Αφιερώματα
Παιδικό συναξάρι Οσίου Μαρτίνου του θαυματουργού, επισκόπου Φραγκίας
12 Νοέ 2023
της Ε.Ζ
Ο Έλληνας παρακάλεσε τότε τον Άγιο: «Σε παρακαλώ Άγιε Δέσποτα, έλα στη χώρα μας να μας οδηγήσεις στον δρόμο της αλήθειας!»
Στις 12 Νοεμβρίου γιορτάζει ο όσιος Μαρτίνος ο θαυματουργός.
Ο Μαρτίνος έζησε στη Ρώμη το 376μ.Χ. στα χρόνια της βασιλείας των Γρατιανού και Ουαλεντιανού.
Ήταν πολύ έμπειρος πολεμιστής και γι’ αυτό οι βασιλιάδες τον έκαναν αρχιστράτηγο.
Αφού έκαναν τις απαραίτητες προετοιμασίες έδωσαν στον Μαρτίνο πενήντα χιλιάδες στρατιώτες και τον έστειλαν εναντίον των βαρβάρων που είχαν αρχίσει πόλεμο με τους Ρωμαίους για να κατακτήσουν τις επαρχίες τους.
Όταν ο Μαρτίνος έφθασε κοντά στο στρατόπεδο των βαρβάρων, και είδε τους αναρίθμητους στρατιώτες, δείλιασε και αυτός και όλο το στράτευμά του. Φοβόντουσαν πως δεν θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν τόσους πολλούς εχθρούς.
Ενώ ο Μαρτίνος βρισκόταν σε σύγχυση για το τι να κάνει, του παρουσιάστηκε μπροστά του ένας πτωχός. Ήταν ντυμένος με ξεσκισμένα ρούχα και ζητούσε ελεημοσύνη. Βλέποντάς τον σε άθλια κατάσταση τον λυπήθηκε ο Άγιος. Τον πήρε μέσα στη σκηνή του. Έκοψε ένα μέρος από τη χλαμύδα του, τον αξιωματικό και πολύτιμο χιτώνα του, και τον έντυσε. Μετά του έδωσε να φάει, να πιει και τον φρόντισε με κάθε τρόπο.
Όταν ήρθε το βράδυ, από την πολλή στεναχώρια του και το μπέρδεμα που είχε με το στράτευμα, έπεσε και ξάπλωσε νηστικός. Αφού κοιμήθηκε είδε σε όραμα τον Κύριο με τη μορφή του φτωχού που φρόντισε και του είπε «Γιατί στεναχωριέσαι τόσο πολύ Μαρτίνε;»
Και αυτός του απάντησε «Γιατί είναι αδύνατο να αντισταθούμε σε τόσο πολυπληθές στράτευμα»
Ο Κύριος του απάντησε «Έχε θάρρος και μην απελπίζεσαι. Ούτε να φοβάσαι τους εχθρούς σου. Γιατί αφού εσύ με είδες χθες γυμνό και με έντυσες, πεινασμένο και με τάισες, διψασμένο και μου έδωσες να πιω, έτσι και εγώ θα στο ανταποδώσω και θα σε προστατέψω από τους εχθρούς σου. Γιατί όταν οι βάρβαροι δουν το πρόσωπό μου θα φοβηθούν πολύ και θα έρθουν σε εσένα να σε παρακαλέσουν για ειρήνη, δίνοντάς σου πολλά δώρα και υποσχέσεις. Έτσι θα γυρίσεις πίσω στην Ρώμη με πολύ δόξα και τιμή. Και εγώ θα είμαι βοηθός σου σε όλη σου την ζωή.»
Ο Αρχιστράτηγος μόλις ξύπνησε ένιωσε τόσο θάρρος και χαρά!
Το πρωί πρόσταξε όλους τους στρατιώτες να ετοιμαστούν για πόλεμο. Οι στρατιώτες όμως φοβόντουσαν και του είπαν «Μα πώς θα τους νικήσουμε όλους αυτούς στρατηγέ;»
Εκείνος τότε τους απάντησε απότομα «Εγώ πάω μόνος μου να πολεμήσω και εσείς μείνετε πίσω αφού έτσι θέλετε! Θα δείτε μετά πως δεν θα μπορείτε να γλιτώσετε χωρίς οδηγίες και επίβλεψη αρχιστρατήγου…!»
Όλο το στράτευμα άλλαξε αμέσως με τη στάση του αρχηγού τους και του είπαν πλέον με θάρρος: «Είμαστε έτοιμοι να σε ακολουθήσουμε στον θάνατο!»
Αφού βγήκαν για μάχη, τους είδαν οι βάρβαροι από μακριά και τρόμαξαν πολύ! Γύρω από το στράτευμα των Ρωμαίων έβλεπαν φοβερούς, τεράστιους στρατιώτες πάνω σε άμαξες και άλογα αναρίθμητα. Όλα αυτά που έβλεπαν ήταν οι αγγελικές δυνάμεις που έστειλε ο Θεός για να τους προστατέψει όπως υποσχέθηκε.
Αμέσως λοιπόν οι βάρβαροι έστειλαν πρέσβεις στον αρχιστράτηγο, παρακαλώντας τον να κάνουν ειρήνη. Ο Μαρτίνος όμως δεν ήταν βέβαιος γι’ αυτή την απόφαση. Έτσι, οι εχθροί έστειλαν κι άλλους πρέσβεις, μαζί με πολλά δώρα για τον αρχιστράτηγο και του υποσχέθηκαν ότι στο εξής θα είναι υποταγμένοι στους Ρωμαίους. Τότε ο Άγιος δέχτηκε και επέστρεψε με πολλή χαρά στη Ρώμη.
Όταν ο βασιλιάς έμαθε τα φοβερά νέα, βγήκε να τον προϋπαντήσει. Υποδέχθηκε τον νεαρό αρχιστράτηγο με πολλή δόξα και τιμή.
Ο Μαρτίνος διηγήθηκε στους βασιλιάδες το όραμα που είδε καθώς και ό,τι συνέβη μετά «Τον φοβερό αυτό πόλεμο δεν τον σταμάτησα εγώ αλλά ο Ιησούς Χριστός! Γι’ αυτό σας παρακαλώ να μου δώσετε την άδεια να αφιερώσω το υπόλοιπο της ζωής μου σε Αυτόν που με βοήθησε».
Ακούγοντάς το αυτό οι βασιλιάδες στεναχωρήθηκαν πολύ και του είπαν «Εμείς σε θέλουμε μαζί μας για να σου δώσουμε μεγάλα αξιώματα και τιμές, όπως σου αξίζει για την νίκη σου».
Ο Άγιος όμως είχε σταθερή απόφαση και είπε «Για εμένα το να μου δώσετε την άδεια να γίνω μοναχός είναι η μεγαλύτερη δόξα και τιμή».
Και οι δύο βασιλιάδες θαύμασαν τότε τον Όσιο Μαρτίνο για τον Θεάρεστο σκοπό του και του έδωσαν την άδεια να κάνει αυτό που ήθελε, παρακαλώντας τον να τον έχουν προστάτη και βοηθό στους δύσκολους καιρούς.
Έτσι, ο πρώην αρχιστράτηγος, μοίρασε στους φτωχούς όλη του την περιουσία και πήγε σε ήσυχο τόπο να γίνει μοναχός.
Μετά από επτά χρόνια άσκησης στους πνευματικούς αγώνες ο Όσιος, κατά Θεία Αποκάλυψη, χειροτονήθηκε, χωρίς να το θέλει, επίσκοπος Κωνσταντίνης, μιας πόλης της Γαλλίας.
Έτσι, ο Άγιος Μαρτίνος, δόθηκε σε ακόμη περισσότερους αγώνες, ποιμαίνοντας τα λογικά πρόβατα του Χριστού. Δίδασκε τους πιστούς την ένθεο διδασκαλία και με τις ενάρετες πράξεις του έγινε το παράδειγμα για όλους.
Μάλιστα, ο Θεός του έδωσε το χάρισμα της διορατικότητας και τη δύναμη να κάνει πολλά θαύματα, μέχρι και να ανασταίνει νεκρούς!
Μια μέρα, καθώς περπατούσε ο Όσιος, συνάντησε κάποιον νεκρό τον οποίο μετέφεραν με το νεκροκρέβατό του στον τάφο. Εκεί κοντά ήταν ένας συκοφάντης, κακός άνθρωπος, που δεν άφηνε να τον θάψουν, λέγοντας ότι του χρωστούσε τριακόσια φλουριά. Ο Άγιος πήγε κοντά του και του είπε «Γιατί δεν αφήνεις να θάψουν τον νεκρό; Αυτός, όπως άκουσα, σου έδωσε με τον τόκο τους τα χρήματα που σου χρωστούσε». Η σύζυγος του νεκρού έλεγε γεμάτη δάκρυα «Λέει ψέματα δεσπότη μου! Πήρε τα χρήματα του πίσω!
Ο Άγιος του είπε «Να που πήρες τα χρήματά σου. Άσε να θάψουν τον νεκρό».
Ο συκοφάντης όμως επέμενε ότι δεν είχε πάρει χρήματα.
Τότε, ο Όσιος του είπε «Αν αναστηθεί ο νεκρός και αποδείξει ότι πήρες τα χρήματά σου, τι θα κάνεις;».
Ο συκοφάντης, αδυνατώντας να πιστέψει πως κάτι τέτοιο θα μπορούσε να συμβεί είπε στον Άγιο «Αν αναστηθεί ο νεκρός όπως λες, ας πεθάνω εγώ και ας ζήσει αυτός».
Ο Άγιος τότε με λύπη του απάντησε «Ούτε ο νεκρός ήταν ανάγκη να αναστηθεί ούτε εσύ να κατέβεις στον Άδη, ταλαίπωρε. Αλλά επειδή και μόνος σου από αυθάδεια προέκρινες τον θάνατο από την ζωή και δεν αφήνεις τον νεκρό να ταφεί, ας γίνει όπως θέλησες».
Αφού είπε αυτά ο Άγιος, προσευχήθηκε μεγαλόφωνα. Πήρε τον νεκρό από το χέρι και σέρνοντάς τον λίγο, αμέσως -ω του θαύματος!- αναστήθηκε ο νεκρός.
Καθισμένος στο νεκροκρέβατό του, είδε τον συκοφάντη που καθόταν απέναντι του και είπε «Πήγαινε πονηρέ άνθρωπε στον τόπο της κολάσεως που σου έχει ετοιμαστεί γιατί με συκοφάντησες και δεν με άφησες να ησυχάσω! Αλλά ο άγιος Μαρτίνος, με την προσευχή του στον Θεό, με πήρε από εκεί για να σε ελέγξω για ότι συνέβη».
Αφού τα είπε αυτά σηκώθηκε από το κρεβάτι του, πλησίασε τον Άγιο, έβαλε μετάνοια και τον προσκύνησε. Ο συκοφάντης τότε, έπεσε κάτω και ξεψύχησε.
Η σύζυγος του νεκρού, έκπληκτη για τον αναστημένο άντρα της φώναζε «Αλλοίμονο σε εμένα για αυτή τη φοβερή ανταλλαγή των νεκρών! Άγιε του Θεού, δώσε μου τον άντρα μου ζωντανό και θα δώσω τα χρήματα και πολλά περισσότερα.»
Ο Άγιος όμως είπε «μάταια φωνάζεις, γιατί ο Κύριος που τον ανέστησε, τον πρόσταξε και να πεθάνει καθώς το θέλησε ο Ίδιος».
Όλοι όσοι βρίσκονταν εκεί γύρω είχαν μείνει έκπληκτοι με τα όσα συνέβησαν και δόξαζαν τον Θεό.
Κάποτε, προσκάλεσαν τον Άγιο σε μια άλλη πόλη για να πάει να τους διδάξει τον Θείο λόγο. Στον δρόμο, πηγαίνοντας προς τα εκεί, συνάντησε έναν φτωχό που του ζητούσε ελεημοσύνη. Ο Άγιος τον σπλαχνίστηκε και είπε στον Διάκονο τον οποίο είχε ορίσει να ελεεί όσους έχουν ανάγκη, να του δώσει όσα χρήματα έχει. Ο Διάκονος όμως του έδωσε μόνο τα μισά χρήματα και τα άλλα μισά τα φύλαξε για να τα δώσει σε άλλους φτωχούς.
Το βράδυ διανυκτέρευσαν σε μια πλούσια ειδωλολάτρισσα που έμενε σε εκείνο τον δρόμο και αφού είδε το Άγιο με τη συνοδεία τους προσκάλεσε στο σπιτικό της. Τους πρόσφερε μάλιστα πλούσια τράπεζα. Ο Άγιος όμως δεν έφαγε τίποτα, αλλά προσεύχονταν όλο το βράδυ για τη σωτηρία αυτής της γυναίκας.
Κατά τα μεσάνυχτα, η γυναίκα πήγε στον Άγιο και έπεσε στα πόδια του και τον παρακαλούσε να την κάνει Χριστιανή.
Του είπε απεγνωσμένα «Είδα στο όνειρό μου έναν φοβερό κριτή που κάθονταν σε υψηλό θρόνο και γύρω του είχε παράταξη πολλών στρατιωτών. Μπροστά του έφερναν πολλούς καταδίκους, από τους οποίους πρόσταζε άλλους να τους ρίξουν στη φωτιά ενώ άλλους να τους κάνουν άγρια βασανιστήρια. Στο μέσο όλων αυτών βρισκόμουν και εγώ δεμένη και έτρεμα από τον φόβο μου. Τότε, ένας από τους στρατιώτες του Κριτή ήρθε σε εμένα και με ρώτησε “Για ποιο λόγο είσαι κατάδικος και δεμένη;”
Και εγώ του απάντησα πως δεν ξέρω.
Είπε πάλι εκείνος “Τι μου δίνεις για να σε σώσω;”
Και εγώ του απάντησα “Σου δίνω όλα μου τα υπάρχοντα”.
Τότε εκείνος μου είπε “Δεν τα χρειάζομαι εγώ αυτά. Να υποσχεθείς μόνο ότι θα γίνεις Χριστιανή και εγώ θα σε σώσω από όλα τα βάσανα τα οποία θα δοκιμάσεις”.
Του υποσχέθηκα λοιπόν ότι θα γίνω Χριστιανή αρκεί να ξεφύγω από αυτόν τον φοβερό κριτή.
Τότε εκείνος έλυσε τα δεσμά με τα οποία ήμουν δεμένη και με έδιωξε.
Γι’αυτό σε παρακαλώ Άγιε του Θεού, κάνε με Χριστιανή και δίδαξέ με τον λόγο του Θεού».
Ακούγοντάς τα αυτά ο Άγιος χάρηκε πολύ και κατήχησε μαζί με αυτήν και όλους τους ανθρώπους του σπιτιού της και τους βάπτισε στο όνομα της Αγίας Τριάδας.
Αφού ο Άγιος τελείωσε με τις υποχρεώσεις του ετοιμαζόταν να φύγει. Η γυναίκα του πρόσφερε ένα σκεύος που είχε μέσα τέσσερις λίρες χρυσού και τετρακόσια φλουριά. Τον παρακαλούσε να τα δεχθεί και ο Άγιος για να μην την λυπήσει δέχτηκε το πολύτιμο δώρο, χάρη των πτωχών.
Αργότερα ο Όσιος ρώτησε τον διάκονο «πόσα φλωριά είχες δώσει σε εκείνον τον πτωχό που μας είχε ζητήσει ελεημοσύνη;»
Και ο διάκονος απάντησε «Διακόσια».
Τότε του λέει ο Άγιος για να τον συνετίσει «Ολιγόπιστε! Γιατί δεν έδωσες στον φτωχό τα τετρακόσια όπως σου είπα; Βλέπεις ότι έδωσες τα διακόσια στον φτωχό και έλαβες από την γυναίκα τετρακόσια φλωριά και τέσσερις λίτρες χρυσού; Αλλά αν έδινες τετρακόσια θα έπαιρνες αντίστοιχα και τα διπλάσια από τη γυναίκα. Λοιπόν… Έχασες από τους φτωχούς αυτά που θα τους δίναμε επιπλέον και έχασες και από την γυναίκα τον διπλάσιο μισθό που είχε να λάβει από τον Θεό και τέλος ζημίωσες και τον εαυτό σου με την παρακοή που έκανες».
Μετά από αυτό το περιστατικό συνέχισαν λίγο το ταξίδι του και έφτασαν στην πόλη στην οποία πήγαιναν αρχικά.
Εκεί ο Όσιος Μαρτίνος έκανε πολλά θαύματα. Και με τη διδασκαλία του έφερε πολλού ανθρώπους στον Χριστό. Ημέρευσε τους άγριους, καταπράυνε τους θυμώδεις, έκανε ευσπλαχνικούς και ελεήμονες τους άσπλαχνους και ανελεήμονες, σώφρονες τους μέθυσους και άσωτους, ευλαβείς τους ανευλαβείς, παρακίνησε τους αμελείς να πηγαίνουν στις ιερές ακολουθίες. Με λίγα λόγια, όλους τους αμαρτωλούς τους έφερε σε μετάνοια και διόρθωση και έφυγε και από αυτή την πόλη δοξολογώντας τον Θεό.
Κάποια φορά, ο Άγιος Μαρτίνος πήγε και στην Ελλάδα να κηρύξει τον λόγο του Θεού, γιατί είχε ακούσει ότι εκεί βρίσκονται πολλοί ειδωλολάτρες.
Καθώς πήγαινε προς την Ελλάδα, είδε στον δρόμο έναν ειδωλολάτρη που στεκόταν πάνω από το νεκρό του γάιδαρο. Σκεφτόταν τότε με το μυαλό του ότι οι Χριστιανοί κηρύσσουν μάταια την ανάσταση των νεκρών γιατί είναι αδύνατο να συμβεί κάτι τέτοιο.
Ο Άγιος τον πλησίασε και του είπε «Γιατί σκέφτεσαι ότι είναι αδύνατο να αναστηθούν οι νεκροί;»
Και ο ειδωλολάτρης του απάντησε γεμάτος απορία «Πώς είναι δυνατό να αναστηθούν αυτοί που πέθαναν και φθάρθηκαν τα σώματά τους και έγιναν χώμα;»
Ο Όσιος του απάντησε με σιγουριά «Τίποτα δεν είναι αδύνατο για τον Παντοδύναμο Θεό».
Ο δύσπιστος ειδωλολάτρης του είπε «Αν αναστήσεις τον γάιδαρό μου θα πιστέψω και στην ανάσταση των ανθρώπων».
Ο διακριτικός όμως Άγιος του απάντησε «Ο Θεός δεν θα αναστήσει τα ζώα γιατί αυτά δεν θα κριθούν, ούτε θα αναστηθούν. Οι άνθρωποι όμως που είναι λογικοί θα αναστηθούν γιατί θα κριθούν για όσα έκαναν στη ζωή τους και θα λάβουν τον ανάλογο μισθό ή τιμωρία».
Ο ειδωλολάτρης ρώτησε τον Άγιο γεμάτος απορία «και ποιος είναι αυτός ο Θεός που θα τα κάνει όλα αυτά;»
Ο Όσιος Μαρτίνος απάντησε «Είναι ο Ιησούς Χριστός, ο Υιός του Θεού, ο οποίος σταυρώθηκε για τη σωτηρία των ανθρώπων».
Ο Έλληνας σκέφτηκε τότε «Και πώς δεν τους εκδικήθηκε εκείνους που τον κακοποίησαν;»
Ο Άγιος είπε «Δεν τους τιμώρησε αμέσως γιατί περίμενε την μετάνοιά τους, αφού είναι εντελώς Αγαθός. Θα τους τιμωρήσει όμως μετά την τελική Κρίση».
Ο ειδωλολάτρης, δεν ενδιαφέρονταν να ακούσει άλλα λόγια αλλά ήθελε να δει στην πράξη αν όντως ο Θεός είναι παντοδύναμος. «Ποιος ο λόγος να πολυλογούμε;» είπε, «αν αναστήσεις τον γάιδαρο πιστεύω σε όσα είπες».
Ο Άγιος Μαρτίνος σήκωσε τα χέρια του στον ουρανό και προσευχήθηκε «Κύριε ο Θεός μου, η αιτία της σωτηρίας των ανθρώπων, ανέστησε και αυτό το ζώο για να πιστέψει και αυτός ο άνθρωπος. Γιατί μέσα από αυτό το θαύμα ζητά να δει την παντοδυναμία Σου και να πιστέψει σε Εσένα».
Μόλις ο Άγιος τελείωσε την προσευχή, ο γάιδαρος αναστήθηκε και άρχισε να περπατάει.
Ο Έλληνας έμεινε έκπληκτος με το θαύμα που είδε και έπεσε στα πόδια του Αγίου λέγοντάς του «Τώρα γνωρίζω ότι Αυτός είναι αληθινός και παντοδύναμος Θεός. Αλλά σε παρακαλώ δείξε μου Τον για να Τον ακούσω και να πιστέψω σε Αυτόν».
Ο Όσιος του είπε «Όποιος ακούει εμάς τους ταπεινούς δούλους Του, ακούει και Αυτόν. Γιατί κανείς δεν μπορεί να δει τον Θεό με τα μάτια του σώματος, αλλά Τον καταλαβαίνει με τα μάτια της ψυχής. Δηλαδή με τον νου. Αν λοιπός θες και εσύ να Τον δεις, πίστεψε σε Αυτόν και θα τον δεις μετά και με τους νοητούς οφθαλμούς και θα ζήσεις αιώνια».
Ο Έλληνας παρακάλεσε τότε τον Άγιο «Σε παρακαλώ Άγιε Δέσποτα, έλα στη χώρα μας να μας οδηγήσεις στον δρόμο της αλήθειας!»
Έχοντας εξ αρχής ο Άγιος αυτόν τον σκοπό πήγε στην Ελλάδα μαζί του και με τον αναστημένο γάιδαρο.
Όταν έμαθαν οι ειδωλολάτρες Έλληνες πως ο γάιδαρος ήταν νεκρός και ο Άγιος τον ανέστησε στο όνομα του Ιησού Χριστού και αφού άκουσαν τον λόγο του Θεού από τα κηρύγματα του Αγίου, πίστευσαν στον Χριστό έως χίλιοι άνδρες, χωρίς τις γυναίκες και τα παιδιά.
Αφού ο Όσιος τους κατήχησε, τους βάπτισε στο όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος.
Έμεινε εκεί πολλές μέρες και δίδασκε και έτσι πίστεψαν και οι υπόλοιποι ειδωλολάτρες και βαπτίστηκαν και αυτοί. Μετά από όσα τους δίδαξε τους μίλησε για τον θάνατο και την ανάσταση, για τη μέλλουσα Κρίση, για την κόλαση και για τα αιώνια αγαθά της Βασιλείας των Ουρανών και τους στερέωσε στην πίστη του Χριστού.
Μετά από όλα αυτά επέστρεψε στην Επισκοπή του δοξάζοντας τον Θεό.
Και στον καιρό του θανάτου του θαυματούργησε ο Όσιος Μαρτίνος και προκάλεσε πολλή χαρά και παρηγοριά στους συγχωριανούς του.
Εκείνο τον καιρό, υπήρχε πολύ ανομβρία στο μέρος που ζούσαν και όλοι οι κάτοικοι του χωριού στεναχωριόντουσαν από αυτή τη δυσκολία που αντιμετώπιζαν.
Αφού ο Άγιος έβλεπε το πρόβλημα που υπήρχε κάλεσε όλους τους κατοίκους του χωριού και τους μίλησε για αρκετές ώρες. Τους είπε στο τέλος «Μην στεναχωριέστε παιδιά μου για την ανομβρία. Ο Κύριος θα σας στείλει αύριο βροχή όπως ζητήσατε!»
Μετά από αυτά, προσευχήθηκε και έφυγε προς τον Κύριο. Τότε συγκεντρώθηκαν από τα κοντινά μέρη όλοι οι Επίσκοποι και οι Ιερείς. Όλοι μαζί, κληρικοί και λαϊκοί, κάναν ολονύκτια αγρυπνία. Όταν ξημέρωνε, πήραν το άγιο λείψανο και προχωρώντας με λαμπάδες, θυμιάματα και ψαλμωδίες, τον ενταφίασαν σε έναν μαρτυρικό ναό που βρίσκονταν περίπου ένα μίλι μακριά.
Το θαύμα του Αγίου δεν άργησε να γίνει.
Μόλις επέστρεψαν στην πόλη, γέμισε όλος ο ουρανός με σύννεφα, και άρχισαν βροντές και αστραπές. Όπως είχε υποσχεθεί Άγιος, έριξε πολλή βροχή σε εκείνο τον τόπο.
Στον τάφο του Αγίου γίνονται και σήμερα πολλές θεραπείες σε όσους πηγαίνουν με πίστη να τον προσκυνήσουν.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. δ’.
Ἔν σοι Πάτερ ἀκριβῶς, διεσώθη τό κατ᾽ εἰκόνα· λαβών γάρ τόν σταυρόν, ἠκολούθησας τῷ Χριστῷ, καί πράττων ἐδίδασκες, ὑπερορᾷν μέν σαρκός, παρέρχεται γάρ ἐπιμελεῖσθαι δέ ψυχῆς, πράγματος ἀθανάτου· διό καί μετά Ἀγγέλων συναγάλλεται, Ὅσιε Μαρτίνε τό πνεῦμά σου.
Κάνε ἐγγραφή στό νέο κανάλι τῆς Κατάνυξης τοῦ Youtube πατώντας ἐδῶ: ΚΑΤΑΝΙΧI