶν ἀκόμη δύση ὁ ἥλιος, ὅταν ὑπεχρεώθη ἐκ σωματικῆς ἀνάγκης νὰ εὑρεθῆ εἰς τὸ οὐρητήριον, ἐκεῖ ἔπεσε κάτω, καὶ ἔτσι ἔχασεν ἀμέσως καὶ τά δύο, καὶ τὴν κοινωνίαν καὶ τὴν ζωήν. Καὶ ὁ μὲν µακαρίτης Κωνσταντῖνος μόλις ἐπληροφορήθη τοῦτο ἐθαύμασε, διότι εἶδε πὼς αὐτὸς ἀπεδείχθη ἐπίορκος, εἰς ὅλους δὲ ἔγινε πλέον φανερόν, ὅτι αἱ μὲν ἀπειλαὶ τῶν φίλων του Εὐσεβίου ἐξησθένησαν, ἡ δὲ ἐλπίδα τοῦ Ἀρείου ὑπῆρξε µαταία. Ἀπεδείχθη δὲ δι᾽ ἄλλην µίαν φοράν, ὅτι ἡ ἀρειανικὴ αἴρεσις κατέστη ὑπὸ τοῦ Σωτῆρος ἀκοινώνητος καὶ ἐδῶ καὶ εἰς τὴν ἐν οὐρανοῖς πρωτότοκον Ἐκκλησίαν.
Ποῖος λοιπὸν δὲν θὰ ἀποροῦσε, ἐὰν ἔβλεπεν αὐτοὺς ποὺ ὁ Κύριος κατέκρινε νὰ φιλονεικοῦν ἀδίκως καὶ νὰ ἀντιποιοῦνται τὴν αἴρεσιν, τὴν ὁποίαν ὁ Κύριος ἀπέδειξεν ἀκοινώνητον μὲ τὸ νὰ μὴ ἀφήσῃ τὸν ἀρχηγόν της νὰ εἰσέλθῃ εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, καὶ νὰ μὴ φοβοῦνται τὸ γεγραμμένον, ἀλλά νὰ ἐπιχειροῦν τὰ ἀδύνατα; «Διότι ποῖος θὰ µαταιώση αὐτὰ ποὺ ἐσχεδίασεν ὁ Θεὸς ὁ ἅγιος» (Ἠσ. 14, 27); Καὶ ποῖος θὰ δικαιώση αὐτὸν ποὺ κατεδίκασεν ὁ Θεός; Ἐκεῖνοι λοιπόν, ἀφοῦ ἀντιποιοῦνται αὐτὰ τὰ φανταστικἁ ὡσὰν ἰδικά τους, ἃς γράφουν ὅ,τι θέλουν, σεῖς ὅμως, ἀδελφοί, οἱ ὁποῖοι μεταφέρετε τὰ σκεύη τοῦ Κυρίου, καὶ ὑπερασπίζεσθε τὰ δόγµατα τῆς Ἐκκλησίας, παρακαλῶ νὰ ἐξετάσετε τὸ πρᾶγµα. Καὶ ἐὰν μὲν γράφουν διαφορετικἀ λόγια ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ προανεφέρθησαν τοῦ Ἀρείου, νὰ τοὺς θεωρήσετε ὥς ὑποκριτάς, οἱ ὁποῖοι κρύβουν μὲν τὸ δηλητήριον τῆς σκέψεως, παραπλανοῦν δὲ μὲ τὰ λόγια ποὺ λέγουν κάτω ἀπὸ τὰ χείλη τους, ὅπως ὁ ὅφις. Διότι ὅταν γράφουν αὐτὰ ἔχουν ὑποστηρικτὰς ἐκείνους ποὺ ἀπεβλήθησαν τότε μαζὶ μὲ τὸν Ἄρειον, τὸν Σεκοῦνδον τὸν Πενταπολίτην, καὶ τοὺς κληρικοὺς οἱ ὁποῖοι κατἐκρίθησαν κάποτε εἰς τὴν Ἀλεξάνδρειαν, καὶ εἰς αὐτοὺς γράφουν εἰς τὴν Ἀλεξάνδρειαν. Καὶ τὸ περισσότερον περίεργον, κατώρθωσαν ὥστε, ἡμεῖς μὲν καὶ οἱ ὁμόφρονές µας νὰ διωχθῶμεν, παρὰ τὸ ὅτι ὁ εὖσεβέσοτατος βασιλεὺς Κωνσταντῖνος μᾶς ἀπέστειλεν εἰρηνικῶς εἰς τὴν πατρίδα καὶ τὴν Ἐκκλησίαν καὶ ἐνδιεφέρετο ἰδιαιτέρως διὰ τὴν ὁμόνοιαν τῶν λαῶν, αἱ ἐκκλησίαι δὲ νὰ παραδοθοῦν εἰς αὐτούς, καὶ ἔδειξαν ἔτσι εἰς ὅλους, ὅτι χάριν αὐτῶν κατεσκευάσθη ἐξ ἀρχῆς ὅλη αὐτὴ ἡ ἐπιβουλὴ ἐναντίον µας καὶ ἐναντίον τῶν ἄλλων.
20. Πῶς λοιπόν, ἐνῷ κάνουν αὐτά, ἡμποροῦν νὰ εἶναι πιστευτοὶ γράφοντας αὐτά; Διότι ἐὰν ἔγραφαν ὀρθῶς θἀ ἐξηφάνιζαν τὴν Θαλίαν, τὴν ὁποίαν ἔγραψεν ὁ Ἄρειος καὶ θά ἀπεμάκρυναν τὰ παρακλάδια τῆς αἱρέσεως, διότι αὐτοὶ ὑπῆρξαν µαθηταὶ καὶ κοινωνοὶ καὶ τῆς ἀσεβείας καὶ τῆς τιμωρίας τοῦ Ἀρείου. Λοιπὸν ἀφοῦ δὲν ἀπομακρύνουν αὐτοὺς εἶναι ὁλοφάνεροι εἰς ὅλους ὅτι δὲν ἔχουν ὀρθὴν σκέψιν, καί ἂς γράφουν χιλιάδες φορές. Διότι πρέπει νὰ παραμένώμεν ἄγρυπνοι, µήπως συμβῆ καμμία ἁπάτη μὲ τὴν κάλυψιν τῶν γραμμάτων καὶ παρασύρουν μερικοὺς ἀπὸ τὴν εὐσεβῆ πίστιν. Ἐὰν πάλιν τολµήσουν νὰ γράψουν ὅσα ἔγραψεν ὁ Ἄρειος, βλέποντας ὅτι πηγαίνουν καλὰ καὶ εὐδοκιμοῦν, δὲν ὑπάρχει πλέον ἄλλη δυνατότης παρά μὲ πολλὴν παρρησίαν, νὰ ἀναφέρωμεν τὰς ἀποστολικὰς προρρήσεις, τὰς ὁποίας ἔγραψεν ὁ ἀπόστολος προλέγοντας διὰ τὰς τοιαύτας αἱρέσεις καὶ ἔτσι πρέπει νὰ εἴπωμεν, ‘γνωρίζοµεν πώς, ὅπως ἔχει γραφῆ, «Κατὰ τοὺς ἐσχάτους καιροὺς μερικοὶ θὰ ἀποστατήσουν ἀπὸ τὴν ὀρθὴν πίστιν, διότι θὰ προσέχουν εἰς πνεύματα πλάνης καὶ εἰς διδασκαλίας δαιμόνων» (Α’ Τιμ. 4, 1) ποὺ καταπολεμοῦν τὴν ἀλήθειαν, καί· «Ὅσοι θέλουν νὰ ζήσουν εὐσεβῶς ἐν Χριστῷ θά διωχθοῦν. Πονηροὶ ὅμως ἄνθρωποι καὶ ἁπατεῶνες θὰ προκόψουν εἰς τὸ χειρότερον, πλανῶντες καὶ πλανώμενοι» (Β’ Τιμ. 3, 12-13)’.
Ἀλλ᾽ ἡμᾶς τίποτε δὲν θὰ μᾶς πείσει ἀπ᾿ αὐτά, τίποτε δὲν θὰ μᾶς χωρίσει ἀπὸ τὴν ἀγάπην τοῦ Χριστοῦ, καὶ ἂν ἀκόμη οἱ αἱρετικοὶ μᾶς ἀπειλοῦν μὲ θάνατον· διότι εἴμεθα Χριστιανοὶ καὶ ὄχι Ἀρειανοί. Μακάρι δὲ οὔτε καὶ αὐτοὶ ποὺ ἔγραψαν αὐτὰ νὰ ἐφρόνουν τὰ τοῦ Ἀρείου. Ναί, ἀδελφοί, τοιαύτη παρρησία χρειάζεται τώρα, διότι δὲν ἐλάβομεν Πνεύμα δουλείας διὰ νὰ φοβούμεθα πάλιν (Πρβλ. Ρωμ. 8, 15), ἀλλ᾽ ὁ Θεὸς μᾶς ἔχει καλέσει νὰ εἴμεθα ἐλεύθεροι· καὶ ἀληθῶς εἶναι αἰσχρὸν καὶ πολὺ αἰσχρὸν ἐάν, τὴν πίστιν τὴν ὁποίαν ἐλάβομεν παρὰ τοῦ Σωτῆρος καὶ τῶν ἀποστόλων, τὴν χάσωμεν ἐξ αἰτίας τοῦ Ἀρείου ἢ αὐτῶν ποὺ φρονοῦν καὶ πρεσβεύουν τὰ τοῦ Ἀρείου. Ἤδη λοιπὸν πάρα πολλοὶ καὶ ἀπ᾿ αὐτὰ τὰ µέρη, µαθόντες τὴν πανουργίαν αὐτῶν ποὺ τὰ γράφουν εἶναι ἔτοιμοι νὰ ἀντισταθοῦν μέχρι θανάτου εἰς τὰ τεχνάσματα ἐκείνων, ἀκούοντες µάλιστα περὶ τῆς ἰδικῆς σας σταθερότητος. Ἐπειδὴ δὲ ἀπὸ σᾶς ἐλέγχεται ἡ αἴρεσις καὶ ἀποκαλύπτεται ὡς ὄφις ἐκ τῶν φωλεῶν, εἰς σᾶς διαφυλάσσεται τὸ παιδίον, τὸ ὁποῖον ὁ Ἡρώδης ἐζήτει νἁ φονεύση (Ματθ. 2, 13), καὶ ζῇ εἰς σᾶς ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ πίστις ὑγιαίνει.
21. Διὰ τοῦτο, παρακαλῶ, ἔχοντες εἰς τὰς χεῖρας σας τὴν πίστιν τῶν πατέρων τὴν διατυπωθεῖσαν εἰς τὴν σύνοδον τῆς Νικαίας ὑπ᾿ αὐτῶν, καὶ ὑπερασπίζοντες αὐτὴν μὲ πολλὴν προθυµίαν καὶ πίστιν εἰς τὸν Κύριον, νὰ γίνεσθε ὑπόδειγμα είς ὅλους, δεικνύοντες ὅτι τώρα ὑφίσταται ἀγὼν κατὰ τῆς αἱρέσεως καὶ ὑπὲρ τῆς ἀληθείας καὶ ὅτι εἶναι ποικίλα τὰ τεχνάσματα τοῦ ἐχθροῦ. Διότι ὄχι µόνον κάμνει µάρτυρας τὸ νὰ μὴ προσφέρη κανεὶς λίβανον εἰς τὸν βωμόν, ἀλλὰ καὶ τὸ νὰ μὴ ἀπαρνηθῇ τὴν πίστιν κανεὶς κάµνει τὸ μαρτύριον τῆς συνειδήσεως λαμπρόν. Καὶ δὲν κατεκρίσθησαν µόνον ὡς ξένοι αὐτοὶ ποὺ ἐθυσίασαν εἰς εἴδωλα, ἀλλὰ καὶ αὐτοὶ ποὺ ἐπρόδωσαν τὴν ἀλήθειαν. Ὁ Ἰούδας λοιπὸν δὲν ἀπεστερήθη τῆς ἀποστολικῆς τιμῆς, ἐπειδὴ ἐθυσίασεν εἰς τὰ εἴδωλα, ἀλλ᾽ ἐπειδὴ ἔγινε προδότης. Καὶ ὁ Ὑμέναιος καὶ Ἀλέξανδρος δὲν ἀπεμακρύνθησαν ἐπειδὴ ἐστράφησαν εἰς τὰ εἴδωλα, ἀλλ᾽ ἐπειδὴ ἐναυάγησαν ὡς πρὸς τὴν πίστιν (Πρβλ. Α’ Τιμ. 1, 20). Καὶ πάλιν ὁ πατριάρχης Ἀβραὰμ δὲν ἐστεφανώθη ἐπειδὴ ἐφονεύθη, ἀλλ᾽ ἐπειδὴ ἔμεινε πιστὸς εἰς τὸν Θεόν. Καὶ οἱ ἄλλοι ἅγιοι, διὰ τοῦς ὁποίους ὁμιλεῖ ὁ Παῦλος, οἱ Γεδεών, Βαράκ, Σαμψών, Ἰεφθάε, Δαυίδ καὶ Σαμουὴλ (Πρβλ. Ἐβρ. 11, 32) καὶ ὅσοι ἔζησαν µαζί τους δὲν ἐτελειώθησαν ἐπειδὴ ἔχυσαν τὸ αἷμα τους, ἀλλ᾽ ἐδικαιώθησαν διὰ τῆς πίστεως καὶ µέχρι σήμερον θαυμάζονται, διότι ἦσαν ἔτοιμοι νὰ ὑποστοῦν καὶ θάνατον διὰ τὴν πρὸς τὸν Κύριον εὐσέβειαν. Καὶ ἂν πρέπει νὰ προσθἐσωµεν καὶ αὐτὸ ποὺ συνέβη εἰς ἡμᾶς, γνωρίζετε πῶς ἠγωνίσθη ὁ µακαρίτης Ἀλέξανδρος µέχρι θανάτου κατὰ τῆς αἱρέσεως αὐτῆς καὶ πόσας θλίψεις καὶ τί κόπους ὑπέστη, ἂν καὶ ἦταν γέρων, καὶ ἔτσι εἰς τὴν γεροντικὴν ἡλικίαν συναριθµήθη καὶ αὐτὸς μαζὶ μὲ τοὺς προγόνους του. Καὶ πόσοι δὲ ἄλλοι ὑπέμειναν πόσους κόπους, ἐπειδὴ ἐδίδασκαν κατὰ τῆς ἀσεβείας αὐτῆς καὶ τώρα ἔχουν τὴν καὐχησίν των διὰ τὴν ὁμολογίαν εἰς τὸν Χριστόν. Λοιπὸν καὶ ἡμεῖς, ἐπειδὴ ἡ µάχη ποὺ εὑρίσκεται ἐμπρός µας εἶναι διὰ τὸ πᾶν, καὶ ἐπειδὴ τὸ ζήτημά µας τώρα εἶναι ἢ νὰ ἀρνηθῶμεν ἢ νὰ τηρήσωμεν τὴν πίστιν, ἔχομεν αὐτὴν τὴν φροντίδα καὶ πρόθεσιν, ἐκεῖνα μὲν ποὺ παρελάβαμεν νὰ φυλάξωμεν, ἐνθυμούμενοι συνεχῶς τὴν πίστιν, ἡ ὁποία διετυπώθη εἰς τὴν Νίκαιαν, νὰ ἀποστρεφώμεθα δὲ τὰς καινοτομίας, καὶ νὰ διδάξωµεν τοὺς λαϊκοὺς νὰ μὴ προσέχουν εἰς τὰ πνεύματα τῆς πλάνης, ἀλλὰ νὰ ξεφύγουν τελείως ἀπὸ τὴν ἀσέβειαν τῶν ἀρειομανιτῶν, καὶ ἀπὸ τὴν ὁμοσπονδίαν ποὺ ἔχουν κάνει μὲ αὐτοὺς οἱ Μελιτιανοί.
22. Διότι βλέπετε ὅτι, ἐνῷ κατὰ τὴν ἀρχὴν ἐμάχοντο ἑναντίον ἀλλήλων, τώρα, ὅπως ὁ Ἡρώδης καὶ ὁ Πόντιος Πιλᾶτος, συνεφώνησαν εἰς τὴν βλασφημίαν κατά τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Διὰ τὸν λόγον αὐτὸν δικαίως θὰ πρέπει νὰ τοὺς μισῆ κανείς, ἐπειδὴ διὰ μὲν τὰς μεταξύ των διαφορὰς ἀλληλοεμισοῦντο, εἰς δὲ τὴν ἔχθραν κατά τῆς ἀληθείας καὶ τὴν ἀσέβειαν πρὸς τὸν Θεὸν ἔχουν γίνει φίλοι καὶ ἀλληλοασπάζονται, καὶ καταδέχονται νὰ ὑποστοῦν τὰ πάντα χωρὶς τὴν θἐλησίν των, διὰ νὰ ἱκανοποιήσῃ ὁ καθένας τὴν πρόθεσῖν του. Οἱ μὲν Μελιτιανοὶ διὰ νὰ προστατευθοὺν καὶ διὰ νὰ ἱκανοποιήσουν τὴν µανίαν τῆς φιλαργυρίας, οἱ δὲ Ἀρειομανῖται διὰ τὴν ἰδικήν των ἀσέβειαν. Καὶ ὅλα αὐτὰ τὰ κάνουν ἔτσι, ὥστε νὰ ἡμποροῦν µέσα εἰς αὐτὴν τὴν ὁμοσπονδίαν νὰ δανείζουν μεταξύ των τὴν κακοβουλίαν τους, καὶ οἱ μὲν νὰ ὑποκρίνωνται τὴν ἀσέβειαν τούτων, οἱ δὲ ἄλλοι μὲ πονηρίαν νὰ βοηθοῦν τὴν ἀσέβειαν ἐκείνων, ἔτσι ὥστε, ἀφοῦ ἑνώσουν μαζὶ τὰς πονηρίας των, ὅπως εἰς τὸ ποτήριον τῆς Βαβυλῶνος (Πρβλ. Ἀποκ. 18, 6), νὰ μηχανεύωνται κακὰ ἐναντίον ἐκείνων ποὺ πιστεύουν ὀρθῶς εἰς τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν.
Ἡ πονηρία λοιπὸν καὶ ἡ συκοφαντία τῶν Μελιτιανῶν ἡταν φανερὰ εἰς ὅλους καὶ πρὶν ἀπ᾿ αὐτούς. Καὶ ἡ ἀσέβεια καὶ ἡ θεοµάχος αἴρεσις τῶν Ἀρειανῶν ἦταν ἔκδηλος ἀπὸ παλαιά, πανταχοῦ καὶ εἰς ὅλους. Διότι ὁ χρόνος δὲν εἶναι ὀλίγος· ἀλλ᾽ οἱ μὲν ἔγιναν σχισματικοὶ πρὶν πενήντα πέντε χρόνια, οἱ δὲ ἀπεδείχθησαν αἱρετικοὶ πρὶν τριάντα ἓξ χρόνια, καὶ ἐξεδιώχθησαν ἀπὸ τὴν Ἐκκλησίαν μὲ ἀπόφασιν ὁλοκλήρου τῆς οἰκουμενικῆς συνόδου. Ἀπὸ ὅσα δὲ διέπραξαν τώρα, ἀπεδείχθη φανερὰ καὶ εἰς αὐτοὺς ποὺ προσποιοῦνται, ὅτι διὰ τίποτε ἄλλο δὲν ἔστρεψαν ἐναντίον µας καὶ ἐναντίον ὅλων τῶν ὀρθοδόξων ἐπισκόπων τὴν ἀρχικήν των ἐπιβουλήν, παρὰ χάριν τῆς ἰδικῆς των ἀσεβοῦς αἱρέσεως. Ἰδοὺ λοιπὸν ὅτι αὐτὸ ποὺ ἐπεδίωκαν ἀπὸ παλαιὰ οἱ φίλοι τοῦ Εὐσεβίου συνέβη τώρα. Καὶ κατώρθωσαν νὰ ἁρπαχθοῦν ἀπὸ ἡμᾶς αἱ Ἐκκλησίαι, καὶ ἐξώρισαν, ὅπως ἤθελαν, τοὺς ἐπισκόπους καὶ τοὺς πρεσβυτέρους ποὺ δὲν ἐκοινωνοῦσαν μὲ αὐτούς, καὶ ἀπέκλεισαν ἀπὸ τὰς Ἐκκλησίας ὅσους ἀπὸ τοὺς λαϊκοὺς τοὺς ἀπεστρἐφοντο, καὶ παρέδωσαν αὐτὰς εἰς τοὺς Ἀρειανούς, οἱ ὁποῖοι ἔχουν καταδικασθῆ πρὶν ἀπὸ τόσον χρόνον. Καὶ ἔπραξαν τοῦτο, ὥστε, ἔχοντας βοηθὸν καὶ τὴν ὑποκρισίαν τῶν Μελιτιανῶν, νὰ ἐκβάλλουν ἐλευθέρως εἰς αὐτὰς τὰ λόγια τῆς ἀσεβείας των καὶ νὰ προπαρασκευάζουν, ὅπως τουλάχιστον νομίζουν, τήν ὁδὸν τῆς ἁπάτης εἰς τὸν ἀντίχριστον, ὁ ὁποῖος ἔσπειρεν εἰς αὐτοὺς τὴν αἴρεσιν.
23. Ἐκεῖνοι μὲν λοιπὸν κυριευµένοι ἀπὸ ὕπνον ἂς κάνουν µαταίως τόσας φαντασίας. Διότι γνωρίζοµεν ὅτι καὶ ὁ φιλάνθρωπος βασιλεύς, ὅταν τοὺς ἀκούση, θὰ ἐμποδίσῃ τὰς πονηρίας των καὶ δὲν θὰ κρατήσουν πολύ, ἀλλά κατὰ τὸ γεγραμµένον, αἱ καρδίαι τῶν ἀσεβῶν θὰ ἀφανισθοῦν ταχέως (Πρβλ. Παροιμ. 10, 20). Ἡμεῖς δὲ ὠπλισμένοι κατὰ τὸ γεγραμμένον (Πρβλ. Δ’ Βασιλ. 17, 9) μὲ τὰ λόγια τῶν θείων Γραφῶν ἂς ἀντισταθῶμεν πρὸς αὐτούς, ὡσὰν πρὸς ἀποστάτας ποὺ θέλουν νὰ καταφυτεύσουν µανίαν εἰς τὸν οἶκον τοῦ Κυρίου, καὶ οὔτε νὰ φοβηθῶμεν τὸν σωματικὸν θάνατον οὔτε τοὺς δρόµους των νὰ ζηλέψωμεν, ἀλλὰ περισσότερον ἀπὸ ὅλα νἁ προτιμᾶται ὁ λόγος τῆς ἀληθείας. Διότι καὶ ἡμεῖς, ὅπως ξέρετε ὅλοι, ὅταν μᾶς ἐζητήθη ἀπὸ τοὺς φίλους τοῦ Εὐσεβίου ἢ νὰ παραδεχθῶμεν μαζὶ μὲ αὐτοὺς τὴν ἀσέβειαν ἢ νὰ περιµένωμεν τὴν ἐπιβουλήν των, δὲν ἠθελήσαμεν νὰ συνθηκολογήσωμµεν μὲ αὐτοὺς ἀλλ᾽ ἐπροτιµήσαμεν καλύτερα νἁ διωκώμεθα ὑπ᾽ αὐτῶν, παρὰ νὰ μιμηθῶμεν τὸν τρόπον τοῦ Ἰούδα. Ἔτσι ἔκαμαν αὐτὸ ποὺ ἀπείλησαν καί, ἀφοῦ ἐμιμήθησαν τὴν Ἰεζάβελ (Πρβλ. Γ’ Βασ. 20, 7) ἐπῆραν κατασκόποὺς των τοὺς Μελιτιανούς, διότι ἤξεραν πῶς ἐπετέθησαν κατὰ τοῦ µακαρίτου Πέτρου τοῦ μάρτυρος, καὶ µετ᾽ αὐτὸν κατὰ τοῦ μεγάλου Ἀχιλᾶ, καὶ ἔπειτα κατὰ τοῦ µακαρίτου Ἀλεξάνδρου, ἔτσι ὥστε καὶ ἐναντίον µας, ὅπως τὸ προµελέτησαν, νἁ διαδίδουν αὐτοὶ ὅσα θὰ τοὺς ὑπέβαλαν, ἐκεῖνοι δὲ θά εὔρισκαν ἀφορμὴν νὰ μᾶς διώξουν καὶ νὰ ζητοῦν νὰ μᾶς φονεύσουν. Διότι αὐτὸ διψοῦν, καὶ µέχρι σήµερον τουλάχιστον δὲν ἑσταμάτησαν νὰ θέλουν νὰ χύσουν τὸ αἷμα µας.
Ἀλλά δι’ αὐτὰ δὲν μὲ ἐνδιαφέρει καθόλου, διότι γνωρίζω καὶ εἶμαι πεπεισμένος ὅτι διὰ τοὺς ὑπομένοντας θά ὑπάρξη µισθὸς ἀπὸ τὸν Σωτῆρα, καὶ ὅτι σεῖς ἐπειδὴ ὑπομείνατε, ὅπως οἱ Πατέρες, καὶ ἐγίνατε ἔτσι παραδείγματα εἰς τοὺς λαούς, καὶ ἐπειδὴ ἀνασκευάζετε τὴν παράξενον αὐτὴν καὶ ξένην ἐπινόησιν τῶν ἀσεβῶν, θὰ ἔχετε τὴν καὐχησίν σας καὶ θὰ λέγετε· Τὴν πίστιν ἐτηρήσαμεν· θὰ ἀπολάβετε δὲ τὸν στἐφανον τῆς ζωῆς, τὸν ὁποῖον ὑπεσχέθη ὁ Θεὸς δι’ ἐκείνους ποὺ τὸν ἀγαποῦν. Ἄς ἀξιωθῶ δὲ καὶ ἐγὼ νὰ κληρονοµήσω µαζί σας τὰς ἐπαγγελίας, ποὺ δὲν ἐδόθησαν µόνον εἰς τὸν Παῦλον, ἀλλά καὶ εἰς ὅλους ὅσοι ἡγάπησαν τὴν ἐπιφάνειαν τοῦ Κυρίου καὶ Σωτῆρος καὶ Θεοῦ καὶ παµβασιλέως ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, διὰ τοῦ ὁποίου ἀποδίδεται εἰς τὸν Πατέρα ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος ἐν Πνεύματι ἁγίῳ, καὶ τώρα καὶ εἰς ὅλους τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Σημειώσεις
- [1] Τὰ κείμενα τῶν Ἀρειανῶν, τὰ ὁποῖα παραθέτει ὁ Μ. Ἀθανάσιος εἰς τὴν παράγραφον αὐτὴν εἶναι τοῦ Ἀστερίου Σοφιστοῦ. Πρβλ. Κατ’ Ἀρειανῶν, Λόγος…
- [2] Μόδιος ἦτο ἕνα δοχεῖον μὲ τὸ ὁποῖον ἐμετροῦσαν τὰ σιτηρά
- [3] Τὸ ἀκολουθοῦν ἐπεισόδιον τῆς ἐνώπιον τοῦ βασιλέως ἐκθέσεως ὁμολογίας πίστεως τοῦ Ἀρείου καὶ τοῦ ἀμέσως μετὰ ταῦτα ἐπισυμβάντος θανάτου τοῦ Ἀρείου περιγράφεται λεπτομερέστερον καὶ εἰς μίαν μικρὰν ἐπιστολήν τοῦ Μ. Ἀθανασίου πρὸς τὸν Σεραπίωνα, βλ. σελ. 304-310 τοῦ παρόντος τόμου.
Πρωτότυπο και μετάφραση: Ε.Π.Ε. 10, 20-85
https://online.anyflip.com
Πρωτότυπο: P.G. 25, 537-593
https://archive.org
Κάνε ἐγγραφή στό νέο κανάλι τῆς Κατάνυξης τοῦ Youtube πατώντας ἐδῶ: ΚΑΤΑΝΙΧI