Επικαιρότητα
Μνήμη και τιμή, κόντρα στους βεβηλωτές της Ιστορίας…
20 Μάι 2019
του Νεκτάριου Δαπέργολα, Διδάκτορος Ιστορίας
αρθρογραφεί για katanixi.gr
(Ομιλία για τη Γενοκτονία του Ποντιακού Ελληνισμού, Θρυλόριο Ροδόπης, 19 Μαΐου 2019)
Σήμερα, εδώ, ακριβώς 100 χρόνια αργότερα. Σήμερα τιμούμε και θυμόμαστε. Θυμόμαστε μία από τις πιο μαύρες σελίδες στην ιστορία όχι μόνο του Ελληνισμού αλλά και ολόκληρης της ανθρωπότητας. Γιατί η Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου αποτελεί πράγματι μία από τις πιο τραγικές και ντροπιαστικές σελίδες της Παγκόσμιας Ιστορίας. Δεν ήταν ένας πόλεμος, δεν μιλάμε απλά για καταστροφές, λεηλασίες, ομαδικές έστω σφαγές, που κι αυτές γεννούν τον αποτροπιασμό μας. Μιλάμε για κάτι πολύ χειρότερο: για ένα σατανικό σχέδιο που συνέλαβαν κάποτε κάποια ανθρωπόμορφα κτήνη με στόχο την οργανωμένη εξόντωση ενός ολόκληρου λαού. Ενός λαού που ζούσε 3.000 χρόνια στην πατρώα γη του, που κράτησε την ελληνικότητα και την πίστη του απέναντι σε αμέτρητους εχθρούς και εισβολείς, που μπόρεσε να μεγαλουργήσει υπό αντίξοες συνθήκες στα χρόνια της Φραγκοκρατίας, που μπόρεσε να αντέξει ακόμη και μέσα στο σκοτάδι της μακραίωνης οθωμανικής σκλαβιάς.
Όχι χωρίς απώλειες βέβαια, όχι χωρίς να πληρώσει αμέτρητες φορές βαρύ φόρο αίματος, όχι χωρίς επώδυνες καταστροφές. Μόνο τις σφαγές και τους βίαιους εξισλαμισμούς του 17ου και 18ου αιώνα να θυμηθούμε, αρκεί. Όμως και πάλι ο Ποντιακός Ελληνισμός άντεξε, επιβίωσε και μπόρεσε να φτάσει, αν και σκλαβωμένος, σε μία ακόμη περίοδο οικονομικής και πνευματικής ακμής. Γη καθαρής κι ορθόδοξης Ελλάδας, γη που έβγαλε μεγάλους αγίους και συγκλονιστικές προσωπικότητες, γη που ακόμη και μέχρι τέλους τη λάμπρυναν με τη δράση τους σπουδαίοι άνδρες, δάσκαλοι, παπάδες, πρόκριτοι, δημοσιογράφοι, οπλαρχηγοί και που τη σφράγισαν με την παρουσία τους μεγάλες εκκλησιαστικές μορφές, όπως ο Χρύσανθος Φιλιππίδης και ο Γερμανός Καραβαγγέλης. Αυτό όμως που δεν κατόρθωσαν να το σβήσουν τόσοι αιώνες δουλείας, το πέτυχε μία εγκληματική οργάνωση που κατέκτησε την εξουσία στην καταρρέουσα Οθωμανική Αυτοκρατορία στις αρχές του 20ού αιώνα και έθεσε ως ξεκάθαρο στόχο την εξόντωση των χριστιανικών πληθυσμών.
Παρά τις αρχικές του διακηρύξεις, το κίνημα των Νεοτούρκων ήταν διαποτισμένο από την ακραία ιδεολογία του Παντουρκισμού, που ονειρευόταν ένα συμπαγές κράτος, όπου δεν θα υπήρχε θέση για κανένα άλλο έθνος, εκτός από τους Τούρκους. Και τον Οκτώβριο του 1911 οι Νεότουρκοι – ως κυβέρνηση πλέον – αποφάσισαν σε συνέδριό τους την εξόντωση των χριστιανικών εθνοτήτων της Αυτοκρατορίας. Η διατύπωση της απόφασης υπήρξε σαφής: «Η Τουρκία πρέπει να γίνει μωαμεθανική χώρα και κάθε άλλη θρησκευτική προπαγάνδα θα καταπνίγεται. Πρέπει να πραγματοποιηθεί η πλήρης οθωμανοποίηση όλων των υπηκόων της. Και αφού ξεκάθαρα αυτό δεν μπορεί να γίνει με την πειθώ, θα χρησιμοποιηθεί ένοπλη βία. Μόνο στους μουσουλμανικούς θεσμούς και παραδόσεις οφείλεται σεβασμός. Το δικαίωμα των άλλων εθνοτήτων να έχουν δικές τους οργανώσεις θα αποκλειστεί και θα θεωρείται προδοτική πράξη. Η επικράτηση της τουρκικής γλώσσας αποτελεί βασικό μέσο για την κυριαρχία».
Έτσι ήδη από το 1912, με τους Βαλκανικούς Πολέμους, και στη συνέχεια, με τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο να δίνουν τη δικαιολογία για δήθεν αναγκαία μέτρα εσωτερικής ασφάλειας, ξεκίνησε η γενοκτονία των Ελλήνων, αλλά και όλων των άλλων χριστιανικών πληθυσμών.
Κυρίαρχη μέσα σε αυτήν την απάνθρωπη ιστορία ήταν η γερμανική παρουσία. Λέμε συχνά ότι ο Χίτλερ είχε ως δάσκαλό του τον Κεμάλ και αυτό είναι σωστό, να μην ξεχνάμε όμως πως και ο στυγνός αυτός αρχιμακελάρης των προγόνων μας είχε Γερμανούς συμβούλους. Και κυρίως τον διαβόητο Όττο Λίμαν φον Σάντερς (αρχικά σύμβουλο και μετά αρχιστράτηγο του οθωμανικού στρατού κατά τον Α΄ Παγκόσμο Πόλεμο), που θεωρείται βασικός εμπνευστής της γενοκτονίας με τον τρόπο που πραγματοποιήθηκε. Ήταν αυτός που πρότεινε τις πορείες λευκού θανάτου και την αποστολή στα τάγματα εργασίας, ως ύπουλο και υπόγειο αλλά βέβαιο σχέδιο εξόντωσης αντί των εκτεταμένων φανερών σφαγών που σκόπευαν να εκτελέσουν οι Τούρκοι. «Επιβάλλεται για λόγους ασφαλείας η απομάκρυνση από τα παράλια των Ελλήνων» τους έλεγε ο φον Σάντερς, τονίζοντας ότι «οι παγωνιές και οι βροχές του χειμώνα, ο ήλιος και η ζέστη του καλοκαιριού, ο τύφος και η χολέρα, οι κακουχίες και η ασιτία, θα φέρουν το ίδιο αποτέλεσμα με το δικό σας σχέδιο με τις σφαγές. Αλλά πριν πεθάνουν, θα μας προσφέρουν τις πολύτιμες υπηρεσίες τους. Επιπλέον, οι γυναίκες τους δεν θα γεννούν, κι έτσι θα λυθεί το δημογραφικό σας πρόβλημα, ενώ η μισητή κι άτιμη αυτή ράτσα θα ξεκληριστεί και θα χαθεί για πάντα μέσα σε μια γενιά, κι εσείς θ’ αποκτήσετε μια συμπαγή τουρκική ομοιογένεια, που θα δώσει στο έθνος σας μια νέα δύναμη. Και βέβαια οι περιουσίες που θ’ αφήσουν οι Γιουνάν μετά το χαμό τους, θα περάσουν στο δημόσιο, δηλαδή σε όλους εσάς».
Όλα αυτά εφαρμόστηκαν ήδη από το 1914 στην Ανατολική Θράκη και από το 1915 στην Ιωνία και ιδίως στον Πόντο. Η χρονιά αυτή βέβαια κυρίως σημαδεύτηκε από την πρώτη μεγάλη γενοκτονία του 20ού αιώνα, την συγκλονιστική μαζική εξόντωση 1.500.000 Αρμενίων, ήδη όμως άρχισαν και οι πρώτες βιοπραγίες εναντίον του ποντιακού στοιχείου. Και λίγο αργότερα το σχέδιο προχώρησε πιο οργανωμένα με ενορχηστρωτές τους Τούρκους στρατηγούς Εμβέρ και Ταλάτ και εφαρμόστηκε αρχικά κυρίως στις περιοχές της Σαμψούντας και της Πάφρας. Το πρώτο βήμα ήταν η εξοντωτική οικονομική αφαίμαξη των Ελλήνων για τις ανάγκες του πολέμου. Ακολούθησε η υποχρεωτική στρατολόγηση του αντρικού πληθυσμού 20 έως 45 ετών, ενώ οι μεγαλύτεροι συλλαμβάνονταν για να σταλούν στα πρώτα στρατόπεδα συγκέντρωσης της Ιστορίας, τα περιβόητα Αμελέ Ταμπουρού, πράγμα που σήμαινε αγγαρεία σε λατομεία και δημόσια έργα στα βάθη της Μικρασίας. Εκεί τους ανάγκαζαν να σπάζουν πέτρες 12 ώρες την ημέρα, να φτιάχνουν στρατιωτικούς δρόμους, να τρώνε ό,τι περίσσευε από τα ζώα και να κοιμούνται στην ύπαιθρο.
Παράλληλα, ξεκίνησαν για όλους τους υπόλοιπους και οι πορείες θανάτου, που σύντομα άρχισαν να φέρνουν τα τραγικά τους αποτελέσματα. Χαρακτηριστική μια έκθεση της Ελληνικής Πρεσβείας, τον Ιούνιο του 1915, όπου μεταξύ άλλων αναφέρονται τα εξής: «Οι εκτοπιζόμενοι δεν είχαν δικαίωμα να πάρουν μαζί ούτε τα απολύτως αναγκαία. Γυμνοί και ξυπόλητοι, χωρίς τροφή και νερό, δερόμενοι και υβριζόμενοι, όσοι δεν εφονεύοντο οδηγούντο στα όρη από τους δημίους τους. Οι περισσότεροι απ’ αυτούς πέθαιναν κατά την πορεία. Το τέρμα όμως του ταξιδιού δεν σήμαινε και τέρμα των δεινών τους, γιατί οι βάρβαροι κάτοικοι των χωριών, τους παρελάμβαναν για να τους καταφέρουν το τελειωτικό πλήγμα». Όσοι τελικά επιζούσαν απ’ όλα αυτά, αναγκάζονταν σε εξισλαμισμό. Σκοπός των Τούρκων ήταν η αλλοίωση του εθνολογικού χαρακτήρα των ελληνικών περιοχών και ο ευκολότερος εκτουρκισμός όσων θα απέμεναν. Στη θέση μάλιστα των εκτοπισμένων εγκαταστάθηκαν Τούρκοι πρόσφυγες από τα εδάφη που έχασε η Τουρκία στους Βαλκανικούς Πολέμους.
Η «ερυθρά» σφαγή λοιπόν ολοκληρώθηκε με τη «λευκή», δηλαδή την αργή εξόντωση από την ασιτία και τις κακουχίες. Οι Νεότουρκοι έφτασαν μάλιστα στο σημείο να επαναφέρουν ακόμη και τη δουλεία. Είναι χαρακτηριστικό αυτό που διαλαλούσε δημόσια ο αστυνόμος του Μπαλούκ -Χισάρ τον Ιούλιο του 1915: «Παραδίδω γυναίκες χριστιανών, αντί πέντε λεπτών το κομμάτι»! Επίσης χαρακτηριστική όμως και η δήλωση του στρατηγού Νουρεντίν ότι «οι Ρωμιοί είναι φίδι στον κόρφο μας και οι γυναίκες είναι αυτές που γεννούν τα αυγά των φιδιών». Μετά από αυτό εύκολα φαντάζεται κανείς ποια ήταν η τύχη των Ελληνίδων που έπεφταν στα χέρια των τουρκικών κρατικών και παρακρατικών ένοπλων ομάδων.
Μόνο η περιοχή της Τραπεζούντας γλίτωσε προσωρινά από τη μανία των Τούρκων, διότι είχε καταληφθεί τον Απρίλιο του 1916 από τους Ρώσους. Για λίγο όμως, καθώς αυτοί, αποχωρώντας από τον Πόλεμο, εγκατέλειψαν την πόλη το Φεβρουάριο του 1918. Τότε ο μισός περίπου πληθυσμός της περιοχής εγκατέλειψε κι αυτός τις εστίες του, ακολουθώντας τον ρωσικό στρατό. Οι περισσότεροι από τους πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν στον Καύκασο και των παραλίων της Γεωργίας. Όσοι όμως δεν έφυγαν, γνώρισαν επίσης την ἰδια απάνθρωπη μοίρα με τους πληθυσμούς του υπόλοιπου Πόντου.
Το αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν μόνο για την περίοδο 1914-1918 σχεδόν 750.000 Έλληνες νεκροί ή εκτοπισμένοι σε όλη συνολικά την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Μόνο για τη γη του Πόντου ο αριθμός των νεκρών άγγιζε ήδη τις 200.000. Αν όμως έχει οριστεί η 19η Μαΐου ως συμβολική ημέρα μνήμης για τα βάσανα του Ποντιακού Ελληνισμού, είναι επειδή αυτή η μέρα σχετίζεται με την έναρξη της τελευταίας και της πιο άγριας φάσης της Γενοκτονίας. Η άφιξη του Μουσταφά Κεμάλ στη Σαμψούντα στις 19 Μαΐου του 1919 σηματοδοτεί τον νέο μεγάλο διωγμό, που ήταν και η χαριστική βολή για τον Ποντιακό Ελληνισμό.
Η επίσημη αποστολή του Κεμάλ, μετά τη συνθηκολόγηση του οθωμανικού καθεστώτος στον Πόλεμο, ήταν να εργαστεί για την ειρήνευση της περιοχής και να προστατέψει τους Έλληνες. Φτάνοντας όμως στη Σαμψούντα, εκείνος έπραξε ακριβώς το αντίθετο. Μαζί με άλλα μέλη του Νεοτουρκικού Κομιτάτου, συγκρότησε μυστική οργάνωση, υποδαυλίζοντας ακόμη περισσότερο το μίσος εναντίον των Ελλήνων. Κύριος συνεργάτης του υπήρξε ο αιμοσταγής δολοφόνος Τοπάλ Οσμάν, μια περιθωριακή φιγούρα φανατικού ισλαμιστή, που ως σκοπό της ζωής του έταξε να εξοντώσει τον ποντιακό πληθυσμό. Το αποτρόπαιο έργο του το ξεκίνησε από το δημαρχείο της Κερασούντας, που το μετέτρεψε σε αρχηγείο, ενώ οι τσέτες του, μπουλούκια από αδίστακτους εγκληματίες, πολλές φορές με τις πράξεις τους προκαλούσαν τη φρίκη ακόμα και των ομόθρησκων Τούρκων. Ο Τοπάλ Οσμάν, αφού εξόντωσε όλους τους οικονομικούς και πνευματικούς παράγοντες της Κερασούντας, κατέφυγε στην ενδοχώρα, σφάζοντας και λεηλατώντας.
Η τρομοκρατία πλέον κλιμακώθηκε, οι κρεμάλες, οι πυρπολήσεις των χωριών, οι βιασμοί, οι δολοφονίες ήταν στη ημερήσια διάταξη. Ταυτόχρονα παντού στις πόλεις του Πόντου στήνονταν και τα διαβόητα έκτακτα δικαστήρια, που σε δίκες-παρωδία καταδίκαζαν και εκτελούσαν την ηγεσία του ποντιακού Ελληνισμού. Απέναντι σε όλον αυτόν τον τρόμο, υπήρξε βέβαια ως αντίδραση το πραγματικό επικό και ακατάβλητο ποντιακό αντάρτικο που οργανώθηκε για την προστασία του άμαχου πληθυσμού, σε περιοχές, όπως η Σάντα, τα Σούρμενα, η Πάφρα και η Σαμψούντα, με τη συμμετοχή χιλιάδων εμπειροπόλεμων κι ατρόμητων ανδρών. Αν δεν υπήρχε αυτό, τα θύματα της γενοκτονίας θα ήταν σίγουρα πολύ περισσότερα. Η τελική κατάληξη όμως ήταν αδύνατο να αποφευχθεί.
Το 1920 μάλιστα ο Κεμάλ εξαπολύει γενικευμένες διώξεις εναντίον των Ελλήνων του Πόντου με κεντρικό σύνθημα: «Κανείς Τούρκος να μην τολμήσει να προστατέψει χριστιανό κατά την εξόντωσή του»! Και αυτές κλιμακώνονται ακόμη περισσότερο τον Νοέμβριο του 1921, με διαταγή της εθνικής εθνοσυνέλευσης της Άγκυρας, με νέες εκτοπίσεις και σφαγές. Η επίσημη διαταγή τώρα γράφει: «Κάθε στρατιώτης πρέπει να κάνει το καθήκον του και να σκοτώσει 4-5 Έλληνες για το μεγαλείο της πατρίδας»! Και από τον Σεπτέμβριο βέβαια του 1922, έχοντας εκκαθαρίσει τα υπόλοιπα μέτωπα στη Μικρά Ασία, ο Κεμάλ αφοσιώθηκε πια ανενόχλητος στην ολοκλήρωση του στυγερού εγκλήματος, στρέφοντας τον στρατό του στο Δυτικό Πόντο, ενάντια στον εναπομείναντα ανδρικό πληθυσμό, που ζούσε κρυμμένος στα βουνά, προστατεύοντας τα γυναικόπαιδα. Και αυτό συνεχίστηκε μέχρι το 1924. Ό,τι δεν πέτυχαν πέντε αιώνες τυραννικής Τουρκοκρατίας, το πέτυχε μέσα σε λίγα χρόνια η συμμορία των φονιάδων Εμβέρ, Ταλάτ και Κεμάλ, εξοντώνοντας τον Ελληνισμό του Πόντου και της Ιωνίας. Όχι εντελώς βέβαια, γιατί απ’ όσους παρέμειναν εγκλωβισμένοι στα πάτρια εδάφη τους και αναγκάστηκαν να εξισλαμιστούν, οι περισσότεροι κράτησαν κρυφά την πίστη τους και οι απόγονοί τους υπάρχουν μέχρι σήμερα. Και όπως προκύπτει από διαρροές επίσημων στοιχείων των τουρκικών και αμερικανικών υπηρεσιών είναι πάρα πολλοί. Και στον Πόντο, όπως και στην Πόλη, όπως και στην υπόλοιπη Μικρασία. Ορατά όμως ο Ελληνισμός εξαλείφθηκε και επίσημα έσβησε από τον χάρτη.
Λίγο πριν από το 1914, ζούσαν στον Πόντο περισσότεροι από 700.000 Έλληνες. Μια δεκαετία αργότερα, σχεδόν οι μισοί, 353.000 ψυχές, είχαν πλέον εξοντωθεί. Αν σε αυτούς προσθέσουμε τους σχεδόν 700.000 Έλληνες της Ιωνίας και Θράκης, που δολοφονήθηκαν στο ίδιο διάστημα από τους Τούρκους, φθάνουμε στο 1.000.000 νεκρών, ενώ σχεδόν ακόμη 1.200.000 ήταν οι πρόσφυγες που εγκατέλειψαν τις προγονικές εστίες τους σε όλα συνολικά τα οθωμανικά εδάφη. Μία άνευ προηγουμένου καταστροφή, ένας ξεριζωμός απίστευτος, ένα πρωτοφανές ξεκλήρισμα. Και μια τραγωδία καθοριστική από κάθε άποψη. Μέχρι τότε ο Ελληνισμός ανθούσε και μεγαλουργούσε, απλωμένος σε όλες τις προγονικές εστίες του και στις δύο πλευρές του Αιγαίου, και ονειρευόταν την εθνική του ολοκλήρωση που έμεινε ατελής, γιατί η μεγάλη μας Επανάσταση του 1821 δεν είχε φέρει τα ποθητά αποτελέσματα. Επί έναν αιώνα μετά το ’21, ο Ελληνισμός προόδευε και επεκτεινόταν. Μέσα στο αίμα και τους καπνούς της Μικρασίας και του Πόντου όμως, όχι μόνο κλείνει οριστικά το κεφάλαιο «Ελληνική Επανάσταση», αλλά έρχεται και η δεύτερη Άλωση της Ρωμανίας, ίσως μάλιστα και η πιο καθοριστική σε σύγκριση ακόμη και με το 1453. Και από εκεί κι έπειτα, τα πάντα είναι πλέον τελείως διαφορετικά. Μετά την Καταστροφή ο Ελληνισμός είναι πια άλλος. Χώρα ανάπηρη, πνεύμα ακρωτηριασμένο, όραμα χαμένο, Ιστορία λειψή. Εκείνη η καταστροφή άφησε σημάδια ανεπούλωτα και πληγές βαθιές, από τις οποίες ποτέ δεν συνήλθαμε τελείως.
Και έτσι φτάνουμε στο σήμερα. Στο σήμερα, όπου δυστυχώς συντελείται μία μεγάλη προδοσία και λαμβάνει χώρα μία ακόμη γενοκτονία. Και εννοώ τη μεθοδική κι οργανωμένη απόπειρα δολοφονίας της ιστορικής μνήμης. Δεν μιλώ τόσο για την πεισματική τουρκική άρνηση να αναγνωρίσει τη Γενοκτονία του Ποντιακού Ελληνισμού. Ξέρουμε όλοι ποια είναι η Τουρκία, μια χώρα που χτίστηκε πάνω στο αίμα, τη βία και τη σφαγή, ένα κράτος ακόμη και σήμερα άρπαγας και ταραξίας. Φυσικά ο δίκαιος αγώνας για τη διεθνή αναγνώριση της Γενοκτονίας και για την άσκηση πιέσεων προς την τουρκική πλευρά οφείλει να συνεχιστεί, η στάση όμως της Τουρκίας επαναλαμβάνω ότι δεν μπορεί να μας προκαλεί εντύπωση. Αναφέρομαι λοιπόν σε μία άλλη δολοφονία της μνήμης, σε αυτήν για την οποία φταίμε εμείς οι ίδιοι, αυτήν την οποία ανεχόμαστε εμείς οι ίδιοι. Αναφέρομαι σε κάποιους που θέλουν να μας κάνουν να ξεχάσουμε. Το βλέπουμε και στην περίπτωση της Γενοκτονίας του Ποντιακού Ελληνισμού, που φυσικά δεν τιμάται όπως της πρέπει. Αναγνωρίστηκε μεν κάποτε από το ελληνικό κοινοβούλιο, αντί όμως έκτοτε να γίνουν πολύ περισσότερα από αυτό το απολύτως αυτονόητο, οι τιμητικές εκδηλώσεις βρίσκονται ειδικά τα τελευταία χρόνια σε αποδρομή. Ζούμε σε καιρούς Παγκοσμιοποίησης, σε καιρούς καθεστωτικού εθνομηδενισμού και νεοταξικής αθλιότητας. Και αυτοί που τα υπηρετούν αυτά, θέλουν να μας διασπάσουν από το ιστορικό μας παρελθόν, όπως και από τη γλώσσα μας, από την ορθόδοξη πίστη των πατέρων μας, από τις προαιώνιες αξίες της φυλής μας. Και επειδή δεν θέλουν να γνωρίζουμε την Ιστορία μας, μάς επιβάλλουν παντού στα Πανεπιστήμια, στα ΜΜΕ, στα σχολεία μία άλλη Ιστορία: μία Ιστορία ψεύτικη, απονευρωμένη και αποδομημένη. Μια Ιστορία όπου οι πέντε αιώνες απάνθρωπης Τουρκοκρατίας βαφτίζονται αρμονική συνύπαρξη, οι σφαγές και τα ποτάμια αίματος γίνονται συνωστισμός, το Κούγκι και το Ζάλογγο εθνικιστικοί μύθοι, ο Μεγαλέξανδρος σφαγέας των λαών, οι Πατέρες της Εκκλησίας κι οι βυζαντινοί αυτοκράτορες καταστροφείς του ελληνικού πολιτισμού, η αναμφίβολη ιστορική συνέχεια του Ελληνισμού ψεύτικο ιδεολόγημα, οι ήρωες του ’21 απατεώνες και αγριάνθρωποι. Μια ιστορία στην οποία δεν χωράει το Βυζάντιο, δεν χωράει η Ορθοδοξία, δεν χωρούν τα αναρίθμητα πλήθη των μαρτύρων κι εθνομαρτύρων, δεν έχει θέση ο βασανισμένος αλλά ανθιστάμενος και μαχόμενος Ελληνισμός, εντέλει δεν έχει θέση η ίδια η πραγματική Ελλάδα.
Αυτό όμως δεν είναι προδοσία, που κι εμείς οι ίδιοι σήμερα ως λαός την ανεχόμαστε; Δεν είναι προδοσία, όταν ακυρώνεις και σπιλώνεις τις αξίες και τους αγώνες των προγόνων σου; Και όταν αρνείσαι να μιλήσεις για το αίμα των παππούδων σου, είτε επειδή είσαι όργανο πολιτικών συμφερόντων, είτε και επειδή απλώς φοβάσαι μήπως σε πουν εθνικιστή και φασίστα, δεν τους σκοτώνεις πάλι, δεν είναι σαν να χύνεις το αίμα τους για δεύτερη φορά; Γι’ αυτό μίλησα πριν για σύγχρονη γενοκτονία. Και αυτή ίσως να είναι χειρότερη κι από την πρώτη. Γιατί αυτήν δεν την εκτελούν ορκισμένοι αιμοδιψείς εχθροί και ανθρωπόμορφα τέρατα, αλλά εμείς οι ίδιοι πλέον, τα ίδια τα παιδιά και τα εγγόνια τους.
Ζούμε σε καιρούς κρίσης. Κρίσης όχι μόνο οικονομικής, αλλά πρωτίστως πνευματικής. Σε καιρούς παρακμής και εθνικής κατάρρευσης. Ο δρόμος για να την υπερβούμε, περνάει αναγκαστικά μέσα από τη συλλογική αυτογνωσία, μέσα από την επιστροφή στην πίστη και τις αξίες μας, μέσα από την αναζήτηση της αλήθειας. Η λέξη αλήθεια όμως ετυμολογείται από το στερητικό άλφα και τη λέξη λήθη. Αλήθεια σημαίνει να μην ξεχνάς. Και εμείς αυτό καλούμαστε σήμερα να πράξουμε, κόντρα στο ρεύμα, κόντρα στην κυρίαρχη ιδεολογία που επείγεται να μας μετατρέψει σε αμνησιακό κοπάδι και σε άμορφο χυλό: να μην ξεχάσουμε. Μπορούμε να το πράξουμε; Υπάρχει ελπίδα να αναστηθεί πάλι το Γένος μας; Αναμφίβολα ναι! Με τη βοήθεια του Θεού, μπορούμε να τα καταφέρουμε. Με οδηγούς τους νεκρούς μας, που δεν είναι νεκροί, αλλά ζώντες. Ζουν στον ουρανό, ζούνε και μέσα μας. Ο Ελληνισμός δεν έχει σβήσει, υπάρχει ακόμη και αντιστέκεται. Και εδώ και στη διασπορά, ακόμη και στις αλησμόνητες πατρίδες. Γιατί κι εκεί – το επαναλαμβάνω, γιατί είναι σημαντικό – έχουνε μείνει ακόμη Έλληνες, πολλοί Έλληνες, που κράτησαν κρυφά την πίστη τους και ζουν με το καταπιεσμένο, αλλά ζωντανό όνειρο της Ανάστασης και της Παλιγγενεσίας.
Δεν χάνουμε λοιπόν το θάρρος μας. Μέσα στα αποκαΐδια και στα ποτισμένα με αίμα εδάφη του Πόντου και της Ιωνίας, ήταν η δεύτερη φορά που η Ρωμανία επέρασεν κι εχάθη. Εμείς όμως και πάλι δεν τελειώσαμε εδώ. Ο αγώνας συνεχίζεται. Η Ρωμανία κι αν πέρασεν, ανθεί και φέρει κι άλλο. Καλή ανάσταση!