Επικαιρότητα
Νέου Αρχιεπισκόπου Αυστραλίας Μακαρίου, Οικουμενιστικά Λεχθέντα και πραχθέντα (Μέρος 2ον)
1 Ιούλ 2019
ΣΥΝΑΞΙΣ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΚΛΗΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΜΟΝΑΧΩΝ
Ἀποκλειστικά γιά τό Katanixi.gr
e-mail : synaxisorthkm@gmail.com
Θεσσαλονίκη, 01 Ἰουλίου 2019
1) 28-6-2017 : «Πεποίθησή μου εἶναι ὅτι ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος θά καταστεῖ ἐπαναλαμβανόμενος θεσμός»
Ἀποκλειστική συνέντευξη τοῦ Θεοφιλεστάτου Ἐπισκόπου Χριστουπόλεως Μακαρίου στό Αmen.gr καί τό Νίκο Παπαχρήστου
– Θεοφιλέστατε, συμπληρώθηκε ἤδη ἕνας χρόνος ἀπό τή σύγκληση τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου. Θά μποροῦσε νά γίνει μία ἀποτίμηση τῆς ἱστορικῆς αὐτῆς Συνόδου γιά τήν πορεία τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας;
Πολύ σωστά τό θέσατε στό ἐρώτημα σας, ὅτι ἦταν ὄντως μιά μεγάλη καί ἱστορική στιγμή γιά τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος δέν εἶναι ἕνα γεγονός πού μπορεῖ πιά νά παραθεωρηθεῖ. Ὅλοι ὅσοι θά ἀκολουθήσουν θά ἀναφέρονται καί θά παραπέμπουν σ’ αὐτήν καί στίς ἀποφάσεις της. Ἦταν αἴτημα ὅλης τῆς Ὀρθοδοξίας, ἡ ὑλοποίηση τοῦ ὁποίου χρειάστηκε πάνω ἀπό πενήντα χρόνια προετοιμασίας καί ὡρίμασης. Ἦταν καρπός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, διότι, παρά τίς παλαιότερες προσπάθειες καί παρά τίς δυσκολίες, ἀκόμη καί μέχρι τίς παραμονές τῆς Συνόδου, τελικῶς τό ἔργο πραγματοποιήθηκε στό συγκεκριμένο χῶρο, στό συγκεκριμένο χρόνο. Πιστεύω ἀκράδαντα ὅτι τό χέρι τοῦ Θεοῦ κατηύθυνε τό ἔργο αὐτό. Μελετήθηκαν ἕξι θέματα καί ἔγινε μιά ἀρχή. Ὁ δρόμος ἄνοιξε, ἡ Ἐκκλησία προχώρησε, τόλμησε, διαλέχτηκε, συνῆλθε καί ἀποφάσισε. Αὐτό, ἐξάλλου, πού ἐκφράζει καί τήν ὀμορφιά ὅλης τῆς προσπαθείας, εἶναι ὅτι τελικῶς πραγματοποιήθηκε καί μᾶς ἔδωσε κάτι καινούργιο γιά τό μέλλον. Μιά πρακτική, ἡ ὁποία βασίζεται στά παλαιά, δηλαδή στά δεδομένα τῶν Οἰκουμενικῶν καί τοπικῶν Συνόδων, ἀλλά, παράλληλα, δίχως νά καταργεῖ τά παλαιά, προσφέρει κάτι νέο. Ἀνοίγει ἕνα δρόμο γιά μιά νέα πορεία. Τώρα ἡ Ἐκκλησία γνωρίζει καί πάλι πῶς θά κινηθεῖ καί πῶς νά ἀποφασίσει στό σύνολό της γιά ζητήματα, πού τήν ἀπασχολοῦν. Πρέπει, λοιπόν, νά εἴμαστε εὐγνώμονες σέ ὅλους αὐτούς, πού κουράστηκαν καί ἐργάστηκαν, γιά νά φτάσουμε στό ἐπιθυμητό ἀποτέλεσμα. Εἶναι γνωστό, βέβαια, σέ ὅλο τόν ὀρθόδοξο κόσμο ὅτι τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο ἠγήθηκε αὐτῆς τῆς προσπαθείας, ὁ δέ Πατριάρχης Βαρθολομαῖος ἦταν ὁ ἰθύνων νοῦς γιά τήν ὁλοκλήρωση αὐτοῦ τοῦ ἔργου. Τό ἔμπρακτο ἐνδιαφέρον του καί ἡ ἐκκλησιαστική του εὐσυνειδησία ὁδήγησαν στό αἴσιο τέλος. Δόξα τῷ Θεῷ.
– Αὐτή ἡ Σύνοδος ἦταν σημαντική γιά τόν ἁπλό λαό, δηλαδή ἄγγιξε τήν κοινωνία, ἤ ἀποφασίσατε γιά θέματα, πού ἔχουν νά κάνουν μόνο μέ σᾶς;
Κάποια ἀπό τά κείμενα σχετίζονται ἄμεσα μέ τό λαό, κάποια ἄλλα ἀναφέρονται στή διοικητική ζωή τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως εἶναι, γιά παράδειγμα, τό κείμενο περί τοῦ Αὐτονόμου. Σημαντικότατα καί μοναδικά θεωρῶ τά δύο κείμενα, πού βγῆκαν ἀπό τό Ἱερό Σῶμα. Τό ἕνα εἶναι ἡ Ἐγκύκλιος καί τό ἄλλο εἶναι τό Μήνυμα τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου πρός τόν Ὀρθόδοξο λαό καί κάθε ἄνθρωπο καλῆς θελήσεως. Σ’ αὐτά τά δύο κείμενα ἀποκρυσταλλώνεται τό ἦθος καί τό πνεῦμα τῆς Συνόδου, ἀλλά καί γενικότερα καταγράφεται ἡ μαρτυρία τῆς Ἐκκλησίας στό σύγχρονο κόσμο. Παρακαλῶ καί προτρέπω ὅσους δέν τά ἔχουν διαβάσει νά τά μελετήσουν. Θά αἰσθανθοῦν ὑπερήφανοι, πού εἶναι Ὀρθόδοξοι χριστιανοί, καί θά ἀναπαυθοῦν μέ τό ἔργο τῶν Πατέρων μας στήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο.
– Μπορεῖτε νά μᾶς δώσετε μιά γενική καί σύντομη περιγραφή τῶν κειμένων καί ἀποφάσεων τῆς Συνόδου;
Τά κείμενα γενικῶς ἀποπνέουν ζωντάνια καί δυναμισμό, σαφέστατα ἐκφράζουν τήν ἐμπειρία καί τήν πορεία σχεδόν πενήντα χρόνων ἐντατικῆς ἐργασίας, ὅπως προανέφερα. Ἀλλά, αὐτό εἶναι κάτι, πού προσμετρεῖται στά θετικά. Δέν συντάχτηκαν σέ μία μέρα. Ὡστόσο, δέν εἶναι κείμενα δημοσιογραφικά ἤ ἐγκυκλοπαιδικά. Ἐκφράζουν μιά ἐμπειρία πνεύματος καί ζωῆς.
Τά δύο κείμενα περί Διασπορᾶς καί Αὐτονόμου σχετίζονται μέ διοικητικά καί πρακτικά ζητήματα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς. Τό κείμενο σχετικά μέ τήν ἀποστολή τῆς Ἐκκλησίας στό σύγχρονο κόσμο οὐσιαστικά καταθέτει καί ὁριοθετεῖ τήν συμβολή τῆς Ὀρθοδοξίας στήν ἐπικράτηση τῆς εἰρήνης, τῆς δικαιοσύνης, τῆς ἐλευθερίας, τῆς ἰσότητας καί τῆς ἀγάπης μεταξύ τῶν λαῶν, καθώς καί στήν ἄρση τῶν φυλετικῶν διακρίσεων. Στό κείμενο αὐτό γίνεται νύξη στά θέματα τῆς ἀξίας τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου, τῆς οἰκολογικῆς κρίσης, καθώς καί σέ ζητήματα βιοηθικῆς.
– Δέν θά μποροῦσαν νά μελετηθοῦν θέματα βιοηθικῆς, τά ὁποία εἶναι ἐπίκαιρα καί ἀπασχολοῦν πολύ κόσμο ἀκόμη καί μή ὀρθόδοξο;
Σέ αὐτή τή φάση ὄχι, δέν ἦταν ἐφικτό, διότι εἶχε ἤδη καθοριστεῖ ὁ κατάλογος τῶν θεμάτων. Τά βιοηθικά ζητήματα εἶναι ὄντως ἐπίκαιρα καί πιστεύω ὅτι ἡ Ἐκκλησία πρέπει νά ἀσχοληθεῖ περισσότερο. Ὑπάρχει ἔντονο ἐνδιαφέρον ἀκόμη καί ἀπό τήν ἐπιστημονική κοινότητα νά ἀκούσει τή φωνή τῆς Ἐκκλησίας καί εἶμαι σίγουρος ὅτι, ἄν χειριστοῦμε τήν εὐκαιρία αὐτή σωστά, θά καταφέρουμε, μέσα ἀπό τή βιοηθική, νά κτίσουμε γέφυρες πρός τόν κόσμο τῆς Ἐπιστήμης, πού τώρα τόν κρατοῦμε λίγο μακριά μας. Ἀλλά, στή φάση αὐτή ἡ Ἐκκλησία δέν ἦταν ἕτοιμη. Θέλω νά πιστεύω ὅτι σέ μιά ἑπόμενη Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο τά θέματα τῆς βιοηθικῆς θά ἔχουν τήν κατάλληλη θέση μέσα στήν ἡμερήσια διάταξη. Μέχρι τότε ἡ Διορθόδοξη Ἐπιτροπή Βιοηθικῆς θά πρέπει νά ἐργαστεῖ καί νά προετοιμάσει το ἔδαφος.
– Μακάρι, τό ἐλπίζουμε καί τό εὐχόμαστε. Ὑπῆρχαν ἄλλα θέματα, πού συζητήθηκαν;
Ἦταν τό θέμα τῆς νηστείας, ἐπίσης οἱ σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μέ τόν λοιπό χριστιανικό κόσμο καί τό ζήτημα τοῦ γάμου. Στό κείμενο περί νηστείας καταγράφτηκε ἡ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας γιά τό πότε καί πῶς νηστεύουμε, κάτι πολύ σημαντικό. Καμία περίοδος νηστείας δέν ἀμφισβητήθηκε. Παράλληλα, δόθηκε ἡ δυνατότητα ἐφαρμογῆς τῆς ἐκκλησιαστικῆς οἰκονομίας, στίς περιπτώσεις, πού ἀπαιτεῖται.
Τό κείμενο, πού παρουσιάζει τίς σχέσεις τῆς Ἐκκλησίας μέ τόν λοιπό χριστιανικό κόσμο, ἀναφέρεται στή μαρτυρία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τούς ὑπολοίπους χριστιανούς, καθώς ἐπίσης καί στίς προσπάθειες, πού καταβάλλονται μέσα ἀπό τούς θεολογικούς διαλόγους. Ἄς μήν ξεχνοῦμε ὅτι ἡ εὐθύνη τῆς Ἐκκλησίας γιά τήν ἑνότητα καταγράφεται στίς ἀποφάσεις καί την πρακτική τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Ἡ Ἐκκλησία μας θέλει «πάντας ἀνθρώπους σωθῆναι καί εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν». Ὁ θεολογικός διάλογος, γιά τόν ὁποῖο κάποιοι ἀντιδροῦν πολύ ἔντονα, δέν εἶναι ἕνα νέο ἐφεύρημα τῆς Ἐκκλησίας μας, ἀλλά μιά ἀρχαία ἀποστολική πρακτική. Δέν μπορεῖς νά εἶσαι ὀρθόδοξος καί νά μήν διαλέγεσαι. Ὁ διάλογος καί ἡ ἐπιθυμία τῆς ἑνότητας εἶναι ὑποστατικά χαρακτηριστικά τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Δέν μπαίνω καθόλου στή διαδικασία νά σχολιάσω ὅλους αὐτούς, πού βλέπουν τά πράγματα ἀπό τή δική τους πλευρά, καί προσπαθοῦν νά ἀποδείξουν «θεολογικῶς» ὅτι εἶναι λάθος νά ἀγαπᾶς καί νά διαλέγεσαι. Αὐτό συνιστᾶ ἔκπτωση τοῦ θεολογικοῦ καί ἐκκλησιαστικοῦ ἔργου.
– Σ’ αὐτό τό κείμενο, ὅμως, πού ἀναφέρεστε, ὑπῆρχαν πολλές ἀντιδράσεις ὅσον ἀφορᾶ τόν ὅρο Ἐκκλησία.
Ὑπῆρχαν ὄντως. Σέβομαι ὅλες τίς φωνές, τίς ἀκούω, ἀλλά, γιά νά τίς ἀποδεχθῶ, θά πρέπει νά ὑπάρχουν πειστικά ἐπιχειρήματα, ὅτι ἡ ἄλλη γνώμη ἐκφράζει τό ἦθος καί τό πνεῦμα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Τό νά παρουσιάζουμε τή γνώμη ἑνός Ἁγίου Πατρός ὡς ἐπιχείρημα, γιά νά κατοχυρώνουμε τίς θέσεις μας, δέν ἐκφράζει αὐτονόητα τήν ἄποψη τῆς Ἐκκλησίας. Γιατί, ὑπάρχουν καί τά ἀντίθετα ἐπιχειρήματα ἀπό τούς Πατέρες. Ἡ Ἐκκλησία, ὅμως, εἶναι αὐτή, πού διασφαλίζει τό ἦθος, τήν ὀρθή διδασκαλία καί τό ὀρθό δόγμα. Ἡ Ἐκκλησία θά μᾶς πεῖ ποιό εἶναι τό σωστό καί ποιό τό λάθος. Στήν περίπτωση τοῦ συγκεκριμένου κειμένου φάνηκε πώς ἡ κατάσταση ξέφυγε ἀπό μερικούς ἀδελφούς, πρίν ἀκόμη τή σύγκληση τῆς Συνόδου, οἱ ὁποῖοι δέν ἔχουν καταλάβει ὅτι τό 90% των χριστιανῶν σέ ὅλο τόν κόσμο δέν εἶναι Ὀρθόδοξοι. Ἔχουμε συνειδητοποιήσει ποῦ βρισκόμαστε καί τί κάνουμε; Δέν γινόταν, λοιπόν, ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία νά μήν ὁριοθετήσει τή σχέση της μέ τόν ὑπόλοιπο χριστιανικό κόσμο. Ὑπῆρξαν κάποιες ἀντιρρήσεις γιά τή διατύπωση τοῦ κειμένου καί τό σῶμα τῆς Μεγάλης Συνόδου ἔκανε διορθώσεις καί βελτιώθηκε τό κείμενο. Κάποιοι πάλι δέν ἔμειναν εὐχαριστημένοι. Προσωπικά τό θεωρῶ ὑπερβολή, γιατί δέν αἰσθάνθηκα ὅτι στή Μεγάλη Σύνοδο ἦταν κάποιος Προκαθήμενος ἤ κάποιος Ἀρχιερεύς, πού δέν εἶχε ἐπίγνωση ὅτι ἀνήκει στή Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία.
– Ὑπάρχει ἡ ἰδέα ἀπό κάποιους ὅτι τούς αἱρετικούς πιά δέν τούς ἀντιμετωπίζουμε ὡς αἱρετικούς καί αὐτός εἶναι καί ὁ βασικός λόγος τῶν ἀντιδράσεων. Πιστεύουν ὅτι ἡ Σύνοδος ἔκανε πολλές ἐκπτώσεις στά δόγματα καί στήν διδασκαλία τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας. Εἶναι ὄντως ἔτσι;
Σίγουρα δέν εἶναι ἔτσι. Πρίν ἀκόμη γεννηθῶ, κάποιοι φώναζαν καί ἔγραφαν ὅτι ἔγινε ἡ ἕνωση καί ὅτι προδίδεται ἡ πίστη. Καμία ἕνωση δέν ἔγινε. Οὔτε τότε, οὔτε τώρα. Οἱ ἀντιδράσεις, πού ὑπάρχουν ἀπό κάποιους, ὀφείλονται καί στό γεγονός ὅτι ἔπεσαν ἔξω στίς προβλέψεις τους. Φώναζαν καί κατηγοροῦσαν τή Μεγάλη Σύνοδο, πρίν ἀκόμη πραγματοποιηθεῖ, ἀλλά τελικῶς τίποτα ἀπό ὅλα αὐτά, πού ἔλεγαν, δέν ἔγινε. Καί σήμερα ἀντιμετωπίζουν ὅλοι αὐτοί μιά μεγάλη δυσκολία : Πῶς θά ἐνταχτοῦν καί πάλι στήν Ἐκκλησία. Πῶς θά ζεσταθοῦν στήν Ἐκκλησία, τήν ὁποία ἀπό τό πρωί ὡς τό βράδυ κατηγοροῦν. Κάποιοι γίνονται ἄθελά τους ἄπιστοι ἤ αἱρετικοί, μέ τόν τρόπο πού ἀντιμετωπίζουν τα δόγματα καί τή διδασκαλία μας. Τό μίσος καί ὁ φόβος, πού ἐκφράζουν, συνιστᾶ ἀπιστία καί κατάλυση τῆς ἀγάπης. Πρέπει, ὅμως, νά τό ξεκαθαρίσουμε μέσα μας ὅτι τό μίσος καί ἡ ἀγάπη δέν μποροῦν νά συνυπάρξουν. Ὁ ἄνθρωπος, πού ἀγαπᾶ, μόνο ἀγαπᾶ. Κι αὐτή εἶναι ἡ κλήση ὅλων μας. Νά ἀγαπήσουμε ἀκόμη καί τόν ἐχθρό μας, κατά τό λόγο τοῦ Χριστοῦ. Διερωτῶμαι λοιπόν : Γιατί κάποιοι φοβοῦνται τό ψεῦδος; Γιατί τρομάζουν μπροστά στό κακό; Ἡ Ἐκκλησία μας δέν φοβᾶται τό ψεῦδος οὔτε τρομάζει μπροστά στό κακό. Τό ψέμα δέν εἶναι πιό ἰσχυρό ἀπό τήν ἀλήθεια, οὔτε τό κακό πιό ἰσχυρό ἀπό τό καλό. Ἡ στάση ὅλων μας ἀπέναντι στούς αἱρετικούς καί τους πεπλανημένους πρέπει νά εἶναι στάση ἀγάπης καί ἑνότητας, χωρίς ὅμως καί ὑποχώρηση καί ἐνδοτισμό στά θέματα τῆς πίστεως. Καί δέν φοβᾶμαι νά τό πῶ καί νά τό ξαναπῶ : ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἐπιδιώκει τήν ἑνότητα καί τόν διάλογο. Δέν προδίδουμε τά δόγματά μας, τήν πίστη μας, τό Θεό μας, τό ἦθος μας καί τίς παραδόσεις μας. Ἀλλά, ὅλα αὐτά διδάσκουν ἑνότητα καί ἀγάπη. Ὄχι πόλεμο, μίσος καί διχασμό. Ἡ στάση κάποιων ἀδελφῶν μας Ὀρθοδόξων ἀπέναντι στούς αἱρετικούς καθορίζεται ἀπό ἀκρότητες καί ὑπερβολές, οἱ ὁποῖες εἶναι ἀτομικές καί αὐθαίρετες καί στεροῦνται σίγουρα θεολογικῆς ἐμπειρίας καί πνευματικῆς ζωῆς. Ἡ ἀγάπη δέν εἶναι ἕνα ἁπλό συναίσθημα, ἀλλά ὁ τρόπος ὑπάρξεώς μας μέσα στόν κόσμο.
– Ναί, ἀλλά μπορεῖ νά ὑπάρξει ἀγάπη, ὅταν ἀναφερόμαστε σέ θέματα πίστεως;
Κάποιοι ξεχνοῦν τό «ἀληθεύειν ἐν ἀγάπῃ» τοῦ Ἀποστόλου, ὅταν ἀναφέρονται σέ θέματα πίστεως, καί ἐκδαπανοῦν ὅλη τους τή ζωτικότητα στόν ἀγώνα κατά τοῦ ἐχθροῦ. Ἀναλώνονται στό νά καταδιώκουν τούς αἱρετικούς καί τίς αἱρέσεις μέ καθαρά κοσμικούς τρόπους. Ἔτσι, ὅμως, ἡ αἵρεση δέν καταπολεμεῖται. Καί ἐδῶ θά μπορούσαμε νά ἀνοίξουμε ἕνα μεγάλο κεφάλαιο, προσδιορίζοντας το τί ἀκριβῶς εἶναι αἵρεση καί ποιός εἶναι ὁ αἱρετικός. Πολλοί ἔχουν τόσο πολύ ἀλλοτριωθεῖ ἀπό τό «ζῆλο» τους ὑπέρ τῆς Ὀρθοδοξίας, πού φτάνουν στό σημεῖο νά δημιουργοῦν αἱρέσεις καί νά ἀνακαλύπτουν αἱρετικούς. Ξεχνοῦμε, ὅμως, ὅτι αὐτό εἶναι ἔργο τῆς Ἐκκλησίας καί μάλιστα τῆς Συνόδου καί ὄχι μεμονωμένων ἀτόμων ἤ ὁμάδων ἤ ἀδελφοτήτων ἤ συγκεκριμένων Ἱεραρχῶν καί κληρικῶν. Εἶναι ἔργο καί εὐθύνη Συνόδου τό ποιός εἶναι αἱρετικός καί τό ποιός ὄχι. Γι’ αὐτό καί ὁ 15ος Κανόνας τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου μιλᾶ ξεκάθαρα γιά αἱρέσεις «κατεγνωσμένες ὑπό Συνόδου», ὄχι ἀπό τόν κάθε ἕνα, πού θέλει νά χαρακτηρίζει τόν Πατριάρχη καί τούς Ἐπισκόπους ὡς αἱρετικούς. Ἡ αἵρεση, λοιπόν, πού ἡ Ἐκκλησία ἐξονομάζει, δέν ἀντιμετωπίζεται μέ κοσμικά μέσα καί τρόπους, πού μεταχειρίζονται κάποιοι, οἱ ὁποῖοι αὐτόκλητα ἐμπλέκονται στόν ἀντιαιρετικό ἀγώνα. Ἡ Ἐκκλησία μας ὀφείλει, κατά τήν ταπεινή μου ἄποψη, νά διδάσκει τούς ἀνθρώπους νά ἀγαποῦν τό Χριστό. Ἀπό αὐτή τήν ἀγάπη πρέπει νά ξεκινήσουμε. Κι ἀπό αὐτή τήν ἀγάπη ἐξαρτῶνται τά πάντα. Ὅταν θεωροῦμε ὅτι τό Α καί τό Ω τῆς πίστεώς μας εἶναι ὁ πόλεμος ἐναντίον τῶν αἱρέσεων, τῶν σκοτεινῶν δυνάμεων καί τοῦ ἀντιχρίστου, τότε, συγγνώμη, ἀλλά δέν ἔχουμε καταλάβει ποῦ ἀνήκουμε. Ὅποιος εἶναι μέσα στήν Ἐκκλησία καί δέν ἀναζητᾶ τόν Χριστό, ἀλλά ἐκδαπανᾶται σέ ἄλλες ἀναζητήσεις, χάνει τή ζωή του καί αὐτοκαταστρέφεται πνευματικά.
Νά μήν ξεχνοῦμε ὅτι ὁ σταυρός εἶναι σύμβολο ἀγάπης καί ὄχι σύμβολο βίας ἤ τιμωρίας. Ἄν ἀκόμη θεωροῦμε πώς εἴμαστε στήν πρό Χριστοῦ ἐποχή, μποροῦμε νά μιλοῦμε γιά μιά Ἐκκλησία θεοκρατική, πού κινεῖται μέ βάση τή στυγνή δικαιοσύνη καί τό μωσαϊκό νόμο. Ἡ Ἐκκλησία μας, ὅμως, ὡς Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, δίδει τή μαρτυρία τῆς ἀγάπης, ἡ ὁποία δέν σταυρώνει τούς ἄλλους καί δέν θέτει κανένα στό περιθώριο. Ἡ Ἐκκλησία σταυρώνεται χάριν τῶν φίλων της, ἀλλά καί χάριν τῶν ἐχθρῶν καί τῶν ἀρνητῶν της. Ὅποιος δέν ἀγαπᾶ τούς πάντες πραγματικά, αὐτός, κατά τήν πατερική θεολογία, εἶναι «ἀσθενής περί τήν πίστιν». Μπορεῖ νά νομίζεις ὅτι ξέρεις ὅλα τά δόγματα, ὅτι ξέρεις τούς Πατέρες καί τούς Ἱερούς Κανόνες. Δέν φτάνει ὅμως αὐτό. Χρειάζεται ὅλα τά θέματα νά τά βλέπουμε μέ ἀγάπη καί δίχως ἐμπάθεια. Μέ θετικό λογισμό καί καλή διάθεση.
Ὁ Πατριάρχης Βαρθολομαῖος ἐφέτος, τή βραδιά τῆς Ἀναστάσεως, ἀπό τήν ἐξέδρα εἶπε ἕνα λόγο πολύ συγκλονιστικό. Εἶπε ὅτι ὁ Χριστός σταυρώθηκε καί ἀναστήθηκε, γιά νά μᾶς πάρει ἀπό τή θρησκεία καί νά μᾶς εἰσαγάγει στήν Ἐκκλησία. Πολύ δυνατός καί βαθύς λόγος. Θά μποροῦσε νά γραφτεῖ ὁλόκληρο βιβλίο πάνω σ’ αὐτό. Ἡ Ἐκκλησία μας δέν εἶναι μιά ἀκόμη θρησκεία μέσα στίς πολλές. Ἀλλά, κάποιοι, παρ’ὅτι θεωροῦν τούς ἑαυτούς τους μέλη τῆς Ἐκκλησίας μας, δυστυχῶς, μετέρχονται μέσα καί τρόπους θρησκείας, γιά νά ἀντιμετωπίσουν τούς ἐκτός Ἐκκλησίας ἀδελφούς μας. Αὐτή ἡ τακτική ὑποβιβάζει τό ἔργο τῆς Ἐκκλησίας, πού εἶναι μοναδικό. Γιά νά ἀπαντήσω, λοιπόν, στό ἐρώτημά σας, ὑπογραμμίζω ὅτι, ἐάν θεωρήσουμε ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι θρησκεία, τότε δέν μποροῦμε νά χρησιμοποιήσουμε τήν ἀγάπη γιά τά θέματα τῆς πίστεως. Θά κάνουμε ὅ,τι κάνουν καί οἱ ἄλλες θρησκεῖες, καί ξέρετε πολύ καλά τί κάνουν. Ἄν, ὅμως, θεωροῦμε καί πιστεύουμε ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία δέν εἶναι θρησκεία, ἀλλά εἶναι ἡ Ἐκκλησία, τότε ἡ ἀγάπη, ὄχι ἁπλῶς δέν πρέπει νά ἀπουσιάζει, ἀλλά θά πρέπει νά κυριαρχεῖ σέ ὅλα τά θέματα, ἀκόμη καί στά θέματα τῆς πίστεως.
– Ὑπῆρξε μία ἀντίδραση ἀπό τήν Ἐκκλησία τῆς Γεωργίας ὅσον ἀφορᾶ τό κείμενο τοῦ Γάμου. Ἄν θυμᾶμαι καλά δέν δέχονται τούς μεικτούς γάμους.
Εἶναι λίγο ἀπελπιστικό νά στεροῦμε ἀπό τόν ἄνθρωπο τήν παρηγορία καί τήν παράκληση. Κι αὐτό γίνεται, ὅταν ἐμεῖς ἀδιαφοροῦμε γιά τήν κατάσταση, πού ὑπάρχει γύρω μας καί τη σύγχρονη πραγματικότητα, καί ἐπιχειροῦμε νά ζήσουμε στήν ἀσφάλεια μας καί νά ἐπαναπαυθοῦμε σέ αὐτά, πού βρήκαμε. Ὁ κόσμος, ὅμως, προχωρεῖ. Ἡ κοινωνία ἀλλάζει. Ὑπάρχουν σύγχρονα θέματα, πού πρέπει ὡς Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία νά τα μελετήσουμε καί ὄχι μόνο. Θά πρέπει νά εἴμαστε, παράλληλα, καί ἀποτελεσματικοί. Δηλαδή, νά ἀναλάβουμε τήν εὐθύνη καί νά δώσουμε λύσεις στούς ἀνθρώπους. Νά τούς βοηθήσουμε καί νά τούς ἀπενοχοποιήσουμε. Σήμερα, πού οἱ ἀποστάσεις ἔχουν ἐκμηδενιστεῖ, οἱ ἄνθρωποι πολύ εὔκολα μετατοπίζονται ἀπό τή μιά πλευρά τῆς γῆς στήν ἄλλη. Ὑπάρχουν μετανάστες παντοῦ καί αὐτό μέ τή σειρά του ὁδήγησε στό φαινόμενο τῶν μεικτῶν γάμων. Το ξέρετε, φυσικά, ὅτι το μεγαλύτερο ποσοστό γάμων στή Διασπορά εἶναι μεικτοί. Τί θά κάνουμε; Νά κλείσουμε τά μάτια μας καί νά ἀρνηθοῦμε νά δοῦμε αὐτή τήν πραγματικότητα; Ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος ἀποδέχθηκε το μεικτό γάμο, ἀλλά μέ συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Καί ὅταν λέμε μεικτό γάμο, δέν ἐννοοῦμε τό γάμο μεταξύ μή χριστιανῶν, ἀλλά τό γάμο μεταξύ χριστιανῶν βαπτισμένων στό ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος.
– Ἀπό ὅ,τι ἐπικαλέστηκαν, ὅμως, οἱ Γεωργιανοί, ὑπάρχουν Ἱεροί Κανόνες, πού ἀπαγορεύουν τούς μεικτούς γάμους. Εἶναι ἤ δέν εἶναι ἔτσι;
Ἀλήθεια εἶναι αὐτό, ἀλλά θά ἤθελα νά μοῦ ἐπιτρέψετε νά σημειώσω δύο πράγματα γιά τό συγκεκριμένο ζήτημα. Τό πρῶτο εἶναι ὅτι προσωπικά μελέτησα τούς Ἱερούς Κανόνες περί γάμου. Μελέτησα καί τά σχόλια τῶν ἑρμηνευτῶν. Ξέρετε ποιό ἦταν τό ὑπόβαθρο καί ὁ βασικός σκοπός, πού θεσπίστηκαν αὐτοί οἱ Κανόνες; Νά μήν χάνονται τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας. Τήν ἴδια ἀγωνία ἀντιμετώπισε ἡ Ἐκκλησία μας καί σήμερα καί ἀποφάσισε μέ τό ἴδιο ἀκριβῶς κίνητρο, πού ἀποφάσιζαν τότε καί οἱ Πατέρες τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων : Νά μή χάνονται τά μέλη τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Νά σᾶς περιγράψω μία συγκεκριμένη περίπτωση, γιά νά καταλάβετε αὐτό τό σκεπτικό. Ἕνας Ὀρθόδοξος Γεωργιανός, πού ζεῖ στήν Ἀμερική ἀγάπησε μιά κοπέλα, Ρωμαιοκαθολική στό θρήσκευμα. Πᾶνε νά παντρευτοῦν καί ἡ ἐκκλησιαστική ἀρχή τοῦ γαμπροῦ δέν ἐπιτρέπει τήν τέλεση τοῦ Μυστηρίου, διότι δέν δέχεται τό μεικτό γάμο. Στήν περίπτωση αὐτή ὁ Γεωργιανός ἔχει τρεῖς ἐπιλογές : ἤ θά πάει νά παντρευτεῖ στούς Καθολικούς, ὁπότε ἀπομακρύνεται ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἤ θά πάει νά παντρευτεῖ σέ ἄλλη δικαιοδοσία Ὀρθοδόξων (π.χ. Ἕλληνες, Ρώσσους κ.λπ), ὁπότε χάνεται ἀπό τήν Γεωργιανή δικαιοδοσία καί τήν παράδοσή του, ἤ θά κάνει πολιτικό γάμο, ὁπότε πνευματικά τίθεται ἐκτός Μυστηριακῆς κοινωνίας τῆς Ἐκκλησίας. Καμία ἀπό τίς τρεῖς λύσεις δέν εἶναι ἰδανική. Οὔτε βέβαια ἡ Ἐκκλησία μπορεῖ νά συμβουλεύσει τόν νέο αὐτό νά ἐγκαταλείψει τήν κοπέλα, πού ἀγάπησε. Λαμβάνοντας ὑπόψη, λοιπόν, τό ὅτι οἱ Ὀρθόδοξοι στό ἐξωτερικό εἴμαστε μειονότητα, γεγονός πού σημαίνει ὅτι ὁ μεικτός γάμος κάποιες φορές δέν εἶναι ἐπιλογή, ἀλλά ἀναγκαιότητα, ἐρωτῶ : Δέν εἶναι καλύτερα, πού ἡ Σύνοδος μελέτησε τό θέμα καί ἔδωσε λύση; Δέν εἶναι αὐτός ἕνας τρόπος νά μήν χάνομε τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας μας;
Το δεύτερο, πού θέλω νά πῶ, εἶναι ὅτι οἱ Κανόνες δέν εἶναι πάνω ἀπό τήν Ἐκκλησία. Ἡ Ἐκκλησία θεσπίζει, ἑρμηνεύει καί οἰκονομεῖ. Ἐμπιστευόμαστε τήν Ἐκκλησία καί ἀκοῦμε τή φωνή της. Γιά παράδειγμα ὁ 101ος Κανόνας τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου καταδικάζει μέ ποινή ἀφορισμοῦ αὐτούς, πού χρησιμοποιοῦν τή λαβίδα γιά τή μετάδοση τῆς Θείας Κοινωνίας. Στήν πορεία, ὅμως, ἡ Ἐκκλησία ἄλλαξε αὐτή τήν πρακτική. Τί θά κάνουμε σήμερα; Θά καταδικάσουμε ὅλους αὐτούς, πού κοινωνοῦν τούς ἀνθρώπους μέ λαβίδα, ἐπειδή ἔτσι ὁρίζει ὁ Κανόνας; Τότε κανένας Ἐπίσκοπος καί κανένας κληρικός δέν θά μείνει μέσα στήν Ἐκκλησία. Τό ἴδιος ἀκριβῶς συμβαίνει καί τώρα. Τό καινό τῆς Συνόδου σχετικά μέ τό Μυστήριο τοῦ Γάμου εἶναι αὐτό. Ἔδωσε λίγη ἄνεση καί χαρά στούς ἀνθρώπους. Πιστεύω ὅτι στό μέλλον θά τό δοῦν οἱ ἀδελφοί μας οἱ Γεωργιανοί καί θά ὑπογράψουν τό κείμενο αὐτό, διότι θά βρεθοῦν πρό ἀδιεξόδου. Δέν ὑπάρχει ἄλλος τρόπος νά ἀντιμετωπιστεῖ τό ζήτημα.
– Πῶς ἀξιολογεῖτε τό γεγονός ὅτι κάποιες τοπικές Ἐκκλησίες ἐπέλεξαν νά μήν λάβουν μέρος στήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο;
Ὅλους μᾶς ἀξιολογεῖ ὁ χρόνος καί ἡ ἱστορία. Θεωρῶ ὅτι ὁ χρόνος καί ἡ ἱστορία δέν θά μιλήσουν ἐπαινετικά γιά τίς τέσσερις Ἐκκλησίες, πού δέν ἦρθαν, γιατί δέν ὑπῆρχαν λόγοι θεολογικοί καί ἐκκλησιαστικοί. Τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο καί ὁ Πατριάρχης μας ἔκαναν τό χρέος τους ἐνώπιον Θεοῦ καί ἀνθρώπων. Ἀπό ’κεῖ καί πέρα ἡ Ἐκκλησία προχωρεῖ. Δέν ἐξαντλοῦμε τή ζωή μας καί τή μέριμνα μας στήν κακία μιᾶς ἡμέρας ἤ στήν ἐμπάθεια τῆς στιγμῆς καί τά ἐθνοφυλετικά ἤ ἰδιοτελή συμφέροντα. Πάνω ἀπό ὅλα εἶναι ὁ Χριστός καί ἡ Ἐκκλησία. Προχωροῦμε μόνο μπροστά. Ὅποιος θέλει νά ἀκολουθήσει, συμπορεύεται. Ὅποιος δέν θέλει, μένει πίσω. Καί ὅποιος μένει πίσω εἶναι καταδικασμένος στήν ἀποσύνθεση καί τήν ἀφάνεια. Ξέρετε, εἶναι θανάσιμο νά ἀπατοῦμε ἐν ἐπιγνώσει τόν ἑαυτό μας. Καί προσωπικῶς αὐτό, πού διαπίστωσα, εἶναι ὅτι κάποιοι αὐταπατήθηκαν. Ἤξεραν αὐτοί, ξέρουμε κι ἐμεῖς πολύ καλά ποιά εἶναι ἡ ἀλήθεια, πού δέν ἦρθαν στή Σύνοδο. Βρέθηκαν μπροστά σέ ἕνα μεγάλο δίλημμα. Ὁ καθένας ἔκανε τίς ἐπιλογές του καί θά κριθεῖ σίγουρα γι’ αὐτές τίς ἐπιλογές.
– Ἄν τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο εἶχε ἀναβάλει τή Σύνοδο, πιστεύετε θά ὑπῆρχε καί ἡ συμμετοχή τῶν ἄλλων Ἐκκλησιῶν;
Αὐτή τήν πρόταση, περί ἀναβολῆς, τήν ἔκανε ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρωσσίας, ἀλλά πολύ σοφά καί ἀγιοπνευματικά φερόμενος ὁ Πατριάρχης Βαρθολομαῖος δέν τήν ἐνστερνίστηκε. Εἶχαν συναποφασίσει ὅλοι οἱ Προκαθήμενοι τόν Ἰανουάριο τοῦ 2016 στή Γενεύη γιά τά θέματα, τόν χρόνο καί τόν τόπο συγκλήσεως τῆς Συνόδου. Ἡ ἀπόφαση ἦταν ὁμόφωνη. Ὅλα ἦταν καλά γιά τούς μῆνες, πού ἀκολούθησαν, μέχρι καί τίς παραμονές τῆς Συνόδου. Ἀλλά, ὁ Πατριάρχης μας δέν μποροῦσε νά «σπάσει» τήν ὁμοφωνία τῆς ἀποφάσεως. Μιά ἀπόφαση, κατά τά διορθοδόξως ἰσχύοντα, λαμβάνεται ὁμοφώνως καί ἀλλάζει ὁμοφώνως. Μάλιστα οἱ Ρώσσοι ἦταν αὐτοί, πού ἐπέμεναν καί φώναζαν γιά την ὁμοφωνία, καί αὐτοί, τελικά, ἦταν οἱ πρῶτοι, πού τήν ἀθέτησαν, καί ἠγήθηκαν αὐτῆς τῆς προσπαθείας. Ὅπως καί νά ‘χει, ὅμως, ἡ Σύνοδος πραγματοποιήθηκε καί χωρίς τούς ἀπόντες. Ἡ Ἐκκλησία προχώρησε καί προχωρεῖ.
– Θέλω νά σᾶς εὐχαριστήσω γιά τό χρόνο σας καί τίς ἀπαντήσεις, πού μᾶς δώσατε. Πάντοτε εἶστε πρόθυμος, παρά τίς πολλές σας ὑποχρεώσεις, νά μᾶς μιλᾶτε καί νά μᾶς ἐξηγεῖτε τά πράγματα χωρίς ὑπεκφυγές ἤ προσχήματα καί κυρίως μέ ἕνα τρόπο μοναδικό, θεολογικό καί πολύ περιεκτικό καί κατανοητό σέ ὅλους μας. Σᾶς εὐχαριστῶ καί πάλι πάρα πολύ. Τί θά μᾶς λέγατε ὡς τελευταῖο λόγο;
Ἐγώ θέλω νά σᾶς εὐχαριστήσω γιά τήν ἐμπιστοσύνη σας καί τήν ἀγάπη σας. Ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος εἶναι ἕνα γεγονός, πού μόνο καλά προσέφερε στό σῶμα της Ἐκκλησίας, διότι, ὅπως σᾶς εἶπα, πέρα ἀπό τά κείμενα, τά ὁποία θά χρειαστοῦν χρόνο, γιά νά γίνουν ἐκκλησιαστικό βίωμα, μᾶς ἔδωσε τό πρότυπο καί ἔγινε ἡ ἀρχή γιά τή μελλοντική μας πορεία. Ἄς δοξάσουμε τό Θεό, πού στόν καιρό μας τό Ἅγιο Πνεῦμα μᾶς εὐλόγησε πλούσια καί μᾶς ἔκανε αὐτό τό δῶρο, κι ἄς ἐμπιστευτοῦμε τήν Ἐκκλησία μας. Κανείς δέν εἶναι πάνω ἀπό τήν Ἐκκλησία. Τό νά ὑπάρχουν ἄλλες φωνές δέν εἶναι κακό. Ἐξάλλου, πάντοτε ὑπῆρχαν ἀντίθετες «ἐκκλησιαστικές» ἀπόψεις σέ ὅλες τίς προσπάθειες, πού ἔκανε ἡ Ἐκκλησία, ἀκόμη καί ἐναντίον τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Ὅμως, εἶναι πολύ ἐπικίνδυνο καί πνευματικῶς καταστρεπτικό νά αἰχμαλωτίζουμε τήν ψυχή μας μέσα στό «δίκαιο» καί τήν «ἀλήθεια», πού πιστεύουμε ὅτι κατέχουμε. Ἔτσι αὐτόκλητα ἐπιχειροῦμε νά διαχειριστοῦμε τά ἐκκλησιαστικά θέματα μέ ἕνα ἐκκλησιαστικό ναρκισσισμό, πού εἶναι ξένος στό ἦθος τῆς Ἐκκλησίας καί τή διδασκαλία των Πατέρων μας. Ἡ πεποίθησή μου εἶναι ὅτι ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος θά καταστεῖ ἐπαναλαμβανόμενος θεσμός. Θά ἤθελα νά ὁλοκληρώσω μέ τήν ὑπόμνηση τοῦ 6ου Κανόνα τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, πού λέει ὅτι ὅλη ἡ ζωή τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας μαρτυρεῖ πώς ἡ διατήρηση της γνήσιας πίστεως διασφαλίζεται διά τοῦ συνοδικοῦ συστήματος, τό ὁποῖο ἀνέκαθεν στήν Ἐκκλησία μας ἀποτελοῦσε τήν ἀνώτατη αὐθεντία γιά θέματα πίστεως καί κανονικῶν διατάξεων. Ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος ἀποτελεῖ μιά αὐθεντία. Δόξα τῷ Θεῷ γιά τήν ἀρχή, τήν προοπτική καί τή συνέχεια.
(ΠΗΓΗ : http://www.amen.gr)
2) 24-5-2018 Εἰσήγηση Ἐπισκόπου Χριστουπόλεως στό 8ο Διεθνές Συνέδριο Ὀρθοδόξου Θεολογίας
Εἰσήγηση τοῦ Θεοφιλεστάτου Ἐπισκόπου Χριστουπόλεως κ. Μακαρίου στό 8ο Διεθνές Συνέδριο Ὀρθοδόξου Θεολογίας μέ θέμα : «Ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας : Ἡ Ὀρθόδοξη Θεολογία στόν 21ο αἰῶνα», Θεσσαλονίκη 21-25 Μαΐου 2018
«Εἶναι γνωστό ὅτι, μετά τήν ὁλοκλήρωση τῶν ἐργασιῶν τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου, διαπιστώθηκε ἕνα φαινόμενο ἄκρως ἀνησυχητικό. Κάποιοι ἀδελφοί μας κληρικοί, κινούμενοι, ὄχι «χάριτι θείᾳ», ἀλλά «ἀνθρωπίνῃ σπουδῇ», ἔσπευσαν νά διακόψουν τήν κοινωνία μέ τόν Ἐπίσκοπό τους. Ἐπιθυμώντας, μάλιστα, νά καλύψουν καί ἱεροκανονικῶς τήν ἀντικανονική τους αὐτή ἐνέργεια, ἐπικαλέστηκαν τόν 15ο Κανόνα τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου.
Τό πολυσυζητημένο καί πολυχρησιμοποιημένο κείμενο τοῦ Κανόνα, τό ὁποῖο χρησιμοποιεῖται ἀπολύτως παρερμηνευμένο καί ἀποκομμένο ἀπό τό γενικότερο ἦθος καί πνεῦμα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησιολογίας, ἑρμηνευτικά χωρίζεται σέ τρία μέρη. Τό πρῶτο μέρος σημειώνει τά ἑξῆς : «Τά ὁρισθέντα ἐπί πρεσβυτέρων καί ἐπισκόπων καί μητροπολιτῶν, πολλῷ μᾶλλον καί ἐπί πατριαρχῶν ἁρμόζει. Ὥστε, εἴ τις πρεσβύτερος ἤ ἐπίσκοπος ἤ μητροπολίτης τολμήσειεν ἀποστῆναι τῆς πρός τόν οἰκεῖον Πατριάρχην κοινωνίας καί μή ἀναφέρειν τό ὄνομα αὐτοῦ, κατά τό ὡρισμένον καί τεταγμένον, ἐν τῇ θείᾳ μυσταγωγίᾳ, ἀλλά πρό ἐμφανείας συνοδικῆς καί τελείας αὐτοῦ κατακρίσεως σχίσμα ποιήσει, τοῦτον ὥρισεν ἡ ἁγία σύνοδος, πάσης ἱερατείας παντελῶς ἀλλότριον εἶναι, εἰ μόνον ἐλεγχθείη τοῦτο παρανομήσας. Καί ταῦτα μέν ὥρισται καί ἐσφράγισται περί τῶν προφάσει τινῶν ἐγκλημάτων τῶν οἰκείων ἀφισταμένων προέδρων καί σχίσμα ποιούντων καί τήν ἕνωσιν τῆς Ἐκκλησίας διασπώντων».
Στό κομμάτι αὐτό τοῦ κειμένου ὑπάρχουν κάποια σημαντικά στοιχεῖα, τά ὁποῖα πρέπει νά προσέξουμε. Κατ᾽ ἀρχάς, ὁ κληρικός, πού ἀποκόπτει τήν κοινωνία του μέ τόν Πατριάρχη, τιμωρεῖται μέ τήν ποινή τῆς καθαιρέσεως, ὄχι ἐξ αἰτίας αὐτῆς καθεαυτῆς τῆς διακοπῆς τοῦ μνημοσύνου, πού ἀποτελεῖ τήν τελευταία πράξη ἑνός τραγικοῦ ἐκκλησιολογικοῦ δράματος καί πού ἐκφράζει τήν πνευματική ἀνεπάρκεια τοῦ πράττοντος, ἀλλά γιά δύο ἄλλους κυρίαρχους ἐκκλησιαστικούς καί δογματικούς λόγους : Πρῶτον, διότι ὁ κληρικός δέν ἐμπιστεύεται τή Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας, ἀφοῦ προτρέχει νά καταδικάσει τόν Πατριάρχη «πρό ἐμφανείας συνοδικῆς». Τό γεγονός αὐτό δηλώνει ὅτι ὁ ἴδιος δέν ἔχει ἐπίγνωση τῆς καταστάσεώς του καί τῶν ὁρίων του καί γι᾽ αὐτό ἀναλαμβάνει τήν κρίση τοῦ Ἐπισκόπου ἀνενδοίαστα, κάτι ὅμως πού δέν ἐμπίπτει στίς δικές του ἱερατικές ἁρμοδιότητες. Καί, δεύτερον, διότι ἡ πράξη του αὐτή κλονίζει τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, ἀφοῦ οἱ διακόπτοντες τήν κοινωνία μέ τόν Ἐπίσκοπο δημιουργοῦν σχίσμα. Σημειώνει χαρακτηριστικά ὁ Κανόνας : «τολμήσειεν ἀποστῆναι τῆς πρός τόν οἰκεῖον Πατριάρχην κοινωνίας…. καί πρό ἐμφανείας συνοδικῆς καί τελείας αὐτοῦ κατακρίσεως σχίσμα ποιήσει», ἐνῶ ἡ ἀμέσως ἐπόμενη πρόταση κάνει λόγο «περί τῶν (κληρικῶν τῶν) προφάσει τινῶν ἐγκλημάτων τῶν οἰκείων ἀφισταμένων προέδρων καί σχίσμα ποιούντων καί τήν ἕνωσιν τῆς Ἐκκλησίας διασπώντων».
Ἐξάλλου θά πρέπει νά μᾶς προβληματίσει ἔντονα καί ἡ χρήση τοῦ ρήματος «τολμῶ», πού ἀναφέρεται σ᾽ αὐτούς, πού προβαίνουν στήν παύση τοῦ μνημοσύνου καί τῆς κοινωνίας. Σημειώνει ὁ Ἱερός Κανόνας : «τολμήσειεν ἀποστῆναι τῆς πρός τόν οἰκεῖον Πατριάρχην κοινωνίας». Τό ἴδιο ρῆμα χρησιμοποιεῖται καί ἀπό τόν 13ο Κανόνα τῆς ἴδιας Συνόδου : «εἴ τις πρεσβύτερος ἤ διάκονος… ἀποστῆναι τολμήσοι τῆς αὐτοῦ (ἐννοεῖ τοῦ Ἐπισκόπου) κοινωνίας…», ἐνῶ, ὡς γνωστόν, εἶχε χρησιμοποιηθεῖ καί παλαιότερα ἀπό τούς Πατέρες τῆς Δ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, στόν 8ο Κανόνα, γιά νά τονιστεῖ ὅτι «οἱ τολμῶντες ἀνατρέπειν τήν τοιαύτην διατύπωσιν (ἐννοεῖ τῆς ὑπακοῆς τῶν Πρεσβυτέρων πρός τούς Ἐπισκόπους)… ἔστωσαν ἀκοινώνητοι». Ἡ χρήση, λοιπόν, τοῦ ρήματος «τολμῶ», καί ὄχι ἄλλων ρημάτων μέ λιγότερο βαρύνουσα καί ἐπιτακτική σημασία, ὅπως γιά παράδειγμα «ἐπιχειρῶ» ἤ «προσπαθῶ», γίνεται, γιά νά ἀποδοκιμαστεῖ «τό θράσος καί ἡ ἀναίδεια» τῶν κληρικῶν αὐτῶν, οἱ ὁποῖοι, διακόπτοντας τήν κοινωνία τους μέ τόν Πρῶτο, διαπράττουν μία πράξη μέ τεράστιες ἐκκλησιολογικές συνέπειες.
Στήν ἱεροκανονική παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας δέν ἐπευλογοῦνται τέτοιες συμπεριφορές. Ὑπάρχουν μάλιστα, πέρα ἀπό τόν 15ο Κανόνα, πού σχολιάζουμε, περισσότεροι ἀπό 35 ἄλλοι Ἱεροί Κανόνες, πού ἀπαγορεύουν τή διακοπή κοινωνίας μέ τόν Ἐπίσκοπο ἤ ἀναφέρονται σέ θέματα σχέσεως κληρικοῦ μέ τόν Πρῶτο του. Οἱ Κανόνες αὐτοί χρησιμοποιοῦν αὐστηρότατους χαρακτηρισμούς, προκειμένου νά ἐκφράσουν τήν ἀπέχθεια καί ἀποστροφή τους πρός τέτοιες ἀποσχιστικές τάσεις καί ἐνέργειες. Ὑπενθυμίζουμε ἐνδεικτικά ὅτι ὁ 31ος Κανόνας τῶν Ἀποστόλων χαρακτηρίζει τούς κληρικούς, πού καταφρονοῦν τόν Ἐπίσκοπό τους ὡς φίλαρχους καί τυράννους : «εἴ τις πρεσβύτερος, καταφρονήσας τοῦ ἰδίου ἐπισκόπου…. καθαιρείσθω ὡς φίλαρχος. τύραννος γάρ ἐστιν». Ὁ 8ος Κανόνας τῆς Δ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου τούς χαρακτηρίζει ὡς αὐθάδεις, διότι «κατά αὐθάδειαν ἀφηνιῶσι τοῦ ἰδίου ἐπισκόπου». Ὁ 10ος Κανόνας τῆς Καρθαγένης ὁρίζει καθαίρεση γιά τόν κληρικό, ὁ ὁποῖος, «φυσιότητί τινι καί ὑπερηφανείᾳ ἐπαρθείς», ἀποσκιρτᾶ τοῦ ἰδίου Ἐπισκόπου, ἐνῶ ὁ 11ος τῆς Καρθαγένης χαρακτηρίζει τούς κληρικούς αὐτούς ὡς ὑπερόπτες, διότι «ὑπεροψίᾳ φυσιούμενοι, ἐκ τῆς τοῦ ἰδίου ἐπισκόπου κοινωνίας ἑαυτούς ἐχώρισαν».
Βέβαιως, οἱ διακόπτοντες τό μνημόσυνο βασίζονται στό δεύτερο μέρος τοῦ Κανόνα, τό ὁποῖο ἐπιτρέπει τήν πράξη αὐτή, ὅταν ὅμως ὑπάρχουν συγκεκριμένες κανονικές καί δογματικές προϋποθέσεις, τίς ὁποῖες ὁ ἴδιος ὁ κανόνας καθορίζει. Σύμφωνα, λοιπόν, μέ τό κείμενο τοῦ Κανόνα, «Οἱ γάρ δι᾽ αἵρεσίν τινα, παρά τῶν ἁγίων Συνόδων ἤ Πατέρων κατεγνωσμένην, τῆς πρός τόν πρόεδρον κοινωνίας ἑαυτούς διαστέλλοντες, ἐκείνου τήν αἵρεσιν δηλονότι δημοσίᾳ κηρύττοντος καί γυμνῇ τῇ κεφαλῇ ἐπ᾽ ἐκκλησίας διδάσκοντος, οἱ τοιοῦτοι οὐ μόνον τῇ κανονικῇ ἐπιτιμήσει οὐχ ὑποκείσονται, πρό συνοδικῆς διαγνώσεως ἑαυτούς τῆς πρός τόν καλούμενον ἐπίσκοπον κοινωνίας ἀποτειχίζοντες, ἀλλὰ καί τῆς πρεπούσης τιμῆς τοῖς ὀρθοδόξοις ἀξιωθήσονται».
Μεγάλη σύγχυση καί τεράστια πνευματική ζημία προκαλεῖται, ὅταν ἑστιάζουμε τήν προσοχή μας μόνο στό συγκεκριμένο σημεῖο τοῦ Κανόνα, δίχως νά λαμβάνουμε ὑπόψη μας τά πρό αὐτοῦ καί, κυρίως, τά μετά τούτου ὁρισθέντα. Γιατί, ἡ κατ᾽ ἐπιλογήν χρήση τοῦ κειμένου, σέ συνδυασμό μέ ζηλωτικές τάσεις ἤ, κατά τό Βαλσαμῶνα, σέ συνάρτηση μέ «τήν κατά μεθοδείαν σατανικήν εἰς τήν τῶν σχισματικῶν μανίαν», ὁδηγεῖ σέ ἀντιποίηση κανονικῆς ἀρχῆς, ἡ ὁποία, μέ τή σειρά της, ἀποτελεῖ τή βάση γιά τίς μετέπειτα ἐκκλησιαστικές παρενέργειες.
Δέν πρέπει νά ξεχνοῦμε ὅτι ὁ συγκεκριμένος Κανόνας τονίζει στό θεόπνευστο κείμενό του τή σημαντικότητα καί ἀναγκαιότητα τῆς Συνοδικῆς διαγνώμης καί ἀποφάσεως σέ τρία σημεῖα, κάτι τό ὁποῖο τελείως παραθεωροῦν οἱ διακόπτοντες τό μνημόσυνο : α. Στό πρῶτο μέρος, ὅπου καταδικάζει τόν κληρικό, πού διακόπτει τήν κοινωνία μέ τόν Ἐπίσκοπο «πρό ἐμφανείας συνοδικῆς», πού σημαίνει ὅτι ὁ κληρικός δέν ἔχει δικαίωμα νά γνωματεύει ἀντί τῆς Συνόδου, β. ὅταν ἀναφέρεται στήν αἵρεση, ἡ ὁποία θά πρέπει νά εἶναι «κατεγνωσμένη παρά τῶν ἁγίων Συνόδων», πού σημαίνει πώς μόνο ὅ,τι ἔχει καθορισθεῖ καί ἀποκληθεῖ ἀπό Σύνοδο ὡς αἱρετικό μπορεῖ νά ἀποτελέσει αἰτία διακοπῆς κοινωνίας μέ τόν Ἐπίσκοπο, καί γ. ὅταν γίνεται ἀναφορά στή διακοπή κοινωνίας μέ τόν αἱρετικό Ἐπίσκοπο «πρό συνοδικῆς διαγνώσεως», πού σημαίνει ὅτι τό θέμα ἔχει παραπεμφεῖ ἤδη στή Σύνοδο, ἡ ὁποία ἐξετάζει τήν περίπτωση τοῦ Ἐπισκόπου, ἀλλά ἀκόμη δέν ἔχει ὁλοκληρώσει τή διάγνωσή της.
Μιά προϋπόθεση, λοιπόν, πού φαίνεται νά δικαιολογεῖ τή διακοπή τοῦ μνηνοσύνου – καί χρησιμοποιῶ τό ρήμα «φαίνεται», διότι, ὅπως θά δοῦμε στό τρίτο μέρος, ἡ ὑπό τοῦ Ἐπισκόπου κήρυξη αἱρέσεως ἀπό μόνη της δέν αἰτιολογεῖ τή διακοπή τοῦ μνημοσύνου – εἶναι ἡ περίπτωση Ἐπισκόπου, πού κηρύσσει αἵρεση «κατεγνωσμένην παρά τῶν Ἁγίων Συνόδων». Ἡ φράση αὐτή ἐκ τῶν πραγμάτων θέτει μιά βασική ἐκκλησιολογική ἀρχή : ἡ Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας χαρακτηρίζει τί εἶναι αἵρεση καί τί ὄχι καί, ἀκολούθως, ἡ Σύνοδος κρίνει ποιός εἶναι αἱρετικός καί ποιός ὄχι. Πρόσωπα, ὁμάδες, κληρικοί, μοναχοί, λαϊκοί, ὀργανώσεις καί συνάξεις δέν ἔχουν κανένα δικαίωμα καί καμμία αὐθεντία νά κρίνουν τί εἶναι αἵρεση καί νά χαρακτηρίσουν ποιός εἶναι αἱρετικός.
Μέσα σέ αὐτό τό πλαίσιο καί μέ δεδομένη τή ζηλωτική ἔξαρση κάποιων ἀδελφῶν μας, πού ἐπικαλοῦνται παραβιάσεις συγκεκριμένων Κανόνων, γιά παράδειγμα περί συμπροσευχῆς μέ αἱρετικούς καί ἑτεροδόξους, θά πρέπει νά ξεκαθαρίσουμε ὅτι σχίσμα δέν ἐπέρχεται ἐξ ἀφορμῆς τῶν παραβάσεων ἤ τῶν παρεκκλίσεων ἀπό τούς Ἱερούς Κανόνες, ἀλλά ὅταν διακόπτεται ἡ κοινωνία μέ τόν τοπικό Ἐπίσκοπο καί τήν Κανονική Ἐκκλησία. Αἵρεση, ἐπίσης, δέν στοιχειοθετεῖται, ὅταν δέν ἐφαρμόζεται μονομερῶς κάποιος Ἱερός Κανόνας, ἀλλά ὅταν ἐπισήμως καί πανηγυρικῶς ἀπορρίπτονται οἱ ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καί γενικῶς ὅλη ἡ κανονική διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας. Νά μοῦ ἐπιτρέψετε νά δώσω ἕνα παράδειγμα, γιά νά κατανοήσουμε αὐτή τή μεγάλη ἐκκλησιολογική πραγματικότητα.
Ὁ 101ος Κανόνας τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου καταδικάζει μέ ποινή ἀφορισμοῦ αὐτούς, πού χρησιμοποιοῦν τή λαβίδα ἤ ὁποιοδήποτε ἄλλο ἀντικείμενο γιά τή μετάδοση τῆς Θείας Μεταλήψεως. Στήν πραγματικότητα, ὅμως, ἡ Ἐκκλησία, χωρίς νά συγκαλέσει ἄλλη Οἰκουμενική Σύνοδο καί χωρίς νά καταργήσει αὐτόν τόν Κανόνα, ἄλλαξε αὐτή τήν πρακτική. Δικαιολογεῖται, λοιπόν, ἡ διακοπή τῆς κοινωνίας τοῦ Ἐπισκόπου, ἐπειδή μεταδίδει τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ μέ λαβίδα καί κατά τούς Θείους καί Ἱερούς Κανόνες εἶναι παραβάτης; Μποροῦμε ἄραγε νά χαρακτηρίσουμε τόν Ἐπίσκοπο, πού μεταδίδει τή Θεία Κοινωνία μέ τή λαβίδα, ὡς αἱρετικό, διότι παραβιάζει τόν κανόνα; Ἡ ἀπάντηση εἶναι σίγουρα ἀρνητική. Ὡστόσο, οἱ διάφορες λίστες μέ τά παραπτώματα τῶν Πατριαρχῶν καί τῶν Ἐπισκόπων, πού κυκλοφοροῦν καί μοιράζονται ἀπό τούς σύγχρονους «ὁμολογητές τῆς πίστεως», βασίζονται κυρίως στήν παραβίαση συγκεκριμένων Κανόνων, ἀπό τήν ὁποία ἐξάγεται ὁ χαρακτηρισμός τοῦ αἱρετικοῦ.
Πέραν, ὅμως, της παραβάσεως μεμονομένων Κανόνων, πού, ὅπως εἴδαμε, δέν συνιστᾶ ἐπιχείρημα ἱκανό, γιά νά χαρακτηριστεῖ κάποιος Ἱεράρχης ὡς αἱρετικός, ἀκόμη κι ἄν ἕνας ἐπίσκοπος στή διδασκαλία του ὑποπέσει σέ δογματικά λάθη, αὐτό δέν σημαίνει ὅτι εἶναι αἱρετικός ἤ ὅτι κηρύσσει αἵρεση. Δέν πρέπει νά ξεχνοῦμε ὅτι ὑπάρχουν ἀναρίθμητα παραδείγματα, πού ἀποδεικνύουν ὅτι οἱ ἄνθρωποι, ὅση ἁγιότητα καί ἄν διαθέτουν, πολλές φορές κάνουν λάθη δογματικά καί ἐκκλησιαστικά. Ἀλλά, ἡ Ἐκκλησία μας πάντοτε ἔδειχνε ὑπομονή καί ἀνοχή, μέσα στό πλαίσιο τῆς ἐκκλησιαστικῆς οἰκονομίας, καί συγχώρησε, παρέβλεψε, ἀνέπαυσε καί, κυρίως, ποτέ δέν βιάστηκε νά κατηγορήσει ἤ νά ἀναθεματίσει, σέ ἀντίθεση μέ κάποιους, πού σπεύδουν νά κρίνουν καί νά ἐπικρίνουν, πιστεύοντας μάλιστα ὅτι πράττουν κανονικό καί θεάρεστο καθῆκον.
Ἡ περίπτωση τοῦ Ἱεροῦ Αὐγουστίνου σχετικά μέ τήν περί τοῦ ἀπολύτου προορισμοῦ διδασκαλία ἀποδεικνύει τοῦ λόγου τό ἀληθές. Μάλιστα, δέν εἶναι αὐτή ἡ μόνη κακοδοξία, πού μποροῦμε νά συναντήσουμε στή θεολογία του. Ὅμως, ἡ Ἐκκλησία ποτέ δέν τόν κατεδίκασε ἐπίσημα, παρότι ποτέ δέν ἀποδέχθηκε καί τήν διδασκαλία του.
Παρόμοια καί μέ τήν ἴδια ἀγαπητική διάκριση κινήθηκε καί ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, ὅταν παρουσιάστηκαν ἐνώπιον τῆς Α´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου Ἐπίσκοποι καί κληρικοί, πού εἶχαν προσχωρήσει στόν Ἀρειανισμό. Τίς θέσεις του καί τίς ἀπόψεις του μπορεῖ εὔκολα νά τίς μελετήσει κάποιος στήν «πρός Ρουφιανόν» ἐπιστολή του. Ἡ Σύνοδος ἄσκησε ἀπεριόριστη καί σκανδαλώδη ἐκκλησιαστική οἰκονομία καί δέχθηκε τούς ἐπισκόπους, πού εἶχαν ὑπογράψει ἀρειανική ὁμολογία, τοποθετώντας τους μάλιστα πίσω στίς προηγούμενες θέσεις τους. Τούς ἀπεκατέστησε πλήρως! Καί ὁ Μέγας Ἀθανάσιος συμφώνησε μέ αὐτή τήν τακτική καί προέτρεψε τόν Ρουφιανό νά ἀποδεχθεῖ τίς ἀποφάσεις τῶν Πατέρων, δίχως νά μέμφεται τή Σύνοδο γιά τό ὅτι λειτούργησε ὑποχωρητικά.
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης, πού ἦταν ἄριστος θεολόγος, δέν ἦταν ἄμοιρος δογματικῶν λαθῶν καί ἀμφιβόλων δογματικῶν διατυπώσεων, ὅπως π.χ. αὐτό περί τῆς ἀποκαταστάσεων τῶν πάντων. Παρά ταῦτα, ὅμως, εἶναι μεγάλος Ἅγιος καί Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας μας. Ὁ Διονύσιος ὁ Ἀλεξανδρείας, ἐπίσης, στίς ὁμιλίες του περί τοῦ Υἱοῦ δέν ἐκφράστηκε μέ δογματική ἀκριβολογία, μέ ἀποτέλεσμα νά δίδει θεολογικά ἐπιχειρήματα στίς πλάνες τῶν ἀρειανῶν. Γι᾽ αὐτό ἀναγκάστηκε ὁ Μέγας Ἀθανάσιος νά γράψει ὁλόκληρη πραγματεία κατά τοῦ Ἁγίου Διονυσίου, γιά νά δικαιολογήσει τίς δογματικές καί ἄστοχες θέσεις του. Ὅμως, Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας εἶναι καί ὁ Γρηγόριος καί ὁ Διονύσιος καί ὁ Αὐγουστῖνος, πού ἔπεσαν σέ δογματικές πλάνες, καί ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος, πού δέν ἔπεσε.
Διανοήθηκαν ἆραγε ὅλοι αὐτοί οἱ δῆθεν μεγάλοι θεολόγοι, οἱ ἀποτειχισμένοι καί ἀποσχισμένοι, ὅλοι αὐτοί, πού κατακρίνουν τούς κανονικούς Ἱεράρχες τῆς Ἐκκλησίας ὡς αἱρετικούς μέ βάση τά δικά τους κριτήρια, διανοήθηκαν ποτέ νά διαγράψουν τόν Ἅγιο Γρηγόριο Νύσσης καί τούς ἄλλους Ἁγίους μας ἀπό τό Ἁγιολόγιο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἐπειδή στή διδασκαλία τους ἐξακριβωμένα εἶχαν λάθη καί κακοδοξίες καί ἐνίοτε δογματικές πλάνες;
Ἀρκετά διαφωτιστικός γιά τό θέμα τῶν αἱρετικῶν εἶναι, ἐπίσης, καί ὁ 6ος Κανόνας τῆς Β´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ὁ ὁποῖος σημειώνει ὅτι «αἱρετικούς καλοῦμε ὅσους ἀπό παλιά ἀποκηρύχθηκαν ἀπό τήν Ἐκκλησία καί ὅσους ἀργότερα ἀναθεματίστηκαν ἀπό ἐμᾶς καί ἐπιπλέον ὅσους προσποιοῦνται ὅτι ὁμολογοῦν τήν ἀληθινή πίστη, ἀλλά ἔχουν ἀποσχιστεῖ καί κάνουν συναθροίσεις πού ἀντιτίθενται στούς κανονικούς μας Ἐπισκόπους».
Δέν χρειάζεται περαιτέρω σχολιασμός γιά τό ἄν θά πρέπει νά διακόπτουμε τήν κοινωνία τοῦ Ἐπισκόπου, ἐπειδή κηρύσσει αἵρεση, καί ἀκόμη δέν χρειάζεται περισσότερη ἀνάλυση γιά τό τί θεωρεῖ ἡ Ἐκκλησία μας αἱρετικό καί πῶς αὐτό καθορίζεται. Συμπληρωματικά νά σημειώσουμε, ὡστόσο, ὅτι αἵρεση δέν δημιουργεῖται μόνο, ὅταν ὑπάρχει ἀλλοίωση ἤ νοθεία τοῦ δόγματος, ἀλλά καί ὅταν ἀνάγουμε σέ δόγμα ζητήματα δευτερεύοντα, τά ὁποῖα ἡ Ἐκκλησία δέν θεωρεῖ ἰσάξια τοῦ δόγματος. Οἱ Εὐσταθιανοί, γιά παράδειγμα, δέν εἶχαν καμμία δογματική παρέκκλιση ἀπό τόν πυρῆνα τοῦ Ὀρθοδόξου Δόγματος, δηλαδή δέν ἐλέγχονταν γιά κάποιο σφάλμα οὔτε στήν Τριαδολογία, οὔτε στήν Χριστολογία, οὔτε στήν Ἐκκλησιολογία. Ὅμως, ἐμφορούμενοι ἀπό ἄκρατο εὐσεβισμό, εἶχαν ἀναγάγει σέ δόγματα σωτηρίας δευτερεύοντα ζητήματα, ὅπως εἶναι ἡ ἀγαμία τῶν κληρικῶν καί ἡ ἀποχή τῆς κρεοφαγίας. Ἡ Ἐκκλησία ἔλεγε ὅτι εἶναι καλό νά εἶναι κάποιος ἐγκρατής καί νά ἀπέχει ἀπό τό κρέας, ἀλλά αὐτοί ἐπέμεναν νά διδάσκουν ὅτι δέν μπορεῖ κανείς νά σωθεῖ, ὅταν εἶναι ἔγγαμος καί ὅταν κρεοφαγεῖ. Ἡ Ἐκκλησία φυσικά τούς ἀπεκήρυξε διά τῶν ἀποφάσεων τῆς ἐν Γάγγρᾳ Συνόδου.
Τό κείμενο τοῦ δεύτερου μέρους τοῦ 15ου Κανόνα τελειώνει, μακαρίζοντας καί ἐπαινώντας τούς κληρικούς ἐκείνους, πού ἀποτειχίζονται ἀπό τόν αἱρετικό Ἐπίσκοπο. Ὁ ἔπαινος, ὅπως προαναφέρθηκε, αἰτιολογεῖται στό τρίτο μέρος τοῦ κειμένου, πού ἀποτελεῖ, κατά τά εἰθισμένα τῆς κανονοθεσίας, τό συμπέρασμα καί τό ἐπισφράγισμα τοῦ Κανόνα. Ἀλλά – δυστυχῶς- οἱ παύοντες τήν κοινωνία τοῦ Ἐπισκόπου κρατοῦν μόνο τή φράση «τῆς πρεπούσης τιμῆς τοῖς ὀρθοδόξοις ἀξιωθήσονται» καί διερωτῶνται γιατί ἡ Ἐκκλησία δέν τούς ἔχει ἀκόμη ἀποδώσει τά εὔσημα.
Στό τρίτο μέρος τοῦ κειμένου ἀναγράφεται ὅτι εἶναι ἄξιοι κάθε τιμῆς ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὅσοι παύουν τή μνημόνευση ψευδοεπισκόπων, πού κηρύσσουν κατεγνωσμένη ἀπό Σύνοδο αἵρεση, κυρίως ὅμως τούς ἀξίζει κάθε τιμή, γιατί μέ τή συμπεριφορά τους φρόντισαν μέ ζῆλο νά σωθεῖ ἡ Ἐκκλησία ἀπό σχίσματα καί μέ τή στάση τους δέν κατατεμάχισαν τήν ἑνότητά της μέ μερισμούς : «Οὐ γάρ ἐπισκόπων, ἀλλά ψευδεπισκόπων καί ψευδοδιδασκάλων κατέγνωσαν, καί οὐ σχίσματι τήν ἕνωσιν τῆς ἐκκλησίας κατέτεμον, ἀλλά σχισμάτων καί μερισμῶν τήν ἐκκλησίαν ἐσπούδασαν ῥύσασθαι». Τό κίνητρο, ἑπομένως, γιά τή διακοπή τοῦ μνημοσύνου καταγράφεται ἐδῶ καί δέν εἶναι ὁ αἱρετικός Ἐπίσκοπος, ἀλλά ὁ Ἐπίσκοπος αὐτός, πού δημιουργεῖ, ἐξ αἰτίας τῆς αἱρέσεώς του, μερισμούς καί σχίσματα. Αὐτοῦ τοῦ ἐπισκόπου δυνητικῶς μποροῦμε νά διακόψουμε τή μνημόνευση πρός «συνοδικῆς διαγνώσεως».
Ἡ Ἐκκλησία μας ἐγνώριζε πολύ καλά ὅτι ἡ διδασκαλία αἱρέσεως συνοδεύεται ἀπό σχίσμα κι αὐτό μέ τή σειρά του ἀπό τήν πήξη θυσιαστηρίου, πού βαθύτερα καί οὐσιαστικότερα σημαίνει τήν ἀρχή μιᾶς νέας Ἐκκλησίας, Ὁμολογίας, ἤ Θρησκείας. Αὐτή εἶναι ἡ ἔννοια τοῦ κηρύσσω «γυμνῇ τῇ κεφαλῇ» αἵρεση. Ὅλη ἡ οὐσία τοῦ Κανόνα βρίσκεται κατασταλαγμένη σ᾽ αὐτή τήν τελευταία πρόταση τοῦ κειμένου. Αὐτός, πού σώζει τήν Ἐκκλησία ἀπό τά σχίσματα, πού δημιουργοῦν νέα πίστη, νέα θρησκεία, νέα ἐκκλησία καί διαρρηγνύουν τό σῶμα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, αὐτός εἶναι ὁ ἄξιος κάθε τιμῆς, καί ὄχι αὐτός, πού διακόπτει τό μνημόσυνο καί τήν κοινωνία μετά τοῦ αἱρετικοῦ Ἐπισκόπου του.
Γιά τό συγκεκριμένο κείμενο ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης σημειώνει σχετικά ὅτι «οἱ διακόπτοντες τό μνημόσυνον εἶναι ἄξιοι τιμῆς τῆς πρεπούσης, ὡς ὀρθόδοξοι ἐπειδή, ὄχι σχίσμα ἐπροξένησαν εἰς τήν Ἐκκλησίαν μέ τόν χωρισμόν αὐτόν, ἀλλά μᾶλλον ἠλευθέρωσαν τήν Ἐκκλησίαν ἀπό τό σχίσμα καί τήν αἵρεσιν τῶν ψευδοεπισκόπων αὐτῶν». Παρόμοια καί ὁ Ζωναρᾶς τονίζει ὅτι αὐτοί, πού διακόπτουν τό μνημόσυνο τοῦ πρώτου, τιμῶνται ἀπό τήν Ἐκκλησία, μόνο ὅταν δέν δημιουργοῦν σχίσματα, ἀφοῦ μέ τήν πράξη τους αὐτή «μᾶλλον σχισμάτων τήν ἐκκλησίαν ἀπήλλαξαν». Καί ὁ Βαλσαμών ὑποστηρίζει γιά τόν διακόπτοντα τό μνημόσυνο ὅτι «οὐ γάρ ἀπέσχισεν αὐτόν ἀπό ἐπισκόπου, ἀλλ᾽ ἀπό ψευδοεπισκόπου καί ψευδοδιδασκάλου. καί τό παρά τούτου γεγονός ἐπαίνου ἄξιόν ἐστιν, ὡς μή κατατέμνον τήν ἐκκλησίαν, ἀλλά μᾶλλον συνάπτον αὐτήν, καί τοῦ μερισμοῦ ἀπαλλάττον».
Πέραν, ὅμως, ἀπό τήν παραπάνω ἑρμηνευτική προσέγγιση, ἡ ἴδια ἡ πράξη τῆς Ἐκκλησίας μᾶς διδάσκει ὅτι ὁ σκοπός τῶν ἀποφάσεών μας πρέπει νά εἶναι πάντοτε θεραπευτικός καί ἑνωτικός. Γι᾽ αὐτό ἡ ἴδια προέβαινε σέ ἀναθεματισμούς, καθαιρέσεις καί ἀφορισμούς, μόνο ὅταν κλονιζόταν ἡ ἑνότητα τοῦ σώματος τῶν πιστῶν καί κυρίως ὅταν ὑπῆρχε ὁρατός ὁ κίνδυνος τῆς δημιουργίας νέων ὁμολογιῶν καί ἐκκλησιῶν καί ὄχι ὅταν ὑπῆρχε κακοδιδασκαλία ἄνευ διασπαστικῶν συνεπειῶν.
Τίθεται λοιπόν ἕνα ἐρώτημα : Ὅλοι αὐτοί, πού διέκοψαν τό μνημόσυνο τῶν Ἐπισκόπων τους, ἀπό ποιό σχίσμα ἀπήλλαξαν τήν Ἐκκλησία; Ἀπό ποιά κατάτμηση τήν προστάτεψαν καί πῶς διασφάλισαν τήν ἑνότητά της; Αὐτό, τό ὁποῖο διαπιστώνουμε, εἶναι ὅτι, ὄχι μόνο δέν προστάτεψαν καί δέν προστατεύουν τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά, ἀντίθετα, τήν διασποῦν κυριολεκτικά ἐν ὀνόματι τῶν δογμάτων καί τῶν Ἱερῶν Κανόνων. Γι᾽ αὐτό, ἐξάλλου, δέν ἐπαναπαύονται στήν ἁπλῆ παύση τῆς μνηνονεύσεως, οὔτε στήν μετά πολλῆς ταπεινώσεως ἀναμονή τῆς ἀποφάσεως τῆς Συνόδου, ἀλλά κάνουν πανηγυρικές ἐμφανίσεις, διακηρύττουν μέ ἐπίσημες ἀνακοινώσεις τήν πράξη τους, προγραμματίζουν τήν ἡμέρα τῆς διακοπῆς τοῦ μνημοσύνου, σάν νά πρόκειται γιά ἀναγγελία δημιουργίας κόμματος, διαφημίζουν τό σχίσμα τους ὡς ἡρωική πράξη, ὀργανώνονται σέ συνάξεις καί συνέδρια, προσπαθώντας νά πείσουν γιά τά λάθη τῆς Ἐκκλησίας, φατριάζουν ἐναντίον τῶν Ἐπισκόπων καί μετά σπουδῆς προσπαθοῦν νά προσηλυτίσουν καί ἄλλους, γιά νά τούς ἀκολουθήσουν στόν ὀλισθηρό δρόμο πού έχουν πάρει. Μέ δύο λόγια : κρατοῦν τήν Ὀρθοδοξία καί ἀπορρίπτουν τήν Ἐκκλησία!!! Αὐτός ὁ συνδυασμός ὅμως εἶναι ἀνύπαρκτος γιά τά δεδομένα τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας.
Τέλος, θά πρέπει νά τονιστεῖ ὅτι ἡ διακοπή τοῦ μνημοσύνου δέν εἶναι μία ἁπλῆ πράξη διαμαρτυρίας ἤ ἡρωισμοῦ, δίχως ἐκκλησιολογικές συνέπειες. Τό νά διακόψω τήν κοινωνία μέ τόν Ἐπίσκοπό μου σημαίνει ὅτι διακόπτω τήν κοινωνία μέ ὅλους τούς Ἐπισκόπους, τούς κληρικούς, τούς μοναχούς καί τούς λαϊκούς, πού ἔχουν κοινωνία μαζί του, καί τόν ἀναγνωρίζουν ὡς κανονικό Ἐπίσκοπο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας· σημαίνει, δηλαδή, ὅτι διακόπτω τήν κοινωνία μέ ὅλο τόν Ὀρθόδοξο κόσμο. Γιατί, ὅταν κάποιος εἶναι αἱρετικός ἤ σχισματικός, τότε καί ὅλοι οἱ κοινωνοῦντες μετ᾽ αὐτοῦ εἶναι σχισματικοί καί αἱρετικοί.
Ἡ πράξη τῆς διακοπῆς κοινωνίας μέ τόν Ἐπίσκοπο, τόν ὁποῖο ἀποδέχεται κανονικά καί εὐχαριστιακά σύμπασα ἡ Ὀρθοδοξία, ὁδηγεῖ σέ ἕνα εὐχαριστιακό καί κανονικό ἀποκλεισμό, γεγονός πού εἴδαμε καί ζήσαμε στούς ἐλάχιστους ἁγιορεῖτες «ζηλωτές», οἱ ὁποῖοι, μαζί μέ τούς σύγχρονους «ὁμολογητές τῆς πίστεως», διέκοψαν τό μνημόσυνο τοῦ Ἐπισκόπου τους μέ ἕνα ἑρμαφρόδιτο καί ἐπαμφοτερίζοντα τρόπο.
Ἀπό τή μιά μεριά, δέν κοινωνοῦν μαζί μέ τόν Ἐπισκοπό τους καί φυσικά δέν λαμβάνουν τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ ἀπό τά χέρια τοῦ «αἱρετικοῦ». Ὑπάρχει μεγάλη σύγχυση μεταξύ τους γιά τήν ἐγκυρότητα τῶν μυστηρίων, που τελοῦνται. Εὔλογα ὅμως διερωτώμεθα : Πῶς λαμβάνουν τό Ἅγιο Μύρο ἀπό τόν Πατριάρχη καί τήν Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως; Θά πρέπει κανονικά νά σταματήσουν νά τελοῦν τό Μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος καί τοῦ Χρίσματος, ἀλλά, ἀπό ὅσο γνωρίζουμε, αὐτό δέν συμβαίνει. Ἀκόμη, λοιπόν, κι ἄν δέν μνημονεύουν τόν Πατριάρχη ἤ τόν Ἐπίσκοπο, πού κοινωνεῖ μέ τόν Πατριάρχη, κοινωνοῦν μαζί του μέσῳ τοῦ Ἁγίου Μύρου, εἴτε τό θέλουν εἴτε ὄχι, γεγονός πού ἀποτελεῖ μιά ἀκόμη ἀπόδειξη τοῦ ἀσφυκτικοῦ κλοιοῦ τῶν ἀδιεξόδων, τῶν ἀντιφάσεων καί τοῦ φαύλου κύκλου, ὅπου τούς ἔχουν ὁδηγήσει οἱ ἀσύνετες καί ἀντιεκκλησιαστικές ἐπιλογές τους.
Δέν χρειάζεται, βέβαια, νά τεθεῖ καθόλου ὁ ἐκκλησιολογικός καί κανονικός προβληματισμός πρός ὅλους αὐτούς, πού κατακρίνουν τούς Πατριάρχες καί τούς λοιπούς Ἐπισκόπους ὡς σχισματικούς ἤ αἱρετικούς, γιά τό ποιός τελικά θά μᾶς πληροφορήσει ὅτι ὅλοι αὐτοί ἤ κάποιοι ἐξ αὐτῶν ἐπέστρεψαν στήν ἀληθινή πίστη καί μετενόησαν γιά τίς «κακοδοξίες» τους. Σήμερα βγαίνουν καί δηλητηριάζουν τό λαό τοῦ Θεοῦ μέ ἕνα σωρό ἀνακοινώσεις καί δημοσιεύματα ὅτι δῆθεν ὁ Πατριάρχης καί μερικοί Ἐπίσκοποι κηρύσσουν αἵρεση. Θά βγοῦν αὐτοί πάλι νά μᾶς πληροφορήσουν γιά τό ποιοί Ἐπίσκοποι ἐπέστρεψαν καί ποιοί ὄχι; Καί τό κυριώτερο: Ποιός θά ἀποκαταστήσει αὐτούς τούς δῆθεν αἱρετικούς, ὅταν αὐτοί κατά τήν κρίση τους μετανοήσουν;
Τό ζήτημα, ἀσφαλῶς, δέν τίθεται μόνο γιά τήν ἀποκατάσταση αὐτῶν, πού κατηγοροῦνται ὡς ἀνάξιοι καί αἱρετικοί. Τά πρόσωπα αὐτά, ἐξάλλου, στή συνείδηση τῆς κανονικῆς Ἐκκλησίας δέν χρήζουν καμμίας ἀποκαταστάσεως. Ὡστόσο, μέ τήν διακοπή τοῦ μνημοσύνου καί τήν παύση κοινωνίας τους μέ τήν Κανονική Ἐκκλησία τίθεται το σημαντικότατο ζήτημα γιά τό πῶς οἱ ἴδιοι θά ἐπανενταχθοῦν στήν Ἐκκλησία. Γιατί γνωρίζουμε πολύ καλά ὅτι, ὅποιος ἀποσχιστεῖ καί ἀποτειχιστεῖ, πολύ δύσκολα ἐπιστρέφει καί πάλι στήν Κανονική Ἐκκλησία.
Νά ὑπενθυμίσουμε ἐδῶ ὅτι ὁ μακαριστός Μητροπολίτης Φλωρίνης Αὐγουστῖνος διέκοψε τό 1970 τό μνημόσυνο τοῦ Πατριάρχου Ἀθηναγόρου, κατόπιν βέβαια πολλῶν πιέσεων, κυρίως ἀπό ζηλωτικούς κύκλους. Τό 1973 ἐπανέφερε, πρός μεγάλη του ἀνακούφιση, τό κανονικό μνημόσυνο τοῦ Πατριάρχου Δημητρίου, παρότι ἡ διαθρησκειακή καί διορθόδοξη ἐκκλησιαστική γραμμή τοῦ Πατριαρχείου δέν ἄλλαξε καί οἱ λόγοι πού ὁ Μητροπολίτης Φλωρίνης και οἱ «ζηλωτές» εἶχαν ἐπικαλεστεῖ ἐπί Πατριάρχου Ἀθηναγόρου, γιά νά διακόψουν τό μνημόσυνό του, δέν ἐξέλιπαν. Εἶπε, ὅμως, τότε ὁ μακαριστός Αὐγουστῖνος κάτι, τό ὁποῖο δέν δημοσίευσε στό κείμενό του «Ἀπαντήσεις ἐπί ἐκκλησιαστικῶν θεμάτων», καί τό ὁποῖο ἐκφράζει τήν πραγματική συλλογιστική τοῦ ὅλου προβλήματος ἐπιστροφῆς του στήν Ἐκκλησία : «Εὐτυχῶς πού πέθανε ὁ Πατριάρχης Ἀθηναγόρας καί βρήκαμε τρόπο νά ἐπανενταχτοῦμε στήν Ἐκκλησία».
Ἅγιοι Ἀρχιερεῖς,
Ἀγαπητοί Πατέρες,
Ἐλλογιμώτατοι κύριοι Καθηγητές,
Ἐκλεκτοί σύνεδροι,
Ἀσφαλῶς ὁ 15ος Κανόνας τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου δέν συντάχθηκε, γιά νά δώσει τό δικαίωμα στόν κάθε κληρικό νά ἀπειθαρχεῖ καί νά μήν ὑπακούει τόν Ἐπίσκοπό του, ἀλλά, ἀντιθέτως, τό πνεῦμα τοῦ Κανόνα εἶναι ἡ ὑπακοή καί ἡ πειθαρχία τοῦ πρεσβυτέρου στόν Ἐπίσκοπο, τοῦ Ἐπισκόπου στόν Μητροπολίτη, τοῦ Μητροπολίτη στόν Πατριάρχη καί ὅλων τῶν Ἐπισκόπων καί τῶν λοιπῶν κληρικῶν στή Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας. Σκοπός, ἐπίσης, τοῦ Κανόνα δέν εἶναι νά δώσει στούς «ζηλωτές» Κληρικούς ἕνα κανονικό ἐπιχείρημα, γιά νά ἀντιμάχονται καί νά πολεμοῦν τούς Ἐπισκόπους, οὔτε τό κανονικό δικαίωμα νά τούς χαρακτηρίζουν, κατά τήν κρίση τους, ὡς αἱρετικούς. Τό μοναδικό κίνητρο τοῦ Κανόνα εἶναι ἡ ἀποφυγή τῆς δημιουργίας νέων ἐκκλησιῶν, ὁμολογιῶν, θρησκειῶν καί σχισμάτων, πού μερίζουν τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ διαστροφή, ὅμως, εἶναι τόσο μεγάλη, πού, ἐνῶ ὁ Κανόνας ἀποβλέπει στήν παύση τῶν σχισμάτων καί τῶν μερισμῶν, κάποιοι τόν χρησιμοποιοῦν, γιά νά κατοχυρώσουν καί νά δικαιολογήσουν τό σχίσμα τους! Ἔτσι ἰσχύει καί στήν περίπτωσή τους ὁ λόγος τοῦ Ἁγίου Ἐπιφανίου Κύπρου: «φεύγοντες τόν καπνόν εἰς πῦρ ἐνέπεσον».
(ΠΗΓΗ : http://www.romfea.gr)
3) 02-06-2019 Ὁ Αὐστραλίας Μακάριος γιά τό Οὐκρανικό ζήτημμα
Σέ συνέντευξή του στήν ἐφημερίδα «Ἔθνος» (02-06-2019) στή Μαρίνα Ζιώζιου, ἡ ὁποία τόν ρώτησε : «Πρίν ἀπό λίγο καιρό τό Οικουµενικό Πατριαρχεῖο παραχώρησε αὐτοκεφαλία στήν Ἐκκλησία τῆς Οὐκρανίας, προκαλώντας ρήξη µέ τό Πατριαρχεῖο Μόσχας. Ἦταν µιά σωστή ἀπόφαση; Σᾶς προβληµατίζει τό γεγονός ὅτι µέχρι σήµερα οἱ προκαθήµενοι τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν τηροῦν στάση αναµονής»; ὁ Αὐστραλίας Μακάριος ἀπάντησε τά ἑξῆς :
«∆έν ὑπάρχει οὐδεµία ἀµφιβολία ὅτι τό Οἰκουµενικό Πατριαρχεῖο καί ὁ Πατριάρχης Βαρθολοµαῖος ἔπραξαν ὅ,τι ἔπρεπε γιά τό καλό τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας τῆς Οὐκρανίας. Τό πρόβληµα στήν Οὐκρανία ὑπῆρχε ἐδῶ καί αἰῶνες.
Οἱ Οὐκρανοί δέν θέλουν νά εἶναι κάτω ἀπό τό Πατριαρχεῖο τῆς Ρωσίας καί γι’ αὐτό εἶχαν ἐπιχειρήσει, κατά τό παρελθόν, νά ἀποκτήσουν ἐκκλησιαστική ἀνεξαρτησία. Ἀπό τήν ἄλλη πλευρά, ἡ Μόσχα βρέθηκε στήν Οὐκρανία χωρίς καµία ἐκκλησιαστική πράξη καί ἀπόφαση.
Ὅλοι τό ξέρουµε ὅτι τά ἐκκλησιαστικά ὅρια µιᾶς Ἐκκλησίας καθορίζονται καί µεταβάλλονται µέ ἐκκλησιαστικές ἀποφάσεις. ∆έν χαράζουµε ἐκκλησιαστικά γεωγραφικά ὅρια µέ τά στρατεύµατα τοῦ τσάρου ἤ τά τεθωρακισµένα τῶν Σοβιετικῶν.
Πῶς βρέθηκαν λοιπόν οἱ Ρῶσοι στήν Οὐκρανία; Ποιά ἐκκλησιαστική πράξη τούς παραχωρεῖ τήν Οὐκρανία, ὅπως καί πολλά ἄλλα ἐδάφη, στά ὁποία σήµερα ἔχουν ἱδρύσει ἐπισκοπές; Αὐτά εἶναι ἐρωτήµατα, πού δέν ἔχουν ἀπαντηθεῖ.
Ὁ ἑκάστοτε µητροπολίτης Κιέβου ἔπρεπε, ἐπί τῇ βάσει τῶν γραµµάτων τοῦ Πατριάρχου ∆ιονυσίου ∆’, νά µνηµονεύει τόν Κωνσταντινουπόλεως ὡς κανονικό καί κυρίαρχο Πατριάρχη του. Γιατί σταµάτησε αὐτή ἡ µνηµόνευση;
Οὔτε γι’ αὐτό τό κανονικό παράπτωµα ἔχουµε λάβει ἀπαντήσεις ἀπό τήν πλευρά τῆς Μόσχας. Καί θά µποροῦσα νά ἀναφέρω σειρά ἐρωτηµάτων, τά ὁποία καταδεικνύουν τήν ἀλήθεια τοῦ ζητήµατος καί δίδουν ἄπλετο φῶς, γιά νά κατανοήσουµε τί γίνεται στήν Οὐκρανία.
Οἱ ἀδελφοί µας Ρῶσοι σήµερα µᾶς κατηγοροῦν, ἀλλά τά ἐπιχειρήµατά τους µᾶλλον ἀποπροσανατολίζουν. Μιλοῦν γιά τό Οὐκρανικό καί τά ἀνθρώπινα δικαιώµατα, ἀλλά δέν γίνεται καµία ἀναφορά στά γεγονότα τῆς Κριµαίας τοῦ 2014.
Φαίνεται σάν νά ἔχουν ἐπιλεκτική αµνησία… Τά ἀφήνω, ὅµως, ὅλα στήν ἄκρη καί προσωπικά ὑποκλίνοµαι µπροστά στόν Πατριάρχη Βαρθολοµαῖο, διότι εἶχε τό θάρρος νά ὑπερβεῖ τίς ἀνθρώπινες ἱσορροπίες, προκειµένου νά ἀποκαταστήσει ἕναν εὐσεβή λαό πολλῶν εκατοµµυρίων, ὁ ὁποῖος ξαφνικά βρέθηκε ἐκτός Ἐκκλησίας.
Αὐτό ἀποτελεῖ µιά µεγάλη ἐπιτυχία καί ἐκφράζει τό πνεῦµα τῶν Ἁγίων Πατέρων, οἱ ὁποῖοι δηµιουργοῦσαν τίς προϋποθέσεις, γιά νά ἀποκαθιστοῦν τά σχίσµατα πρός δόξα Θεοῦ καί σωτηρία ψυχῶν.
Σήµερα µποροῦµε ὅλοι νά κοινωνήσουµε ἀπό τό κοινό ποτήριο. Αὐτό σηµαίνει ὅτι ὑπάρχει οὐσιαστική ἑνότητα. Πρίν ἀπό τήν ἀποκατάσταση τοῦ σχίσµατος καί τή χορήγηση αὐτοκεφαλίας δέν είχαµε αὐτήν τή δυνατότητα.
Εἶµαι σίγουρος ὅτι οἱ τοπικές Ἐκκλησίες, σύν τῷ χρόνῳ, θά πράξουν αὐτό πού πρέπει, προκειµένου νά διατηρηθεῖ ἡ ἑνότητα καί ἡ εἰρήνη στό σῶµα τῶν ὀρθοδόξων. Ἡ στάση ἀναµονής δέν µέ προβληµατίζει καθόλου.
Μάλιστα τήν κατανοῶ πλήρως. Συνέβη τό ἴδιο καί κατά τό παρελθόν, στή χορήγηση ἄλλων κατά τόπους αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν. Χρειάζεται χρόνος καί υποµονή καί πιστεύω ὅτι αὐτά ὑπάρχουν ἀπό ὅλες τίς πλευρές».
(ΠΗΓΗ : Αὐστραλίας Μακάριος : “Τό Οἰκουµενικό Πατριαρχεῖο εἶναι ἡ πηγή τῆς ζωῆς µας”, 02-06-2019, https://www.romfea.gr)
4) 29-06-2019 : «Νά μεταδώσουμε τήν ἐμπειρία τῆς ἀγάπης σέ ὅλους, καταργώντας τά σύνορα τῆς διαφορετικότητας καί τίς ὅποιες προκαταλήψεις, φραγμούς καί ἀποστάσεις».
Στήν ὁμιλία, πού ἐκφώνησε κατά τήν ἡμέρα τῆς ἐνθρονίσεώς του, Σάββατο 29 Ιουνίου 2019, στόν Καθεδρικό Ναό τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου στό Σίδνεϊ, ὁ νέος Ἀρχιεπίσκοπος Αὐστραλίας Μακάριος, μεταξύ ἄλλων, τόνισε : «Νά μεταδώσουμε τήν ἐμπειρία τῆς ἀγάπης σέ ὅλους, καταργώντας τά σύνορα τῆς διαφορετικότητας καί τός ὅποιες προκαταλήψεις, φραγμούς καί ἀποστάσεις».
Στήν ἐνθρόνιση παρέστησαν παπικοί, πάστορες καί μονοφυσῖτες.
(ΠΗΓΗ : Ἐνθρονίστηκε ὁ νέος Ἀρχιεπίσκοπος Αὐστραλίας Μακάριος, 29-6-2019, https://www.romfea.gr)