Αφιερώματα
Παιδικό Συναξάρι Οσίου Μακαρίου του Ρωμαίου
23 Οκτ 2024
της Ε.Ζ
Ο ασκητής με τα λιοντάρια
Η Αγία μας Εκκλησία, τιμά την μνήμη του Οσίου Μακαρίου του Ρωμαίου στις 23 του μηνός Οκτωβρίου.
Ο Όσιος Μακάριος κατάγονταν από Ρώμη και ήταν γιός συγκλητικού άρχοντα. Από μικρή ηλικία έφυγε βαθιά στην έρημο, όπου και έμεινε μέχρι το τέλος της ζωής του.
Ο ασκητής αυτός έμεινε άγνωστος μέχρι τα γεράματά του όπου κατά θεία οικονομία έγινε γνωστός για δική μας ωφέλεια.
Στην Μεσοποταμία της Συρίας, στο Μοναστήρι του Αγίου Ασκληπιού υπήρχαν τρεις Όσιοι Γέροντες. Ο Σέργιος, ο Υγίνος και ο Θεόφιλος. Αυτοί οι Γέροντες λοιπόν αποφάσισαν για αγαθό σκοπό να ταξιδέψουν σε όλη τη γη.
Καθώς ταξίδευαν όμως συναντούσαν πολλά εμπόδια. Κάποιες φορές από ανθρώπους, άλλες από θηρία, βρίσκονταν σε απελπιστική κατάσταση και στερούνταν πολλές φορές ακόμα και τα άγρια χόρτα που είχαν για τροφή.
Μια φορά, αφού περπατούσαν για πολλές μέρες, έφτασαν σε ένα μέρος στο οποίο είδαν σημεία ζωής. Καθώς ακολούθησαν τα ίχνη του δρόμου έφτασαν σε ένα σπήλαιο το οποίο ήταν περιποιημένο και φαινόταν ότι μένει άνθρωπος. Έτσι, μπήκαν μέσα και περίμεναν να έρθει αυτός που κατοικούσε εκεί.
Αφού πέρασε λίγη ώρα, έφτασε σε αυτούς μια ευωδία και εκείνη τη στιγμή βλέπουν να έρχεται από μακριά ένας άνθρωπος ντυμένος με τις ίδιες του τις τρίχες. Αυτός ο άνθρωπος ήταν ο Όσιος Μακάριος. Είχε αισθανθεί από μακριά την παρουσία των πατέρων στο σπήλαιο.
Έτσι ο όσιος έπεσε στη γη και προσευχήθηκε. Μετά από λίγο φώναξε με δυνατή φωνή «Αν είστε από το Θεό, να μου φανερωθείτε. Αν είστε από το διάβολο φύγετε από εμένα τον ταπεινό και αμαρτωλό».
Ακούγοντας τα αυτά οι γέροντες απάντησαν στον Όσιο «Ευλόγησέ μας δούλε του Θεού γιατί εμείς είμαστε Χριστιανοί και έχουμε αρνηθεί τον διάβολο!»
Τότε ο Όσιος Μακάριος σηκώθηκε και πήγε προς το μέρος τους. Σήκωσε τις τρίχες του κεφαλιού και των φρυδιών του και έτσι μπόρεσε να τους δει και να τους ευλογήσει.
Εξωτερικά ο Άγιος έμοιαζε πραγματικά σαν ένας γέρος ασκητής. Οι τρίχες του ήταν λευκές σαν το χιόνι και το σώμα του σκληρό σαν της χελώνας. Λόγω των γηρατειών του τα φρύδια του είχαν κατέβει στα μάτια του, τα νύχια του ήταν πολύ μακριά και η γενειάδα του έφτανε ως τα γόνατά του.
Αφού ευλόγησε τους τρεις μοναχούς, του ρώτησε «Από πού είστε παιδιά μου και για ποιο σκοπό ήρθατε εδώ;»
Εκείνοι αμέσως του έδωσαν απαντήσεις.
Μετά από λίγο, ο Όσιος είπε στους γέροντες «Δεν υπάρχει κανένας άνθρωπος που να μπορεί να κατανοήσει την δύναμη του Θεού. Αυτή την προσπάθεια έκανα και εγώ ο ανάξιος. Μια νύχτα όμως μου εμφανίστηκε κάποιος και μου είπε “Μη θέλεις να πειράζεις τον Πλάστη σου γιατί δεν μπορείς να προχωρήσεις περισσότερο απ’ όσο σου επέτρεψε”».
Ακούγοντάς τα αυτά φοβήθηκαν.
Επειδή πλησίαζε το απόγευμα είπε ο όσιος στους μοναχούς «Αδελφοί μου φύγετε λίγο από εδώ γιατί έχω δύο παιδιά που έρχονται σε μένα κάθε απόγευμα και όταν σας δουν ξαφνικά μπορεί να αγριέψουν και να σας φονεύσουν».
Καθώς τα έλεγε αυτά ο Όσιος, βλέπουν οι γέροντες δύο λιοντάρια να έρχονται τρέχοντας μέσα από την έρημο. Με το που έφτασαν στη σπηλιά τα άγρια και φοβερά λιοντάρια έσκυψαν σαν σκυλάκια στα πόδια του Οσίου και βρυχιόνταν.
Οι γέροντες έμειναν άφωνοι με αυτό που είδαν και από τον φόβο τους έπεσαν στο έδαφος. Ο όσιος όμως, έβαλε τα χέρια του πάνω στα λιοντάρια και τους μίλησε σαν να ήταν άνθρωποι «Παιδιά μου, ήρθαν σε εμένα κάποιοι άνθρωποι από μακριά. Προσέξτε μην τους βλάψετε!»
Ο Άγιος στράφηκε προς τους μοναχούς και τους είπε « Ελάτε αδελφοί μου να ψάλουμε τον εσπερινό».
Τότε, αυτοί σηκώθηκαν από το έδαφος, ενώ τα λιοντάρια έγλειφαν τα πόδια του γέροντα.
Την επόμενη μέρα, είπαν οι γέροντες στον Άγιο Μακάριο «Πες μας όσιε πάτερ, πως ήρθες σε αυτή τη βαθιά έρημο;»
Ο Όσιος με προθυμία απάντησε «Εγώ ήμουν γιος Ρωμαίου συγκλητικού. Όταν ενηλικιώθηκα οι γονείς μου με αρραβώνιασαν χωρίς την θέλησή μου.
Όταν τελείωσε ο γάμος, μας έκλεισαν στον νυμφικό θάλαμο. Ενώ ο λαός έξω έπαιζε μουσική και γλεντούσε, εγώ βγήκα από το δωμάτιο σιωπηλά και κρύφτηκα στο σπίτι μιας χήρας γυναίκας για εφτά ημέρες. Οι γονείς μου θρηνούσαν πικρά και με αναζητούσαν.
Μετά από επτά μέρες έφυγα από εκεί και άρχισα να περπατάω για να φύγω κάπου αλλού. Στον δρόμο συνάντησα έναν γέρο και τον ρώτησα
“Που πηγαίνετε;”
Αυτός τότε μου απάντησε “Όπου έχεις εσύ σκοπό να πας εκεί πάω και εγώ”.
Αμέσως λοιπόν τον ακολούθησα και μετά από τρία χρόνια ήρθα σε αυτό το μέρος. Λίγες μέρες πριν έρθω εδώ, ενώ κοιμηθήκαμε μαζί με τον γέροντα αυτόν, δεν τον είδα μόλις ξύπνησα.
Έτσι άρχισα να κλαίω και να στεναχωριέμαι. Αμέσως όμως μου εμφανίστηκε και μου είπε “Εγώ είμαι ο Αρχάγγελος Ραφαήλ. Μην φοβάσαι αλλά δόξαζε τον Θεό γιατί τώρα έφυγες από τους σκοτεινούς τόπους και έφτασες στους φωτεινούς”.
Αφού τα είπε αυτά εξαφανίστηκε από μπροστά μου και εγώ άρχισα πάλι να περπατώ. Πέντε μέρες αργότερα, έφτασα σε αυτό το σπήλαιο και βρήκα μια νεκρή λιονταρίνα και τα δυο αυτά λιοντάρια, τα οποία τότε ήταν μικρά και έκλαιγαν πάνω από το πτώμα της μητέρας τους γιατί δεν είχαν να θηλάσουν. Έτσι τα πήρα εγώ και τα ανέθρεψα σαν γνήσια παιδιά μου, αφού πρώτα έσκαψα και έθαψα την μητέρα τους.
Δύο χρόνια μετά, μια μέρα, κατά την έβδομη ώρα, βγήκα έξω από τη σπηλιά μαζί με τα δύο λιοντάρια. Ξαφνικά βλέπω μπροστά μου στο έδαφος ένα λεπτό μαντήλι και απορημένος είπα “πως βρέθηκε ένα τέτοιο μαντήλι μες τα βάθη της ερήμου;”
Την επόμενη μέρα βρήκα μεταξένια παπούτσια και έμεινα έκπληκτος.
Τότε, γυρνώντας το βλέμμα μου, είδα μια γυναίκα που καθόταν πάνω σε ένα βράχο και ήταν πολύ όμορφη και στολισμένη με χρυσό και πολύτιμα φορέματα.
Την ρώτησα τότε “Που βρέθηκες εσύ εδώ και τι διαβολικά ντυμένη που είσαι;”
Εκείνη είπε μέσα στα κλάματά της “Εγώ η ταλαίπωρη είμαι κόρη συγκλητικού άρχοντα της Ρώμης και χωρίς να θέλω με πάντρεψαν οι γονείς μου. Εγώ όμως έφυγα από αυτούς και περιπλανιέμαι τώρα στην έρημο πηγαίνοντας εγώ και εκεί χωρίς να ξέρω που βρίσκομαι. Μην με αποστραφείς σε παρακαλώ την δούλη σου γιατί και εγώ είμαι πλάσμα του Θεού”.
Αυτή η γυναίκα ήταν δαίμονας που είχε μεταμορφωθεί χωρίς να το ξέρω.
Την ρώτησα εγώ “Και που θες να πας; Γιατί μαζί μου δεν θα σε αφήσω να μείνεις”.
Αυτή απάντησε με θλιμμένο ύφος “Σε αυτή την έρημο ήρθα να μείνω”.
Τότε την έφερα στη σπηλιά μου και της έδωσα να φάει από τα αγριόχορτα που έτρωγα. Αυτή συγκινημένη που την δέχτηκα έκλαιγε ασταμάτητα και την λυπήθηκα.
Όταν ήρθε το απόγευμα έκανα τον εσπερινό και έπεσα στο πάτωμα για να ξεκουραστώ λιγάκι. Όμως έπεσα σε πολύ μεγάλο πειρασμό και την στιγμή εκείνη η γυναίκα εξαφανίστηκε.
Με είχε πιάσε μεγάλος φόβος για τον πειρασμό που μου συνέβη. Κατάλαβα μάλιστα πόσο μεγάλο κακό έκανα γιατί τα μικρά μου λιονταράκια δεν ερχόντουσαν κοντά μου για δέκα μέρες μετά από αυτό το γεγονός.
Γι΄αυτό σκέφτηκα να πάω σε άλλο μέρος για να μην πλανηθώ και με εγκαταλείψει ο Θεός.
Βγήκα λοιπόν από τη σπηλιά μου και περπατούσα για δυο ολόκληρες μέρες για να βρω νέο τόπο να κατοικήσω.
Τότε, εμφανίστηκε ξαφνικά μπροστά μου Άγγελος Κυρίου και μου είπε.
“Που πας Μακάριε;”
Εγώ απάντησα “Φεύγω από εκεί που αμάρτησα”.
Και ο Άγγελος αμέσως μου απάντησε “Ούτε ένα πειρασμό δεν μπόρεσες να αντέξεις; Πήγαινε πίσω στο κελί σου!”
Εγώ τότε τον ρώτησα ποιος είναι και μου είπε “Εγώ είμαι ο Ραφαήλ που σε οδήγησα στον δρόμο προς την έρημο”
Αφού τα είπε αυτά εξαφανίστηκε.
Επέστρεψα λοιπόν στο σπήλαιο και έμεινα γονατιστός στο έδαφος νηστεύοντας για σαράντα μέρες.
Όταν σηκώθηκα είδα το σπήλαιο να είναι γεμάτο με φως. Είδα επίσης έναν άνθρωπο ντυμένο με κόκκινο χιτώνα και ένα χρυσό στεφάνι με πολύτιμους λίθους στο κεφάλι του. Έψελνε μάλιστα τόσο δυνατά που ακουγόταν σαν χορωδία πολλών ανθρώπων. Όταν τελείωσε την ψαλμωδία, γέμισε ο χώρος με μια απίστευτη ευωδία και ο άνθρωπος αυτός ανέβηκε προς τον ουρανό και εξαφανίστηκε. Καθώς ανέβαινε μάλιστα γινόντουσαν αστραπές, βροντές και σεισμοί. Εγώ βλέποντας τα όλα αυτά, είχα εκπλαγεί τόσο πολύ που έμεινα άφωνος για εβδομήντα μέρες.
Έτσι λοιπόν έχουν τα πράγματα αδερφοί μου».
Αφού οι γέροντες ωφελήθηκαν από την επίσκεψή τους στον αγιασμένο αυτόν ασκητή ετοιμάστηκαν να φύγουν.
Ο Όσιος τους αποχαιρέτησε με πολύ αγάπη «Να σωθείτε παιδιά μου και να προσεύχεστε για εμένα».
Τα λιοντάρια μάλιστα συνόδευσαν τους τρεις μοναχούς για τρεις ημέρες δρόμο και αφού τους φίλησαν τα πόδια έφυγαν και επέστρεψαν στον Όσιο.
Οι μοναχοί περπάτησαν λίγες μέρες ακόμα και έφτασαν σε έναν ποταμό. Εκεί κοιμήθηκαν για λίγο και Άγγελοι κυρίου τους άρπαξαν και τους πήγαν στην Ιερουσαλήμ. Μόλις ξύπνησαν σκεφτόντουσαν ποσό μεγάλη απόσταση διένυσαν σαν σε όνειρο και δόξαζαν τον Θεό. Αφού προσκύνησαν σε λίγες μέρες όλους τους ιερούς τόπους, επανήλθαν στο Μοναστήρι τους και διηγούνταν στους υπόλοιπους αδελφούς της Μονής τα όσα είδαν και ιδιαίτερα αναφέρθηκαν στον μεγάλο ασκητή που τους αξίωσε ο Θεός να γνωρίσουν.
Τις πρεσβείες του Οσίου Μακαρίου του Ρωμαίου να έχουμε. Αμήν!
Ἀπολυτίκιον
Αυτόμελο Ἦχος πλ. δ’
Ἐν σοὶ πάτερ ἀκριβῶς διεσώθη τὸ κατ’ εἰκόνα• λαβῶν γὰρ τὸν σταυρόν, ἠκολούθησας τῷ Χριστῷ, καὶ πράττων ἐδίδασκες ὑπερορᾶν μὲν σαρκός, παρέρχεται γὰρ ἐπιμελεισθαισε ψυχῆς, πράγματος ἀθανάτου• δι’ ὃ καὶ μετ’ ἀγγέλων συναγάλλεται, Ὅσιε Μακάριε τὸ πνεῦμα σου.
Κάνε ἐγγραφή στό νέο κανάλι τῆς Κατάνυξης τοῦ Youtube πατώντας ἐδῶ: ΚΑΤΑΝΙΧI