π. Νικόλαος Μανώλης
Όλες οι ομιλίες της σειράς «Περί ψευδοπροφητών και αθέων αιρετικών και περί σημείων της συντελείας των αιώνων» (ΒΙΝΤΕΟ και ΚΕΙΜΕΝΟ)
30 Αυγ 2024
Ὁμιλίες τοῦ μακαριστοῦ π. Νικολάου Μανώλη
Ὁ μόνος τρόπος γιά νά καταλάβουμε καί νά προσκυνήσουμε τόν Κύριο εἶναι ὁ μυστικός τρόπος τῆς ἀντιμετώπισης τοῦ πνεύματος τῆς ποικίλης πλάνης καί τῆς αἵρεσης μέσα μας…
Ὅλες οἱ ὁμιλίες τῆς σειρᾶς «Περί ψευδοπροφητῶν καί ἀθέων αἱρετικῶν καί περί σημείων τῆς συντελείας τῶν αἰώνων» (Ὁμιλίες Α΄ ἔως Στ΄) [ΒΙΝΤΕΟ 2021]
Οἱ ὁμιλίες μεταδόθηκαν ζωντανά, ἀπό τίς 29/11/2020 ἔως τίς 10/1/2021. Μεταδιδόταν τις Κυριακές αὐτοῦ τοῦ διαστήματος.
Στη συνέχεια παραθέτουμε καί τόν λόγο τοῦ Ἁγίου Ἀναστασίου Σιναΐτου, στόν ὁποῖο βασίστηκε ἡ σειρά τῶν ὁμιλιῶν.
Αναστασίου του Σιναΐτου
ΛΟΓΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟΣ
Περί ψευδοπροφητών και αθέων αιρετικών, και περί σημείων της συντελείας των αιώνων*
Ευλόγησον Πάτερ
Οδυνηρός ο λόγος, διατί, καθώς μου εδηλώθη, είναι και τελευταίος, αλλά είναι πολλής χαράς γεμάτος· οδυνηρός μεν είναι, ότι πλέον δεν θέλω λαλήσει προς εσάς· πολλής δε χαράς είναι γεμάτος ότι έφθασεν ο καιρός μου να αναλύσω και να ήμαι με τον Χριστόν. Και καθώς είπεν ο Κύριος «ότι ουκ έτι λαλήσω προς υμάς» ούτω λέγω και εγώ τώρα με οδυνηράν καρδίαν, περί των ψευδοπροφητών και ψευδοδιδασκάλων, και αθέων αιρετικών, περί των οποίων έλεγε ο Απόστολος· «Πονηροί δε άνθρωποι και γόητες προκόψουσιν επί το χείρον, πλανώντες και πλανώμενοι». Περί των οποίων πολλαίς φορές σας ενουθέτησα, και πολλούς λόγους εποίησα με την χάριν του Χριστού, καθώς το ηξεύρετε και εσείς, ω φιλόθεοι· και εις πάσαν μου ομιλίαν σχεδόν σας ενθύμιζα περί τούτων, εάν τάχα ενθυμάσθε εκείνα οπού είπαμε εχθές. Ηξεύρω δε ότι τα ενθυμάσθε, και μάλιστα όσοι είναι φιλόπονοι και φιλόχριστοι και φιλαναγνώσται· διότι ο φιλαναγνώστης πρέπει αληθινά να λέγεται και φιλόχριστος, κατά το Δεσποτικόν λόγιον, όπου λέγει· «Ο αγαπών με, και τους λόγους μου τηρεί , αγαπηθήσεται υπό του Πατρός μου· ο αγαπών με, εν τω νόμω μου μελετήσει ημέρας και νυκτός»· δηλονότι εν τω Ευαγγελίω και εν ταις λιπαίς Γραφαίς· ο τοιούτος έχει ανεξάληπτον από την καρδίαν του πάντοτε την ενθύμησιν του Θεού, απεκδεχόμενος αυτόν εκ των ουρανών· και αεί τηρεί την ώραν της αυτού παρουσίας, και βαστάζει πάντοτε εις τας χείρας αυτού τας Ιεράς Βίβλους, και δεν λησμονεί ποτέ των Ιερών εκείνων Βιβλίων και φοβερών, περί των οποίων είναι γεγραμένον· «Ότι Κριτήριον εκάθισε, και Βίβλοι ηνεώχθησαν». Βλέπεις πόσον κέρδος είναι το ερευνάν τας Γραφάς, καθώς ηκούσατε και άλλαις φορές; Τί δε είναι εκείνο όπου σας λέγω; Ότι ουδένα, τίποτε άφησεν ουδέ παρεσιώπησε των ωφελούντων ημάς η Θεία Γραφή, αλλά πανταχού κράζει δια των Προφητών και Αποστόλων, και αυτού του Δεσπότου των όλων προαναφωνούσα και φυλάττουσα καθ’ ένα, ως Μήτηρ φιλόστοργος τα ίδια τέκνα. Προμαρτυρεί, ενθυμίζει και περί των απερασμένων και περί των μελλόντων, μηδέν παρατρέχουσα, καθώς επροείπαμεν, των συμφερόντων ημίν. Και τούτο, όχι να λαλή τίποτε σκεπαστά ή κρυφά, αλλά πανταχού φωνάζουσα και κράζουσα με κόπον πολύ, και δια του νόμου, και δια των Προφητών, και δια των Αποστόλων και δι’ αυτού του Δεσπότου των όλων. Και δια μεν του Ησαΐου του Προφήτου λέγει· «Επ’ όρους υψηλού ανάβηθι ο ευαγγελιζόμενος Σιών»· και παρεμπρός λέγει· «Υψώσατε, μη φοβηθήτε». Και ο Δαυίδ λέγει· «Εκοπίασα κράζων, εβραγχίασεν ο λάρυγξ μου»· ο Ιωάννης δε ο Θεολόγος εις την Καθολικήν Επιστολήν λέγει· «Βλέπετε εαυτούς, ίνα μη απολέσητε α ειργάσασθε, ότι πολλοί πλάνοι εξήλθον εις τον κόσμον»· ο Παύλος δε είπε· «Βλέπετε πως ακριβώς περιπατείτε» ο δε Κύριος λέγει· «Εγώ παρρησία ελάλησα τω κόσμω, και εν κρυπτώ ελάλησα ουδέν· και αλλού λέγει ο Ευαγγελιστής περί αυτού, ότι «Ειστήκει ο Ιησούς και έκραζε λέγων· «Εάν τις διψά , ερχέσθω προς με και πινέτω». Βλέπεις ποσους αγώνας, πόση σπουδή; Πως η Θεία Γραφή κράζη και ουδείς ο συνιών; Και πάλιν ο μακάριος Παύλος είπε· «Βλέπετε τους κύνας, βλέπετε τους κακούς εργάτας, βλέπετε την κατατομήν, βλέπετε πως περιπατείτε, ότι αι ημέραι πονηραί εισί». Και πολλά είναι τοιαύτα εις τας Θείας Γραφάς παλαιάς και καινής Διαθήκης, βοώντα και εξυπνίζοντα ημάς εκ της ραθυμίας ημών»· αλλά ημείς κάμνομεν όλον το ενάντιον, καθώς λέγει ο Κύριος δια του Ησαΐου του Προφήτου· «ότι τοις ωσίν αυτών βαρέως ήκουσαν, και τους οφθαλμούς αυτών εκάμμυσαν».
Ω πόσων και ποικίλων γραμμάτων ακούομεν, και δεν τα συλλογιζόμεθα· όθεν και αναπολόγητοι ευρισκόμεθα εις την ημέραν της εξετάσεως, όταν έλθη να φωτίσει τα κρυπτά του σκότους, και να φανερώση τας βουλάς των καρδιών· όταν καθίση το Κριτήριον και ανεώχθωσιν αι Βίβλοι· τας οποίας τώρα καταφρονούμεν και δεν τας ακούομεν, διότι όλοι μας πλανεμένον δρόμον περιπατούμεν, και τον ίσιον δρόμον και αληθινόν τον αφήκαμεν, και εγενήκαμεν ως το απ’ αρχής, ότε ουκ είχες εγγύς ημάς, Κύριε, καθώς λέγει ο Προφήτης· και αληθώς εις ημάς επληρώθη η Προφητεία του Δαυΐδ όπου λέγει· « Και εμίγησαν εντοις έθνεσι, και έμαθον τα έργα αυτών». Δια τούτο είμεθα τεταπεινωμένοι εν πάση τη γη δια τας αμαρτίας ημών, και εις ημάς κατήντησαν τα τέλη των αιώνων, καθώς γράφει· «Εγένετο και οι ποιμένες λύκοι, και τα πρόβατα συντετριμμένα, και ο λιμός επί θύραις· ου λιμός άρτου, και δίψα ύδατος, αλλά λιμός του ακούσαι λόγον Θεού». Μηδένας λοιπόν όπου ελπίζει επί Κύριον, ας μην απογινώσκεται, και μη λυπάσθε, προβλέποντες και προορώντες πάντοτε τον ειπόντα «ότι μεθ’ υμών ειμί» έχετε θάρρος λοιπόν «ότι ου λιμοκτονήσει Κύριος ψυχάς δικαίων». Περί τούτου του λιμού λέγει ο Θεός δια του Προφήτου «Και έσται εν ταις ημέραις εκείναις, επάξω λιμόν επί την γην· ου λιμόν άρτου και δίψαν ύδατος, αλλά λιμόν του ακούσαι λόγον Θεού, και λαλείν εν παρρησία· και περιδραμόντες από ανατολών έως δυσμών ζητούντες τον λόγον του Κυρίου, και ου μη ευρώσι. Ω πείνας δεινής και ψυχθοφόρου και βλαβεράς! Ω πείνα της αιωνίου κολάσεως πρόξενος! Τούτου η πείνα είναι αφορμή παντός πονηρού πράγματος· τούτη η πείνα προξενεί όλα τα κακά· ταύτην την πείναν προβλέπων ο Προφήτης Δαυΐδ ερχόμενην, επαρακάλει τον Θεόν λέγων· «ο Θεός μου μη παρασιωπήσεις απ’ εμού», αλλά και περί πάντων των σπουδαίων και πιστών προεφήτευσε λέγων· «Και διαθρέψαι αυτούς εν λιμώ» και αλλού λέγει· «Και εν ημέραις λιμού χορτασθήσονται»· και πάλιν «Ελεήμων και οικτίρμων ο Κύριος, τροφήν έδωκε τοις φοβουμένοις αυτόν».
Ταύτα τα είπεν ο Δαυΐδ δια εκείνους, όπου ερευνούν τας Γραφάς, ότι δεν πεινούν ποτέ. Ας ερευνήσωμεν τας Γραφάς, αδελφοί, δια να μην πεινάσωμεν, όταν έλθη ο ψυχοφθόρος λιμός· ας ερευνήσωμεν, δια να μη πλανηθώμεν, και μας ταράσση κάθε άνεμος, δια το οποίον λέγει· ο Κύριος προς τους αμελούντας· πλανάσθε μη νοούντες τας Γραφάς. Ερεύνησον, αγαπητέ τας θείας Γραφά, διατί είναι Δεσποτικόν το παράγγελμα και το πρόσταγμα· ερεύνησον και ζήτησον, και θέλεις εύρει πολύν και ανήκουστον πλούτον, και θησαυρόν και κεκρυμμένον εν τω αγρώ. Αγρόν νόει την Θείαν Γραφήν. Ερεύνησον και θέλεις εύρει· και ωσάν εύρης, πάντα όσα έχεις πώλησον, και αγόρασον τον αγρόν εκείνον, την καλήν γνώσιν των Θειών Γραφών, εν ταις οποίας είναι κρυμμένος ο Υιός και η αληθινή Σοφία του Πατρός, τον οποίον εάν τον εύρης, μακάριος εσύ, καθώς γέγραπται, ότι «Μακάριος άνθρωπος, ος εύρε Σοφίαν». Ερεύνησον, αγαπητέ,ή πλούσιος είσαι ή πένης, ή δούλος, ή ελεύθερο, ή άρσεν, ή θήλυ· ερεύνησον τας Γραφάς, διότι η Θεία Γραφή είναι αρμάρι παντός αγαθού· Αλλά ας έλθωμεν επί το προκείμενον· περί γαρ της συντελείας και περί ψευδοπροφητών είναι ο λόγος μας, και ψευδοδιδασκάλων και άθεων αιρετικών, οι οποίοι τρέχουν ωσάν ένας μέγας χείμαρρος από πολλήν βροχήν, και εσκέπασεν και επλάνεσεν πολλούς. Και πόθεν εσυνέβη ετούτο; Φανερόν είναι ότι εκ της αγνωσίας και αμαθείας των Προεστώτων· διότι όπου είναι αμαθείς οι βοσκοί, εκεί μαζώνονται οι λύκοι, και αφανίζουν τα πρόβατα. Ποίον λοιπόν να ειπώ πρώτον, ή περί της συντελείας ημών, ή περί των αθέων αιρετικών, και να στηλιτεύσω αυτών τα βέβηλα δόγματα; Εάν είχα καιρό,, αληθώς ήθελα να πομπεύσω τα άθεα αυτών δόγματα και άπρεπα πράγματα, αλλά μέγας είναι ο αγών και πολύς ο λόγος, ώστε να ξεγυμνώσει και να θριαμβεύση τα ακάθαρτα δόγματα. Όμως δια την ώραν είναι αναγκαίον να φανερώσω εκ των αγίων Γραφών τούτους ως εχθρούς του Χριστού και λύκους της αυτού Ποίμνης, πανταχού διωκομένους και εκβαλλομένους, εκ των προβάτων του Χριστού· διο και δικαίως εκλήθησαν λύκοι υπό των Προφητών και αυτού του Δεσπότου Χριστού και των μακαρίων Αποστόλων· και ου μόνον λύκοι, αλλά και λοιμοί και ασεβείς, και αντίδικοι, και εχθροί επίβουλοι και βλάσφημοι, και υποκριταί, και κλέπται, και λησταί, και βδελυκτοί, και ψευτοπροφήται, και ψευδοδιδάσκαλοι, και οδηγοί τυφλοί, και πλάνοι, και πονηροί, και Αντίχριστοι, και σκάνδαλα, και υιοί του πονηρού και ζιζάνια, και άθεοι, και πνευματομάχοι, οι βλασφημούντες το Πνεύμα της χάριτος· «οις ουκ αφεθήσεται ούτε εν τω νυν αιώνι, ούτε εν τω μέλλοντι» δια τους οποίους βλασφημείται η οδός της αληθείας. Ακόμη εις αυτά και τέκνα του πονηρού διαβόλου κράζονται, καθώς είπε προς αυτούς ο Κύριος, ότι «Εσείς είσθε από τον πατέρα σας τον διάβολον», και πάλιν ο Θεολόγος, «Φανερά εστι τα τέκνα του διαβόλου. Είναι ανάγκη λοιπόν περί τούτων να εξετάσωμεν πρώτον, και τότε να ειπούμεν περί της Συντελείας και να τελειώσωμεν τον λόγον.
Επειδή λοιπόν έφθασεν εις ημάς τα τέλη των αιώνων, ως λέγει ο Απόστολος, και άρχισαν οι χαλεποί καιροί, και η ανομία επληθύνθει, και η αγάπη των πολλών εψύγη, και οι πλανώντες πολλοί και οι πλανεμένοι ακόμα περισσότεροι, άγε δη να ανοίξωμεν τας ιεράς Βίβλους, εις τας οποίας ευρόντες τα Άγια όρη, Προφήτας λέγω και Αποστόλους, όπως ημείς μη πλανηθώμεν και να περιφερώμεθα εν παντί ανέμω της διδασκαλίας και της πονηρίας των ανθρώπων εν πανουργία προς την μέθοδο της πλάνης. Ας μην απομείνωμεν κάτω, αλλ’ ας αναβώμεν με τους Αγίους Μαθητάς επί το μακάριον όρος, και να ακούσωμεν παρά του ημετέρου καλού Ποιμένος λέγοντος «Βλέπετε μη πλανηθήτε», και ο Ιωάννης τα όμοια λέγει, «Βλέπετε εαυτούς ίνα μη απολέσητε α ειργάσθητε» και ο Παύλος πάλιν, «Βλέπετε τους κύνας, βλέπετε πως περιπατείτε». Το δε βλέπετε δεν είναι τίποτε, παρά μόνον δια να φυλαγώμεθα ημείς το λέγουν, από εκείνους όπου μας πλανούν με το δέρμα των προβάτων, και υποκρύπτουν τον λύκον, και πλανούν τους αμελέστερους. Και κατά πολύ αναγκαίας πανταχού λέγεται εν ταις Θείες Γραφαίς το «Βλέπετε, γρηγορείτε και προσέχετε, ου μόνον εαυτοίς, αλλά και παντί τω ποιμνιω», ουδέν εσιώπησεν η Θεία Γραφή από όσα είναι προς όφελος ιδικόν μας. Εμένα μου έρχεται να διακηρύξω όταν ακούω τινών από της εδικής μας Εκκλησίας να λέγουν, ότι δεν τα λέγουν ταύτα αι Θείαι Γραφαί. Και τούτο, όχι μόνοναπό τους λαϊκούς το ακούω, αλλά και από αυτούς όπου φαίνονται να ήναι Ποιμένες, και επέχουν τους τόπους τω Αποστόλων και των Προφητών, αλλά ουχί τους τρόπους, προς τους οποίους είναι εύλογο να ειπώ· «Ουαί υμίν οδηγοί τυφλοί και αμαθείς και αστήρικτοι, όπου καλλωπίζετε φορέματα και εγκαταλείπετε τον λόγον του Θεού, και υπηρετείτε την γαστέρα, ων ο Θεός η κοιλία και η δόξα· οι οποίοι παίρνετε το γάλα και το μέλι, και το κρέας της ποίμνης, και περί των προβάτων δεν σας μέλει, περί των οποίων έχετε να δώσετε λόγον εν ημέρα της Κρίσεως. Πώς θέλετε φύγει τοσαύτης αμελήσαντες σωτηρίας»;
Εγώ δε ακόμη να προσθέσω εις τον λόγον και να δείξω περισσοτέρας μαρτυρίας εκ των Θείων Γραφών, Ευαγγελίων τε και Προφητών και Αποστόλων, του Χριστού βοηθούντος μοι, δια να φραγή παν στόμα λαλούντων άδικα, των αγαπώντων τον λόγον να φωτισθή η καρδιά. Πόθεν δε να αρχίσω; Εκ του ειπόντος· «Εγώ ειμί η αρχή και το τέλος». Ας συμμαζώξη δε καθένας τον νουν του προς εαυτόν, και ας αφήση πάσαν κοσμική μέριμναν. Είπε ουν ο Κύριος· «Βλέπετε μη πλανηθήτε· πολλοί γαρ ελεύσονται επί τω ονόματί μου λέγοντες, ότι εγώ ειμί ο Χριστός, και πολλούς πλανήσουσι». Και πάλιν· «Προσέχετε εαυτούς από των ψευδοπροφητών, οι οποίοι έρχονται προς εσάς με ένδυμα προβάτων, από μέσα δε είναι λύκοι άρπαγες»· αλλ’ από των καρπών αυτών να τους γνωρίζετε, τουτέστιν εκ των λόγων, εκ της ψευδοπροφητείας, εκ της υποκρίσεως , εκ της κακοδοξίας και εκ της βλασφημίας αυτών και να τους καταλαμβάνετε· διότι δεν δύναται σαπρόν δένδρον να κάμνη καρπόν καλόν· παν γαρ δένδρον από τον καρπόν του γνωρίζεται. Ούτω και εσείς από των καρπών, ήγουν από τους λόγους των να τους γνωρίζετε· και όταν τους γνωρίσετε, μη τους παίρνετε εις την οικίαν σας, και χαίρειν μη λέγετε αυτοίς, και μη τους ερωτάτε, μηδέ να τους αποκρίνεσθε λόγον· «μη βάλετε τους μαργαρίτας υμών έμπροσθεν αυτών, αλλά προσέχετε από της ζύμης αυτών» ήγουν της αιρέσεως.
Μηδείς από εσάς ας κακίση εις εμέ, διότι ο Θεός είναι όπου λαλεί. Ακούσατε οι Ποιμένες την φωνή του Αρχιποιμένος· ακούσατε και προσέχετε τον εαυτό σας, και παντί τω Ποιμνίω· βλέπετε τους κύνας, βλέπετε τους κλέπτας· ο γαρ μη εισερχόμενος δια της θύρας εις την αυλήν των προβάτων αλλά αναβαίνων αλλαχόθεν, εκείνος κλέπτης εστί και ληστής», και πάλιν λέγει περί αυτών· «Ο μη ων μετ’ εμού, κατ’ εμού εστι»·τουτέστιν ένάντιος μου είναι· και πάλιν προς αυτούς λέγει περί αυτών· «Εσείς εκ του πατρός σας του διαβόλου είσθε» και πάλιν, αλλοίμονον εις εσάς ότι κλείετε την Βασιλείαν των ουρανών. Διότι και εσείς δεν έρχεσθε και τους άλλους δεν αφίνετε να έλθουν» και αλλού πάλιν· «Εσείς δεν είσθε από τα πρόβατα τα εδικά μου». Βλέπεις πως πανταχού ο Δεσπότης στηλιτεύει και πομπεύει τους ασεβείς και αιρετικούς, δια να μην πλανηθώμεν ημείς; Ω της αφάτου φιλανθρωπίας, ω της αφάτου συγκαταβάσεως, ω της ανεικάστου αγαθότητος! Τί ανταποδώσωμεν τω Κυρίω περί πάντων τούτων»;
Ω Ποιμένες και Συμποιμένες· ιδού γαρ ολίγα από τα πολλά είπαμεν, πώς πανταχού μας προστατεύει ο Δεσπότης να φυλλαγώμεθα, και βοά δια των αχράντων Ευαγγελίων· «Βλέπετε, γρηγορείτε, σπουδάσατε, αγωνίσασθε», και ου μόνον δια των Ευαγγελίων, αλλά και δια των Θεοφόρων Προφητών και των Θεολόγων Αποστόλων τα όμοια λέγε, διότι εις όλους αυτούς αυτός ομιλεί, καθώς βούλεται· και μαρτυρεί μου τον λόγον ο Παύλος λέγων· «Του εν ημίν λαλούντος Χριστού».
Ας φέρωμεν λοιπόν τους Θεολόγους Αποστόλους εις το μέσον, και ας ακούσωμεν εξ αυτών τί μας παραγγέλουν περί των αθέων αιρετικών. Ειπέ ημίν, μακάριε Πέτρε, όπου σε εμακάρισεν ο Κύριος Ιησούς Χριστός· ειπέ μας περί των πλανώντων και μελλόντων εξαπατάν την του Χριστού Ποίμνην, την οποίαν σου την εμπιστεύθη ο Αρχιποιμήν και Επίσκοπος των ψυχών ημών· ειπέ όσα σου εχάρισε το Πνεύμα το Άγιον, και δυνάμωσον την Ποίμνην σου κατά των κρυφών λύκων, καθώς και ο διδάσκαλος σου Χριστός, ο Κύριος ημών. Ο μακάριος Πέτρος είπε· «Τούτο πρώτο γινώσκετε ότι έρχονται εν ταις υστεριναίς ημέραις εμπαίκται, να πορεύονται κατά τας ιδίας επιθυμίας»· και πάλιν λέγει· «Από εσάς θέλουν γενούν ψευδοδιδάσκαλοι, οι οποίοι θέλουν κάμει αιρέσεις απωλείας, και τον Δεσπότην τον αγοράσαντα αυτούς, αρνούμενοι· και πολλοί θέλουν εξακολουθήσει την πλάνην αυτών, των οποίων η ανταπόδοσις δεν αργεί και η απώλεια ου νυστάξει· της κατάρας τέκνα, διατί αφήκαν τον ίσιον δρόμον και περιπατούν κατά την πλάνην του νοός αυτών». Ταύτα είπεν ο Πέτρος, ο αληθής και μακάριος Πέτρος, η πέτρα της πίστεως, εις την οποίαν ωκοδόμησεν ο Χριστός την Εκκλησίαν· Πέτρος, όπου κρατεί τα κλειδία της Βασιλείας των ουρανών· Πέτρος όπου περπάτησεν επάνω εις τα κύματα· ο θερμός εραστής του Δεσπότου Χριστού, ο θανατώσας τον Σίμωνα μάγον εις την Ρώμην, ως Πρωτοκορυφαίος και προστάτης, τον πρωτοληστήν και κλέπτην, και μαθητήν του διαβόλου εις τας αιρέσεις.
Πάλιν ο Ιωάννης είπε· «Φανερά εστι τα έργα του διαβόλου». Βλέπεις πως εις όλους ο Χριστός λαλεί; Διότι και εις το Ευαγγέλιον τα όμοια είπε προς αυτούς, ότι εσείς από τον πατέρα σας τον διάβολο είσθε. Ηξεύρω πολλούς όπου λέγουν, ότι και αυτός Θεός έπλασε λέγοντας, πως χωρίς του Θεού δεν εγίνηκεν ουδέν πράγμα, μη νοώντας τι είναι εκείνα όπου λέγουσιν, ουδέ δια ποία βεβαιώνουσιν. Ότι μεν ο Θεός τους έκτισε, το λέγω και εγώ, αλλά τους έκτισε δια να κάμνουν έργα καλά, δια να τους ακολουθούμεν, και να γενούμεν τέκνα Θεού δια της ορθής πίστεως. Αλλ’ επί το προκείμενον ας γυρίσωμεν, ο Ιωάννης είπε· «Και τώρα πολλοί αντίχριστοι εγίνηκαν» και πάλιν λέγει· «Βλέπετε εαυτούς, δια να μη χάσετε εκείνα όπου δουλεύετε, ότι πολλοί πλάνοι εφάνηκαν εις τον κόσμον»· και πάλιν «Αγαπητοί, μη παντί πνεύματι πιστεύετε»· ήγουν εις πάσαν διδασκαλίαν μην πιστεύετε αλλά δοκιμάζετε τα πνεύματα, εάν ήναι από του Θεού, ότι πολλοί ψευδοπροφήται ήλθον εις τον κόσμον», και πάλιν λεγει· «Είτις έρχεται προς εσάς, και δεν φέρει ταύτην την διδαχήν μαζί του, μη τον δέχεσθε εις τα σπίτια, και μη τον χαιρετάτε, διότι όποιος τον χαιρετά, κοινωνεί εις τα έργα του τα πονηρά»· και πάλιν λέγει· «Καθ’ ένας όπου παραβαίνει και δεν στέκεται εις την διδαχήν του Χριστού, Θεόν δεν έχει». Ταύτα λέγει ο Ιωάννης ο Υιός της βροντής, ο ηγαπημένος υπέρ πάντας τους Αγίους, ο στερεώσας από περάτων έως περάτων της οικουμένης την Εκκλησίαν, ο Ιωάννης όπου έφραξε τα στόματα των αιρετικών με την Θεολογίαν.
Ο Ιάκωβος δε είπεν· «Όστις θέλει να ήναι φίλος αυτού γίνεται εχθρός του Θεού». Ακούσατε όλοι όσοι φιλιώνεσθε και τρώγετε με τους αιρετικούς, οδυνηράν απόφασιν, ότι του Χριστού εχθροί έστε· διότι ουδέ εκείνος όπου φιλιώνεται με τους εχθρούς του βασιλέως ημπορεί να ήναι φίλος αυτό, αλλ’ ουδέ να ζήση είναι άξιος, αλλά μαζύ με τους εχθρούς τον αφανίζει.
Και ο Ιούδας του Ιακώβου είπεν· Εφάνηκαν τινές άνθρωποι, οι έκπαλαι προγεγραμμένοι, εις τούτο το κρίμα ασεβείς, μεταβάλλοντες την του Θεού χάριν εις ασέλγειαν, και τον μόνον Δεσπότη και Κύριον Ιησούν Χριστόν αρνούμενοι», και πάλιν λέγει. «Εις τους υστερινούς χρόνους γίνονται εμπαίκται να πορεύωνται κατά τας ιδίας αυτών επιθυμίας των ασεβειών. Ούτοι είναι εκείνοι, όπου περνούν την ζωή τους αφόβως ως φθάσουν· νεφέλα άνυδρα, όπου τα σύρει κάθε άνεμος, αστέρας πλανήται, οις ο ζόφος του σκότους εις αιώνας τετηρηται».Ταύτα και άλλα περισσότερα μας παραινεί ο καλός Ιούδας.
Έλα λοιπόν και εσύ Παύλε, το σκεύος της εκλογής, ειπέ μας και συ κατά την χάριν την δοθείσαν σοι εκ Θεού, ειπέ μας περί του παρόντος πονηρού καιρού, παρρησίασον και πόμπευσον τους κλέπτας και ληστάς της αγίας Ποίμνης Χριστού του Θεού ημών. Ο Παύλος είπεν · «Εγώ ηξεύρω, ότι μετά την τελείωσίν μου έρχονται λύκοι βαρείς εις εσάς να μη λυπούνται την ποίμνην μου». Βλέπεις ισολογίαν Προφητών και Αποστόλων άμα· βλέπεις τους Θεολόγους πώς συμφωνούν πανταχού τα λόγια τους περί των αθέων αιρετικών, σκυλία καλούντες αυτούς και λύκους, καθώς λέγει και αλλού ο Παύλος· «βλέπετε τα σκυλία, βλέπετε τους κακούς εργάτας, βλέπετε την κακήν κοπήν, βλέπετε να μην ήναι τις όπου σας πλανά δια της φιλοσοφίας και ματαίας πλάνης. Βλέπετε ακριβώς πως περιπατείτε, ότι αι ημέραι πονηραί εισι». Τί απολογίαν έχει να δώση ο ακούων ταύτας τας παραγγελίας, εάν αμελήση; Και αλλού πάλιν λέγει· «Πολλών ειδών και παράξεναις διδαχαίς μη τους παραδέχεσθε» και πάλιν· «Αιρετικόν άνθρωπον μετά μίαν και δευτέραν νουθεσίαν φεύγε απ’εκείνον· και πάλιν «Πονηροί δε άνθρωποι και γόητες θέλουν προκόψει εις το χειρότερον, πλανώντες και πλανώμενοι». Ακούσατε πάλιν όσοι φιλιώνεσθε με αυτούς· «Τοις δε μεμιασμένοις ουδένα είναι καθαρόν, δια να φύγετε από της οργής της ερχομένης απ’ αυτούς». Και όσοι μείνετε με αυτούς εις φαγοπότια, πως αποτολμάτε και μεταλαμβάνετε τα Θεία και φρικτά Μυστήρια του Χριστού; ή δεν ακούτε τον μακάριον Παύλον όπου φωνάζει, ότι δεν δύνασθε να τρώγετε από της Τραπέζης του Κυρίου και από της Τραπέζης των δαιμονίων; Εύγατε από το μέσον τους λέγει ο Προφήτης, και ακαθάρτου μη άπτεσθε. Άρα μας ακούετε εις ταύτα όπου λέγομεν; Άρα σας καταπείθομεν, ή αδίκως κοπιάζομεν και λαλούμεν εις τον αέρα; Όμως δια τους θέλοντες και σπουδάζοντας δια να ακούσουν τον λόγον, και να τον κάμνουν, δεν θέλω κακίσει, ουδέ να παύσω τα λόγια του Παύλου, αλλά τα αυτά πάλιν λέγω, και ακούσατε· «Μη γίνεσθε ετεροζυγούντες απίστοις· τις γαρ κοινωνία φωτί και σκότει»; Πού είναι οι θρασύστομοι και ματαιολόγοι όπου λέγουν, ότι δεν είναι ταύτα εκ της Θείας Γραφής, των οποίων Θεός η κοιλία και η δόξα, και όπου αγαπούν όλα τα επίγεια. Ταύτα είπεν ο Παύλος το στόμα της Εκκλησίας, το σκεύος της εκλογής, ο πολύαθλος και γενναίος Παύλος, η Θεόφθογγος λύρα, ο Χριστοκήρυξ και συγγραφεύς δογμάτων, η σάλπιγξ του λόγου, ο ρήτωρ της ευσεβείας, η των εθνών σαγήνη.
Και οι μεν μακάριοι και Θεολόγοι Απόστολοι ταύτα και περισσότερα είπον περί των αθέων και απίστων αιρετικών οι δε Προφήται τα προτήτερα και αυτοί τα όμοια είπαν. Αλλ’ ανάγκη είναι να τους φέρουμεν και αυτούς εις το μέσον, είπε γαρ ο Δαβίδ· «Ουκ έστιν εν τω στόματι αυτών αλήθεια», και πάλιν λέγει· «Κύριε τους μισούντας σε εμίσησα, και επί τους εχθρούς σου εξετηκόμην· τέλειον μίσος εμίσουν αυτούς, εις εχθρούς εγενοντό μοι». Και ο σοφός Σολομών είπεν· «Ότι ασεβείς υποκρίνονται ευσεβείν», και πάλιν λέγει «Υιέ μη σε πλανήσουν άνδρες ασεβείς, μηδέ πορευθής εν οδώ μετ’ αυτών». Και ο Προφήτης Ησαΐας είπε, μάλιστα ο Θεός δια του Προφήτου λέγει· «Υιούς εγέννησα και ύψωσα, αυτοί δε με ηθέτησαν». Και πάλιν λέγει. «Ουκ έστι χαίρειν τοις ασεβέσι, λέγει Κύριος». Άρα αρκούσι ταύτα, ή να φέρωμεν εις το μέσον όλους τους Προφήτας λέγοντας τα όμοια; Αλλά φθάνουσι και ταύτα προς εκείνους όπου αγαπούν να κάμνουν· διότι εκείνος που δεν πείθεται εις όσα είπομεν, ουδέ εις τα πολλά θέλει ακούσει. Αλλ’ ακόμη ολίγον ας διατρίψωμεν εις τα λόγια του Προφήτου Δαυΐδ, και να ιδούμεν πως στηλιτεύει και φανερώνει τον κεκρυμμένον δόλον εις αυτούς και λέγει, «Ουκ έστιν εκ του στόματος αυτών αλήθεια, η καρδία αυτών ματαία». Βλέπεις του Προφήτου την σύνεσιν, πώς δημοσιεύει και ξεσκεπάζει και πομπεύει τους κενόδοξους, δια να μην πλανηθώμεν ημείς; Ακούσατε ορθόδοξοι, και μην ανακατώνεσθε με τους αιρετικούς· ακούσατε Ποιμένες και φρίξατε, και μην σιγάτε, αλλά κηρύττετε τον δόλον της ασεβείας αυτών· μη δίδετε τόπον τω διαβόλω· μην αφίνετε θύραν τοις λύκοις.
Μιμηθήτε τον μακάριον Απόστολον Πέτρον, όπου βλασφημούντος εις την Ρώμην του τρισκατάρατου Σίμωνος, και λέγοντος, πως αυτός ήτον η δύναμις του Θεού, ούτε καν προς ώραν εσιώπησεν, ή υπέμεινεν, αλλ’ ελέγξας αυτόν και ψεύστην αποδείξας και ληστήν και αντίθεον, και εγκρεμνίσας αυτόν παρέδωκεν εις την απώλειαν. Ομοίως δε και τον υιόν αυτού, μάλλον δε του διαβόλου, τον μιαρόν Μουντανόν και ακάθαρτον και άθεον, μετά δύο μοιχαλίδων, με πολλή σπουδήν ελέγξας ο Άγιος Απόστολος, και άθεον και ψαυδόχριστον, και ψευδοπροφήτην αποδείξας, εφίμωσε και έφραξε το μιαρόν αυτού στόμα εν τω ονόματι Ιησού Χριστού, μη μακροθυμήσας, μηδέ υπομείνας καιρόν εις την αυτού βλασφημίαν. Ούτω κάμνετε και σεις, ω Ποιμένες «και μη συγκοινωνείτε τοις έργοις τοις ακάρποις του σκότους, μάλλον δε να ελέγχετε» καθώσπερ και οι Απόστολοι, και ο Θεοπάτωρ Δαυΐδ, όπου έλαβε περί αυτών πολλούς κόπους και πολλούς αγώνας, ελέγχων και στηλιτεύων, και φωνάζων προς τον Θεόν κατ’ αυτών και λέγων· «Έως πότε αμαρτωλοί Κύριε, έως πότε αμαρτωλοί καυχήσονται; Διασκόρπισον αυτούς εν τη δυνάμει σου· δος αυτοίςκατά τα έργα αυτών· εν τη πόλει σου τη εικόνα αυτών εξουδενώσεις ότι εκείνα όπου τελειώνεις εσύ, αυτοί τα χαλούν» και πάλιν επαρεκάλει ο Δαυΐδ, κάμνων δεήσεις προς τον Θεόν, δια να έλθη αυτός ο ίδιος να τελειώσει το ζήτημα του και έλεγε· «Κύριε κλίνον ουρανούς και κατάβηθι· Κύριε μη χρονίσης. Ταχύ προκαταλαβέτωσαν ημάς οι οικτιρμοί σου Κύριε».
Και ο φιλάνθρωπος Θεός όπου θέλει να σωθούν όλοι οι άνθρωποι, και να έλθουν εις επίγνωσιν της αληθείας, ο εγγύς πάσι τοις επικαλουμένοις αυτόν εν αληθεία, δεν παρήκουσεν, ουδέ εκαταφρόνησε την δέησιν των Αγίων, αλλ’ έκλινεν ουρανούς και κατέβη, και πάντα οικονόμησεν εις σωτηρίαν του γένους ημών, και τα έδειξε όλα κάμνοντας και διδάσκοντας. Είτα, θέλων να δείξη ότι όσοι θέλουν να ήναι προεστοί των Εκκλησιών, ούτω να διώκουν τους αιρετικούς, εποίησε φραγγέλιον από σχοινί, και εμπήκε και εξέβαλε πάντας από το Ιερόν, και τους εδίωξε λέγων «Ο οίκος μου είναι οίκος προσευχής, και σεις τον εκάματε σπήτι των ληστών»;
Ακούσατε οι προεστώτες των Εκκλησιών, διότι δι’ εσάς έδειξε καλόν παράδειγμα, δια να ακολουθήτε καταπόδι του, και να προσέχετε πανταχόθεν τους λύκους, και να διώχνετε, και να φυλάγετε την Ποίμνην αβλαβή και όταν τους εύγαλεν όλους έξω, δηλονότι τους φρονούντας τα ενάντια, τέλος είπε και την ερήμωσιν αυτών και τον αφανισμόν, όπου έμελλε να τους έλθη κατά γενεάν και γενεάν τοις τα ενάντια φρονούσι λέγων· «Ιδού αφίεται ο οίκος υμών έρημος». Οράς πως οι λόγοι εγίνηκαν έργα;διότι οι εχθροί και οι επίβουλοι της Εκκλησίας, ήγουν οι αιρετικοί, καθ’ εκάστην γενεάν τη απωλεία παραδίδονται, κατά τον λόγον του Κυρίου, όπου είπεν «ότι πάσαν φυτεία όπου δεν την εφύτευσεν ο Πατήρ μου, εκριζωθήσεται»· το οποίον και έγεινε, διότι αυτός πρώτος το έκαμε τούτο και το απέδειξε. Μετά δε εις ουρανούς αυτού Ανάληψιν πάλιν επολέμησαν με αυτούς οι μακάριοι Απόστολοι, και ύστερα απ’ αυτούς τα θεία τούτω δόγματα και οι διδάσκαλοι της Εκκλησίας, και αι κατά καιρόν γενόμεναι άγιαι Σύνοδοι· τούτους εκριζώσαντες, δηλονότι, όσους δεν εμετανόησαν, τους παρέδωκαν εις την απώλειαν, κατά το γεγραμμένον· «Ότι απολείς πάντας τους λαλούντας το ψεύδος» ή ουχί πάντες ηφανίσθησαν και απώλοντο δια την ανομίαν αυτών; Διότι που είναι όσοι επολεμούσαν τότε την Εκκλησίαν βασιλείς και δυνάσται και σοφοί; Δεν εδιασκορπίσθησαν και αφανίσθησαν ωσάν να μην ήσαν; Πού είναι το φρύαγμα και η θρασύτης των Ιουδάιων; Πού είναι ο Σίμων ο μάγος, ο πρώτος αιρετικός, ο μαθητής του διαβόλουκαι των Ιουδαίων και πρόδρομος του Αντιχρίστου; Πού είναι το κακόν αυτού γέννημα και της αυτού βλασφημίας και ασελγείας διάδοχος. Μουντανός ο έξαρχος των κακών, μετά των δύο μοιχαλίδων; Και όσα λέγονται μιαρά αυτών και βδελυκτά και ακάθαρτα, τα οποία δεν είναι πρέπον να φανερωθούν; Δια τα οποία έλεγε και ο Απόστολος. «Τα γαρ κρυφή γενόμενα υπ’ αυτών αισχρόν εστί και λέγειν».
Πού είναι ο Μαρκίων; Πού ο Ουάλης; Πού ο Μάνεντας; Πού ο Βασιλίδης; Πού ο Νέρων; Πού ο Ιουλιανός; Πού ο Άρειος; Πού ο Νεστόριος; Πού άπαντες οι αντιπολεμούντες την Εκκλησίαν; Ως λέγει ο Δαυΐδ «Εκύκλωσάν με κύνες πολλοί». Δεν απωλέσθησαν πάντες και διεσκορπίσθησαν δια την βλασφημίαν τους, και εξεδιώχθησαν ώσπερ λύκοι, διότι ηύραν τους εναντίους και γενναίους πολεμιστάς και Ποιμένας, τους Προεστούς των Εκκλησιών του καιρού εκείνου, τους μακάριους άνδρας; Αλλά πολύν διαφοράν βλέπω των τότε Ποιμένων, και των του καιρού τούτου. Εκείνοι ήσαν πολεμισταί, ούτοι δε φυγάδες, εκείνοι αγωνισταί, και ούτοι φαγάδες, εκείνοι εκαλλώπιζαν βιβλία και δόγματα, και ούτοι καλλωπίζουν φορέματα και γέλοια , ούτοι ωσάν μισθωτοί αφίνουν τα πρόβατα και φεύγουσιν, εκείνοι δε την ψυχήν έθηκαν υπέρ των προβάτων και μιμήθηκαν τον Ποιμένα τον καλόν, τον Κύριον ημών Ιησοούν Χριστόν. Ω των μακαρίων εκείνων ανδρών, των οποίων τα ονόματα εγράφησαν εν βίβλω ζωής, τους οποίους έφριξαν οι δαίμονες και ετρόμαξαν οι αιρετικοί· δια των οποίων εφράγη παν στόμα λαλούντων άδικα.
Μου έρχεται λοιπόν να ειπώ και εγώ όμοιος με τον Δαυΐδ, ο οποίος έλεγε οδυνώμενος «πού εισι τα ελέη σου τα αρχαία Κύριε»; Να ειπώ και εγώ δακρύζοντας, πού είναι ο μακάριος χορός εκείνος των Επισκόπων και διδασκάλων, οι οποίοι έλαμπον εις τον κόσμον ωσάν φωστήρες, επέχοντας λόγον ζωής;
Αλλά τί εμποδίζει να φέρωμεν εις το μέσον και αυτούς από τους πολλούς ολίγους, επειδή και η ενθύμησις αυτών είναι αγιασμός της ψυχής; Πού είναι ο Ευώδιος, η ευωδία της Εκκλησίας και των Αγίων Αποστόλων διάδοχος και μιμητής; Πού είναι ο Ιγνάτιος, τον του Θεού οικητήριον; Πού είναι ο Διονύσιος το πετεινό του ουρανού; Πού είναι ο Ιππόλυτος ο γλύκυτατος και ευνούστατος; Πού είναι ο μέγας Βασίλειος, ο παρ’ ολίγον ισόμετρος των Αποστόλων; Πού είναι ο Αθανάσιος ο πολεμιστής των αιρετικών; Πού ο Γρηγόριος ο δεύτερος Θεολόγος και αήττητος του Χριστού στρατιώτης; Που ο άλλος ο Συνώνυμός του; Πού ο Εφραίμ η παραμυθία των λυπουμένων, η παιδαγωγία των νέων, η χειραγωγία των μετανοούντων, η δίστομος σπάθη κατά των αιρετικών, και το δοχείον του Αγίου Πνεύματος και των αρετών; Βλέπεις πόσον το μέσον, και πόση διαφορά εκείνων των μακαρίων και αγίων ανδρών, παρά του καιρού τούτου;
Ηξεύρω και άλλους πολλούς Θεοφόρους διδασκάλους, αλλ’ αρκεί όσους είπαμεν. Εκείνοι έβαλαν την ψυχή τους, καθώς είπαμεν δια τα πρόβατα, ούτοι δε αφίνουσι τα πρόβατα και φεύγουσιν· εκείνοι ήσαν δυνατοί και με το έργον και με το λόγον, ούτοι εις τα χρήματα, και κτήματα και άλογα και μουλάρια, και χωράφια και αγέλαις, και μαγείρους και τράπεζας λαμπράς, πολλήν προθυμίαν βάνουν και πολλές φροντίδες περί τούτου καθ’ εκάστην ημέραν και νύκτα· περί δε της λογικής Ποίμνης ουδέν μία φροντίδα, δια την οποίαν έχουν να δώσουν λόγον εις την μεγάλη και φοβερά ημέρα της κρίσεως. Έπειτα εάν τους ρωτήσεις τις περί Βιβλίων, αποκρίνονται και λέγουν· είμαι πτωχός και δεν έχω να αποκτήσω βιβλία· είτα περιπατούν, ουχ ως πτωχοί, αλλά με φορέματα πολυτελή και εκλαμπρά, και χειρίδια έως των δακτύλων, και τραχήλους ψηλούς, και υπηρέτας πολλούς, μάλιστα μαγείρους περί των οποίων είναι αισχρόν πράγμα να λέγη τις, διότι εκ του περισσού πλούτου απέκτησαν και σκλάβας γυναίκας. Ω της βαθείας αισχύνης, ω της κακής ευπορίας, ω της πικράς φιλαργυρίας, ω της αχορταγίας της γαστρός!
Από ταύτα λοιπόν έρχονται τα σκάνδαλα, οι ψιθυρισμοί, οι ονειδισμοί, αι λοιδορίαι, οι θόρυβοι. Είτα εάν τους εξετάση τις, αποκρίνονται· ποίον αδικώ; Εξουσίαν έχω εις τα ιδικά μου να κάμω όπως θέλω. Είτα εάν φανή τις από τους αθέους αιρετικούς να λαλή διεστραμμένα, ουδένας ευρίσκεται να αντισταθή, ουδένας αντιπολεμιστής, όλοι πτωχοί, όλοι σιωπηλοί, όλοι φυγάδες. Ω της ανοίας, της κακής ρίζης πάντων των κακών της φυλαργυρίας, ότι δια να ήμεθα πλούσιοι θαρρούμεν να σωθούμεν· αλλά ευκολώτερον είναι να περάση καραβόσχοινον από την τρύπα της βελόνης, παρά ο πλούσιος να έμβη εις την Βασιλείαν των ουρανών· τρυφώντες και μεθύοντες και μετεωριζόμενοι θέλετε να νικήσετε τας αιρέσεις; Αλλ’ ουδέ ημάς ακούουν οι τρυφώντες και μεθύοντες νυν, οι στολιζόμενοι με πολλά φορέματα και με πολύ χρυσίον. Πώς ημπορείτε να υποδείξετε εις άλλους την καλήν πτωχείαν του Χριστού του πτωχεύσαντος δι’ ημάς, όπου επαράγγειλε τοις Μαθηταίς αυτού να μην έχουν ούτε χαλκόν εν ταις ζώναις αυτών; Βέβαια πλανάσθε, μη νοούντες τας Γραφάς. Και δεν ακούετε του Κυρίου όπου λέγει· «Μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι; Και μη θησαυρίζετε επί της γης;» Ο πλούτος σας επλήθυνε και ο λόγος σας εχάθη· τα φορέματα σας τρώγουν οι βότρυδες, δια τα οποία έχετε να δώσετε λόγον τω Αρχιποίμενι Χριστώ· και δεν συλλογίζεσθε, ότι καθ’ ένας έχει να δώσει λόγον τω Θεώ περί αυτού. Εσείς δε οι Ποιμένες θέλετε να δώσετε λόγον και δια τον εαυτόν σας, και δια τα πρόβατα, και Αρχιερείς και Ιερείς και Διάκονοι, έκαστος καθώς επιστεύθη.
Αλλά βλέπετε να μη λησμονήσετε τα τάλαντα· «προσέχετε εαυτοίς και παντί τω Ποιμνίω». Φυλάγεσθε να μη λείψη πρόβατον από την Ποίμνην, διότι να ηξεύρετε καλά, ότι εάν απομείνη πρόβατον εκ της Ποίμνης από την αμέλειαν σας, και το φάγουν τα θηρία, όλην σας τη ζωή αφανίζει· διότι το αίμα αυτού εκ των χειρών σας εκζητήσει ο Κριτής. Αλλ’ εξυπνήσατε του λοιπού, και κηρύξατε τον λόγον· αφήσατε πάσαν βιωτήν μέριμναν· βλέπετε ακριβώς πως περιπατείτε· βλέπετε τους κύνας , βλέπετε λέγω, και δεν παύω λέγοντας, βλέπετε τους λύκους, βλέπετε τους κλέπτας, βλέπετε τους ληστάς. Βλέπετε ότι πολλοί πλάνοι εξήλθον εις τον κόσμον. Αγρυπνάτε και νήφετε, όσοι ελάβατε επάνω σας το δεσποτικόν σχήμα· γρηγορείτε και στοχάζεσθε την φοβεράν ημέραν της αυτού παρουσίας, όταν έρχεται να κάμη λογαριασμόν με εσάς, όπου έδωκε το τάλαντον.
Ταύτα λοιπόν έχοντες εις τον νουν σας, ω αγαπητοί, ποιμαίνετε την Ποίμνην του Θεού, όπου σας εδόθη, ως λέγει ο Απόστολος, μη αναγκαστικώς, αλλά θεληματικώς· μη αισχροκερδώς, αλλά προθύμως· μηδέ ως κατεξουσιάζοντες τον κλήρον· αλλά να γίνεσθε τίποι του Ποιμνίου, και φανερωθέντος του Αρχιποίμενος, να λάβετε τον αμάραντον της δόξης στέφανον. Πάλιν τα όμοια λέγω· «Ακούσατε ουν Ιερείς Κυρίου, βασιλείς της γης και πάντες λαοί, άρχοντες και πάντες Κριταί γης, νεανίσκοι και παρθένοι, πρεσβύτεροι μετά νεωτέρων. Ενωτίσασθε πάντες οι κατοικούντες την οικουμένην»· οι μικροί και οι μεγάλοι, οι αρσενικοί και οι θηλυκοί, επί το αυτό πλούσιος και πένης. Παρακαλώ σας όλους, προσέχετε τοις λεγομένοις, διότι θέλων να σας αποδείξω εκ των αγίων Γραφών, ότι με τον λόγον είναι πολλοί χριστιανοί, αλλά με τον τρόπον πάνυ ολίγοι· με το σχήμα μεν, ως Χριστού Μαθηταί, και με τον τρόπον προδόται· με τον λόγον μεν ευσεβείςκαι εύσπλαγχοι, με τον τρόπο δε Έλληνες· με το όνομα μεν χριστιανοί, και με τα έργα εθνικοί, καθώς είπεν ο Προφήτης· «ότι εμίγησαν με τα έθνη και έμαθον τα έργα αυτών». Και αληθινά εις ημάς επληρώθη η Προφητεία αυτού· ποταποί χριστιανοί είναι οι τηρούντες μύθους Ιουδαϊκούς, και Ελληνικούς, και γενεαλογίαις και μαντείαις, και αστρολογίαις και φαρμακείαις, και φυλακτήρια, και παραρητήσεις ημερών και μηνών, και χρόνων, και κλυδωνισμούς και ονείρατα, και φωνάς των ορνέων, και οι ανάπτοντες λύχνον εν ταις βρύσαις και απολουόμενοι, και τηρούντες τα συναπαντήματα, και οι τρώγοντες τα ειδωλόθυτα, και αίμα πνικτόν και θηριάλωτον και ψόφιον, και άλλα πολλά τοιαύτα; Και πως ημπορούν να ήναι χριστιανοί, όσοι τα κάμνουν αυτά; Πώς δε τολμούν και μεταλαμβάνουν τα θεία Μυστήρια, όπου είναι χειρότεροι των Ελλήνων; Τί χριστιανοί είναι πάλιν, οι ποιούντες τα των εθνών σχήματα, και αλλάσσουν τα πρόσωπά τους ή την φωνήν τους, και χορεύουν και τίπτουν τας χείρας τους, ή και στολισμούς γυναικείους εις τους άνδρας; Όσοι τα κάμνουν και τα δέχονται αυτά, δεν τους ωφελεί τίποτε να ονομάζονται Χριστιανοί· διότι, καθώς μια κόρη έως όπου φυλάσσει την παρθενίαν ευλόγως, και αξίως ονομάζεται και είναι Παρθένος, εάν δε γελασθή υπό τινός και φθαρή, πλέον δεν είναι Παρθένος· ούτω και ο καλούμενος Χριστιανός, εάν παραβή τας συνθήκας, και καταπατήση τας επαγγελίας, και κάμνη τα έργα των Εθνών, δεν πρέπει να λέγεται Χριστιανός.
Καταλάβατε γουν πάντες, Αγαπητοί, ότι μετ’ εκείνα τα ολίγα εχωρισθήκαμεν απ’αυτά, λέγοντες· «Αποτάσσομαι τω Σατανά, και πάσι τοις έργοις αυτού· ήγουν χωρίζομαι από τον Σατανάν, και από όλα τα καμώματα αυτού». Είπες «πάσι»· βλέπε τί είπες, όλα τα έργα αυτού. Όμως αυτά όπου κάμνεις, τίνος είσαι; Στοχάσου παρακαλώ σε, τίνος τάσσεις· όχι Αγγέλου, όχι Βασιλέως επιγείου, όχι Άρχοντος του αιώνος τούτου, αλλ’ αυτού του Βασιλέως των Βασιλέων, και Άρχοντος των Αρχόντων· με αυτόν εσυμβάσθης, και ωμολόγησας, και έταξες έμπροσθεν πολλών μαρτύρων· το λοιπόν εις το χέρι του είσαι και συ, και οι λόγοι σου· το λοιπόν καρτέρει τον ερχόμενον εκ των ουρανών βαστάζοντα το γραμμάτειόν σου και τα λόγια του στόματός σου, δια να αναγνωσθή έμπροσθεν Αγγέλων και ανθρώπων. Βλέπετε ουν Αδελφοί και φυλάγεσθε καν του λοιπού από τα εθνικά καμώματα· ακούσατε του Αποστόλου λέγοντος· «Τούτο ουν λέγω και μαρτύρομαι εν Κυρίω, ότι πλέον να μην περιπατήτε, καθώς περιπατούν και τα άλλα Έθνη με την πλάνην του νοός αυτών»· οι οποίοι εσκοτισμένοι εις την διάνοιαν, αλλά σεις δεν εμάθετε ούτω από τον Χριστόν.
Καταλάβετε τα λεγόμενα αδελφοί, και μην ανακατώνεσθε με εκείνους, όπου τα κάμνουν αυτά, διότι πολλοί είναι μαθηταί της απωλείας, και ακόμη αυγατίζουν. Βλέπετε, ότι αι ημέραι πονηραί εισι, και ο καιρός τους ιδίους υπηρέτας προχειρίζεται. Και μη θαυμάσηςεάν οι Ποιμένες γίνονται λύκοι, διότι και ο Απόστολος Παύλος προς Επισκόπους και Πρεσβυτέρους διαλεγόμενος, έλεγεν, ότι από εσάς θέλουν σηκωθή άνδρες λαλούντες διεστραμμένα. Δια τούτο ας μη σας πλανήση τινάς, όπου έχει απ’ έξω σχήμα Αγγελικόν· δια τούτο έλεγε και ο Κύριος «βλέπετε μη τις υμάς πλανήση». Αλλά και εγώ πάλιν τα όμοια λέγω· μη σας πλανήση τινάς μήτε από τους έξωθεν, μήτε από τους έσωθεν, μήτε Επίσκοπος, ή Πρεσβύτερος, ή Διάκονος, ή Αναγνώστης, ή Άρχοντας, ή πλούσιος ή πτωχός, ή όστις και αν ήναι όπου λαλεί διεστραμμένα· ανάθεμα έστω· οι οποίοι έρχονται προς εσάς με το ένδυμα των προβάτων, από μέσα δε είναι λύκοι άρπαγες· και έχουσι μόρφωσιν ευσεβείας, την δε δύναμιν αυτής αρνησαμένοι. Εσείς δε αγαπητοί, μη πλανήθήτε, αλλ’ ως παρελάβετε από τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, εν αυτώ περιπατείτε, και ο Θεός της ειρήνης έσται μεθ΄υμών. Και περί μεν τούτων έως ώδε· αλλ’ ακόμη ολίγα να ειπώ περί της συντελείας, και να κάμω τέλος.
Όταν δε αρχίσω να λαλώ περί της Συντελείας, φρίκη μου έρχεται και τρομάζω, ότι όλα του Κυρίου τα θαύματα μεγάλα και φοβερά και ένδοξα είναι, το δε της Συντελείας και της δευτέρας αυτού Παρουσίας Μυστήριον είναι υπέρ λόγον και νουν και διάνοιαν, και υπερβαίνει πάσαν διήγησιν, και καταπλήττει πάσαν ακοήν. Μεγάλον δε αγώνα, και πολύν πόθον είχαν οι Μαθηταί να ακούουν παρά του Διδασκάλου περί των σημείων, και περί της Συντελείας. Και καθώς πολλάκις ηκούσατε του Ευαγγελίου λέγοντος, ότι «Καθημένου του Ιησού επί το όρος των Ελαιών, προσήλθον αυτώ οι Μαθηταί κατά μόνον λέγοντος, ειπέ ημίν, τί το σημείον της σης Παρουσίας, και της Συντελείας του αιώνος»; Βλέπεις το σοφόν και γννωστικόν των Αγίων Μαθητών, οπόταν θέλουν να ερωτήσουν τίποτες μέγα πράγμα, όλοι αντάμα έρχονται, αλλά και κατά μόνας, και λέγουν. Ειπέ ημίν, ω Δέσποτα, ειπέ ημίν αγαθέ, ειπέ ημίν καρδιογνώστα, ειπέ ημίν εσύ, όπου ηξεύρεις και τα πρώτα και τα έσχατα, ειπέ ημίν ο ειδώς τα πάντα πριν γενέσεως αυτών, ειπέ ημίν ο Ποιητής των απάντων, ειπέ ημίν ο Πατήρ του μέλλοντος αιώνος, ειπέ ημίν τί το σημείον της σης Παρουσίας και της Συντελείας του αιώνος; Όταν μέλλης έρχεσθαι κρίναι ζώντας και νεκρούς πάσης της οικουμένης· όταν καταργήσης πάσαν αρχήν και εξουσίαν και δύναμιν· όταν σε προσκυνήση παν γόνυ επουρανίων και επιγείων και καταχθονίων· ειπέ ημίν τί το σημείον της σης Παρουσίας; Ο δε Κύριος είπεν αυτοίς· βλέπετε μη πλανηθήτε, διότι πολλοί έρχονται με το όνομά μου λέγοντες, ότι εγώ ειμί ο Χριστός, και βλέπετε μη σας πλανήση τινάς, ότι ο καιρός είναι κοντά. Εκείνο όπου είπε πότε, είναι τούτο όπου βλέπομεν ημείς με τα ομμάτιά μας· τότε είπεν, ότι κοντά είναι ο καιρός, τώρα δε άρχισε καθώς βλέπομεν. Βλέπεις πόση σπουδή του Δεσπότου περί των Ψευδοπροφητών και Ψευδοδιδασκάλων, και αθέων Αιρετικών; Δια να ξεσκεπάση και να δείξη εις όλους τον εν αυτοίς κεκρυμμένον δόλον· δια τούτο και προτήτερα τους έβαλεν, από την ερώτησιν των Μαθητών περί των σημείων, ωσάν λύκους της ποίμνης και προδρόμους του Αντιχρίστου, και τότε προείπε τα ακόλουθα, πολέμους και ακαταστασίας. Έθνος επί Έθνος, και Βασιλεία επί Βασιλείαν· τα οποία βλέπομεν και δεν καταλαμβάνομεν, βλέποντες εις πολλούς τόπους και πείναις και φόβους, και σημεία από του ουρανού, και τα άλλα, όσα είπε, και δεν τα βάνομεν εις τον νουν μας. «Τότε λέγει, σκανδαλισθήσονται πολλοί, και παραδώσουσιν αλλήλους». Και πού δεν είναι τώρα προδότης; Πάντες σχεδόν προδόται εγίνηκαν, και μισούσιν αλλήλους· και τούτο επληρώθη, καθώς βλέπομεν. Δεν πολεμεί ο εις τον άλλον; Έθνος επί Έθνος και Βασιλεία επί Βασιλείαν; Άρχοντες κατά των ομοίων αυτών, και Επίσκοποι κατά Επισκόπων; Πρεσβύτεροι κατά Πρεσβυτέρων και Διάκονοι κατά Διακόνων; Αναγνώσται κατά Αναγνωστών, και Λαϊκοί κατά Λαϊκών; «δια γαρ το πληθήναι την ανομίαν ψυγήσεται η αγάπη των πολλών». Δια τούτο προείπεν ο Δεσπότης ότι «Ερευνάτε τας Γραφάς» και δεν θέλετε πλανηθή είπε δε και έτερον σημείον, ότι «Κηρυχθήσεται Ευαγγέλιον τούτο της Βασιλείας εν όλη τη Οικουμένη, εις μαρτύριον πάσι τοις έθνεσι και τούτο ήξει το τέλος».
Αυτώ η δόξα εις τους αιώνας. Αμήν!
- (Από το βιβλίο «Μαργαρίται» Ιωάννου του Χρυσοστόμου, εκδ. Μαρ. Ρηγόπουλου , Θεσσαλονίκη 2018, σελ.240)
ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ katanixi.gr
Κάνε ἐγγραφή στό νέο κανάλι τῆς Κατάνυξης τοῦ Youtube πατώντας ἐδῶ: ΚΑΤΑΝΙΧI