Επικαιρότητα
Ο Εορτασμός της Εθνικής επετείου πέρασε, σβήσανε τα φώτα και οι κάμερες, αυτό το μήνυμα όμως, πρέπει να το θυμόμαστε
28 Οκτ 2020
Το έπος του ΄40 μας διδάσκει, η οικονομική κρίση είναι μια σαπουνόφουσκα, οφείλουμε να φυλάξουμε γερά τις αξίες και τα Ιερά μας, να μη παραδώσουμε στον ξένο τα σχολειά μας…
Επιμέλεια σύνταξης: katanixi.gr
Αναδημοσιεύουμε από το Ιστολόγιο Κατάνυξη.
Ο Εορτασμός της Εθνικής επετείου πέρασε, σβήσανε τα φώτα και οι κάμερες, αυτό το μήνυμα όμως, πρέπει να το θυμόμαστε
Ο μάστορας του λόγου μπορεί και πιάνεται από τα ασήμαντα φορές – φορές να πλάσει τα μεγάλα.
Όποτε όμως οι περιστάσεις είναι ανάλογες να καταπιαστεί με τα μεγάλα, τότε γεννά πράματα διαχρονικά, ρίχνει θεμέλια.
Ο Δημήτρης Νατσιός συστήνεται μάχιμος δάσκαλος και τούτο τον τιμά. Εξ αφορμής της Εθνικής Εορτής για το έπος του ΄40, σμίλεψε με τον επιδέξιο κοντυλοφόρο του ένα άρθρο που μπορεί να διαβαστεί και κατόπιν εορτής.
Η γνώμη μας είναι πως θα πρέπει να λογίζεται προκήρυξη επαναστατικού αγώνα για κάθε Έλληνα.
Επειδή είμαστε και ιστορικά αναλφάβητοι και πατερικά αμόρφωτοι, από το καλοζώϊσμα των τελευταίων δεκαετιών, έχουμε ανάγκη τέτοια πνευματική αιμοδοσία για να σταθούμε στα πόδια μας.
Το κείμενο είναι συγκινητικό, είναι παρακινητικό, είναι ευκολοδιάβαστο και περιεκτικό.
Το δύσκολο είναι πάντοτε η απόφαση για αντίσταση. Μετά την απόφαση πρέπει να σκεφτούμε να δεσμευτούμε στην απόφαση αυτή.
Με σταθερότητα και αποφασιστικότητα, άμα χτίσουμε προσωπική αντίσταση στα μικρά, στα καθημερινά, οικοδομείται με τη χάρη του Θεού και μια πιο γενικευμένη αφύπνιση. Γεννιέται η ελπίδα.
Τούτο δεν είναι μοναχά ανάγκη να συμβεί στις μέρες μας, αλλά είναι χρέος. Πλάϊ – πλάϊ οι μικροί και ασήμαντοι να συγκροτήσουμε μέτωπο.
Να παλέψουμε τον κακό μας εαυτό και τους λαθροθήρες της λευτεριάς μας. Να τους “γλεντήσουμε” κι εμείς και να τους αποδείξουμε πως χόρτασμα για τον Έλληνα είναι να θυσιάζεται νηστικός για την πίστη και την πατρίδα.
Όχι τάχα να τον στηρίζουνε με επιδόματα από κάλπικα πρωτογεννή πλεονάσματα και λογής λογής μασωνικά αποφάγια.
Έτσι κερδίζονται οι νίκες…
Νατσιός Δημήτριος, δάσκαλος Κιλκίς
Ξεφύλλιζα αυτές τις ημέρες έναν τόμο, τιτλοφορείται: «Η εποποιΐα 1940-41», εκδόσεις «Αρχείον Ιστορικόν Σελίδων» (του 1965), ο οποίος περιέχει, σε φωτοτυπίες, πρωτοσέλιδα εφημερίδων της εποχής του 1940-41, κατά την διάρκεια τής μεγαλειώδους νίκης. Σε πολλά διαβάζουμε κείμενα πολεμικών ανταποκριτών.
Σ’ ένα απ’ αυτά ο Αλέκος Λιδωρίκης (δημοσιογράφος και γνωστός θεατρικός συγγραφέας 1907-1988), τον Ιανουάριο του 1941, γράφει στην εφημερίδα «Η ΝΙΚΗ», για «το μεγάλο μυστικό των πολεμιστών μας». Ζει με τους στρατιώτες, μοιράζεται τα πάθια και τους καημούς τους, χαίρεται και καμαρώνει την αντρειοσύνη τους. «Κάπου στο μέτωπο», όπως σημειώνει, συναντά έναν φαντάρο.
Αντιγράφω: «Αυτό που μου ‘κανε κατάπληξη, που μου ‘δωσε συγκίνηση, που έκθαμβο με κράτησε για αρκετά λεπτά, ήταν το θέαμα ενός φαντάρου, που κουρασμένος, τσακισμένος, με γένεια ατίθασα και άτακτα, αιματωμένος, λασπωμένος, είχε τραβήξει μοναχός κάτω από ένα δέντρο και κάτι χάραζε σ’ ένα χαρτί. Πλησίασα για να τον δω, βέβαιος πως γράφει στην μάνα, στη γυναίκα του, στο σπίτι… Μα τί μεγάλο λάθος! Με τη ορθογραφία που κρατώ, διάβασα αυτούς τους στίχους:
“Βρε τη κανόνια, τη ντουφέκια, τη κακό/στους Ιταλούς σκορπίσαμαι παντού τον πανικό/Βόηθα Χριστέ και Παναγιά και ση άγιου Ανδρέα/στη χάρη σου να φθάσωμε όλος ο στρατός παρέα”.
Τον κοίταξα, με κοίταξε… Αυθόρμητα με πήρε το γέλιο, που ίσως να έμοιαζε με κλάμα…
– Βρε συ, τι κάνεις; τον ρώτησα χτυπώντας τον στον ώμο…
Σήκωσε το κεφάλι του, έξυσε τ’ αγριωπά του γένεια, με την παλάμη ολόκληρη. Κι απάντησε:
– Γλεντάω!
Μία λέξη… Μέσα σ’ αυτήν ας διακρίνει ο αναγνώστης κάτι από το μυστήριο, το ανεξάντλητο γοητευτικό μυστήριο που κρύβει στην ψυχή του ο αγαπημένος στρατιώτης μας».
Γλέντι ήταν το ’40 για τον λαό μας, τον οπλίτη και τον πολίτη. Πανηγύρι ήταν ο πόλεμος. Γλεντούσε, καταματωμένος ο άγνωστος στρατιώτης. Το μυστικό, το γοητευτικό μυστήριο, που τάραζαν τα σπλάχνα του-και δεν μας το αποκαλύπτει ο αείμνηστος Λιδωρίκης-ήταν ένα, απλό και μεγαλοπρεπές: το ντροπή να ντροπιαστούμε. Εκείνη η γενιά, η γενιά του ’40, σκαρφάλωσε στις περήφανες αετοκορφές, «κομμένες θαρρείς απ’ το χέρι του Θεού», γιατί άφηναν πίσω τους «λίκνα και τάφους, που μουρμουρίζουν» (Νικ. Βρεττάκος), το αθάνατο κρασί του Εικοσιένα την μέθυσε, μία νηφάλιος μέθη που στην γλώσσα μας λέγεται φιλοπατρία.
Θυμήθηκα μια φράση του αγίου Κοσμά του Αιτωλού: « …Καθώς ένα χελιδόνι χρειάζεται δύο πτέρυγας δια να πετά εις τον αέρα, ούτω και ημείς χρειαζόμεθα αυτάς τα δύο αγάπας-αγάπην εις τον Θεόν μας και εις τους αδελφούς μας-διότι χωρίς αυτών είναι αδύνατον να σωθώμεν» («Κοσμάς ο Αιτωλός», επ. Αυγουστίνου Καντιώτου, σελ. 109).
Αν θέλουμε και μεις ως πατρίδα να πετάξουμε, πρέπει να αποκτήσουμε και πάλι τα πρωτινά μας φτερά τα μεγάλα. Και η μία «πτέρυγα» λέγεται φιλοπατρία και η άλλη πίστη.
Το ’40, το βράδυ που επισκέφτηκε ο Γκράτσι τον Μεταξά και κηρύχτηκε ο πόλεμος, ξεκίνησε μία κρίση. Σ’ εκείνη την κρίση ο λαός μας, δεν κρύφτηκε στα υπόγεια, όπως τον θέλουν οι Γραικύλοι της σήμερον, που γράφουν τις έντυπες μαγαρισιές και τις περνούν και στα σχολικά βιβλία. (Βιβλίο Γλώσσας Ε’ Δημοτικού, σελ. 44-45). Σ’ εκείνη την κρίση δεν περίμεναν από τα κεντρικά δελτία ειδήσεων των καναλιών, να βρουν παρηγοριά.
Διαβάζω και πάλι μία άλλη ανταπόκριση του Αλ. Λιδωρίκη, στην εφ. «Ασύρματος» αυτή τη φορά, στις 25 Μαρτίου του 1941.
«Απάνω στην Κλεισούρα μία νύχτα βροχερή και σκοτεινή, θυμάμαι ένα παλληκαρόπουλο που άκουγε σκεπτικό τ’ άλλα παιδιά να τραγουδάνε σιγά-σιγά, γλυκά-γλυκά, πεσμένα και κουκουλωμένα πάνω και μέσα στις κουβέρτες τους και στα αντίσκηνά τους. Θολώσανε έξαφνα τα μάτια του.
– Ξέρεις τι σκέπτομαι; μου είπε. Πώς ήμασταν ως τώρα γενιά φτωχή και αλογάριαστη και παρεξηγημένη. Μας έλεγαν ανάξιους των προγόνων μας, μιλούσανε μόνο γι’ αυτούς και μας ξεγράφανε τους νέους, σαν να μην είχαμε και μεις στα στήθη μας φωτιά…
Αυτό ήταν το μεγάλο λάθος που φτάσαμε ως κι οι ίδιοι-εμείς οι Έλληνες-να το πιστέψουμε απόλυτα. Είχαμε λησμονήσει κι αυτούς τους στίχους του μεγάλου Σολωμού:
– Η ψυχή μου αναγαλλιάζει
πως ο κόρφος καθεμιάς
γλυκοβύζαχτο ετοιμάζει
γάλα αντρειάς και ελευθεριάς».
Ίσως και σήμερα αυτό το άθλιο, τρισάθλιο και κακόβουλο ψέμα μας καθηλώνει, μας παραλύει. Πώς νέρωσε πια το γάλα της Ελληνίδας μάνας μας, πως σβήστηκε η Παράδοση. Όχι. Τίποτε δεν χάθηκε. Αν φύγουν τα σάβανα και οι σαβανωτές μας, ξένοι και οι ημέτερες ανθρωποκάμπιες της πολιτικής, θα λάμψει και πάλι η ηλιόλουστη Ελλάδα μας.
Να κλείσω μ’ ένα από τα ηρωϊκότερα επεισόδια εκείνου του καιρού. Το διηγήθηκε ο Στρατής Μυριβήλης, κατά την εκφώνηση του πανηγυρικού στην Ακαδημία Αθηνών στις 27 Οκτωβρίου του 1960.
«Είχε οργανωθή, όπως θα θυμάστε, κατά τη διάρκεια του αγώνος υπηρεσία μεταγγίσεως αίματος, από τον Ερυθρό Σταυρό της Ελλάδος. Είχα ένα φίλο γιατρό, σ’ αυτή την υπηρεσία, λοιπόν πήγαινα κάπου-κάπου να τον δω και να τα πούμε.
Ο κόσμος έκαμε ουρά κάθε μέρα για να δώση το αίμα του για τους τραυματίες μας. Ήταν εκεί νέοι, κοπέλες, γυναίκες, μαθητές, παιδιά, που περίμεναν τη σειρά τους. Μια μέρα λοιπόν ο επί της αιμοδοσίας φίλος μου γιατρός, είδε μέσα στη σειρά των αιμοδοτών που περίμεναν, να στέκεται και ένα γεροντάκι.
– Εσύ, παπούλη, του είπε ενοχλημένος, τι θέλει εδώ;
Ο γέρος απάντησε δειλά:
– Ήρθα κ’ εγώ, γιατρέ, να δώσω αίμα.
Ο γιατρός τον κοίταξε με απορία και συγκίνηση. Ο γέρος παρεξήγησε το δισταγμό του. Η φωνή του έγινε πιό ζωηρή.
– Μη με βλέπεις έτσι, γιατρέ μου. Είμαι γερός, το αίμα μου είναι καθαρό, και ακόμα ποτές μου δεν αρρώστησα. Είχα τρεις γιους. Σκοτώθηκαν και οι τρεις εκεί πάνω. Χαλάλι της πατρίδας. Όμως μου είπαν πως οι δυο, πήγαν από αιμορραγία. Λοιπόν, είπα στη γυναίκα μου, θα ‘ναι κι άλλοι πατεράδες, που μπορεί να χάσουν τα παλληκάρια τους γιατί δε θα ‘χουν οι γιατροί μας αίμα να τους δώσουν. Να πάω να δώσω κ’ εγώ το δικό μου. “Άϊντε, πήγαινε, γέρο μου” μου είπε κι ας είναι για την ψυχή των παιδιών μας. Κ’ εγώ σηκώθηκα και ήρθα.
Αγαπητοί φίλοι.
Σας ανέφερα περιπτώσεις που μπορούν και έπρεπε να γράφουνται στα βιβλία των παιδιών μας, όταν θ’ αποχτήσουν τα παιδιά μας τα βιβλία που πρέπει, όπως αναφέρουνται παραδείγματα για την ανδρεία και την αρετή των Ελλήνων, ξεσηκωμένα απ’ την αρχαία μας ιστορία. Από κανένα απ’ αυτά τα ιστορικά παραδείγματα δεν είναι κατώτερα αυτά που είδα και άκουσα στην προκάλυψη του Ελληνικού Στρατού, το χειμώνα του ’41. Όμως καμμιά ιστορία, ούτε η αρχαία ελληνική, δεν αναφέρει ένα παράδειγμα, σαν κι αυτό που μου διηγήθηκε ο φίλος μου ο γιατρός του Ερυθρού Σταυρού. Το νέο στοιχείο που προσθέτει τούτη η διήγηση, είναι το στοιχείο της αγάπης. Είναι το στοιχείο του χριστιανικού αλτρουισμού, με το οποίο η θρησκεία του Ιησού συμπλήρωσε τον κανόνα της αρετής που μας παράδωσε η αρχαία Ελλάδα. Ανδρείους μπορεί να βγάλη κάθε πατρίδα. Αγίους, όμως, μόνο η Ελλάδα».
Κάνε ἐγγραφή στό νέο κανάλι τῆς Κατάνυξης τοῦ Youtube πατώντας ἐδῶ: https://bit.ly/2WldGra