π. Θεόδωρος Ζήσης
Πρέπει να μεταφρασθούν τα Λειτουργικά Κείμενα;
12 Ιούν 2022
Ἄρθρο τοῦ πρωτοπρεσβυτέρου Θεοδώρου Ζήση
Από τα πρακτικά του Α’ Λειτουργικού Συνεδρίου (27 Φεβρουαρίου -1 Μαρτίου 2002)
Ἐπιμέλεια σύνταξης: katanixi.gr
Αναδημοσιεύουμε από το Ιστολόγιο Κατάνυξη
1. Σύντομη παρουσίαση του προβλήματος
Ένα από τα βασικά θέματα που συζητούνται στα πλαίσια της ψευδεπίγραφης και άγνωστης στην Ορθόδοξη Παράδοση «Λειτουργικής Αναγέννησης», η οποία δυστυχώς τώρα για πρώτη φορά βαπτίσθηκε και επίσημα μέσα στην συνοδική κολυμβήθρα με την συγκρότηση το έτος 1999 της «Ειδικής Συνοδικής Επιτροπής Λειτουργικής Αναγεννήσεως», είναι και το θέμα της μεταφράσεως ή μεταγλωττίσεως των λειτουργικών κειμένων στην καθομιλουμένη νεοελληνική γλώσσα.
Ας σημειώσω εδώ παρενθετικά ότι η συνοδική αποδοχή και νομιμοποίηση της «Λειτουργικής Αναγέννησης», είναι άκυρη και ανυπόστατη, διότι διακόπτει την συνέχεια της αποστολοπαραδότου και πατροπαραδότου Παραδόσεως, διακόπτει την διαδοχή της Ορθοδόξου πίστεως, όπου οι καινοτομίες, οι νεωτερισμοί και οι ανανεώσεις όχι μόνο δεν δικαιούνται αλλά και καταδικάζονται.
Στο συζητούμενο θέμα και αίτημα της μεταφράσεως των λειτουργικών κειμένων δύο είναι τα θεωρούμενα ισχυρά επιχειρήματα. Το πρώτο ότι οι πιστοί δεν καταλαβαίνουν την γλώσσα στην οποία είναι γραμμένα τα κείμενα της Θ. Λατρείας, ιδιαίτερα μάλιστα τώρα που οι νέοι στα σχολεία δεν διδάσκονται και δεν μαθαίνουν επαρκώς αρχαία Ελληνικά. Προσεύχονται επομένως βαττολογούντες, χωρίς να κατανοούν το νόημα των λεγομένων, οπότε αυτό σημαίνει ότι αποδίδουμε στις λέξεις μαγική δύναμη και αξία, αφού δεν κατανοούμε το λογικό τους περιεχόμενο· αφού δεν τα καταλαβαίνουμε, γιατί κρατούμε αμετάφραστα τα λειτουργικά κείμενα; Δεν πρέπει η λατρεία μας προς τον Θεό να είναι λογική; Πρέπει να είναι άλογη και ακατανόητη; Επικαλούνται μάλιστα παρερμηνεύοντες και το χωρίο του Αποστόλου Παύλου όπου γίνεται λόγος για «λογική λατρεία»1, και θεωρούν ότι η μετάφραση των λειτουργικών κειμένων έχει και αγιογραφική θεμελίωση. Εκτιμούν ότι ένας βασικός λόγος που δεν εκκλησιάζονται οι άνθρωποι, και ιδιαίτερα οι νέοι, είναι το ακατανόητο της λειτουργικής γλώσσης, και πως αντίθετα, αν μεταφρασθούν τα κείμενα, θα αυξηθεί ο αριθμός των εκκλησιαζομένων. Επιρρίπτεται μάλιστα και η μομφή μιας αριστοκρατικής αντιλαϊκής αντιλήψεως εναντίον όσων δεν δέχονται την μετάφραση και μεταγλώττιση, διότι δήθεν αυτοί προνομιακά λόγω της μορφώσεώς των απολαμβάνουν τα ιερά κείμενα ως ιδιαίτερη τάξη, ενώ αφήνουν τον πολύ λαό έξω από αυτήν την δυνατότητα. Επομένως κατ’ αυτούς η μη μετάφραση των λειτουργικών κειμένων είναι ένα μεγάλο, ένα τεράστιο ποιμαντικό και κοινωνικό τώρα πρόβλημα το οποίο συνδέεται με σωτηριολογικούς και κοινωνικούς κινδύνους.
Από αυτή μάλιστα τη διόγκωση και διεκτραγώδηση ενός, όπως θα δούμε, ανυπάρκτου και κατ’ άλλον τρόπον αντιμετωπιζομένου προβλήματος έσπευσαν μερικοί επίσκοποι και ιερείς να αυθαιρετήσουν και να προσβάλουν την λειτουργική ευταξία και την κανονική τάξη, εισαγαγόντες σε πολλές ακολουθίες μεταφρασμένες ευχές ή επιτρέποντες και συνιστώντες την ανάγνωση των αγιογραφικών περικοπών, του αποστόλου κυρίως ως περισσότερον δυσνοήτου από το Ευαγγέλιο, σε μετάφραση. Δεν ισχύει πλέον το «πάντα ευσχημόνως και κατά τάξιν γινέσθω», δεν ισχύει η αυστηρή τήρηση των τυπικών διατάξεων. Σε ποιο Τυπικό, παλαιό ή νέο, υπάρχει τέτοια αταξία, δυνατότης στον κάθε επίσκοπο και στον κάθε πρεσβύτερο να αυτοσχεδιάζει και να αυθαιρετεί; Απλώς φαίνεται ότι επιχειρείται η εκ των κάτω, η εκ της αποδοχής του πληρώματος υιοθέτηση των αλλαγών και μεταρρυθμίσεων, εγχείρημα, που θα αποτύχει λόγω της ασφαλούς απορρίψεώς του.θα παραμείνει απλώς η αταξία, ο σκανδαλισμός των πολλών από μερικές ουτοπικές γραφικότητες, και ο τραυματισμός της μέχρι τώρα αυστηρής και απαρέγκλιτης τήρησης της λειτουργικής και κανονικής ευταξίας.
Το δεύτερο σημαντικό επιχείρημα είναι ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία στην ιστορική της πορεία δεν υιοθέτησε την θεωρία περί ιερών γλωσσών, όπως και μέχρι του περασμένου αιώνος έπραττε ο Παπισμός, που υιοθέτησε την άποψη των Τριγλωσσιτών ή Πιλατιανών, σύμφωνα με την οποία υπάρχουν τρεις μόνον ιερές γλώσσες, η εβραϊκή, η ελληνική και η λατινική, αυτές δηλαδή στις οποίες έγραψε ο Πιλάτος την αιτία της καταδίκης του Χριστού επάνω εις τον Σταυρόν. «ην δε και επιγραφή γεγραμμένη επ’ αυτώ γράμμασιν Ελληνικοίς και Ρωμαϊκοίς και εβραϊκοίς. ούτος εστιν ο βασιλεύς των Ιουδαίων»2. Με βάση την θεωρία αυτή ακόμη και στο χώρο της ιεραποστολής ο Παπισμός επέβαλε στους εντοπίους πληθυσμούς να χρησιμοποιούν την λατινική γλώσσα, η οποία σημειωτέον εχρησιμοποιείτο και στις ευρωπαϊκές χώρες ως γλώσσα της λατρείας πριν από τη Β’ Βατικάνειο Σύνοδο. Ένας από τους λόγους της αποτυχίας των Φράγκων Ιεραποστόλων να μεταδώσουν τον Χριστιανισμό στους Σλάβους ήταν η μη χρησιμοποίηση της σλαβικής γλώσσης, αντίθετα προς τους δύο, αγίους ιεραποστόλους και φωτιστάς των Σλάβων Κύριλλο και Μεθόδιο, τους Θεσσαλονικείς, οι οποίοι μετέφρασαν και την Αγία Γραφή και τα κείμενα της λατρείας στην σλαβική γλώσσα, την οποίαν μάλιστα και διεμόρφωσαν ως γραφομένη γλώσσα, συμβαλλόντες τα μέγιστα, εκτός της επιτυχούς ιεραποστολικής δράσεως, και στην διαμόρφωση του πολιτισμού των Σλάβων. Το ίδιο συνέβη σε όλες τις περιπτώσεις στον χώρο της Ανατολής· κάθε λαός Αρμένιοι, Κόπτες, Σύριοι, Γότθοι χρησιμοποιούσαν στη λατρεία τους την επιτόπια γλώσσα, ώστε να είναι κατανοητό το περιεχόμενο των λειτουργικών κειμένων. Μήπως γι’ αυτό όσοι επιμένουν στο αμετάφραστο των λειτουργικών κειμένων ενεργούν αντίθετα προς την Ορθόδοξη Παράδοση και περιπίπτουν στην αίρεση των Τριγλωσσιτών ή Πιλατιανών;
Η απάντηση στα προβαλλόμενα υπέρ της μεταφράσεως επιχειρήματα δεν είναι δύσκολη· όσοι τοποθετούνται υπέρ του αμεταφράστου των λειτουργικών κειμένων δεν έχουν συστηματοποιήσει μέχρι τώρα τις απόψεις των, δεν έχουν καν συγκαλέσει ένα συνέδριο, μία ημερίδα, δεν έχουν εκδώσει ένα σχετικό συλλογικό τόμο. Υπάρχει πάντως στη βιβλιογραφία διασκορπισμένο πλούσιο και εντυπωσιακό υλικό, τον πλούτο και την δύναμη του οποίου δεν υποπτεύεται κανείς. Εγώ πρέπει να ομολογήσω ότι εντυπωσιάσθηκα από τον πλούτο και την δύναμη αυτών των επιχειρημάτων και θεωρώ ότι ένας από τους λόγους που επέβαλλαν την οργάνωση αυτού του συνεδρίου ήταν και αυτός· να συνειδητοποιήσουμε ότι η κατ’ αρχήν παραδοσιακή και αυθόρμητη απόρριψη των μεταφράσεων, και εκ μέρους του εκκλησιαστικού πληρώματος, δεν είναι άλογη και αθεολόγητη, αλλά λογική και θεολογική· έχει ισχυρότατο θεολογικό υπόβαθρο. Ίσως αυτό να εξηγεί εν πολλοίς και την παρατηρηθείσα αδικαιολόγητη εναντίον του Συνεδρίου τοποθέτηση και δράση μερικών3. Όταν είσαι πεπεισμένος για την αλήθεια και την δύναμη όσων εσύ πιστεύεις, δεν φοβάσαι ούτε ενοχλείσαι από την έκφραση αντιθέτων ή διαφορετικών φωνών. αντίθετα πρέπει να την επιδιώκεις, διότι στην αντιπαράθεση και στον διάλογο θα φανεί η δύναμη της αληθείας.
Εκτός και αν δεν ενδιαφέρει η αλήθεια, ο διάλογος, η συζήτηση, η συνοδικότης, αλλά μόνον η εγωιστική προβολή και επιβολή των δικών μας απόψεων. Στην Ορθόδοξη όμως Εκκλησία δεν έχουμε ούτε αλάθητο πάπα, ούτε αλαθήτους επισκόπους, ακόμη ούτε αλάθητες συνόδους· ο τελευταίος βαθμός κρίσεως της αληθείας των αποφασιζομένων τοποθετείται στην εκκλησιαστική σύναξη, στην συνείδηση του πληρώματος της Εκκλησίας. Υπήρξαν πολυπρόσωπες και μεγάλες σύνοδοι που απορρίφθηκαν ως ληστρικές και αιρετικές. Αλίμονο αν υπήρχε η δυνατότης στους εκάστοτε ισχυρούς, εκκλησιαστικούς και πολιτικούς ηγέτες, να επιβάλλουν διά της βίας όσα αυτοί θεωρούν αληθινά· η δύναμη της αληθείας είναι άμαχη, ακαταμάχητη, γιατί ακαταμάχητος και ανίκητος είναι ο Θεός, που είναι η αλήθεια.
Για τον λόγο λοιπόν αυτό εμείς θα καταθέσουμε εδώ στο Συνέδριο την γνώμη μας και τις εκτιμήσεις μας, οι οποίες θα κριθούν με βάση το κριτήριο της καθολικότητος και οικουμενικότητος, και της τοπικής αλλά και της διαχρονικής. Σκέπτομαι μάλιστα ότι εκτός από τα πρακτικά του Συνεδρίου, που θα εκδοθούν σύντομα, σε ένα τριπλό τεύχος του περιοδικού «Θεοδρομία», θα ήταν πολύ χρήσιμο, σε ένα ειδικό επίσης τόμο ή σε δύο, να συγκεντρωθεί ότι καλύτερο έχει μέχρι τώρα γραφή για το θέμα της μεταφράσεως των λειτουργικών κειμένων κατ’ αρχήν και για τα άλλα στη συνέχεια θέματα της λεγομένης «Λειτουργικής Αναγεννήσεως». Αυτός είναι άλλωστε και ο λόγος που αριθμήσαμε το παρόν λειτουργικό συνέδριο ως Α’, διότι υπάρχουν πολλά άλλα θέματα που δεν καλύπτονται καθόλου από εισηγήσεις ή καλύπτονται εν μέρει, και υπάρχουν επίσης ειδικά θέματα τα οποία θα προκύψουν στο μέλλον από τις σχεδιασθείσες λειτουργικές αλλαγές και θα πρέπει να αντιμετωπισθούν όλα αυτά σε επόμενα συνέδρια με τη βοήθεια και τη Χάρη του Θεού και τις πρεσβείες των Αγίων.
Ας έλθουμε όμως τώρα να ιδούμε πόσο ισχυροί είναι οι προβαλλόμενοι λόγοι για την ανάγκη της μεταφράσεως των λειτουργικών κειμένων. Ενδεικτική θα είναι η παρουσίαση του πλήθους των γνωμών και των επιχειρημάτων. Όταν θα εκδοθούν, συν Θεώ, οι μνημονευθέντες τόμοι, που θα περιέχουν τις καλύτερες μελέτες για το θέμα της μεταφράσεως ή μεταγλωττίσεως των λειτουργικών κειμένων, τότε θα μπορεί κανείς αναλυτικά να παρακολουθήσει την σχετική επιχειρηματολογία.
2. Δεν είναι υπαρκτό ποιμαντικό πρόβλημα. Τεχνητό, κατασκευασμένο, με εισαγόμενη προβληματική
Δεν μπορεί κανείς να αρνηθεί ότι η γλώσσα της λατρείας, η σκοπιμότητα της μεταγλωττίσεως ή το αμετάφραστο και το αμετάβλητο των λειτουργικών κειμένων απασχολούν, ιδιαίτερα τον τελευταίο καιρό, εκκλησιαστικούς και θεολογικούς κύκλους. Δεν είχαν πάντως απασχολήσει την Εκκλησία επί αιώνες, μέχρι και επέκεινα των μέσων του εικοστού αιώνος. Αν παρακολουθήσει κανείς την βιβλιογραφία, θα διαπιστώσει ότι το πρόβλημα προβάλλεται και συζητείται τις τελευταίες δεκαετίες, ιδιαίτερα μετά την Β’ Βατικάνειο Σύνοδο (1962-1965), που εισήγαγε τον προβληματισμό σε θεολογικό επίπεδο.4. Είναι ενδιαφέρον να διαπιστώνει κανείς ότι ένα από τα επιχειρήματα των υποστηρικτών της μεταγλωττίσεως είναι ότι σήμερα οι νέοι δεν μαθαίνουν αρχαία ελληνικά και γι’ αυτό δεν κατανοούν τα κείμενα της λατρείας. Δημιουργήσαμε δηλαδή το πρόβλημα, για να το επιλύσουμε. στην Ελλάδα ιδιαίτερα μετά την μεταπολίτευση ενισχύθηκε ο προβληματισμός στα πλαίσια των ποικίλων αλλαγών και μεταβολών, εκπαιδευτικών, κοινωνικών, πολιτιστικών. Ιδιαίτερο ρόλο κατά την περίοδο αυτή παίζει γενικώς η αποδυνάμωση των αρχαίων ελληνικών στην εκπαίδευση με πανθομολογούμενες πλέον καταστρεπτικές συνέπειες στην μόρφωση των νέων γενεών. Η γενική ανυποληψία και υποβάθμιση της αρχαίας γλώσσης και η διά νόμου επιβολή της δημοτικής όχι μόνο στην παιδεία, αλλά παντού, ακόμη και στην νομοθεσία, δημιούργησαν ανάλογη νοοτροπία και σε θεολογικούς κύκλους, συνεργαζομένους μάλιστα με την κυβέρνηση για τον “εκδημοκρατισμό” και “εκσυγχρονισμό” και της Εκκλησίας.
Μέσα στο κλίμα λοιπόν το θεολογικό και πολιτιστικό που δημιουργήθηκε, ακαδημαϊκοί θεολογικοί κύκλοι μετέφεραν στην Ελλάδα την δυτική προβληματική, η οποία εκεί μεν είχε αρκετά σοβαρούς λόγους να υιοθετείται, εδώ όμως κανένα. Στη Δύση, ως γνωστόν, ιδιαίτερα στον Ρωμαιοκαθολικό χώρο, η λατρεία ετελείτο αποκλειστικά και μόνο στην λατινική, η οποία ήτο πράγματι μία νεκρή πλέον γλώσσα, ακατανόητη παντελώς για τους ομιλούντες τις σύγχρονες τοπικές γλώσσες. Το παράδειγμα μάλιστα των Προτεσταντών και η ασκούμενη από τη σύγκριση με τους Προτεστάντες πίεση ώθησε το Βατικανό στην αναφερθείσα σύνοδο να επιτρέψει στην λατρεία την χρήση των τοπικών γλωσσών στις διάφορες χώρες, όπως έπραττε πάντοτε η Ορθόδοξη Εκκλησία από τους αρχαίους αποστολικούς χρόνους μέχρι των ημερών μας· ο κάθε λαός λατρεύει τον Θεό στη γλώσσα του. Δεν υπάρχουν ιερές γλώσσες, ούτε ίσχυσε ποτέ στην Ορθόδοξη Εκκλησία η αίρεση των Τριγλωσσιτών ή Πιλατιανών.
Η δικαιολογημένη λοιπόν στη Δύση μετάφραση των λειτουργικών κειμένων από την λατινική στις σύγχρονες γλώσσες, άρχισε αδικαιολόγητα να απασχολεί και μερικούς δικούς μας πανεπιστημιακούς θεολόγους, και μάλιστα λειτουργιολόγους, στα πλαίσια του άλλου ξενόφερτου αιτήματος, της μεγαλύτερης συμμετοχής του λαού στη Θεία Λατρεία, και των άλλων νεωτερισμών και καινοτομιών της «Λειτουργικής Αναγέννησης». Για την θεωρητική κατοχύρωση αυτών των αλλαγών υιοθετήθηκε η θεωρία πως δήθεν στη λατρεία υπάρχουν «μεταβλητά και αμετάβλητα στοιχεία». Με βάση αυτήν την θεωρία κινείται δυστυχώς τις τελευταίες δεκαετίες η λειτουργική επιστήμη στην Ελλάδα και σε μερικές άλλες ορθόδοξες χώρες· με την παραγωγή μάλιστα νέων λειτουργιολόγων και την ανάλογη μόρφωση των νέων κληρικών και θεολόγων τείνει να επικρατήσει γενικώς. Φθάσαμε στο σημείο για πρώτη φορά στην ιστορία της Ορθοδόξου Εκκλησίας, να συντάσσονται νέες ακολουθίες του γάμου, του αρραβώνος, να προτείνονται αλλαγές των ευχών που διαβάζονται στις γυναίκες που βρίσκονται σε κατάσταση λοχείας, γιατί οι παλαιές είναι δήθεν επηρεασμένες από τις περί καθαρών και ακαθάρτων διατάξεις της Π. Διαθήκης, και βέβαια, να διαβάζονται σε μετάφραση ευχές της Πεντηκοστής, των Θεοφανείων και άλλες, όπως και τα ευαγγελικά αποστολικά αναγνώσματα, ευτυχώς από ελαχίστους επισκόπους και πρεσβυτέρους5, και πολλά άλλα.
Αφού υιοθετούνται από την λειτουργική επιστήμη οι αλλαγές και οι μεταβολές, αφού υπάρχουν και μεταβλητά στοιχεία, γιατί να μη προχωρήσουμε σε αλλαγές, ώστε να δείξουμε ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν είναι στατική και μουσειοποιημένη, αλλά σύγχρονη, ζωντανή και δυναμική;
Το καύχημα της Παραδοσιακής Εκκλησίας, η οποία κρατεί τις παραδόσεις των Αποστόλων και των Πατέρων, δεν μεταίρει εύκολα “τα όρια α έθεντο οι Πατέρες”, τους ατίμητους θησαυρούς της λατρείας μας, τα μεταβάλλουμε σε ανεπιθύμητο απηρχαιωμένο φορτίο, σε φορεσιά φολκλόρ που μας δημιουργεί κόμπλεξ και θέλουμε να την αποβάλουμε.
Δεν είναι βέβαια εδώ ο κατάλληλος χώρος για να κρίνουμε την ανέρειστη θεωρία “περί μεταβλητών και αμεταβλήτων στοιχείων”· ίσως το κάνουμε σε άλλη ευκαιρία. Θα παραθέσουμε μόνον σε αντιπαράθεση γνώμες Ρώσων Ορθοδόξων και στη συνέχεια την στάση της αυτοσυνειδησίας της Ορθοδόξου Εκκλησίας ως προς το αν η λειτουργική γλώσσα είναι πράγματι υπαρκτό ποιμαντικό πρόβλημα. Γιατί, αν είναι όντως πρόβλημα, υπήρξαν περίοδοι αμαθείας, σκότους και αγραμματοσύνης, κατά τις οποίες θα έπρεπε η Εκκλησία εδώ και πολλούς αιώνες να είχε μεταγλωττίσει τα λειτουργικά κείμενα.
Ο Άγιος Ιωάννης της Κροστάνδης γράφει σχετικώς: «Κάθε λέξις της Αγίας Γραφής, κάθε λέξις της Θείας Λειτουργίας, της Εωθινής και Εσπερινής ακολουθίας, κάθε λέξις των ευχών της Θείας Κοινωνίας και των άλλων προσευχών έχει εντός αυτής δύναμιν, η οποία εις αυτήν αντιστοιχεί και περιέχεται εις αυτήν, οποίαν δύναμιν έχει εντός του το τίμιον και ζωοποιόν σημείον του σταυρού… Ενθυμού οποίοι μεγάλοι φωστήρες, φωτισθέντες υπό του Αγίου Πνεύματος σε οδηγούν… “Μη μεριμνήσετε πώς ή τί λαλήσητε. Ου γαρ υμείς εστέ οι λαλούντες αλλά το Πνεύμα του Πατρός υμών το λαλούν εν υμίν” (Ματθ. 10,19-20). Ο Κύριος προ πολλού μας ηλευθέρωσεν από την μέριμναν αυτήν, από αυτήν την λύπην, διότι εδίδαξε τους ευσεβείς Πατέρας διά του Πνεύματός του τί να ειπούν και τί να προσευχηθούν προς τον Κύριον κατά την Θείαν Λειτουργίαν, την τέλεσιν των μυστηρίων. Όταν προσεύχεσαι κατά τας ιεράς ακολουθίας, την τέλεσιν των μυστηρίων και την ανάγνωσιν των ευχών ή την υμνωδίαν, έχε εις την καρδίαν σου αυτάς τας λέξεις των προσευχών της Εκκλησίας και πίστευε ότι ούτε μία λέξις δεν ετέθη εις αυτάς εις μάτην, αλλ’ ότι εκάστη εξ αυτών έχει την δύναμίν της, ότι εις εκάστην λέξιν κατοικεί η Αγία Τριάς»6.
Στο γνωστό εγχειρίδιο των Ν. Baynes – Η. St. Moss, «Βυζάντιο. Εισαγωγή στον Βυζαντινό Πολιτισμό» στο κεφάλαιο «Η βυζαντινή κληρονομιά στη Ρωσία», που γράφεται από τους Β. Meyendorff και Ν. Baynes, γράφονται τα εξής για το πώς οι Ρώσοι αντιμετωπίζουν, ως αμετάβλητα και ιερά όχι μόνο τα δόγματα, αλλά και τις λειτουργικές μορφές: «Αφού ο Χριστιανισμός εισήχθη στη Ρωσία από το Βυζάντιο, η Ρωσική Εκκλησία από της συστάσεώς της ακολούθησε το βυζαντινό πρότυπο. Στη βυζαντινή αυτοκρατορία όμως το ορθόδοξο δόγμα είχε προσλάβει πλέον την τελική του μορφή. Η εικονοκλαστική επίθεση κατά της παραδόσεως της Ανατολικής Εκκλησίας είχε οποκρουσθή. Μέσα στη Ρωσική Εκκλησία δεν υπάρχουν διαμάχες, αναφερόμενες σε θεμελιώδη ζητήματα πίστεως, και για τους Ρώσους οι λειτουργικές μορφές ήταν μέρη από την ίδια παρακαταθήκη, η οποία καθαγιάστηκε από την αυθεντία των Πατέρων. Τα καθιερωμένα της κληρονομημένης πίστεως και της λειτουργικής παραδόσεως συνυφάνθηκαν και σ’ αυτή την συνύφανση κάθε στοιχείο έγινε ιερό»7.
Αμετάβλητα λοιπόν και ιερά τα καθιερωμένα της πίστεως και της λειτουργικής παραδόσεως, τα δόγματα και η λατρεία, μέχρι και αυτών των λέξεων, που θεωρούνται αγιασμένες. Αυτή είναι η στάση των Ρώσων, που την κληρονόμησαν από εμάς. Αυτήν την στάση εξακολουθήσαμε να την τηρούμε μέχρι και του εικοστού αιώνος. Κανένας άγιος αλλά ούτε και η επίσημη εκκλησία σκέφτηκαν ποτέ ούτε αποφάσισαν να προβούν σε μετάφραση ή μεταγλώττιση των λειτουργικών κειμένων. Τώρα εμφανίσθηκε αυτό το ποιμαντικό πρόβλημα; Υπήρξαν και σε παλαιότερες εποχές παρόμοιες ανανεωτικές προσπάθειες, οι οποίες όμως αποκρούσθηκαν. Μαρτυρείται π.χ. ότι κατά την εποχή του πατριάρχου Νικολάου Μουζάλωνος (1147-1151) είχε συνταχθεί στην καθομιλουμένη βίος της Αγίας Παρασκευής της Επιβατηνής, ο οποίος κρίθηκε ότι ευτελίζει τον υψηλό αγγελικό βίο της Αγίας. Ο βίος εκάει, και δόθηκε εντολή να συγγραφεί άλλος. Στο σχετικό σχόλιο του Βαλσαμώνος στον 63ο κανόνα της εν Τρούλλω συνόδου επαινείται ο Συμεών Μεταφραστής, διότι συνέγραψε τους βίους των αγίων και τους εκάλλυνε επαξίως, εις λογίαν βεβαίως γλώσσαν και αρχαΐζουσαν. Γράφει ο Βαλσαμών: «Χάρις τοίνυν τω μακαρίτη Μεταφραστή, τω τα μαρτυρικά υπέρ της αληθείας σκάμματα πολλοίς πόνοις και ιδρώσι κατακαλλύναντι, εις ύμνον Θεού και δόξαν αιωνίζουσαν των αγίων μαρτύρων. Ο αγιώτατος δε πατριάρχης εκείνος κυρός Νικόλαος ο Μουζάλων ευρών συγγραφέντα τον βίον της αγίας Παρασκευής, της εν τω χωρίω τη Καλλικρατεία τιμωμένης, παρά τινος χωρίτου ιδιωτικώς και αναξίως τη αγγελική διαγωγή της αγίας, ώρισε πυρί παραδοθήναι.και επέτρεψε τω διακόνω εκείνω τω Βασιλικώ συγγράψασθαι τον εαυτής θεάρεστον βiov»8.
Την στάση της Ορθοδόξου Εκκλησίας στην αντιμετώπιση των λειτουργικών θεμάτων συνάγει κανείς αβίαστα και ολοφάνερα από το λειτουργικό έργο του Αγίου Συμεών Θεσσαλονίκης, του μεγαλυτέρου λειτουργιολόγου πατρός και αγίου των μεταβυζαντινών χρόνων, ο οποίος εκωδικοποίησε και συνόψισε την Τελετουργική και την Λειτουργική Θεολογία. Θα ήταν πολύ ενδιαφέρον να είχαμε ειδικές εισηγήσεις για τον Άγιο Συμεών και τους προ αυτού, λειτουργιολόγους αγίους. θα φροντίσουμε να το κάνουμε σε επόμενο συνέδριο, για να δούμε πώς τοποθετούνται οι Άγιοι και φωτισμένοι Λειτουργιολόγοι στα θέματα που θίγει σήμερα η ξενόφερτη και επικίνδυνη «Λειτουργική Αναγέννηση». Μπορούμε πάντως να πούμε με βεβαιότητα ότι η στάση του Αγίου Συμεών δεν είναι ανανεωτική, αλλά ερμηνευτική. δεν προτείνει μεταβολές, αλλαγές και μεταγλωττίσεις. θα απέκρουε με αυστηρότητα τη θεωρία περί «μεταβλητών και αμεταβλήτων στοιχείων στη Θ. Λειτουργία». Τα θεωρεί όλα αμετάβλητα, διότι ξεκινά από την βασική αρχή, ότι η κατ’ αρχήν πτωχή και αδιαμόρφωτη Θεία Λατρεία προχώρησε, αυξήθηκε, μεγαλύνθηκε και όλα έγιναν λαμπρότερα και ιεροπρεπέστερα, διότι διαμορφώθηκαν από αγίους άνδρες, «θείους και υψηλούς την διάνοιαν», κινουμένους από το Άγιο Πνεύμα. Αυτά λοιπόν τα κατά προκοπή και τελείωσιν διαμορφωθέντα είναι πλέον αμετάβλητα. Το γεγονός π.χ. ότι το μοναχικό σχήμα δόθηκε δι’ αγγέλου στον Άγιο Παχώμιο, τον 4ο αιώνα, ενώ ήδη υπήρχε ο Μοναχισμός από της εποχής του Χριστού, δεν σημαίνει ότι πρέπει να καταργήσουμε το μοναχικό σχήμα και να επανέλθουμε στα προηγούμενα γιατί αυτό είναι μεταγενέστερο, γιατί, εν πάση περιπτώσει, δείχνει ότι τα πράγματα μεταβάλλονται και αλλάσσουν και επομένως μπορούμε και εμείς να κάνουμε αλλαγές. Όσα διαμορφώθηκαν αυξητικά κατά προκοπήν και τελείωσιν επί το λαμπρότερον τη επιστασία του Αγίου Πνεύματος υπό Αγίων ανδρών είναι ιερά και αμετάβλητα, και μόνο ερμηνευτικά, όχι κατεδαφιστικά μπορούμε να τα προσεγγίζουμε. Γράφει σχετικώς: «Ότι δε και τω ιερώ Παχωμίω εν τοις των Πατέρων γέγραπται λόγοις, ύστερον το σχήμα παρ’ αγγέλου δοθήναι, καλώς και αληθώς γέγραπται. Και γαρ του σχήματος σημεία τινα, τελεωτέραν διδασκαλίαν έχοντα παρά το πρότερον σχήμα, δέδοται. Επεί γαρ κατά μικρόν τα της ευσεβείας ηύξανέ τε και προέκοπτε και της Εκκλησίας αι ευταξίαι μείζους εγίνοντο, και τα της ιερουργίας και του βαπτίσματος λαμπρότερον συνετίθετο, και ψαλμωδιών και ευχών ακολουθίαι και τάξεις υπό των κατά καιρούς αγίων ανδρών κινουμένων τω Πνεύματι, και τα του σχήματος των μοναχών προς το ευτακτότερον και σεμνότερον υπό αγγέλου τω Παχωμίω εδείκνυτο»9.
Αρχόμενος της ερμηνείας της Θ. Λειτουργίας θέλει να αποσείσει την υπόνοια ότι είναι τολμητίας και υπερήφανος, όχι γιατί επιχειρεί να αλλάξει και να μεταγλωττίσει, αλλά ακόμη και να ερμηνεύσει τα λειτουργικά θέματα. πιστεύει ότι και οι ερμηνείες είναι ιερές και αμετάβλητες, γιατί έγιναν από μυημένους στα θεία μυστήρια αγίους. Να σκεφθούμε πόσο μυημένοι ήσαν αυτοί που συνέταξαν και συνέθεσαν τις ακολουθίες των μυστηρίων. Σέβεται κάθε λέξη ο Άγιος Συμεών την προσεγγίζει με δέος, την προσκυνά θα λέγαμε, και επιχειρεί να ερμηνεύσει το νόημά της. δεν προτείνει την μετάφρασή της, γιατί είναι δυσνόητη. «Πλην μη τις τολμητάς ημάς υποπτεύσειε, μηδέ υψηλοφροσύνην ημίν εγκαλέσειε, περί των ούτω μεγίστων επιχειρούσι λέγειν, α δη αποστολικοί και θείοι άνδρες ηρμήνευσαν, και τοιούτοι, ως υπεραρθήναι των ουρανών, και Θεού μυστήρια άρρητα μυηθήναι. Ουχ ίνα τοίνυν περισσότερον είποιμεν, μηδαμώς ημίν, Κύριε, η τοιαύτη, έλθοι απόνοια, και βλασφημία μάλλον ειπείν. αλλ’ αγιαζόμενος τον νουν εκ των ειρημένων εκείνοις, και οδηγούμενος ως τέκνον και δούλος αυτών εις φως γνώσεως θειοτέρας, εξ ων εκείνοι ουρανίως και αξίως αυτών συνεγράψαντο, όσον εγχωρεί τα παρ’ εκείνων καμοί τε και τοις αδελφοίς εκτίθημι εν αγάπη»10. Αφιερώνει ολόκληρο κεφάλαιο για να εξηγήσει τι σημαίνει το «Αλληλούια», το οποίο κάλλιστα θα μπορούσε η Εκκλησία ως εβραϊκή λέξη να το μεταφράσει στα ελληνικά, για να το κατανοούμε, κατά το σκεπτικό των ανανεωτών. Το ίδιο κάνουν μέχρι σήμερα και οι σλαβικές Ορθόδοξες Εκκλησίες· έχουν αφήσει αμετάφραστες πολλές λέξεις και φράσεις ελληνικές από σεβασμό αντιπροσωπευτικά προς το ελληνικό πρωτότυπο, και ας μη τις καταλαβαίνουν. Γράφει ο Άγιος Συμεών: «Τούτο δε το άσμα, το Αλληλούια, οι εμπνεόμενοι τω Αγίω Πνεύματι έλεγον προφήται, ο δη επιδημίαν Θεού σημαίνει, και το “Έρχεται ο Θεός, και τούτον αινείτε”… Διό και αεί το άσμα τούτο η Εκκλησία μελωδεί, τον Χριστόν λαβούσα, και εξ ουρανού τούτο εκδεχομένη, ως ειρήκαμεν»11. Τώρα αμύητοι και γήινοι εμείς επιχειρούμε να μεταποιήσουμε τη λειτουργική γλώσσα, την οποία με δέος και μόνο ερμηνευτικά προσήγγισαν θείοι και αποστολικοί άνδρες.
Υπήρξε χειρότερη εποχή καταπτώσεως και απαιδευσίας από τους πρώτους αιώνες της Τουρκοκρατίας; Ουδείς άγιος όμως και λόγιος σκέφθηκε ή επρότεινε την μεταγλώττιση των λειτουργικών κειμένων. Ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, ο λαϊκός αυτός εθναπόστολος, ιεραπόστολος και διδάχος, προσπαθεί να φωτίσει το Γένος ιδρύοντας σχολεία και προτρέποντας τους γονείς να στέλνουν τα παιδιά τους εκεί για να μαθαίνουν «την ελληνικήν», τα «ελληνικά γράμματα». Γνωρίζουν όλοι οι ειδικοί ότι εις τα σχολεία εδιδάσκετο μόνον η Γραμματική της αρχαίας ελληνικής γλώσσης, μόνον η αρχαία γλώσσα. Λέγει σε κάποια διδαχή του: «Και αν δεν εμάθετε οι πατέρες, να σπουδάζετε τα παιδιά σας να μανθάνουν τα ελληνικά, διότι και η εκκλησία μας είναι εις την ελληνική και αν δεν σπουδάζεις εις το ελληνικό αδελφέ μου, δεν ημπορείς να καταλάβεις εκείνα, οπού ομολογεί η Εκκλησία μας»12. Επαναλαμβάνει συχνά «το σχολειόν ανοίγει εκκλησίας, το σχολείον ανοίγει μοναστήρια». Για να εκκλησιάζονται οι άνθρωποι και να ακούουν προσεκτικά τα αναγινωσκόμενα και ψαλλόμενα, δεν συνιστά στους ιερείς να τελούν τις ακολουθίες μεταγλωττισμένες, αλλά να τις διαβάζουν «παστρικά και μεγαλοφώνως»13. Δεν θέλει να αλλάξει τίποτε, αντίθετα προς την σημερινή νοοτροπία των λειτουργικών ανανεώσεων η οποία ανατρέπει και μεταβάλλει παράδοση αιώνων, όπως η πρόσφατη συνοδική απόφαση να συγγραφεί ειδική ακολουθία για την ταφή των αβαπτίστων νηπίων. Εκτός των άλλων δογματικών παρεκκλίσεων η λύση αυτή θα οδηγήσει πολλούς γονείς να εφησυχάζουν και να μη σπεύδουν να βαπτίσουν τα νήπια. Γράφει ο άγιος Κοσμάς: «Ακόμη να προσέχετε να μη σας αποθάνη κανένα παιδίον αβάπτιστον, διατί είναι χειρότερη αμαρτία από εκατόν φονικά και όσον και αν ημπορείτε να βάνετε επιμέλειαν, μάλιστα εσείς αδελφοί μου ιερείς, να μην αμελήτε εις αυτό το έργον, διατί έχετε να δώσετε απολογίαν εν ημέρα κρίσεως διά την ψυχήν εκείνου του παιδίου»14. Ο απλοϊκός ιερεύς των Σερρών στις ημέρες μας που δεν έθαψε το αβάπτιστο νήπιο με εκκλησιαστική ακολουθία, έπραξε αυτό που επιβάλλει η διδασκαλία και η πράξη της Εκκλησίας επί αιώνες. Οι συνοδικοί αρχιερείς με την απόφαση της συντάξεως ακολουθίας ενισχύουν την αμέλεια των γονέων και θα δώσουν λόγο στο Θεό για τις ψυχές όλων των παιδιών, τα οποία έφυγαν αβάπτιστα, λόγω αυτού του εφησυχασμού που θα προκαλέσει η συνοδική απόφαση.
Οι σύγχρονοι του Αγίου Κοσμά, Άγιοι Κολλυβάδες, Μακάριος Κορίνθου, Νικόδημος Αγιορείτης και Αθανάσιος Πάριος, αποτελούν άριστο πρότυπο επίσης για όλους εμάς τους νεωτέρους. Εκδίδουν παλαιές ακολουθίες, συντάσσουν νέες στην αρχαία λειτουργική γλώσσα, ερμηνεύουν ύμνους, σχολιάζουν λειτουργικά θέματα και τα εξηγούν, ουδέποτε όμως σκέφθηκαν να μεταγλωττίσουν τα λειτουργικά κείμενα. Δεν υπήρχε στην εποχή τους μεγαλύτερη αδυναμία, λόγω απαιδευσίας, να κατανοήσουν οι πιστοί την λειτουργική γλώσσα; Δεν είχαν οι μεγάλες αυτές μορφές, όπως και οι προηγούμενοι, ποιμαντική αγωνία και ποιμαντική ευαισθησία; Το ίδιο δεν έκανε και ο Άγιος Νεκτάριος και όλοι οι νεώτεροι Άγιοι; Ο Άγιος Νικόλαος Πλανάς δεν καταλάβαινε ο ιδίως την λειτουργική γλώσσα, γιατί ήταν ολιγογράμματος· με δυσκολία διάβαζε τα κείμενα, όταν μάλιστα δεν ήταν τα συνήθως αναγινωσκόμενα, όπως μας πληροφορεί ο Παπαδιαμάντης. Ποιος βοήθησε ποιμαντικά τους πιστούς; Ο παπα-Πλανάς ή τόσοι άλλοι λόγιοι και μορφωμένοι κληρικοί; Οι αγράμματοι και αμόρφωτοι Απόστολοι ψαράδες ή οι μορφωμένοι Γραμματείς και Φαρισαίοι που εγνώριζαν τον Νόμο και τους Προφήτες;
Και για να έλθουμε στην εποχή μας με την εμφάνιση τόσων χαρισματικών Γερόντων που ανέπαυσαν χιλιάδες ανθρώπων. Οι Γέροντες Πορφύριος, Ιάκωβος, Παΐσιος ουδέποτε είχαν λειτουργικούς ανανεωτικούς προβληματισμούς. Από τον αγιασμένο χώρο του Μοναχισμού και οι τρεις έκαναν υπακοή στην Εκκλησία, έπρατταν και δίδασκαν αυτό που διδάσκει και πράττει επί αιώνες η Εκκλησία. Η μεταγλώττιση είναι και μία πράξη ανυπακοής και υπερηφανείας. Δεν γνωρίζει η Εκκλησία τί πράττει επί αιώνες, θα της το μάθουν οι επίδοξοι ανανεωτές; Όλοι αναγνωρίζουν ότι στην διαμόρφωση της Θ. Λειτουργίας αποφασιστικό ρόλο έπαιξε ο Μοναχισμός. Έχουμε στην προκειμένη περίπτωση μεγάλες μορφές ασκητών και Γερόντων να συνιστούν μεταγλωττίσεις και ανανεώσεις; Το αντίθετο έχουμε. Διαμαρτύρονται για τις καινοτομίες αυτές. Ο Γέροντας Παΐσιος π.χ. ενοχλημένος από τις μεταφραστικές μεταρρυθμίσεις στην παιδεία και την διαρκή υποβάθμιση της γλώσσης έλεγε: «Γιατί να μάθης εις το παιδί εις το δημοτικόν ότι το ψωμί το λένε “ψωμί” και να μην το μάθης να το είπη εξ αρχής “άρτον”;»
Ο μοναχός μάλιστα που το διασώζει αυτό επιλέγει: «Και σημειωτέον ότι ο π. Παΐσιος ήτο του Δημοτικού σχολείου». Ο ίδιος μοναχός γράφοντας στο περιοδικό «Σύναξη», που υποστηρίζει τις ανανεωτικές τάσεις, επισημαίνει ότι προδίδει υπερηφάνεια μεγάλη, «όταν κάποιος προσπαθεί να γίνει οδηγός εις την Εκκλησίαν, όχι απλώς ενός ανθρώπου ή ολίγων, αλλά όταν επιχειρεί με κάποιον χάρισμα που έχει να γράφη – να αμφισβητήση την γλώσσαν της Θείας Λειτουργίας, την γλώσσαν των ύμνων, την υμνολογίαν δηλαδή και γενικά τον τρόπον που η Εκκλησία έρχεται, εις επικοινωνίαν με τον κόσμον και επιτελεί το αγιαστικόν έργον της. Σταματώ, λοιπόν, αδελφέ εν Κυρίω, εις το θέμα της υπό διαφόρων διευθύνσεων εκφραζομένης ιδέας να αλλάξη η γλώσσα της Θείας Λειτουργίας και της υμνογραφίας. Το θέμα αυτό θεωρώ έγκλημα κατά του Γένους και της Θεολογίας. Την αλλαγήν της γλώσσης δεν διενοήθη η Εκκλησία να κάμη ούτε εις την περίοδον της Τουρκοκρατίας, που οι Έλληνες ήσαν αγράμματοι. Ασφαλώς πιστεύω να έχετε πληροφορηθή ότι ο περιβόητος Κίσσιγκερ, ότε ήτο υπουργός των εξωτερικών των U.S.A, είχε είπει δημοσίως ότι τους Έλληνες θα τους διοικήσωμεν, εάν αλλάξωμεν (χαλάσωμεν) την γλώσσαν και την θρησκείαν των. Πρέπει να κλαίωμεν, αγαπητοί, διότι κατεστρέψαμεν την γλώσσαν μας, που είναι η ρίζα του πολιτισμού μας, μαζί με την Ορθοδοξίαν. Σήμερον θα έδει η Εκκλησία αντί για κατηχητικά και φωτογραφίας των Αρχιερέων εις τα διάφορα περιοδικά, να δαπανήση χρήματα διά να ιδρύση σχολεία ημερήσια ή απογευματινά διά να διδάξη την γλώσσαν μας και τον πατερικόν λόγον. Ο πατερικός λόγος είναι πάντοτε σύγχρονος, διότι είναι λόγος Πνεύματος Αγίου και ομιλεί εις τας καρδίας των ανθρώπων. Δυστυχώς ο λόγος πάντων ημών και υμών των συγχρόνων θεολόγων και κληρικών δεν λέει τίποτε, διότι δεν υπάρχει η αγιότης. Αν σήμερον λοιπόν χρειάζεται κάποια αλλαγή, η αλλαγή αυτή πρέπει να γίνει εις την ζωήν μας, που πρέπει να γίνη ασκητική και Πατερική»15.
Πολύ χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του μακαριστού Γέροντος Γερασίμου Μικραγιαννανίτη, Μεγάλου Υμνογράφου της του Χριστού Εκκλησίας. Ανανέωσε στην εποχή μας την παράδοση των μεγάλων υμνογράφων και ποιητών, γράφοντας άπταιστα και εμπνευσμένα στην γλώσσα του Αγίου Ρωμανού του Μελωδού, του Αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού, του Αγίου Θεοδώρου του Στουδίτου. Εγέμισε την Εκκλησία με εκατοντάδες ακολουθιών και με χιλιάδες ύμνων και τροπαρίων. Μόνον το «Θεοτοκάριον» του είναι άξιο θαυμασμού. τί να πει κανείς για τους συνολικά τριάντα περίπου τόμους των ακολουθιών του; Πώς μπόρεσε λοιπόν αυτός ο ερημίτης του Αγίου Όρους, χωρίς πανεπιστημιακή μόρφωση και φιλολογικές σπουδές, όχι μόνον να κατανοεί την λειτουργική γλώσσα, αλλά και να γράφει ύμνους εφάμιλλους των αρχαίων ποιητών; Γιατί δεν έγραψε στην καθομιλουμένη τους ύμνους του; Γιατί πράττουν το ίδιο και οι τόσοι άλλοι αξιόλογοι σύγχρονοι υμνογράφοι; Αγνοούν την ποιμαντική αναγκαιότητα, η οποία, αν υπήρχε, θα τους ανάγκαζε ασφαλώς να γράφουν στην δημοτική; Αισθανόμαστε μεγάλη χαρά και τιμή, γιατί στο Συνέδριό μας παίρνει μέρος ένας χαρισματικός υμνογράφος, ο κ. Χαράλαμπος Μπούσιας, ο οποίος και θα μας ομιλήσει για την γλώσσα της σύγχρονης υμνογραφίας. Σχετικώς πάντως με τον Γέροντα Γεράσιμο Μικραγιαννανίτη μπορώ να μεταφέρω την εξής πληροφορία, της οποίας ήμουν αυτήκοος μάρτυς. Προ ετών η Ιερά Μητρόπολη Βεροίας οργάνωσε επιστημονική ημερίδα για να τιμήσει τον Γέροντα Γεράσιμο, μετά βέβαια την κοίμησή του16. Όλοι οι εισηγειταί αναφερθήκαμε με θαυμασμό και επαίνους στο υμνογραφικό του τάλαντο και στην μεγάλη προσφορά του, η οποία στο σύνολό της γράφτηκε στην αρχαία εκκλησιαστική γλώσσα. Παρίστατο ως σύνεδρος και ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος κ. Χριστόδουλος, ως μητροπολίτης Δημητριάδος τότε. Το κλίμα του συνεδρίου ήταν φορτωμένο και φορτισμένο από το επίτευγμα της υμνογραφικής γλώσσης του Γέροντος Γερασίμου. Έλαβε κάποια στιγμή τον λόγο ο Μακαριώτατος κ. Χριστόδουλος και για να δείξει την αγάπη και την εμμονή του μεγάλου υμνογράφου στην παραδοσιακή υμνογραφική γλώσσα, αποκάλυψε ότι ο π. Γεράσιμος τον επέπληξε αυστηρά, όταν πληροφορήθηκε ότι στον Βόλο, κατά τα πρώτα έτη της αρχιερατείας του και του νεανικού ποιμαντικού ενθουσιασμού του, ετέλεσε δοκιμαστικά μαθητικές λειτουργίες με ύμνους στην δημοτική γλώσσα.Η αυστηρή εκείνη επίπληξη του Γέροντος Γερασίμου ανέστειλε και μάρανε την ανανεωτική εκείνη με τους νέους απόπειρα του Μακαριωτάτου, και ευχόμαστε το ίδιο να ισχύσει και σήμερα με όλους τους επισκόπους και πρεσβυτέρους που πειραματίζονται με τα λειτουργικά κείμενα.
Την ίδια άλλωστε ευλογημένη, παραδοσιακή και πατρική θέση του Αγίου Όρους, και της καθόλου Ορθοδόξου Παραδόσεως ανά τους αιώνες, εξέφρασε στην εμπνευσμένη εισαγωγική του ομιλία ο σεβαστός Γέροντας π. Μωυσής Αγιορείτης. Την ενότητα αυτή περί του αν η μετάφραση των λειτουργικών κειμένων είναι πράγματι ποιμαντική αναγκαιότητα θα κλείσουμε με όσα έγραψε ο π. Μωυσής απευθυνόμενος στους υπευθύνους του περιοδικού «Σύναξη». Γράφει μεταξύ άλλων: «Δεν θεωρώ ότι αυτό είναι το κύριο πραγματικό ποιμαντικό πρόβλημα. Είναι δημιουργημένο, κατασκευασμένο πρόβλημα. Μάλιστα προέρχεται από εκεί που δεν θα το περίμενες. Δεν θεωρώ, επαναλαμβάνω, ότι είναι πραγματικής ποιμαντικής αναγκαιότητας… Σαράντα χρόνια μέσα στην Εκκλησία, δεν αισθάνθηκα ως εκκλησιαζόμενος εξουσιαζόμενος, αμυνόμενος, απομονωμένος, εξουθενημένος από τη γλώσσα της Θ. Λειτουργίας. Οι αμαρτίες μου μόνο μ’ έκαναν κουρασμένο και απρόσεκτο. Δεν έννοιωσα μέσα στην εκκλησία αποκομμένος από τον κόσμο, σε μία “καθαρά ιδιωτική υπόθεση”, παρακολουθώντας μια “συνθηματική γλώσσα ολίγων”. Δεν μπορώ ασφαλώς να πω ότι από παιδί είχα πλήρη κατανόηση όλων των λεγομένων. Μήπως μπορώ να το πω τώρα; Μήπως θα μπορέσω να το πω άραγε ποτέ; Μήπως δεν πρέπει μάλιστα όλα να τα καταλάβουμε με το μικρό μυαλό μας αμέσως και τώρα; Μου έλεγε προ καιρού ένας Γέροντας: “Πενήντα χρόνια στο Άγιον Όρος και προχθές ένοιωσα στην αγρυπνία το Κύριε ελέησον”. Αν το λέγαμε “Κύριε ελέησε εμένα” θα το κατανοήσουμε πιο γρήγορα; Τι σημαίνει κατανόηση; Έχει σχέση με το βίωμα; Πρέπει να κάνουμε τους πιστούς έξυπνους, να τα καταλαβαίνουν όλα γρήγορα; Γιατί να τα καταλάβουμε όλα αμέσως; Ποιος το επιλέγει και το επιτάσσει; Η λογική; Δεν νομίζω. Μήπως πρέπει λιγάκι να υπομείνουμε ή να επιμείνουμε, να μελετήσουμε βαθύτερα, να προσευχηθούμε θερμά, να ελπίζουμε περισσότερο να εμπιστευθούμε τον Θεό, να καθαρθούμε για να φωτιστούμε;»17.
3. Η λειτουργική γλώσσα και η καθομιλουμένη. Μικρές διαφορές
Η δήθεν ύπαρξη ποιμαντικού προβλήματος κατοχυρώνεται κυρίως με το επιχείρημα ότι, επειδή δεν καταλαβαίνουν τα λειτουργικά κείμενα οι πιστοί, γι’ αυτό και δεν εκκλησιάζονται, και ότι αντίθετα, αν τα μεταφράσουμε ή τα μεταγλωττίσουμε, θα αυξηθεί το εκκλησίασμα.
Εν πρώτοις πρέπει να επισημανθεί ότι η λειτουργική γλώσσα δεν είναι ξένη γλώσσα για να ζητούμε την μετάφρασή της. Όπως ελέχθη, η φιλάνθρωπη Ορθόδοξη Εκκλησία, ακολουθούσα τον φιλάνθρωπο θεό, του οποίου παιδιά είναι οι άνθρωποι κάθε φυλής και γλώσσας, από τους αποστολικούς ακόμη χρόνους, από την ημέρα της Πεντηκοστής, κατά την οποία ακούσθηκε το κήρυγμα του Ευαγγελίου “ετέραις γλώσσαις”, “ήκουον εις έκαστος τη ιδία διαλέκτω λαλούντων των Αποστόλων τα μεγαλεία, του Θεού”, μέχρι και της σύγχρονης εποχής κηρύσσει το Ευαγγέλιο και προσεύχεται σε όλες τις γλώσσες. Μόνον η παπική Εκκλησία είχε μέχρι τη Β’ Βατικάνειο Σύνοδο (1962-1965) αφιλάνθρωπη και ρατσιστική στάση, επιτρέπουσα την χρήση μόνο της λατινικής γλώσσας, γιατί θεωρούσε πως είναι ιερή γλώσσα μαζί με την ελληνική και την εβραϊκή. Η αποτυχία των Φράγκων ιεραποστόλων να εκχριστιανίσουν τους Σλάβους οφείλεται συν τοις άλλοις και εις αυτό. Αντίθετα οι Έλληνες Θεσσαλονικείς ιεραπόστολοι Κύριλλος και Μεθόδιος έγιναν οι φωτισταί των Σλάβων και τους ευεργέτησαν, όχι μόνο γιατί τους εφώτισαν κηρύττοντας στη δική τους γλώσσα, αλλά και γιατί πρώτοι αυτοί, για να μεταφράσουν την Αγία Γραφή και τα λειτουργικά κείμενα, διεμόρφωσαν την γραπτή γλώσσα των Σλάβων και την οργάνωσαν, θεμελιώσαντες την σλαβική γραμματεία και την μετά ταύτα εξέλιξη του σλαβικού πολιτισμού. Δεν έχει λοιπόν κανένα πρόβλημα η Ορθόδοξη Εκκλησία με την μετάφραση των λειτουργικών κειμένων. Αντίθετα είναι η πρώτη διδάξασα και εφαρμόσασα.
Η μετάφραση όμως είναι από γλώσσα σε γλώσσα, μετάφραση σε άλλη, σε ξένη γλώσσα. Έχασαν τόσο πολύ το νόημά τους οι λέξεις, ώστε να κάνουμε όλοι λόγο για μετάφραση των λειτουργικών κειμένων από τα ελληνικά στα ελληνικά, από τα αρχαία στα νέα ελληνικά. Αυτό βέβαια δεν είναι μετάφραση, αλλά μεταγλώττιση, αλλαγή της μορφής της γλώσσης, γι’ αυτό και αντιλαμβανόμενοι αυτήν την ακυριολεξία οι θιασώτες του εγχειρήματος ομιλούν για μετάφραση ή μεταγλώττιση. Επειδή πάντως έχει υποστηριχθεί ότι μόνο οι Νεοέλληνες έχουμε το «επαχθές προνόμιο» να μην έχουμε τα λειτουργικά μας κείμενα στη ζωντανή μας γλώσσα και ότι αυτό αποτελεί παγκόσμια πρωτοτυπία19, με τον ίδιο τρόπο σκέψεως θα μπορούσαμε να πούμε ότι αποτελεί παγκόσμια πρωτοτυπία να έχεις τα κείμενα πρωτοτύπως στη γλώσσα σου και να τα μεταγλωττίζεις, να αλλάζεις τη μορφή της γλώσσης. Θα πρέπει συναφώς να λεχθεί ότι η συγγραφή των κειμένων της Αγίας Γραφής και της Θ. Λατρείας πρωτοτύπως, στα ελληνικά, για λόγους που θα αναπτύξουμε, και η μέχρι σήμερα ζωντανή χρήση τους στο πρωτότυπο δεν είναι “επαχθές” αλλά “επαινετό και επίζηλο προνόμιο”, και όντως έχουμε σ’ αυτό παγκόσμια πρωτοτυπία, την οποία πρέπει να διαφυλάξουμε. Οι Νεοέλληνες δεν είμαστε άλλοι από τους Έλληνες, έχουμε την ίδια ταυτότητα, ιδιαίτερα στη γλώσσα.
Η λειτουργική γλώσσα δεν είναι άλλη γλώσσα, είναι μία απλώς μορφή της ελληνικής γλώσσης στην διαχρονική της εξέλιξη. Είναι πάντως ζωντανή και όχι νεκρή γλώσσα, για να ζητείται η αλλαγή της. Οι Εβραίοι ανέστησαν και ομιλούν την αρχαία, την βιβλική γλώσσα, και εμείς πάμε να την αφανίσουμε «τοις κείνων ρήμασι πειθόμενοι»; Έχουν γίνει μελέτες από τις οποίες αποδεικνύεται ότι δεν είναι μεγάλες οι διαφορές μεταξύ της λειτουργικής γλώσσης και της καθομιλουμένης, ώστε να καθιστούν αδύνατη την κατανόησή της από τους πιστούς. Ο κορυφαίος γλωσσολόγος Γ. Χατζηδάκις απέδειξε ότι «εκ των 4.900 περίπου λέξεων της Κ. Διαθήκης σχεδόν ημίσειαι, ήτοι λέξεις 2.280, λέγονται και σήμερον εν τη κοινή λαλιά. Των δε λοιπών αι πλείσται μεν 2.200, νοούνται καλώς υπό πάντων των Ελλήνων αναγιγνωσκόμεναι ή ακουόμεναι, ολίγαι δε μόνον περί τας 400 είναι αληθώς ακατανόητοι υπό του Ελληνικού λαού»20. Και στη γλώσσα της Θ. Λειτουργίας οι δύσκολες λέξεις και φράσεις της Θ. Λειτουργίας δεν ξεπερνούν τις εκατόν πενήντα21. Είναι λοιπόν τόσο μεγάλο πρόβλημα, έχοντας ως βάση το συντριπτικό ποσοστό των χρησιμοποιουμένων ή κατανοουμένων λέξεων, να μάθουμε και το νόημα των ελαχίστων μη χρησιμοποιουμένων ή δυσνοήτων λέξεων; Μαθαίνουμε στην εποχή μας τόσες γλώσσες και τόσα άχρηστα πράγματα, και ασφαλώς δεν είναι πρόβλημα κατά προτεραιότητα η μεταξύ των άλλων αναγκαιοτήτων να μάθουμε και τις δύσκολες λέξεις και φράσεις της Θ. Λειτουργίας. Όσοι έχουμε ασχοληθεί με την μετάφραση πατερικών κειμένων, γνωρίζουμε ότι τις περισσότερες φορές χρησιμοποιούμε και στη μετάφραση τις ίδιες λέξεις, γιατί δεν υπάρχουν καλύτερες συνώνυμες για να αποδώσουν το νόημα. Η μακροχρόνια εξοικείωση άλλωστε προς την λειτουργική γλώσσα από την καθημερινή ή την συχνή χρήση διευκολύνει την κατανόηση, όπως επίσης βελτιώνει και το επίπεδο αρχαιομαθείας όσων ασχολούνται με τα λειτουργικά βιβλία. Μαθαίνει ευκολότερα τα αρχαία ελληνικά αυτός που είναι εξοικειωμένος με την γλώσσα της Λατρείας, όταν υπάρχουν βέβαια και οι άλλες απαραίτητες προϋποθέσεις, από κάποιον που δεν εκκλησιάζεται των ιδίων προϋποθέσεων. Υπάρχουν Γέροντες Αγιορείτες με ελλιπή σχολική παιδεία, οι οποίοι όταν γράφουν ή ομιλούν υπερτερούν κατά πολύ και των σημερινών πτυχιούχων των Θεολογικών Σχολών. Όταν αγαπάς και εκτιμάς κάτι, το μαθαίνεις γρήγορα. Είναι αφοπλιστικός εν προκειμένω ο λόγος του Γέροντος Σωφρονίου: «Είναι άτοποι οι ισχυρισμοί περί του δήθεν ακατανοήτου δια πολλούς συγχρόνους ανθρώπους της παλαιάς εκκλησιαστικής γλώσσης, μάλιστα δε δι’ ανθρώπους εγγραμμάτους και πεπαιδευμένους εισέτι. Δι’ αυτούς η εκμάθησης εντελώς μικρού αριθμού λέξεων αίτινες δεν είναι εν χρήσει εις την καθ’ ημέραν ζωήν, είναι υπόθεσις ολίγων ωρών. Πάντες ανεξαιρέτως καταβάλλουν τεραστίας προσπαθείας δια την αφομοίωσιν πολυπλόκων ορολογιών διαφόρων τομέων της επιστημονικής ή της τεχνικής γνώσεως, της πολιτικής, της νομικής και των κοινωνικών επιστημών, γλώσσης φιλοσοφικής ή ποιητικής και τα παρόμοια. Διατί λοιπόν αναγκάζομεν την Εκκλησίαν να απολέση γλώσσαν απαραίτητον διά την έκφρασιν υψίστων μορφών της θεολογίας και των πνευματικών βιωμάτων; Πάντες, όσοι ειλικρινώς επιθυμούν να γίνουν κοινωνοί της αιωνοβίου παραδόσεως του Πνεύματος, ευκόλως θα ανεύρουν την δυνατότητα να εξοικειωθούν μετά του ατιμήτου θησαυρού της ιεράς λειτουργικής γλώσσης, ήτις κατά τρόπον υπέροχον προσιδιάζει εις τα μεγάλα μυστήρια της λατρείας»22.
4. Για τον εκκλησιασμό δεν φταίει η γλώσσα. Αποϊεροποίηση και αντιεκκλησιαστικό κλίμα
Το ποσοστό πάντως των εκκλησιαζομένων πιστών δεν είναι συνάρτηση του αν κατανοούν ή δεν κατανοούν την γλώσσα. Αν ήταν συνάρτηση, θα έπρεπε οι εγγράμματοι, οι μορφωμένοι, οι πτυχιούχοι μέσων, ανωτέρων και ανωτάτων σχολών αναλογικά να προσέρχονται σε μεγαλύτερο ποσοστό στους ναούς. Συμβαίνει όμως το αντίθετο. Μεγαλύτερο είναι το ποσοστό των ολιγογραμμάτων που εκκλησιάζονται και μικρότερο των εγγραμμάτων. Θα έπρεπε επίσης όπου δοκιμάσθηκαν οι μεταφράσεις στις σύγχρονες γλώσσες να παρατηρηθεί αύξηση του εκκλησιάσματος. Όπως όμως είπαμε ήδη, στις χώρες της Αμερικής και της Ευρώπης οι ναοί αντί να γεμίσουν αδειάζουν, μέχρι σημείου πολλοί Ρωμαιοκαθολικοί να σκέπτονται και να προτείνουν την επαναφορά της λατινικής γλώσσης, η οποία όμως ως προς την συγγένειά της με τις σύγχρονες λατινογενείς γλώσσες είναι πολύ απομεμακρυσμένη, με τεράστιες διαφορές στο λεξιλόγιο. είναι όντως άλλη γλώσσα, ξένη γλώσσα. Δεν συμβαίνει ότι με την αρχαία και την νέα ελληνική, όπου υπάρχει αδιάσπαστη χρονική ενότητα και συνέχεια με ελάχιστες διαφορές. Επομένως και η επαναφορά της λατινικής δεν πρόκειται εκεί να λύσει το πρόβλημα.
Δεν πρέπει πάντως και εδώ να ελπίζουμε ότι θα σπεύσουν όλοι ή οι περισσότεροι να εκκλησιαστούν, μόλις μεταφρασθούν τα λειτουργικά κείμενα. Δόξα τω Θεώ το ποσοστό των εκκλησιαζομένων και μάλιστα των νέων, στην Ορθόδοξη Ελλάδα είναι ικανοποιητικό και έχει αυξητική τάση. Αυτό προκύπτει και εκ του ότι διαρκώς κτίζονται νέοι ναοί και νέα μοναστήρια, τα οποία επιβιώνουν με την όποια μικρή ή μεγάλη οικονομική συμβολή του εκκλησιάσματος. Αντίθετα στη Δύση οι ναοί δεν μπορούν να συντηρηθούν και αναγκάζονται να κλείσουν ή ακόμη και να πωληθούν, οπότε χρησιμοποιούνται σε διάφορες κοσμικές χρήσεις. Τί ωφέλησε λοιπόν η περίφημη «Λειτουργική Ανανέωση» στη Δύση και η μετάφραση των λειτουργικών κειμένων;
Ασφαλώς η Εκκλησία θα ήθελε να προσελκύσει όλους τους ανθρώπους, να μεταφέρει το σωτηριώδες μήνυμα σε περισσοτέρους ανθρώπους, να αγιάσει, να φωτίσει και να σώσει όλους τους ανθρώπους. Η αδιαφορία και η αποξένωση των ανθρώπων από την Εκκλησία δεν οφείλεται στη γλώσσα αλλά σε άλλους πολύ βασικούς λόγους.
Εν πρώτοις η προσέλευση των ανθρώπων στις εκκλησίες είναι συνάρτηση της πνευματικής καταστάσεως των λειτουργών της, της αγιότητος των κληρικών. Όπου υπάρχουν άγιοι επίσκοποι, ιερείς, μοναχοί και μονάζουσες, το παράδειγμά τους ακτινοβολεί «ως πόλις επάνω όρους κειμένη», ευωδιάζει η αγία ζωή τους ως «οσμή ευωδίας πνευματικής», και σπεύδουν οι άνθρωποι να οσφρανθούν αυτήν την ευωδία και να γευθούν την γλυκύτητα της αγίας τους ζωής, όπως σπεύδουν οι μέλισσες στα εύοσμα άνθη. Απλοϊκοί και αγράμματοι ιερείς και μοναχοί, με αγία όμως και ασκητική ζωή προσελκύουν και αναπαύουν, συνδέουν τους ανθρώπους με την εκκλησία και με την θ. Λατρεία. Αντίθετα απρόσεκτοι και αμελείς κληρικοί, και όταν ακόμη είναι εγγράμματοι και κατά κόσμο σοφοί, όταν δεν ζουν αποστολικά και πατερικά, αλλά έχουν κοσμικό φρόνημα και ανάρμοστη συμπεριφορά, όχι μόνο δεν προσελκύουν αλλά αντίθετα διώχνουν τους ανθρώπους από την Εκκλησία. Πολλοί έχουμε γίνει δέκτες τραυματικών εμπειριών σε εξομολογήσεις ανθρώπων, οι οποίοι απομακρύνθηκαν από την Εκκλησία εξ αιτίας του κακού παραδείγματος, της εμπαθούς ζωής ή απλώς της ανάρμοστης ποιμαντικής συμπεριφοράς μερικών κληρικών. Αυτό που εμποδίζει τους ανθρώπους να έλθουν στις εκκλησίες δεν είναι η λειτουργική γλώσσα, αλλά η απουσία αγίων, φωτισμένων κληρικών, που να προσελκύουν με το παράδειγμά τους. Όπως ήδη επεσήμανε ο Αγιορείτης Μοναχός Ι. Δαμασκηνός, «δυστυχώς ο λόγος πάντων ημών και υμών των συγχρόνων θεολόγων και κληρικών δεν λέει τίποτε, διότι δεν υπάρχει αγιότης. Αν σήμερον λοιπόν χρειάζεται κάποια αλλαγή, η αλλαγή αυτή πρέπει να γίνει εις την ζωήν μας, που πρέπει να γίνει ασκητική και Πατερική»23. Το ίδιο έγραψε παλαιοτέρα και μας είπε και απόψε ο π. Μωυσής με ειλικρίνεια προς τους εαυτούς μας και προς όλους «πως χρειάζεται καλύτερα προσωπική αναγέννηση»24 και όχι η διατυμπανιζόμενη «Λειτουργική Αναγέννηση». Σε ένα ωραίο επίσης άρθρο ο π. Σταμάτης Σκληρής με τίτλο «Η αλεκτική γλώσσα του παραδείγματος» γράφει: «Ότι ζούμε γνήσια, καλό ή κακό, θα γίνεται προς τα έξω γνωστό. Θα λειτουργεί ως παράδειγμα προς μίμησιν ή προς αποφυγήν. Δεν μπορούμε πια να εμπνέουμε την αλήθεια της εν Χριστώ ζωής ούτε με την πιο τέλεια λειτουργική, ούτε με την πιο άψογη θεολογία. Ο σύγχρονος άνθρωπος μας θέτει πολύ απλά το ερώτημα· δεν με νοιάζει τι μου λες περί του Χριστού, αλλά ποιος είσαι εσύ. Ή με άλλα λόγια· αν η αυθεντική βίωση του Χριστού σε αλλοίωσε ώστε να σου προκύπτει αυθόρμητα και αλεκτικά αυτό το μήνυμα, τότε ο Χριστός είναι η Αλήθεια»25.
Η αποξένωση από την Εκκλησία δεν οφείλεται βέβαια μόνον στην απροσεξία και στον αμελή βίο μερικών ιερέων. Αυτά είναι απλώς μία βασική αιτία της. Υπάρχουν και άλλοι λόγοι που αποσπούν τους ανθρώπους από τον σωτήριο δρόμο της Εκκλησίας. Δεν έχει παύσει ο Σατανάς ανά τους αιώνες να αντιμάχεται το έργο του Χριστού, παρασύροντας πολλούς έξω από την Εκκλησία, κατ’ αρχήν σε ένα αποϊεροποιημένο χώρο, όπου ο άνθρωπος δήθεν αναπτύσσεται ελεύθερα χωρίς εξαναγκασμούς και μεταφυσικές αγωνίες, στη συνέχεια όμως μεταβάλλοντας αυτόν τον χώρο σε βασανιστική κυριαρχία του «ως άρχων του αιώνος τούτου», σε σατανακρατούμενο κόσμο, πολέμιο του Θεού και αντίπαλο της Εκκλησίας. Αν παρακολουθήσει κανείς την εξέλιξη του ευρωπαϊκού πολιτισμού μετά την ψευδώνυμη Αναγέννηση και την συνέχειά της, τον παραπλανητικό Διαφωτισμό, που κατήντησε Διασκοτισμός, μετά τους οποίους επεκράτησε η περίφημη «νεωτερικότητα», θα διαπιστώσει ότι η αποδέσμευση των κρατών από την θρησκεία, η δημιουργία δηλαδή του λαϊκού, του κοσμικού κράτους, το οποίο έκοψε κάθε δεσμό με την Εκκλησία, έγινε χωρισμός Εκκλησίας και πολιτείας, και θεώρησε την θρησκεία, ως ιδιωτική υπόθεση του κάθε ανθρώπου, συντελέστηκε όχι απλώς μία αποϊεροποίηση της ζωής, αλλά ουσιαστικώς κηρύχθηκε πόλεμος εναντίον, κάθε ιερού, είτε φανερός είτε κρυφός. Καλλιεργήθηκε νοοτροπία αντιεκκλησιαστική. Συκοφαντήθηκε η Εκκλησία και σπιλώθηκαν οι λειτουργοί της. Στον εκτός της Ελλάδος ευρωπαϊκό χώρο η αντιεκκλησιαστική αυτή νοοτροπία εκφράσθηκε με την Γαλλική Επανάσταση, η οποία αρχίζει στις ημέρες μας να κρίνεται αντικειμενικώτερα, στην Μεγάλη δε Ορθόδοξη χώρα της Ρωσίας η αντιεκκλησιαστική νεωτερικότητα άρχισε με το εκσυγχρονιστικό δυτικής εμπνεύσεως έργο του Μ. Πέτρου, και ολοκληρώθηκε με την επιβολή της αθεϊστικής ιδεολογίας του Κομμουνισμού.
Ο Ελληνισμός κατά θεία ρύθμιση, όπως απλοϊκά το διετύπωσε ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, αιχμάλωτος και υπόδουλος στους Οθωμανούς Τούρκους, έχασε μεν την σωματική του ελευθερία και την κρατική του υπόσταση, κράτησε όμως την πίστη του, την Όρθοδοξία26. Δεν μπήκε στη βασική διαδικασία που χαρακτηρίζει την νεωτερικότητα, δηλαδή στην αποϊεροποίηση, στην εκκοσμίκευση. Απέναντι του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού που προέβαλλαν ο Κοραής και ο κύκλος του, οι Κολλυβάδες Άγιοι, που εμνημονεύσαμε, προέβαλλαν τον Ορθόδοξο Φωτισμό, τον φωτισμό του Αγίου Πνεύματος, μετά την κάθαρση του ανθρώπου από τα πάθη, και την θέωση. Το ησυχαστικό κίνημα των Κολλυβάδων του δεκάτου ογδόου αιώνος, ήταν η απάντηση των Ορθοδόξων στον Νεοβαρλααμισμό του Διαφωτισμού και στην κατεδάφιση των ορθοδόξων παραδόσεων. Οι λαϊκοί αγωνιστές του 1821, ο Μακρυγιάννης και ο Κολοκοτρώνης, που αγωνίζονταν «για του Χριστού την πίστη την αγία, για της πατρίδος την ελευθερία», δεν είχαν καμμία σχέση με τους ευρωπαΐζοντες και αλλοτριωμένους καλαμαράδες του Κοραή.
Δυστυχώς αυτά που διασώσαμε κατά την Τουρκοκρατία, τα εχάσαμε κατά την περίοδο του ελευθέρου βίου. Η Ορθόδοξη Ελλάδα, η Αγία Ελλάδα που εκράτησε το Βυζάντιο ζωντανό, ως Βυζάντιο μετά το Βυζάντιο, και διέσωσε το εκκλησιαστικό κοινοτικό πνεύμα κρατώντας ολόκληρο τον βίο των ανθρώπων κάτω από την αγιαστική Χάρη της Εκκλησίας, γύρω από την ενορία, μέσα και έξω από τον ναό, στις χαρές και στις λύπες των πιστών, μετά το 1821 άρχισε να αποβάλλει την ρωμαϊκή ενδυμασία της, να εξευρωπαΐζεται, να φραγκεύει. Σε προηγούμενα δημοσιεύματά μας αναπτύξαμε επανειλημμένως την θέση, ότι η άλωση του Ελληνισμού και της Ορθοδοξίας δεν έγινε με την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως το 1453 από τους Τούρκους, άρχισε να γίνεται σταδιακά και αθόρυβα μετά το 1821 σε συνθήκες ελευθέρου πολιτιστικού βίου και βρίσκεται στις ημέρες μας στη φάση της ολοκληρώσεως27. Η αποβυζαντινοποίηση της Ελλάδος, η αποϊεροποίηση του κοινωνικού βίου, της παιδείας του πολιτισμού, των ηθών και εθίμων, του τρόπου σκέψεως και ζωής, δημιούργησαν και δημιουργούν απρόσφορο κλίμα για την στροφή των ανθρώπων προς την Εκκλησία. Αυτό το γενικότερο κοσμικό πνεύμα που επεκράτησε διώχνει τους ανθρώπους από την Εκκλησία και όχι η εκκλησιαστική γλώσσα. Μπορούσε κανείς να φαντασθεί ότι θα φθάναμε ποτέ στην Ορθόδοξη Ελλάδα να διαγράψουμε από τις ταυτότητες το «Ορθόδοξος Χριστιανός», να προσπαθούμε να επιβάλουμε πολιτικό γάμο και πολιτική κηδεία, την καύση των νεκρών, τον χωρισμό εκκλησίας και κράτους, την υποτίμηση του μαθήματος των θρησκευτικών, την επέμβαση στην εκκλησιαστική περιουσία, προ παντός τον αποχρωματισμό της παιδείας, την επιβολή άθρησκης παιδείας, γιατί ενοχλούν οι αξίες του ελληνοχριστιανικού πολιτισμού και τελικώς τον πνευματικό αφοπλισμό των νέων και την παράδοσή τους σε καταστροφικές ιδεολογίες και μηδενιστική νοοτροπία; Τί να πρωτοεπισημάνει κανείς; Εμείς είχαμε υποδείξει μερικούς καταστροφικούς παράγοντες, που δρουν αλλοτριωτικά και αποξενώνουν τους ανθρώπους από την Εκκλησία. Θα τους αναφέρουμε χωρίς εδώ να τους αναπτύξουμε. Είναι
α) οι ελληνομαθείς και ελληνολάτρες του Κλασικισμού, οι οποίοι πολεμούν τον Χριστιανισμό και το Βυζάντιο.
β) οι παλαιοί και σύγχρονοι μισσιονάριοι του Παπισμού και του Προτεσταντισμού, τώρα δε και του Οικουμενισμού, που καλλιεργούν και προβάλλουν δυσμενείς εκτιμήσεις για τους παραδοσιακούς ορθοδόξους κληρικούς, εμφανιζόμενοι οι ίδιοι ως προοδευτικοί και μοντέρνοι.
γ) η αθεϊστική προπαγάνδα του Κομμουνισμού, η οποία εξακολουθεί να επιβιώνει σε κύκλους της δήθεν “προοδευτικής” Αριστεράς, οι οποίοι καταδυναστεύουν στις ημέρες μας τον πολιτισμό και την παιδεία και επιβάλλουν συστηματικά και προγραμματισμένα αντιεκκλησιαστική νοοτροπία.
δ) υπάρχει τέλος και άλλη πηγή αντιεκκλησιαστικής συμπεριφοράς. το υλιστικό μοντέλο ζωής που συνδέει την πρόοδο με την τεχνολογία και την ευημερία, με τις υλικές ανέσεις και την οικονομική δύναμη, για την απόκτηση και κατάκτηση των οποίων οι πνευματικές αξίες και το περιβάλλον των ναών είναι πράγματα απρόσφορα και ασυμβίβαστα28.
Θα παραθέσουμε κλείνοντας αυτήν την ενότητα όσα σχετικά γράφει ένας άξιος εκπαιδευτικός, που πονά για την αποξένωση αυτή και την αλλοτρίωση, ο φιλόλογος κ. Χριστόφορος Γεροντίδης: «Εκείνο που κρατά τον Έλληνα και ιδιαίτερα τον νέο έξω από τους Ιερούς Ναούς δεν είναι κατά την ταπεινή μας γνώμη η γλώσσα, αλλά το γενικά αδιάφορο ή εχθρικό ή αιρετικό πνεύμα, που καλλιεργείται συστηματικά στον τόπο μας εδώ και δεκαετίες εναντίον της Εκκλησίας. Βάλλεται από παντού έσωθεν και έξωθεν, φανερά και κρυφά. Όσοι παρακολουθούν τον ημερήσιο και περιοδικό τύπο και τα ποικίλα κανάλια της T.V. (εννοούμε τις μη σοβαρές και ανεύθυνες περιπτώσεις) γνωρίζουν πολύ καλά τον άλλοτε τεχνικά αόρατο και άλλοτε αδιάντροπα ορατό σ’ όλους μας αντιεκκλησιαστικόν αυτόν πόλεμο. Πώς λοιπόν είναι δυνατόν να προσέλθει στον Ι. Ναό για προσευχή ένας νέος άνθρωπος, που έχει υποστεί αυτήν την πλύση εγκεφάλου από μικρό παιδί; Που οι γονείς του δεν πάτησαν στην Εκκλησία (μερικοί ούτε και σ’ αυτόν τον γάμο τους ακόμη); Που στα σχολεία συνάντησαν αδιάφορους ή και άθεους “παιδαγωγούς”; Και όπου θεωρούνταν υποτιμητικό το να έχει ένας μαθητής καλή επίδοση στο μάθημα των θρησκευτικών; Που παρακολουθούσαν στην τηλεόραση καλεσμένους να ωρύονται κατά της Εκκλησίας καλώντας τις μητέρες να κρατούν τα παιδιά τους μακριά από αυτήν και την διδασκαλία της; Που έβλεπαν μορφωμένους να προσέρχονται στους Ιερούς Ναούς μόνο στις Δοξολογίες ή και να διακηρύττουν ακόμη την αθεΐαν τους; Που διαπίστωναν ότι πολλοί συγγενείς, γνωστοί, φίλοι, που εκκλησιάζονταν τακτικά ήσαν μεγάλοι υποκριτές; Που έβλεπαν ποιμένες του λαού, μέχρι και του ανωτέρου βαθμού, να εισάγουν αιρετικές ιδέες στο σώμα της Εκκλησίας; Όλη αυτή η κατάσταση ήταν επόμενο να φέρει σύγχυση όχι μόνο στους μικρούς, αλλά και στους μεγάλους. Και επειδή το κοσμικό πνεύμα παρασύρει τον πιστό προς μία εύκολη ζωή, μία ζωή χωρίς φόβο Θεού, χωρίς πίστη, χωρίς ταπείνωση, χωρίς γενικά πνευματικό αγώνα, που απαιτεί ηρωισμό για να τον κάνεις, εγκαταλείποντας το δικό σου θέλημα και υποτασσόμενος ολοκληρωτικά στο θέλημα του Θεού, διαγράφουμε με ένα Χ την όλη χριστιανική ζωή και ακολουθούμε τον εύκολο δρόμο. Και για να καθησυχάσουμε την πάντοτε άγρυπνη έμφυτη συνείδησή μας αρχίζουμε τις “προφάσεις εν αμαρτίαις”, ανάμεσα στις οποίες εμφανίζεται και το γνωστό επιχείρημα: “Δεν πηγαίνω στην Εκκλησία, γιατί δεν καταλαβαίνω τη γλώσσα”»29.
5. Η μοναδικότητα της ελληνικής λειτουργικής γλώσσης. Θεολογική και εκκλησιαστική θεμελίωση
Η αντιμεταφραστική παράδοση της Ορθοδόξου Εκκλησίας μέχρι σήμερα ως προς την εκκλησιαστική γλώσσα και η δια των αιώνων εμμονή της Εκκλησίας να λατρεύει τον Θεό στην ίδια πάντοτε γλώσσα έχει αρίστη και καλά κατανοητή θεολογική και εκκλησιολογική θεμελίωση.
α) Θεϊκή επιλογή
Είναι εν πρώτοις σαφές και πανθομολογούμενον ότι οι αρχαίοι Έλληνες, με την εξαιρετική τους επίδοση στην φιλοσοφία, στην ποίηση και στην ρητορική καλλιέργησαν τόσο πολύ την γλώσσα και ενεβάθυναν στις έννοιες, στις λογικές κατηγορίες, στις διακρίσεις, εφόρτωσαν τον λόγο και τον εκόσμησαν με τόσο πλούτο και ποικιλία, ώστε θα έλεγε κανείς ότι κατόρθωσαν να επιτύχουν την καλύτερη προσέγγιση των λεγομένων προς τα πράγματα, είτε αισθητά είτε νοούμενα. Δεν υπάρχει βέβαια απόλυτη τελειότητα στην διά λόγου έκφραση των πραγμάτων. Πάντοτε υπάρχει το αίτημα της τελειότερης έκφρασης αυτών που ο νους συνέλαβε και οι οράσεις αισθάνθηκαν, ή στον χώρο της Θρησκείας αυτών που ο Θεός απεκάλυψε. Υπάρχουν και πράγματα άρρητα, που δεν μπορούν να εκφρασθούν. Στον χώρο πάντως της αρχαίας ελληνικής σκέψεως κατορθώθηκε με επίμονη προσπάθεια δημιουργικών πνευμάτων ο λόγος να πλησιάσει τα όρια της κατ’ άνθρωπον τελειότητος. Αυτό φαίνεται και εκ του ότι ακόμη και σήμερα στον χώρο της επιστήμης και της φιλοσοφίας κυριαρχούν οι αρχαίοι ελληνικοί όροι.
Η εν Χριστώ φανέρωση και πραγμάτωση του μυστηρίου της σωτηρίας των ανθρώπων σε περίοδο κατά την οποία η ελληνική γλώσσα κυριαρχούσε στον κόσμο, ως οικουμενική γλώσσα του πολιτισμού, της φιλοσοφίας και της διανόησης, αλλά και ως κοινή γλώσσα συνεννοήσεως των λαών της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, δεν είναι τυχαίο γεγονός. Περιλαμβάνεται ασφαλώς στις προϋποθέσεις που έπρεπε να υπάρξουν ώστε να κρίνει ο Θεός ότι “ήλθε το πλήρωμα του χρόνου”30, για να μεταφερθεί και κηρυχθεί το σωτηριώδες μήνυμα του Ευαγγελίου εις πάντα τα έθνη. Η θραύση της ιουδαϊκής αποκλειστικότητος και το άνοιγμα προς την ελληνική οικουμένη, απαιτούσε μία οικουμενική γλώσσα, ευρέως διαδεδομένη, αλλά συγχρόνως και κατάλληλη να εκφράσει τις υψηλές αλήθειες της ενσαρκώσεως του Λόγου. Ο Λόγος έπρεπε να σαρκωθεί ως άνθρωπος, να σαρκωθεί όμως και στα γράμματα, στους λόγους, στη λαλιά, στις λέξεις. Και όπως η Παναγία Παρθένος εδάνεισε στον “Παντεχνήμονα Λόγον”31 την σάρκα της ως η τελειοτέρα και αγιωτέρα μεταξύ των γυναικών, έτσι και ο Ελληνισμός προσέφερε στον σαρκωθέντα Λόγο το γλωσσικό όργανο, το γλωσσικό ένδυμα, ως το τελειότερο που υπήρχε μεταξύ των άλλων λαών. Η εκστρατεία του Μ. Αλεξάνδρου προς την Ανατολή και η εξ αιτίας αυτής διάδοση της Ελληνικής γλώσσης ήταν μέτρο της θείας Προνοίας, ώστε να κηρυχθεί το Ευαγγέλιο “εις πάσαν την κτίσιν”. Πώς θα κατόρθωνε ο Απόστολος Παύλος να περιοδεύσει στην ελληνοκρατούμενη γλωσσικά Ασία και να περάσει στην ελληνική Ευρώπη χωρίς την γνώση της ελληνικής γλώσσης; Ο Χριστιανισμός συνήντησε σθεναρή αντίδραση από τον Ιουδαϊσμό, έγινε όμως εύκολα δεκτός από τον ελληνικό κόσμο της Μεσογείου.
Ήταν γι’ αυτό θεϊκή επιλογή η ένδυση του Ευαγγελίου με την ελληνική γλώσσα, όπως και στη συνέχεια της Θείας Λατρείας, χωρίς αυτό να προδίδει εθνικισμό, ρατσισμό, ή διολίσθηση στην θεωρία και στην πλάνη περί ιερών γλωσσών. Δεν υπάρχουν όντως ιερές γλώσσες. σε όλες τις γλώσσες μπορεί να κηρυχθεί το Ευαγγέλιο και να λατρευθεί ο Θεός. Οι άνθρωποι όλων των εθνών μπορούν να απευθυνθούν προς τον Θεό και να προσευχηθούν στη γλώσσα του ο καθένας. Αυτό όμως δεν αναιρεί το γεγονός ότι η ελληνική είναι η μητρική γλώσσα του Ευαγγελίου και της Θ. Λατρείας, η αρχετυπική γλώσσα, το σταθερό σημείο αναφοράς, γύρω από το οποίο θα κινούνται οι άλλες γλώσσες, στις οποίες μεταφράζονται τα εκκλησιαστικά κείμενα, θα επιστρέφουν στο πρωτότυπο ελληνικό κείμενο, για να πιστοποιούν την εγκυρότητα και αξιοπιστία τους, όπως κάνουμε συνήθως σε όλες τις μεταφράσεις, των οποίων η πιστότητα προς το πρωτότυπο είναι δύσκολο κατόρθωμα. Ακόμη και σε κοινά λογοτεχνικά κείμενα είναι ανεπανάληπτο και αναντικατάστατο το πρωτότυπο. Το ίδιο και σε μεγαλύτερο βαθμό, λόγω του ειδικού αγιοπνευματικού, μυσταγωγικού, συμβολικού, κοινοτικού, υψηλού χαρακτήρος των, συμβαίνει στα λειτουργικά κείμενα, των οποίων η γλώσσα, όπως θα δούμε, είναι αγιασμένη από την Χάρη του Θεού και των Αγίων. Εγγυητής της πληρότητος και αξιοπιστίας της είναι ο ίδιος ο Θεός.
Για την μοναδικότητα πάντως της ελληνικής γλώσσης και την θεϊκή επιλογή της θεωρούμε αναγκαίο να παραθέσουμε μερικές γνώμες αγίων ανδρών και θεολόγων. Υπάρχει μία εντυπωσιακή γνώμη του Μ. Αθανασίου και σύσταση να μη επιχειρούμε να μεταβάλλουμε τις λέξεις, την οποία όμως θα παραθέσουμε στο τέλος αυτής της ενότητος, διότι εμπερικλείει και άλλες πλευρές της μοναδικότητος εκτός της θεϊκής επιλογής, που θα αναπτυχθούν στη συνέχεια. Ο γνωστός Ρώσος θεολόγος π. Γεώργιος Φλορόφσκι, του οποίου συχνά παραθέτουμε απόψεις για την αδιαίρετη ενότητα Χριστιανισμού και Ελληνισμού, η οποία καθιστά αδύνατη κάθε προσπάθεια αφελληνισμού του Χριστιανισμού, γράφει τα εξής για την “εκλογή” της ελληνικής γλώσσης: «Η Παλαιά Διαθήκη παρήλθε. Ο Ισραήλ δεν δέχθηκε τη θεότητα του Χριστού δεν αναγνώρισε το Χριστό ούτε τον ομολόγησε και η υπόσχεση πέρασε στους Εθνικούς. Η Εκκλησία είναι προ πάντων ecclesia ex gentibus (εξ εθνών Εκκλησία). Πρέπει να αναγνωρίσουμε αυτό το βασικό γεγονός της Χριστιανικής ιστορίας με ταπείνωση μπροστά στη βουλή του Θεού, η οποία εκπληρώνεται στον προορισμό των Εθνών. Και η “κλήση των Εθνών” σήμαινε ότι ο Ελληνισμός ευλογήθηκε από το Θεό. Σ’ αυτό δεν υπήρξε καμιά “ιστορική σύμπτωση”· καμιά τέτοια σύμπτωση δεν μπορούσε να βρίσκεται σ’ αυτό. Στον θρησκευτικό προορισμό του ανθρώπου δεν υπάρχουν τυχαίες “συμπτώσεις”. Οπωσδήποτε, το γεγονός παραμένει ότι το Ευαγγέλιο δίνεται σε όλους μας και για όλες τις εποχές στην Ελληνική γλώσσα. Σ’ αυτή τη γλώσσα ακούμε το Ευαγγέλιο στην ολότητα και πληρότητά του. Αυτό, φυσικά, δεν σημαίνει και δεν μπορεί να σημαίνει ότι δεν είναι δυνατόν να μεταφραστεί αλλά πάντοτε το μεταφράζουμε από τα Ελληνικά. Και υπάρχει ακριβώς τόσο λίγη “τύχη” ή “συμπτωματικότητα” σ’ αυτή την “εκλογή” της ελληνικής γλώσσας (ως της αμετάβλητης πρώτης γλώσσας του Χριστιανικού Ευαγγελίου), όση υπήρχε και στην εκλογή από το Θεό του Ιουδαϊκού λαού (από όλους τους λαούς της αρχαιότητος), ως λαού “Του”. Υπήρχε τόσο λίγη “συμπτωματικότητα” στην “εκλογή” της ελληνικής γλώσσας, όση υπήρχε στο γεγονός ότι “η σωτηρία εκ των Ιουδαίων εστίν” (Ιωάν. δ’ 22). Δεχόμαστε την αποκάλυψη του Θεού όπως έγινε. Και θα ήταν άσκοπο να ρωτάμε αν θα μπορούσε να είχε γίνει αλλιώς”22.
Ο Γέροντας Σωφρόνιος λέγει επίσης επεκτείνοντας την μοναδικότητα και στη λατρεία τα εξής σημαντικά: «Οι Έλληνες διά της φιλοσοφίας έφθασαν εις τα υψηλότερα δυνατά όρια αναπτύξεως του ανθρωπίνου πνεύματος και διά της γλώσσης παρουσίασαν την τελειοτέραν δυνατήν μορφήν εκφράσεως του ανθρωπίνου λόγου. Την μορφήν ταύτην της εκφράσεως προσέλαβε και χρησιμοποίησε κατά πρόνοιαν Θεού εις την Λατρείαν επί δύο χιλιετίας η Εκκλησία του Χριστού. Η Λειτουργία, ως μέσον αναφοράς του ανθρώπου προς τον Θεόν, είναι φυσικό να έχει ως εκφραστικό όργανο την κατά το δυνατόν τελειοτέραν γλώσσαν. Η χρήσης του τελειοτέρου υπάρχοντος γλωσσικού οργάνου εις τας λατρευτικάς συνάξεις βοηθεί τους πιστούς να διατηρούν την αίσθησιν του Τελείου και συμβάλλει εις την πληρεστέραν δυνατήν κοινωνίαν μετ’ αυτού. Η επί τοσούτον χρόνων χρησιμοποιηθείσα και καθαγιασθείσα γλώσσα της Θ. Λειτουργίας, ήτις δύναται να χαρακτηρισθεί και ως κατηγόρημα της ορθοδόξου λατρείας, είναι αδύνατον να αντικατασταθεί άνευ ουσιώδους βλάβης αυτής ταύτης της λατρείας»33.
β) Γλώσσα Αγίων, αγιασμένη από την ενέργεια της Χάριτος
Η επέκταση που κάνει ο Γέροντας Σωφρόνιος από την γλώσσα του Ευαγγελίου στη γλώσσα της Θ. Λατρείας, υποβοηθεί να επισημάνουμε βασικές αρχές της Ορθοδόξου εκκλησιολογίας και σωτηριολογίας. Σύμφωνα με αυτές το Άγιο Πνεύμα δεν έπαυσε να ενεργεί στη ζωή της Εκκλησίας και να παράγει Αγίους και πέραν της αποστολικής εποχής, να επιστατεί στην διαμόρφωση και διατύπωση της Θείας Λατρείας, όπως άλλωστε και στην διατύπωση των δογμάτων. Ο λόγος λοιπόν της Θ. Λατρείας, όπως πολύ καλά ανέλυσε ο π. Νικόλαος Λουδοβίκος, έχει οντολογικό βάρος, διότι δεν είναι απλός ανθρώπινος λόγος, δεν είναι μόνο κτιστός λόγος, γέννημα της διανοίας του ανθρώπου, αλλά είναι λόγος χαριτωμένος από το Άγιο Πνεύμα, κουβαλάει την άκτιστη ενέργεια της Θείας Χάριτος, είναι «ένα μεικτό μόρφωμα, λόγος ζυμωμένος εν Πνεύματι – οντολογικοποιημένος». Στην περίπτωση αυτή το γράμμα λαμβάνει από την Χάρη του Πνεύματος. Εισέρχεται έτσι και η γλώσσα στο χώρο της ενεργείας της Θ. Χάριτος και αγιάζεται, όπως αγιάζονται τα ιμάτια και τα λείψανα των αγίων34. Θα προσθέταμε μάλιστα εμείς, ότι αγιάζεται το γράμμα, αγιάζονται οι λέξεις, όπως αγιάζονται και οι εικόνες, η ύλη των εικόνων, το ξύλο, μέχρι σημείου να μυροβλύζουν και να θαυματουργούν. Ο παραλληλισμός μάλιστα της ύλης των εικόνων, με τα γράμματα του λόγου, των λέξεων, είναι συνήθης στους Αγίους Πατέρες που αγωνίσθηκαν εναντίον των εικονομάχων, στην προσπάθειά τους να δείξουν ότι δεν είναι άτιμη και περιφρονητέα η ύλη των εικόνων, διότι έχει την ίδια λειτουργία που έχουν οι λέξεις τα γράμματα στον ευαγγελικό λόγο. Όπως λοιπόν τιμούμε τον ευαγγελικό λόγο, ως φορέα του Λόγου και του Αγίου Πνεύματος, το ίδιο πρέπει να τιμούμε και τις άγιες εικόνες. Παραθέτουμε μικρό μόνο τμήμα από το αναγινωσκόμενο την Κυριακή της Ορθοδοξίας Συνοδικό της Ορθοδοξίας: «Των τω λόγω αγιαζόντων τα χείλη, είτα τους ακροατάς διά του λόγου, ειδότων τε και κηρυσσόντων, ως αγιάζεται μεν ομοίως διά των σεπτών εικόνων τα όμματα των ορώντων, ανάγεται δε δι’ αυτών ο νους προς θεογνωσία, ώσπερ και δια των θείων ναών, και των ιερών σκευών και των άλλων κειμηλίων. Αιωνία η μνήμη». Η γλώσσα λοιπόν αγιάζεται, όπως αγιάζονται οι ναοί, τα ιερά σκεύη και κειμήλια, οι άγιες εικόνες και τα λείψανα.
Αγιάζεται μάλιστα επί πλέον η λειτουργική γλώσσα, επαναλαμβανόμενη επί αιώνες από τα χείλη χιλιάδων αγίων ανδρών. Χρησιμοποιώντας τις ίδιες αγιασμένες λέξεις που επενόησαν και χρησιμοποίησαν οι Άγιοι, εκτός του ότι απαλλασσόμαστε από την μέριμνα περί του πώς θα προσευχηθούμε αυτοσχεδιάζοντας, αγιαζόμαστε και εμείς χρησιμοποιώντας τα αγιασμένα λειτουργικά κείμενα, αγιάζεται η γλώσσα μας, ο νους και η καρδιά μας. Υπάρχει μάλιστα και μία αξιοπρόσεκτη συνέπεια από την χρήση της αγιασμένης, μέχρι και των λέξεων, λειτουργικής γλώσσης. λειτουργεί αποτρεπτικά εναντίον της επηρείας των δαιμόνων, αποδιώχνει τους δαίμονες, όπως επισημαίνει ο Μ. Αθανάσιος στο θαυμάσιο κείμενό του που υποσχεθήκαμε να παραθέσουμε.
Γράφει λοιπόν σ’ αυτό ότι δεν πρέπει να προσπαθεί κανείς να μεταβάλει ή να αντικαταστήσει τις λέξεις των ιερών κειμένων αλλά να λέγει και να ψάλλει τα γραμμένα όπως ελέχθησαν, ώστε να προσεύχονται μαζί μας και αυτοί που τα έγραψαν, το δε Άγιο Πνεύμα ακούγοντας τους λόγους που ενέπνευσε προς τους Αγίους να μας συμπαραστέκεται. Έχουν μεγάλη δύναμη οι λόγοι των Αγίων, ανάλογη προς το μεγαλείο της αγίας ζωής τους. «Όσω γαρ των αγίων ο βίος βελτίων των άλλων εστί, τοσούτω και τα παρ’ αυτών ρήματα των παρ’ ημών συντιθεμένων βελτίονα και ισχυρότερα αν τις είποι δικαίως». Και μόνον η ανάγνωση των Γραφών διώχνει τους δαίμονες και αποτρέπει τις επιβουλές των. Γι’ αυτό και είναι άξιοι κατακρίσεως όσοι εγκαταλείπουν τα ιερά κείμενα και συνθέτουν δικά τους. Αυτοπαραδίδονται στον χλευασμό των δαιμόνων διότι, όταν ακούουν οι δαίμονες αυτοσχέδιους λόγους, ευχαριστούνται και εμπαίζουν τους ανθρώπους. ενώ τους λόγους των αγίων τους φοβούνται και δεν μπορούν να τους υποφέρουν. «τάδε των αγίων ρήματα φοβούνται, ή και φέρειν αυτά ου δύνανται»35.
Είναι αξιοσημείωτο στο κείμενο αυτό του Μ. Αθανασίου, ότι αντιπαραθέτει και τον εαυτό του, ενώ ζούσε ακόμη, προς τους Αγίους, και γράφει ότι ο βίος των Αγίων, η αγία ζωή τους κάνει και τα κείμενά τους, καλύτερα από τα δικά μας. Κανείς από τους Αγίους δεν είχε την αίσθηση όσο ζούσε, ότι ήτον άγιος. έμενε πιστά σε ότι είπαν και ότι έπραξαν οι αποδεδειγμένοι εκ Θεού Άγιοι. Αυτό το νόημα έχουν τα λεχθέντα ότι «όποιες μεταβολές έγιναν στη Θεία Λατρεία δεν έγιναν από συνοδικές επιτροπές, αλλά από το Άγιο Πνεύμα δι’ Αγίων ανδρών»36. Αν είχαν την ταπείνωση του Αγίου Αθανασίου και τον σεβασμό προς τα παραδεδομένα, οι σημερινοί ανανεωτές, δύσκολα θα έφθαναν στην απόφαση, στη θέση παλαιών ακολουθιών ή ευχών, γραμμένων από Αγίους να προτείνουν καινούργιες ακολουθίες και καινούργιες ευχές. Μακάρι να αποδειχθούν μετά θάνατον Άγιοι οι συνθέσαντες νέες ακολουθίες του γάμου, ο π. Βασίλειος Θερμός και ο καθηγητής κ. Χρ. Γιανναράς37, όπως και οι προτείνοντες αλλαγές σε ευχές του γάμου, του αρραβώνος, και στις ευχές επί λοχεία και επί γεννήσει παιδίου π. Κωνσταντίνος Καραϊσαρίδης και π. Κωνσταντίνος Παπαγιάννης38. Η Εκκλησία τότε θα αποδεχθεί τα κείμενά τους και συν τω χρόνω θα αποκτήσουν εκκλησιαστικό χαρακτήρα, θα γίνουν κείμενα συλλογικά, της κοινότητος, και όχι ατομικά, προσωπικά, αυτοσχέδια. Αυτός είναι άλλωστε και ένας βασικός λόγος που δεν ευδοκιμούν στην Ορθόδοξη Λατρεία οι αυτοσχέδιες προσευχές, όπως ευδοκιμούν στον Προτεσταντισμό.
Η διατήρηση της λειτουργικής γλώσσας αμετάβλητης, και λόγω της θεϊκής της επιλογής και λόγω του οντολογικού αγιαστικού της χαρακτήρος, της προσδίδει και άλλα αξιοσημείωτα γνωρίσματα και πλεονεκτήματα όπως υψηλό και ιεροπρεπή χαρακτήρα, ενότητα και συνέχεια με τις προηγούμενες γενεές και εκκλησιαστική, κοινοτική ταυτότητα, όχι ατομική και ιδιωτική.
γ) Υψηλή και ιεροπρεπής γλώσσα
Είναι όντως πασιφανές ότι τα υψηλά και τα θεία δεν εκφράζονται με κοινές λέξεις, με ευτελή και πεζά λόγια, με κοινές λέξεις της καθημερινότητος, διότι υπάρχει κίνδυνος να ευτελισθούν, να καταβιβασθούν από το ύψος και την ιεροπρέπεια του θεϊκού μυστηρίου στην χοϊκή ανθρώπινη μικρότητα, και αντί να ανεβάσουν τους πιστούς προς τα άνω, να τους κατεβάσουν στα γήινα και μικρά, να εκκοσμικεύσουν την Θ. Λειτουργία. Πολλοί από τους Αγίους δηλώνουν ότι αδυνατούν να βρουν λέξεις, για να εκφράσουν τις πνευματικές εμπειρίες τους, πολλές από τις οποίες αφήνουν «άρρητες» ανέκφραστες. Ήδη ο Απόστολος Παύλος αναφερόμενος στην αρπαγή του στον ουρανό γράφει ότι «ήκουσεν άρρητα ρήματα, α ουκ εξόν ανθρώπων λαλήσαι»39. Ο ίδιος ο Χριστός διαπιστώνει, ότι οι ουράνιες αλήθειες τις οποίες διδάσκει δύσκολα κατανοούνται από τους κάτω, από τους επιγείους και χοϊκούς. «Υμείς εκ των κάτω εστέ, εγώ εκ των άνω ειμί.40. Χρειάζονται άλλου είδους αισθητήρια, πνευματικά, για να μπορέσει κανείς να προσεγγίσει τα θεία μυστήρια. Ακόμη και οι Απόστολοι δεν κατανοούσαν επαρκώς την διδασκαλία του Χριστού προ της επιφοιτήσεως του Αγίου Πνεύματος41. υμείς εκ του κόσμου εσταί, εγώ ουκ ειμί εκ του κόσμου τούτου»
Ο Άγιος Γρηγόριος Θεολόγος δικαιολογεί τον Πλάτωνα, ο οποίος είχε διδάξει ότι είναι δύσκολο να βρεις τον Θεό και αδύνατο στη συνέχεια να τον εκφράσεις. τον διορθώνει όμως λέγοντας ότι είναι μεν αδύνατον να εκφράσει κανείς τα θεία, περισσότερο όμως αδύνατο, «αδυνατώτερον», είναι να κατανοήσει τα θεία42. Στον πρώτο από τους πέντε θεολογικούς του λόγους διαμαρτύρεται για τον ευτελισμό του θεολογικού λόγου, ο οποίος είχε γίνει αγοραίος, λέγοντας το γνωστό «ου παντός το περί Θεού φιλοσοφείν, ου παντός· ουχ ούτω το πράγμα εύωνον και των χαμαί ερχομένων». Πρέπει να είναι υψηλός ο θεολογικός λόγος· διαφορετικά είναι σαν να αναμειγνύεις κακογραμμένο και καλλιγραφημένο κείμενο ή την ευωδία του μύρου με το βόρβορο· «οίον γράμμασι πονηροίς αναμιγνύντων κάλλη γραμμάτων, ή βορβόρω μύρων ευωδίαν». Δεν είναι επιτρεπτό ο περί Θεού λόγος να είναι σαν τον καθημερινό λόγο. «και ουχ ως εν τι των άλλων και τούτο φλυαρείται ηδέως, μετά τους ιππικούς και τα θέατρα και τα άσματα και την γαστέρα και τα υπό γαστέρα»43. Πρέπει να συμφωνήσουμε οι της Εκκλησίας να χρησιμοποιούμε υψηλό και μυσταγωγικό λόγο. «μυστικώς τα μυστικά φθέγγεσθαι και αγίως τα άγια και μη ρίπτειν εις βεβήλους ακοάς τα μη έκφορα»44.
Στον Άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό, που ακολουθεί και σ’ αυτό τον Άγιο Γρηγόριο Θεολόγο, οφείλουμε την κλασική διατύπωση για το ακατάληπτο του Θεού: «Άπειρον ουν το θείον και ακατάληπτον, και τούτο μόνον αυτού καταληπτόν, η απειρία και η ακαταληψία»45. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο μεγαλόνους και εμπνευσμένος αυτός ποιητής και μελωδός, στην μοναδική και ανεπανάληπτη υμνογραφική του παραγωγή, ψάχνει και βρίσκει από την πατερική παράδοση, ιδιαίτερα από τους λόγους του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, τις υψηλότερες έννοιες και εκφράσεις, στους κανόνες π.χ. των Χριστουγέννων και του Πάσχα, και τις μεταφέρει αυτοτελείς, αμετάφραστες και αμετάβλητες, για να πανηγυρίσουμε και εορτάσουμε “θεοπρεπώς” και όχι “κοσμικώς και χοϊκώς” τα θεία γεγονότα: «Χριστός γεννάται δοξάσατε, Χριστός εξ ουρανών απαντήσατε. Χριστός επί γης υψώθητε». «Αναστάσεως ημέρα λαμπρυνθώμεν λαοί. Νυν πάντα πεπλήρωται φωτός».
Δεν αρκεί να ανοίξεις το στόμα σου και να ομιλείς περί των θείων, εική και ως έτυχε. Ο λόγος πρέπει προηγουμένως να είναι εμπνευσμένος, γεμάτος από το Άγιο Πνεύμα. «Ανοίξω το στόμα μου και πληρωθήσεται Πνεύματος και λόγον ερεύξομαι τη βασιλίδι μητρί»46. Η εξύμνηση της υψηλοτέρας των ουρανών, της τιμιωτέρας και ενδοξοτέρας των Χερουβείμ και των Σεραφείμ Υπεραγίας Θεοτόκου, πρέπει να γίνει με λόγο αντάξιο του μεγαλείου της. Ζητάει βοήθεια από τον Σωτήρα ο υμνογράφος στον οίκο της εορτής της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, για να βρει κατάλληλες λέξεις και έννοιες, ώστε να υμνήσει επαξίως την Μητέρα Του: «Τείχισόν μου τας φρένας, Σωτήρ μου. το γαρ τείχος του κόσμου ανυμνήσαι τολμώ, την άχραντον Μητέρα Σου. εν πύργω ρημάτων ενίσχυσόν με, και εν βάρεσιν εννοιών οχύρωσόν με… Συ ουν μοι δώρησαι γλώτταν, προφοράν και λογισμόν ακαταίσχυντον». Στο άλλο δε υψηλό, μεγαλειώδες και ανεπανάληπτο δημιούργημα, στον Ακάθιστο Ύμνο, ο ποιητής απευθυνόμενος προς τον Σωτήρα λέγει ότι όσο υψηλές και ιεροπρεπείς και αν είναι οι λέξεις που θα χρησιμοποιήσει, θα είναι κατώτερες, θα νικηθούν, μπροστά στο ύψος της θείας μεγαλωσύνης: «Ύμνος άπας ηττάται, συνεκτείνεσθαι σπεύδων τω πλήθει των πολλών οικτιρμών σου». Αν δεν μπορεί κανείς να εκφρασθεί με λόγο μεγαλοπρεπή και υψηλό στην Θεία Λατρεία, είναι προτιμότερο να σιωπά, όπως συνιστά το Χερουβικό του Μ. Σαββάτου ως γενικώς σωστή στάση απέναντι των θείων μυστηρίων: «Σιγησάτω πάσα σαρξ βροτεία και μηδέν γήινον εν εαυτή λογιζέσθω».
Με αυτήν λοιπόν την αίσθηση της μεγαλοσύνης του Θεού και των θείων και την υπό του Αγίου Πνεύματος καθοδήγηση οι συγγραφείς των λειτουργικών κειμένων συνέθεσαν υψηλά και απαράμιλλα λογοτεχνικά δημιουργήματα, ασυναγώνιστα και θαυμαστά, θησαυρό πολύτιμο και μη ανταλλάξιμο. Ποιος μεταφραστής θα μπορέσει χωρίς τις ανάλογες προϋποθέσεις, να αποδώσει το βάθος, το ύψος, το εύρος της πνευματέμφορης γλώσσας τους; Ο Άγιος Κοσμάς ο Μαϊμουμά, ο εμπνευσμένος επίσης και θεόφρων ποιητής, θετός αδελφός του Αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού, λέγεται ότι όταν άκουσε από τον αναστάσιμο κανόνα του Αγίου Ιωάννου το τροπάριο, «νυν πάντα πεπλήρωται φωτός, ουρανός τε και γη και τα καταχθόνια», επειδή εξετίμησε ότι αυτό και μόνο αποδίδει επαξίως το νόημα της φωτοφόρου Αναστάσεως του Κυρίου, έσκισε και αχρήστευσε τον κανόνα που και αυτός είχε γράψει για την Ανάσταση. Ωραίο παράδειγμα, για να το μιμηθούν όσοι εκ των ανανεωτών τολμούν να παραμερίσουν τις θεόσδοτες ακολουθίες και να συνθέσουν δικές τους, τολμούν να αντικαταστήσουν την εκλεκτή μοναδική, αγιασμένη λειτουργική γλώσσα.
Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ο χαρισματούχος αυτός χειριστής γλώσσης, που μοιάζει πολύ με την εκκλησιαστική, γράφει για τα μεταφραστικά τολμήματα και ονειροπολήματα μερικών: «Ας δοκιμάση τις να μεταφράση εν τροπάριον εις την δημώδη, και τότε θα ίδη, ότι η γλώσσα, ήτις είναι ζωντανή εις τα ηρωικά και ερωτικά άσματα του λαού, είναι ψυχρά μέχρι νεκροφανείας διά τα τροπάρια…. Ας δοκιμάσουν λοιπόν εκείνοι που τα ονειροπολούν αυτά να κάμουν θρησκείαν χειροποίητον, θρησκείαν για τα κέφια τους, και τότε θα καταλάβουν και οι ίδιοι πόσον είναι μωροί και τυφλοί». Ο Στέλιος Ράμφος, που αρχίζει σχετικό άρθρο του με αυτήν την επισήμανση του Παπαδιαμάντη, γράφει ότι υπάρχει μια αύξηση και τελειοποίηση συν τω χρόνω της Θείας Λατρείας, στην οποία «οι πιστοί ζουν ένα έργο, που χρειάσθηκε πάνω από χίλια χρόνια αγίας εμπνεύσεως του πνευματικωτάτου των πολιτισμών, για να κρυσταλλωθή η μορφή του… Όσο η Λειτουργία τελειώνεται τόσο οι υμνογράφοι επιμένουν στην ομογένεια του παραδόσιμου συμβολισμού, αδιαφορώντας κατά το προηγούμενο των Αρχαίων, για το τρέχον γλωσσικό αίσθημα. Το πλήρωμα, με την σειρά του, δείχνει αυτήν την εμμονή, διότι στον λειτουργικό συμβολισμό βιώνει τον υπέρλογο κόσμο της πίστεως, ενώ η καθομιλουμένη διάλεκτος μόνο εννοιολογικά μπορεί να τον πλησιάσει. Η αρχαία γλώσσα διαθέτει την μυστηριακή βαφή της αποστάσεως, που δεν λέγει ούτε κρύπτει αλλά σημαίνει, οπότε κατ’ εξοχήν αρμόζει για την πνευματική αναγωγή του εδώ στο πέρα… Η μετάφραση, και δη στο ισοπεδωμένο σύγχρονο ιδίωμα, κατ’ ανάγκην συγκεντρώνεται στην έννοια, την οποία αποδίδει εις βάρος του πνευματικού ορίζοντα που ο λειτουργικός λόγος δημιουργεί, όμως κατ’ αυτό τον τρόπο διασπά την ριζική ενότητα του λόγου και του μέλους, καταστρέφοντας συνάμα το υπερούσιο ποιόν και το ευκατάνυκτο ήθος των ύμνων. Ιδού γιατί νοιώθουμε αποστροφή ακούγοντας “θ’ ανοίξω το στόμα μου και θα γεμίση πνεύμα και λόγο θα βγάλω…”, κι’ ας αποδίδουν οι αυτές λέξεις ποιητικά σε μια άλλη προοπτική, όπως του δημοτικού τραγουδιού. Τί διαφορά από το πρωτότυπο, που με την υποβλητική του ιεροπρέπεια τρέπει το κοινότατο άνοιγμα του στόματος σε υπερφυσικό συμβολισμό της θείας εμπνεύσεως! Δεν με προδιαθέτουν εκτρώματα του τύπου “κρεμιέται σήμερα στο ξύλο ” (κρεμιέται μόνος του ή τον κρεμούν;), με τα οποία “ανανεώνουν” το θρησκευτικό αίσθημα των μαθητών στα σχολεία μας οι θεολόγοι προπαγανδισταί του “καινούργιου κόσμου του Θεού”, αφού η δική τους ανευθυνότητα με σταματά πολύ πριν να εξετάσω την εμβέλεια μιας ιδανικής μεταφράσεως, η οποία εν προκειμένω ενδιαφέρει. Αυτής της ιδανικής μεταφράσεως τον λόγο θεωρώ ακριβώς λειτουργικά πεθαμένο. Διότι εξαντλείται μοιραία σε λιγότερο η περισσότερο “ποιητική” μεταφορά του εννοιολογικού περιεχομένου, ενώ το αρχέτυπο, συνενώνοντας το εδώ με το εκεί, χάρη στην πολυσημία των ρημάτων και των ονομάτων, μεταβάλλει την φωνή του υμνωδού σε καθολική αλήθεια που ηλεκτρίζει. Τί άλλο εννοούσε ο Παπαδιαμάντης όταν μιλούσε για μέχρι νεκροφανείας ψυχρότητα των εκδημοτικισμένων ύμνων;»47
Από τις πολλές άλλες γνώμες νεωτέρων πατέρων και μελετητών θα παραθέσουμε ολίγες, για την ιεροπρέπεια και το ύψος της εκκλησιαστικής γλώσσης και τον κίνδυνο ευτελισμού και υποβιβασμού των θείων μέχρι γελοιοποιήσεως και εκκωμωδήσεως με την μετάφραση των λειτουργικών κειμένων. Γράφει ο Γέροντας Σωφρόνιος: «Πάντες όσοι ειλικρινώς επιθυμούν να γίνουν κοινωνοί της αιωνοβίου παραδόσεως του Πνεύματος ευκόλως θα ανεύρουν την δυνατότητα να εξοικειωθούν μετά του ατιμήτου θησαυρού της ιεράς λειτουργικής γλώσσης, ήτις κατά τρόπον υπέροχον προσιδιάζει εις τα μεγάλα μυστήρια της λατρείας…. Εάν κατά την τέλεσιν της θείας Λειτουργίας εχρησιμοποιούμεν γλώσσαν της καθ’ ημέραν ζωής, τότε θα εγέννα αύτη εν τη ψυχή και τω νοΐ των παρευρισκομένων αντιδράσεις κατωτέρου επιπέδου, της φυσικής ημών υπάρξεως… Οι λόγοι της Λειτουργίας και εν γένει των προσευχών δεν είναι μόνον ανθρώπινοι αλλά και άνωθεν δεδομένοι. Η εκκλησιαστική γλώσσα αναφέρεται εις την σφαίραν του Θείου Είναι. Οφείλει αύτη να εκφράζει την Αποκάλυψιν του Πνεύματος και τας εξ αυτής γεννωμένας νοεράς θεωρίας»48.
Ο Φώτιος Σχοινάς έκτος των άλλων σημαντικών παραμέτρων του θέματος των μεταφράσεων θίγει και τον κίνδυνο να χάσει η λειτουργική γλώσσα την ιεροπρέπειά της μέχρι σημείου κωμικού. Γράφει: «Νομίζω όμως ότι η μεταγλώττιση των ιερών κειμένων πέρα από την αναπόφευκτη προδοσία των νοημάτων του πρωτοτύπου που θα επιφέρει, θα θέσει και ένα τεραστίας σπουδαιότητος θέμα: της αποϊεροποιήσεως της λειτουργικής γλώσσας. Το θέμα αυτό είναι τεράστιο και θα χρειαζόταν ειδικό άρθρο η πλήρης ανάπτυξή του. Το αφήνω στους πιο ειδικούς από μένα. Εγώ απλά και με άκρα συντομία θα θίξω μία χαρακτηριστική πτυχή του συγκεκριμένου θέματος. Όσο και αν φαίνεται παράδοξο, την πιθανώτατα κωμική πτυχή. Για να καταστήσω σαφές τί θέλω να πω θα αναφερθώ σε μια παρέμβαση τον Σεβασμιωτάτου π. Δημήτριου Τρακατέλλη σε ένα συνέδριο που αφορούσε το μείζον θέμα της μεταφράσεως πρωτοτύπων κειμένων γενικά αλλά και ειδικά μεταφράσεως βιβλικών κειμένων. Λέγει συγκεκριμένα ο π. Δημήτριος Τρακατέλλης: “Προ ετών ενθυμούμαι, βρέθηκα σε μια ομάδα παλαιών καινοδιαθηκολόγων, που δούλευαν στα Αγγλικά και ανέφεραν ένα ωραίο παράδειγμα: στο κατ’ Ιωάννην Ευαγγέλιο, σε μια από τις εμφανίσεις του Ιησού, λέει εκεί ο αναστάς Ιησούς στους μαθητές Του: “Δεύτε αριστήσωμεν”. Η νέα αγγλική μετάφραση, για να είναι μοντέρνα, το απέδωσε: “let’s have breakfast”, το οποίο είναι απολύτως σωστό. Αυτό σημαίνει το “δεύτε αριστήσωμεν” στην κυριολεξία, αλλά για τον Άγγλο τον παραδοσιακό, τον άνθρωπο της Αγγλικανικής εκκλησίας, αυτό Το let’s have breakfast ήταν “schocking”, όπως είπε ο καθηγητής Katbery, που ανέφερε το παράδειγμα, διότι του εδημιούργησε ένα αίσθημα όπως είπε profanation, βεβηλώσεως, σχεδόν αποϊεροποιήσεως”. Βλέπουμε λοιπόν ότι η αποϊεροποίηση της γλώσσας, που αναπόδραστα συνεπάγεται ή, τολμώ να πω, όποια μεταγλώττιση, προκειμένου να επιτύχει “κατανοησιμότητα” όπως τέλος πάντων την εννοεί αυτή ο καθένας εγγίζει τα όρια του κωμικού. Και αν το ανωτέρω παράδειγμα προέρχεται από την Αγγλική γλώσσα ουδόλως μειώνει την αξία του. Μάλιστα πολύ φοβούμαι ότι στα νέα Ελληνικά τα πράγματα θα είναι πιο δύσκολα, δεδομένου ότι αναντίρρητα η νεοελληνική γλώσσα και πιο φτωχή γλώσσα από τα Αγγλικά είναι και λιγότερες εκφραστικές δυνατότητες από αυτά -τα Αγγλικά- έχει. Στο ανωτέρω παράδειγμα, αν το “δεύτε αριστήσωμεν” το αποδώσουμε “ας πάρουμε πρωινό”, η αποϊεροποίηση της γλώσσας θα είναι λιγότερο πραγματική και το σοκ που θα προκαλέσει στον Έλληνα πιστό θα είναι μικρότερο από ότι στον Άγγλο;»49
δ) Πολυσημία και ευρύτητα
Στον ίδιο μελετητή, στον Φώτη Σχοινά, οφείλουμε την πολύ καλά κατοχυρωμένη θέση, ότι η οποία μεταγλώττιση της Θ. Λειτουργίας θα συρρικνώσει δραματικά τα σημαινόμενα νοήματα, που κουβαλάει η λειτουργική γλώσσα, και επομένως όχι μόνο δεν θα διευκολύνει την διανοητική κατανόησή της, αλλά αντιθέτως θα την δυσχεράνει σημαντικά50. Ο περιορισμός των σημαινομένων νοημάτων, που αναγκαστικά θα προκύψει από την μετάφραση, θα οδηγήσει σε μία αβαθή και ελλιπή κατανόηση της Θ. Λειτουργίας, η οποία στην ουσία θα είναι δραματική πτώχευση. Παραθέτει πολλά παραδείγματα για να δείξει ότι θα έχουμε αναπότρεπτα συρρίκνωση των νοημάτων με τη μετάφραση. Δύσκολα αποδίδονται στην δημοτική οι μετοχές και τα απαρέμφατα. Πώς θα αποδοθεί στη δημοτική η μετοχή «ο ων» στην απάντηση του Χριστού στον Πιλάτο «πας ο ων εκ της αληθείας ακούει μου της φωνής»51, ή η φράση «αεί ων, ωσαύτως ων» από την ευχή της Αναφοράς, στη Θ. Λειτουργία «Συ γαρ ει Θεός ανέκφραστος, απερινόητος, αόρατος, ακατάληπτος, αεί ων, ωσαύτως ων»; δεν θα συρρικνωθούν οι σημαινόμενες έννοιες; Το ο «αναστάς» Χριστός δεν είναι το ίδιο με το «αναστημένος» Χριστός, διότι ενώ στο πρώτο υποδηλώνεται ότι ο Χριστός ως Θεός ανέστη αυτεξουσίως, με την ιδική του ενέργεια, στον δεύτερο, στον νεοελληνικό τύπο ο «αναστημένος» Χριστός, μπορούμε να εννοήσουμε ότι ο Χριστός δεν ανεστήθη με την ιδική του ενέργεια, αλλά με την θεία ενέργεια άλλου προσώπου, του Πατρός. Έτσι ένας π.χ. μάρτυς του Ιεχωβά μετά χαράς θα εδέχετο το «αναστημένος», γιατί ο τύπος αυτός συνηγορεί υπέρ της ιδικής του εκδοχής της αναστάσεως και θέτει υπό αμφισβήτηση την θεότητα του Χριστού52.
Στα επιχειρήματα αυτά προσέθεσε με άλλο του άρθρο53 την δισημία, την διπλή σημασία, που έχει ο προσδιορισμός «επιούσιος» που αναφέρεται στην Κυριακή Προσευχή: «τον άρτον ημών τον επιούσιον δος ημίν σήμερον». Η δισημία αυτή προσδίδει στο αίτημα σπουδαία ευχαριστιακή και εσχατολογική διάσταση, η οποία καταστρέφεται τελείως, αν αποδώσουμε στο “επιούσιος” μόνον την μία του σημασία, δηλαδή, ο καθημερινός ο απαραίτητος άρτος. Χρησιμοποιεί σπουδαία σχετική ανάλυση του μητροπολίτου Περγάμου κ. Ιωάννου Ζηζιούλα σύμφωνα με την οποία «Το καίριο ερώτημα είναι αν ο όρος “επιούσιος” προέρχεται από το “επείναι” ή “επουσία”, οπότε θα σήμαινε “ότι είναι απαραίτητο για την ύπαρξή μας”, ή από το “επιένα”, οπότε θα σήμαινε τον “ερχόμενο” ή της “ερχόμενης ημέρας”… Οι εισηγητές δεν έχουν καταλήξει σε ομόφωνα συμπεράσματα ως προς την έννοια αυτών των λόγων. Υπάρχουν όμως άφθονες μαρτυρίες που οδηγούν στο συμπέρασμα ότι ο άρτος που ζητούμε στην προσευχή αυτή, δεν είναι το καθημερινό ψωμί μας, όπως συνήθως το εκλαμβάνουμε, αλλά ο άρτος της Ευχαριστίας, ο οποίος είναι “επιούσιος” με την έννοια του ερχομένου, του μελλοντικού, δηλαδή της μελλούσης Βασιλείας54». Αυτή λοιπόν η αμφισημία, η δισημία του «επιούσιος», το να σημαίνει και τα δύο, χάνεται, αν το μεταφράσουμε, όπως συνήθως το κατανοούμε, ο καθημερινός ο απαραίτητος άρτος. η ευχαριστιακή και εσχατολογική διάσταση, που είναι τόσο σημαντικές, δεν εμφανίζονται καθόλου. Δεν είναι λοιπόν αυτό συρρίκνωση και πτώχευση;
ε) Γεγονός εκκλησιαστικό η γλώσσα. Διαχρονική ενότητα, και συνέχεια
Ο λειτουργικός λόγος είναι λόγος εκκλησιαστικός, όχι ατομικός. Η λατρεία προσφέρεται στον Θεό από όλη την σύναξη. Ο Απόστολος Παύλος λέγει ότι δυσκολευόμαστε μόνοι μας να προσευχηθούμε. «το γαρ τι προσευξόμεθα καθό δει ουκ οίδαμεν»55. Το Άγιο Πνεύμα διδάσκει διά των Αγίων στο σώμα της Εκκλησίας τον τρόπο και τους λόγους της προσευχής, η οποία προσφέρεται κυρίως και συνήθως σε πρώτο πληθυντικό πρόσωπο και όχι σε ενικό. Στην επί του Όρους ομιλία παρέδωσε την Κυριακή Προσευχή ο Χριστός ως προσευχή της κοινότητος· «Πάτερ ημών… τον άρτον ημών… δος ημίν…. και άφες ημίν»56. Διαβεβαίωσε ότι τα από κοινού και συμφώνως υποβαλλόμενα αιτήματα προσευχής προς τον Θεό εισακούονται, και ότι και ο ίδιος παρίσταται εκεί που υπάρχει σύναξη πιστών. «ου γαρ εισι δύο ή τρεις συνηγμένοι εις το εμόν όνομα, εκεί ειμι εν μέσω αυτών»57. Παρέδωσε το φρικτό και σωτήριο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας στην ομάδα των Αποστόλων και τους συνέστησε να την επιτελούν από κοινού και όχι ο καθένας ξεχωριστά. Γι’ αυτό και η λατρεύουσα κοινότης ως Εκκλησία υπενθυμίζει κατά την τέλεση της Θ. Λειτουργίας στον Χριστό, ότι υπακούουσα στη διδασκαλία του και στις εντολές του προσφέρει την κοινή λατρεία. «Ο τας κοινάς ταύτας και συμφώνους ημίν χαρισάμενος προσευχάς, ο και δυσί και τρισί συμφωνούσιν επί τω ονόματί σου, τας αιτήσεις παρέχειν επαγγειλάμενος»58. Δεν μπορεί επίσης, κατά την μακραίωνα παράδοση της Εκκλησίας, να επιτελέσει ο ιερεύς την Θ. Λειτουργία, αν δεν υπάρχει έστω και ένας λαϊκός. Στις Πράξεις των Αποστόλων έχουμε επανειλημμένες αναφορές στην κοινή προσευχή και λατρεία της πρώτης χριστιανικής κοινότητος59, η οποία εξακολουθεί να τελείται ως εκκλησιαστικό, ως κοινοτικό γεγονός μέχρι σήμερα.
Υπάρχει διαδοχή και στη λατρεία, όπως υπάρχει αποστολική διαδοχή στην Ιερωσύνη, για να διασφαλισθεί η αυθεντικότητα, η γνησιότητα και η συνέχεια της λειτουργικής παραδόσεως. Δεν ημπορεί ο καθένας να μεταβάλλει και να ανανεώνει την λειτουργική τάξη και παράδοση προτείνοντας και επιβάλλοντας αλλαγές κατά το δοκούν. Ο Απόστολος Παύλος απευθυνόμενος προς τους Κορινθίους, οι οποίοι δεν τηρούσαν τα παραδοθέντα κατά την ευχαριστιακή σύναξη, τους λέγει ότι και ο ίδιος, όταν τους παρέδωσε τα της Θ. Ευχαριστίας, δεν αυτοσχεδίαζε, ούτε πρωτοτυπούσε. τους παρέδωσε αυτά που παρέλαβε. «Εγώ γαρ παρέλαβον από του Κυρίου ο και παρέδωκα υμίν»60.
Η κατά αδιάκοπη διαδοχή παραλαβή αυτή και παράδοση της λειτουργικής πράξεως από της αποστολικής εποχής μέχρι σήμερα περιλαμβάνει και την λειτουργική γλώσσα, η οποία επίσης είναι εκκλησιαστικό γεγονός, γλώσσα της συνάξεως, της κοινότητος, και όχι προσωπική γλώσσα. Οι συγγραφείς των λειτουργικών κειμένων γράφουν κείμενα για την κοινότητα, για την Εκκλησία, και όχι για τους εαυτούς των. Η εκκλησιαστική αποδοχή αυτών των κειμένων τα μεταβάλλει σε εκκλησιαστικά κείμενα. Όταν δεν υπάρξει αυτή η αποδοχή, παραμένουν προσωπική δημιουργία των συγγραφέων τους. Στο χώρο της ποιήσεως π.χ. έχουμε θαυμάσια ποιήματα του Αγίου Γρηγορίου Θεολόγου, του Ρωμανού Μελωδού, του Συμεών του Νέου Θεολόγου, τα οποία δεν περιλαμβάνονται στην λειτουργική ποίηση, γιατί δεν πέρασαν από την διαδικασία της εκκλησιαστικής αποδοχής. Και αυτό συνέβη, διότι δεν ομιλούν και δεν εκφράζονται σ’ αυτά εκ μέρους της συνάξεως των πιστών, αλλά εκφράζουν προσωπικές σκέψεις και βιώματα. Αποκλείονται επίσης και απορρίπτονται από την συνείδηση του πληρώματος της Εκκλησίας κείμενα που δεν εκφράζουν την πίστη της Εκκλησίας ή αλλοιώνουν το λειτουργικό ήθος, την λειτουργική ζωή της Εκκλησίας, όπως συνέβη πολλάκις με κείμενα και λειτουργικές πράξεις των αιρετικών.
Ως γλώσσα λοιπόν της συνάξεως, της κοινότητος, η λειτουργική γλώσσα επιτελεί σπουδαίο ενωτικό έργο. ενώνει τα μέλη της συνάξεως, τα οποία εν ενί στόματι και μια καρδία αινούν και δοξάζουν τον Θεό. Η ενότητα μάλιστα αυτή επεκτείνεται και στον ουρανό, όχι μόνο γιατί οι πιστοί ενώνονται μετά των ασωμάτων δυνάμεων και συμψάλλουν μαζί τους τον επινίκιο ύμνο «Άγιος, Άγιος, Άγιος Κύριος Σαβαώθ, πλήρης ο ουρανός και η γη της δόξης σου»61, αλλά και διότι και η θριαμβεύουσα των κεκοιμημένων Εκκλησία συμψάλλει μετά των ζώντων, μαζύ με τα επί γης μέλη της στρατευομένης Εκκλησίας, με τις ίδιες λέξεις, στην ίδια λειτουργική γλώσσα, και αποτελείται όντως έτσι η μία Εκκλησία των ζώντων και των «εν πίστει αναπαυσαμένων Προπατόρων, Πατέρων, Πατριαρχών, Προφητών, Αποστόλων, Κηρύκων, Ευαγγελιστών, Μαρτύρων, Ομολογητών, Εγκρατευτών και παντός πνεύματος δικαίου εν πίστει τετελειωμένου».
Μέσα στη Θ. Λατρεία ενώνονται όλοι. συμψάλλουν και συλλειτουργούν. Ο κάθε πιστός ανεξάρτητα από την ηλικία, την κοινωνική τάξη, το φύλο, το αξίωμα, με τα ίδια λόγια που λέγουν όλοι οι άλλοι, ως ισότιμο μέλος του σώματος της Εκκλησίας, συμμετέχει στους λόγους και στις πράξεις της λατρείας. Η ενότητα αυτή δεν είναι τοπική και χρονική. η κοινή λειτουργική γλώσσα συνδέει όχι μόνο τους πιστούς ενός τόπου σε μια συγκεκριμένη εποχή, αλλά τους πιστούς διαφόρων τόπων σε όλες τις εποχές. Επιτυγχάνεται έτσι μία διατοπική και διαχρονική ενότητα και συνέχεια. Στο έργο της ενοποιήσεως, της εκκλησιοποιήσεως ή του εκκλησιασμού του κόσμου, που είναι ο κύριος σκοπός της Εκκλησίας κατά τον Άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή, συμβάλλει έτσι αποφασιστικά και η κοινή και αμετάβλητη διά των αιώνων λειτουργική γλώσσα. Λειτουργεί θετικά και εποικοδομητικά το να γνωρίζει ο πιστός ότι την ίδια λειτουργική γλώσσα που χρησιμοποιεί αυτός, την χρησιμοποίησαν εκατομμύρια πιστών των προηγουμένων γενεών, ότι λατρεύει τον Θεό στη γλώσσα μεγάλων Αγίων Πατέρων και υμνογράφων, του Μ. Βασιλείου, του Αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου, του Θεοδώρου Στουδίτου. Αυτό επί πλέον δημιουργεί ψυχολογικά ένα αίσθημα ασφαλείας για την αποτελεσματικότητα των λειτουργικών λόγων και πράξεων, μέσω των οποίων αγιάστηκαν και τελειοποιήθηκαν χιλιάδες Αγίων. Αντίθετα η μετάφραση διακόπτει αυτήν την συνέχεια και ενότητα, διακόπτει την διαδοχή των γενεών στον λειτουργικό λόγο, την αδιάκοπη λειτουργική συνέχεια, και θα προκαλέσει ασφαλώς ζημία στις ψυχές των πιστών, όχι μόνο γιατί έχουν συνηθίσει να ακούν τους ίδιους λόγους και τα ίδια ακούσματα, αλλά γιατί θα τους αποσπάσει και θα τους ξεριζώσει, θα τους χωρίσει από τον γνώριμο και οικείο χώρο των Πατέρων τους, του κοινού τους οίκου, της Εκκλησίας.
στ) Ενότητα λόγου και μέλους, κειμένων και μουσικής
Σχεδόν όλοι συμφωνούν ότι μία ξεχωριστή ιδιαιτερότητα του λειτουργικού λόγου, και προ παντός της ποιήσεως, της υμνογραφίας, είναι η αδιάρρηκτη ενότητα λόγου και μέλους, κειμένου και μουσικής. Όταν ο υμνογράφος γράφει τους ύμνους δεν δημιουργεί πρώτα το κείμενο, για να το επενδύσει στη συνέχεια με μουσική, όπως συμβαίνει συνήθως με τις μουσικές συνθέσεις, όπου ποιητής και μουσουργός είναι συνήθως διαφορετικά πρόσωπα. Στην εκκλησιαστική Υμνογραφία ο ποιητής είναι και μελωδός· «μελίζει» συγχρόνως το κείμενό του. δεν υπάρχει χρονική στιγμή κατά την οποία να υπήρξε το κείμενο, χωρίς μέλος, δεν υπάρχουν ύμνοι αμέλιστοι. Δεν μπορούμε να πούμε, χρησιμοποιώντας τριαδική ορολογία ότι «ην ποτε» το κείμενο, «ότε ουκ ην» το μέλος, αλλά «άμα λόγος, άμα μέλος», λόγος και μέλος είναι σύγχρονα, συνυπάρχουν αδιαιρέτως και αχωρίστως.
Η μετάφραση λοιπόν του υμνογραφικού πλούτου της Ορθόδοξης Λατρείας, που αποτελεί ποσοτικά το μέγιστο τμήμα της Θ. Λατρείας, σε σχέση με τα πεζά κείμενα, είναι αδύνατη, γιατί θα καταστρέψει αυτήν την αδιαίρετη ενότητα λόγου και μέλους, θα καταστρέψει τα εκπληκτικά και από όλους θαυμαζόμενα μεγάλα ποιητικά δημιουργήματα της εκκλησιαστικής Υμνογραφίας. Αν η ποίηση καθ’ εαυτήν, η κοσμική ποίηση, είναι δύσκολη στη μετάφρασή της, μολονότι εδώ ο μεταφραστής δεν έχει να σκεφθεί και την απόδοση του μέλους, πόσο πιο δύσκολη είναι η μετάφραση ποιήσεως που είναι ζυμωμένη με το μέλος; Η προτεινόμενη, λόγω αυτής της ανυπέρβλητης δυσκολίας, μετάφραση μόνο των πεζών τμημάτων της Θ. Λατρείας, όπως των αγιογραφικών αναγνωσμάτων, των ευχών και των δεήσεων, δεν αποτελεί λύση, διότι θα θεραπεύσει κατά πολύ μικρό μέρος το αίτημα της κατανοήσεως των κειμένων, που προβάλλουν οι υπέρμαχοι της μεταφράσεως, αφού οι ύμνοι αποτελούν το συντριπτικά υπέρτερο ποσοστό των λειτουργικών κειμένων, από την άλλη όμως πλευρά θα δημιουργήσει ανομοιομορφία και θα διαιρέσει την λειτουργική γλώσσα, με όλες τις κακές συνέπειες της μεταφράσεως που επισημάναμε μέχρι τώρα.
6. Λογική κατανόηση ή βιωματική μέθεξη;
Η μέχρι τώρα ανάπτυξη απέβλεπε να δείξει ότι είναι αδικαιολόγητη η παρουσίαση της λειτουργικής γλώσσης ως μεγάλου ποιμαντικού προβλήματος, επειδή δεν ημπορούν δήθεν οι πιστοί να κατανοήσουν τα νοήματα της Θ. Λατρείας, με συνέπεια να αποφεύγουν να εκκλησιάζονται, και έτσι, εξ αιτίας της γλώσσης, να στερούνται την ευεργετική επίδραση των λόγων και των πράξεων της Εκκλησίας. Δείξαμε ότι το πρόβλημα δεν είναι υπαρκτό, αλλά κατασκευασμένο. Ότι οι διαφορές μεταξύ της λειτουργικής γλώσσης και της καθομιλουμένης είναι ελάχιστες και είναι εύκολο να ξεπεράσει κανείς αυτό το πρόβλημα, ότι για την μη προσέλευση των πολλών στην Εκκλησία δεν ευθύνεται η γλώσσα, αλλά το γενικότερο κλίμα αδιαφορίας απέναντι στα ιερά, η αποϊεροποίηση του συγχρόνου πολιτισμού. Η χρήση της αρχαίας λειτουργικής γλώσσης αμετάβλητης και αναλλοίωτης επιβάλλεται να συνεχισθεί για σοβαρούς θεολογικούς και εκκλησιολογικούς λόγους μερικούς από τους οποίους αναπτύξαμε. Είναι γλώσσα την οποία διάλεξε ο ίδιος ο Θεός, αγιασμένη από την χρησιμοποίησή της από πλήθος Αγίων και φορτωμένη από την Χάρη του Θεού, ιεροπρεπής και υψηλή, πλούσια και πολύσημη σε έννοιες και νοήματα, ενώνει τους πιστούς όλων των εποχών σε αδιάσπαστη λειτουργική διαδοχή και συνέχεια, χαρακτηριζόμενη και από την αδιαίρετη ενότητα λόγου και μέλους, κειμένου και μουσικής.
Ερχόμαστε μετά από όλα αυτά να παρουσιάσουμε και να αναλύσουμε το βασικό θέμα του όλου προβληματισμού, να εγγίσουμε την ουσία, την ουσιαστική πλευρά του προβλήματος, η οποία περιορίζεται από μερικούς στην ανάγκη να κατανοούν οι πιστοί με τον νου τους τα λεγόμενα και ψαλλόμενα μέσα στη Θεία Λατρεία, να μην είναι παθητικοί δέκτες ακατανοήτων λόγων, αλλά να κατανοούν και να μετέχουν, και όχι απλώς να παρακολουθούν τα λεγόμενα και τελούμενα. Επικαλούνται μάλιστα και το επιχείρημα της «λογικής λατρείας»62, ωσάν αυτό να σημαίνει διανοητική ή ορθολογιστική λατρεία, που δεν είναι σωστό63. Η θεμελίωση του προβλήματος στην ανάγκη της διανοητικής κατανοήσεως των λεγομένων και πραττομένων επαναφέρει στη θεολογική και εκκλησιαστική επικαιρότητα πρόβλημα από πολλού λελυμένο και εμπεδωμένο στην πίστη και στη ζωή της Εκκλησίας. Το πρόβλημα δηλαδή της κοινωνίας μετά του Θεού και των θείων, και του τρόπου με τον οποίο επιτυγχάνει ο άνθρωπος να γίνει κοινωνός του Θεού. Επιτυγχάνεται αυτό με τον νου και την γνώση, με την φιλοσοφία και την επιστήμη, με την ανθρώπινη δηλαδή σοφία, με κτιστά μέσα, με ανθρώπινες δυνατότητες, όπως θέλει ο ανά τους αιώνες ανθρωποκεντρικός Ουμανισμός, ή επιτυγχάνεται εν Πνεύματι, με την αγιοπνευματική αλλοίωση που κατορθώνει ο κεκαθαρμένος από τα πάθη, οπότε δέχεται την ενέργεια της ακτίστου Χάριτος, τον φωτισμό του Αγίου Πνεύματος και τότε δεν σκέπτεται με το νου τα θεία, αλλά πάσχει τα θεία, βιώνει τις θείες αλήθειες και μετέχει όχι διανοητικά, αλλά εμπειρικά στα θεία μυστήρια; Η άποψη ότι δεν υπάρχει άκτιστη Χάρη και ενέργεια του Αγίου Πνεύματος, μέσω της οποίας επικοινωνούμε με τον Θεό, και ότι ο μόνος τρόπος να επικοινωνήσουμε με τον Θεό είναι να κατανοήσουμε λογικά τον Θεό και τα θεία, είναι η αίρεση του Βαρλαάμ του Καλαβρού, της ορθολογιστικής Δύσεως, του Παπισμού και του Προτεσταντισμού, την οποία αντιμετώπισε ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς εκφράζοντας και συνοψίζοντας τη διδασκαλία του Χριστού, των Αποστόλων και των Αγίων.
Δεν πρόκειται βέβαια εδώ να αναλύσουμε την ησυχαστική διδασκαλία του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά. Αυτό έχει γίνει από πολλούς τα τελευταία χρόνια. Θέλουμε μόνο να επισημάνουμε ότι σχεδόν όλα τα αιτήματα και θέματα που θέτει στις ημέρες μας η λεγόμενη «Λειτουργική Αναγέννηση», που σχετίζονται είτε με την διανοητική κατανόηση μέσω απλοποιήσεως της λειτουργικής γλώσσης, είτε με την ελάττωση της κακοπαθείας και της κοπώσεως των πιστών, με την συντόμευση των ακολουθιών, αποτελούν Νεοβαρλααμισμό, ανανέωση της διδασκαλίας του Βαρλαάμ Καλαβρού, ο οποίος αρνείται ότι η χάρη του Θεού ενεργεί εις όλους, εγγραμμάτους και αγραμμάτους, όχι κατά το μέτρο της κατανοήσεως, αλλά κατά το μέτρο της καθάρσεως, και συνιστά να αποφεύγουμε την κακοπάθεια του σώματος, τις νηστείες, τις αγρυπνίες, τις μακροσκελείς ακολουθίες. Περί του ότι όμως η «Λειτουργική Ανανέωση» είναι Νεοβαρλααμισμός θα γράψουμε ιδιαίτερο άρθρο, ώστε να αποφύγουμε αυτόν τον νεοφανή Λειτουργικό Παπισμό και Λειτουργικό Προτεσταντισμό, οι οποίοι στο θέμα αυτό συμπίπτουν και ομοιάζουν. Ο Προτεσταντισμός ώθησε μάλιστα στα άκρα τον Ορθολογισμό και την κατανόηση ή την διανοητική προσέγγιση.ουσιαστικώς πρόκειται για ένα ανθρωποκεντρικό ουμανιστικό Χριστιανισμό, ο οποίος απομάκρυνε όλα τα υπέρλογα και μυστικά στοιχεία, κατήργησε το μυστήριο και το θαύμα, και έκανε το Χριστιανισμό θρησκεία της λογικής και του κηρύγματος. Το κέντρο βάρους έφυγε από τον ναό και μετατοπίσθηκε στην αίθουσα. οι λατρευτικές πράξεις και ακολουθίες ατόνησαν, και γιγαντώθηκε η σημασία του κηρύγματος και της ικανότητος του ιεροκήρυκος να πείθει με λογικά επιχειρήματα.
Η κατανόηση όμως της Θείας Λατρείας δεν είναι συνάρτηση της λογικής, της διανοητικής κατανόησης των λεγομένων και πραττομένων, αλλά της βιωματικής εμπειρίας και συμμετοχής. Πηγαίνουμε στην εκκλησία, στο ναό, όχι για να καταλάβουμε, αλλά για να αγιασθούμε, να ενωθούμε όλοι εν συνάξει, και ως σώμα Χριστού να υμνήσουμε και να δοξολογήσουμε τον Θεό. Ο ναός είναι ο χώρος της Χάριτος, της ενεργείας των μυστηρίων, της αναγεννήσεως του ανθρώπου, της τονώσεως και ενισχύσεώς του εις τα καθημερινά προβλήματα, της συμμετοχής του εις την θεοποιό Χάρη του Παναγίου Πνεύματος. Ακόμη και αν δεν καταλαβαίνει κανείς όλα όσα λέγονται και πράττονται, η επιθυμία να είναι στον ναό, να βρίσκεται κοντά στον Θεό εν ταπεινώσει και υπακοή, η εφαρμογή των εντολών του Θεού, τον καθιστά δεκτικό της Χάριτος του Θεού, κοινωνό και μέτοχο της θεότητος. Χωρίς αυτές τις προϋποθέσεις ο πιο εγγράμματος και σοφός, ακόμη και αν γνωρίζει όλη την ανθρώπινη σοφία από τον Αδάμ μέχρι σήμερα, όπως λέγει ο Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς, θα εξακολουθήσει ως προς τα θεία να είναι μωρός και τυφλός, κλειστός παντελώς στην φωτιστική και θεοποιό Χάρη του Αγίου Πνεύματος, ξένος προς τα λεγόμενα και τελούμενα64. Αντίθετα ο απλός και ταπεινός που άκουσε το «έρχου και ίδε»65, πηγαίνει για να δει, όχι για να καταλάβει, να ζήσει, να βιώσει, όπως έζησαν και εβίωσαν τον Χριστό οι αγράμματοι απόστολοι και χιλιάδες αγίων, πολλοί από τους οποίους ήσαν επίσης αγράμματοι. Αυτοί μας εκήρυξαν, και μας παρέδωσαν όχι όσα κατάλαβαν και σκέφθηκαν, φιλοσοφίες και ανθρώπινες διδαχές, αλλά αυτά που άκουσαν, είδαν και εψηλάφησαν, αυτά δηλαδή που έζησαν και εβίωσαν. «Ο ακηκόαμεν, ο εωράκαμεν τοις οφθαλμοίς ημών, ο εθεασάμεθα και αι χείρες ημών εψηλάφησαν»66. Με την λογική του ο Θωμάς απιστούσε στην Ανάσταση του Χριστού, αμφέβαλλαν δε και οι άλλοι Απόστολοι, πριν να εμφανισθεί ο Χριστός. Όταν όμως τον είδαν και τον εψηλάφησαν αναστάντα και τον έζησαν, όλες οι αναζητήσεις και οι διανοητικές κατανοήσεις κατέπαυσαν, και παραδόθηκαν δια βίου στο έργο της μαρτυρίας αυτών που οι ίδιοι έζησαν, ώστε να κάνουν και άλλους κοινωνούς της Χάριτος και της σωτηρίας της εν Χριστώ Ιησού.
Μέσα στην Εκκλησία, στον ναό, ψηλαφούμε και εγγίζουμε την άκτιστη χάρη και ενέργεια του Θεού, η οποία χορηγείται, όπως είπαμε, όχι ανάλογα με τον βαθμό της διανοητικής κατανοήσεως, αλλά ανάλογα με τον βαθμό της πίστεως και της καθάρσεώς μας από τα πάθη, ιδιαίτερα από το πάθος του εγωισμού με την θεοποιό ταπείνωση. Μέσα στο ευαγγέλιο αντηχεί για την πίστη η φωνή του Σωτήρος επανειλημμένως: «Ω γύναι μεγάλη σου η πίστις. γεννηθήτω σοι ως θέλεις»67. «Μόνον πίστευε και σωθήσει»68 και πολλά άλλα. Δεν ζητάει να τον καταλάβουμε ο Χριστός, αλλά να τον πιστεύσουμε, γιατί η πίστης υπερβαίνει τη λογική, την ανθρώπινη αυτάρκεια και μας παραδίδει με την ταπείνωση στον Θεό: «Εαυτούς και αλλήλους και πάσαν την ζωήν ημών Χριστώ τω Θεώ παραθώμεθα». Γι’ αυτό ο Χριστός επήνεσε τα παιδιά και είπε ότι τα παιδιά θα κληρονομήσουν την βασιλεία των ουρανών, και μας συνέστησε να στραφούμε και να γίνουμε σαν τα παιδιά στην απλότητα και στην ακακία69. Παραβαίνουν και σ’ αυτό την διδασκαλία του Ευαγγελίου οι Ρωμαιοκαθολικοί, οι οποίοι δεν χορηγούν την Θεία Κοινωνία στα νήπια μετά το βάπτισμα, αλλά περιμένουν την ενηλικίωσή τους και αναβάλλουν επίσης και το Χρίσμα. Μα αν υπάρχουν πρόσωπα άξια να κοινωνήσουν και να χρισθούν, αυτά είναι κατ’ εξοχήν τα άκακα παιδιά. Η Θεία Χάρη ενεργεί σε όλους. στα παιδιά, στους ξένους που δεν καταλαβαίνουν την γλώσσα της λατρείας, ακόμη και σε διανοητικά καθυστερημένους ή σε βραδείς στην μάθηση και κατανόηση, ακόμη και σε κωφούς και σε τυφλούς. Πώς αντελήφθησαν τόσοι κωφοί και τυφλοί την παρουσία του Χριστού και ζήτησαν την βοήθειά του; Θα τους εξαιρέσουμε όλους αυτούς από τη βίωση της Χάριτος από την συμμετοχή στην Θεία Λατρεία, γιατί έχουν ελλιπή διανοητική κατανόηση;
Γράφει, πολύ σωστά, ο Γιάννης Τσερεβελάκης από την Κρήτη: «Σε άλλες εποχές οι άνθρωποι βίωναν την κοινωνία ως Εκκλησία και την Εκκλησία ως την κοινωνία, στην οποία ανήκαν ως μέλη, με το ναό να αποτελεί το ορατό κέντρο της κοινότητος. Από το ναό ξεκινούσε και στο ναό τελείωνε η καθημερινή ζωή του χριστιανού. Έτσι δεν υπήρχε ανάγκη για μετάφραση των κειμένων, αφού ο πιστός, έτσι κι αλλιώς, βίωνε το εκκλησιαστικό γεγονός, ζούσε πρωτίστως ως μέλος μιας κοινότητος. Δεν είχε ανάγκη να καταλαβαίνει τα πάντα από εκείνα που συνέβαιναν στο ναό, γιατί είχε το εκκλησιαστικό βίωμα, γιατί είχε τη συνείδηση ότι πάνω απ’ όλα είναι μέλος της εκκλησιάς και ότι Εκκλησία σημαίνει λατρεία, Θεία Λειτουργία, κοινωνία των αχράντων μυστηρίων. Η γλώσσα των λειτουργικών κειμένων δεν αποτελεί το μείζον πρόβλημα για την Εκκλησία σήμερα. Ποιος από εμάς καταλάβαινε τη λειτουργική γλώσσα ως παιδί; Και όμως κάθε Κυριακή δίναμε το παρόν στην Εκκλησία. Γιατί; Γιατί πιστεύαμε πως πηγαίνοντας στην Εκκλησία, κάνοντας το σταυρό μας, αντλούσαμε δύναμη, εξαγιαζόμαστε, γινόμαστε μέλη της κοινότητας Εκκλησίας. Σήμερα υπάρχει άραγε αυτή η βεβαιότητα;70»
Στο πού μπορεί να οδηγήσει αυτός ο Λειτουργικός Νεοβαρλααμισμός, που εξαρτά την συμμετοχή στη Θεία Λατρεία από την διανοητική κατανόηση, φαίνεται από όσα διηγείται η πρεσβυτέρα Αρετή Γιαννούλη από την Αίγινα, τα οποία χαρακτηρίζει ως τραυματική εμπειρία: «Ευρισκόμουν, εδώ και περισσότερο από 10 χρόνια, μαζί με γκρουπ νέων, συνειδητών πιστών, σε κάποιο ξενόγλωσσο ορθόδοξο μοναστήρι. Εκεί παρακολουθούσαμε με απόλυτη σιγή και κατάνυξη την θ. λειτουργία. Τότε, κάποιος από τους συνοδεύοντες πατέρες έρχεται και με το “έτσι θέλω” μας καλεί όλους να βγούμε έξω. Πηγαίνουμε στο σημείο συναντήσεως με το πούλμαν, το οποίο γνωρίζαμε ότι θα έρθει μετά από μία ώρα. Σε ερώτησή μας γιατί μας στέρησε την χαρά της θ. λειτουργίας, η απάντησή του ήταν: “αφού δεν ξέρετε τη γλώσσα, τί κάνατε εκεί μέσα;”!!! Παρακαλώ ας μου το ερμηνεύσει κάποιος θεολογικά, γιατί μέχρι τώρα το απέδιδα σε νεανική απερισκεψία του νεαρού κληρικού. Δυστυχώς, σήμερα βλέπω ότι αποτελεί “θέση” και “άποψη”».
Δεν έχει βέβαια ανάγκη η ευλογημένη πρεσβυτέρα να της το αναλύσουμε θεολογικά, διότι ορθοτομεί τον λόγο της αληθείας σε όλα όσα γράφει σε σχετική της επιστολή προς το περιοδικό «Σύναξη», όπου επίσης μας προσφέρει τα εξής αξιοπαρατήρητα: «Όμως, ευτυχώς, μέσα στη θ. λειτουργία χωρούν όλοι. Οι μορφωμένοι και διανοούμενοι μπορούν να απολαύσουν και συναισθανθούν το απέραντο βάθος και την ομορφιά των λεγομένων, οι κατωτέρου επιπέδου “ο έκαστος χωρεί”, και αυτοί που λιγότερο “κατανοούν”, αλλά “θέλουν” και με ταπείνωση συμμετέχουν, με την ενέργεια του αγίου Πνεύματος, “τρέχουν” μυστικά μπροστάρηδες προς τα πάνω. Όπως το πλήθος των ολιγογραμμάτων αγίων μας και των συγχρόνων γεροντάδων μας, από τους οποίους κανείς δεν ανησύχησε με το προορατικό και διορατικό τους χάρισμα, ούτε επρότεινε καμμιά “λειτουργική αναγέννηση”, γιατί βίωναν προσωπικά την αγιοπνευματική τους αναγέννηση και μυστική κοινωνία με τον Θεό»71.
Υπάρχει ένα πολύ ωραίο κείμενο του Αγίου Μαξίμου από την Μυσταγωγία, το οποίο παρουσιάσθηκε κατά τις τελευταίες συζητήσεις για τη λειτουργική γλώσσα και βοηθάει πολύ στην κατανόηση, όχι του διανοητικού και λογικού, αλλά του μυσταγωγικού χαρακτήρος της Θείας Λατρείας. Συμμετέχει βέβαια και ο νους στην μυσταγωγική αυτή μέθεξη. Δεν εισηγείται αγνωστικισμό η Ορθόδοξη Πατερική Παράδοση. Ο νους είναι δημιούργημα και δώρο του Θεού, και δεν μας δόθηκε εις μάτην, αρκεί να τον χρησιμοποιούμε σωστά, όπως ανέλυσε θαυμάσια ο Μ. Βασίλειος σε μία από τις τρεις προς Αμφιλόχιο Ικονίου επιστολές του, όπου επιλύει το πρόβλημα της γνώσεως του Θεού. Και η σωστή λειτουργία του νου δεν είναι ούτε να στραφεί προς το κακό και τους δαίμονες, ούτε να αυτονομηθεί καλλιεργώντας τις αδιάφορες πνευματικά επιστήμες του ανθρώπου. αυτά συνιστούν την ανθρώπινη σοφία που είναι «επίγειος, ψυχική, δαιμονιώδης» κατά τον άγιο Ιάκωβο τον Αδελφόθεο72. Η σωστή κίνηση του νου που συνιστά την σοφία την «άνωθεν κατερχομένην», την θεία σοφία, είναι να στραφεί προς τον Θεό και τα θεία. Δεν μειώνεται τότε το γνωστικό του πεδίο, αντίθετα ευρύνεται. Δέχεται την έλλαμψη της Χάριτος του αγίου Πνεύματος και δεν νοεί τότε ούτε «βλέπει» λογικά, αλλά πνευματικά, υπέρλογα, και ας είναι άνθρωπος τυφλός και κουφός και ολιγογράμματος. Εισέρχεται σε άλλο χώρο, μεταποιούνται και μεταμορφώνονται τα γνωστικά του όργανα, μετατίθενται στο χώρο του Πνεύματος και ενεργούν όχι λογικά, αλλά πνευματικά. Εκχωρούμε εθελουσίως τον νου μας στην ενέργεια του Αγίου Πνεύματος.παραιτούμεθα από τον περιορισμένο στα γήινα πτωχό κόσμο της λογικής, της διανοητικής κατανόησης και ανοιγόμαστε, προσχωρούμε στον πλούσιο και άπειρο κόσμο του θείου φωτός, όπου ο μεταμορφωμένος νους εν Πνεύματι γνωρίζει εκ των έσω, εμπειρικώς και βιωματικώς, οντολογικώς τα θεία. Απέναντι των αγνωστικισμών της φιλοσοφίας και των θρησκειών, η υπέρλογη κοινωνία και γνώση. Τότε, όπως λέγει ο Μ. Βασίλειος «ο τη θεότητι του Πνεύματος ανακραθείς νους, ούτος ήδη των μεγάλων εστί θεωρημάτων εποπτικός και καθορά τα θεία κάλλη, τοσούτον μέντοι, όσον η Χάρις ενδίδωσι και η κατασκευή αυτού υποδέχεται»73.
Αυτά υπομνηματίζει ο Άγιος Μάξιμος με το χωρίο που θα παραθέσουμε και αυτά δέχεται και διδάσκει διά των αιώνων η Ορθόδοξη Πατερική Παράδοση, όπως αναπτύχθηκε ιδιαίτερα από τον Άγιο Γρηγόριο Παλαμά, τον κήρυκα του ακτίστου και θεοποιού φωτός, τον υπέρμαχο του θεϊκού Φωτισμού έναντι του ουμανιστικού ορθολογιστικού Διαφωτισμού του Βαρλαάμ Καλαβρού.
Όλα τα προτεινόμενα από τους θιασώτες της «Λειτουργικής Ανανεώσεως» μέτρα, για διευκόλυνση των πιστών να κατανοούν λογικά την Θεία Λατρεία, όπως η μετάφραση των λειτουργικών κειμένων, το χαμήλωμα των τέμπλων, η έκφωνος και όχι μυστική ανάγνωση των ευχών και πολλά άλλα δεν λαμβάνουν υπ’ όψιν τον μυσταγωγικό χαρακτήρα της Θείας Λατρείας και προσχωρούν στην νοοτροπία του Βαρλαάμ, αποτελούν ενδείξεις Νεοβαρλααμισμού. Ας προσέξουμε τί λέγει ο Άγιος Μάξιμος: «Διά την αοράτως αεί μεν παρούσαν του Αγίου Πνεύματος Χάριν, ιδιοτρόπως δε μάλιστα κατά τον καιρόν της αγίας συνάξεως και έκαστον των ευρισκομένων μεταποιούσαν τε και μετασκευάζουσαν και αληθώς μεταπλάττουσαν επί το θειότερον αναλόγως εαυτώ και προς το δηλούμενον διά των τελουμένων μυστηρίων άγουσαν. καν αυτός μη αισθάνηται, είπερ των έτι κατά Χριστόν νηπίων εστί, και εις το βάθος των γινομένων οράν αδυνατεί».
Έχει βέβαια κολοβωθή κατά το πρώτο του ήμισυ το εν λόγω χωρίο και η κολόβωση αυτή είναι ενδεικτική της διανοουμενίστικης, λογοκρατικής στάσεως μερικών θεολόγων απέναντι στα πατερικά κείμενα. Επιλέγουμε εκείνα που προσφέρουν βάση για φιλοσοφικοστοχαστικά σχόλια και αφήνουμε όσα απαιτούν και προϋποθέτουν πίστη και αφελότητα καρδίας. Στο πρώτο λοιπόν μισό του εν λόγω χωρίου ο Άγιος Μάξιμος, ο μεγάλος αυτός φιλόσοφος και οντολόγος, παραθέτει άποψη Γέροντος, ο οποίος συνιστά να μην απουσιάζουν οι πιστοί από τις συνάξεις της κοινότητος στους ναούς, να εκκλησιάζονται δηλαδή, και για άλλο λόγο, διότι παρίστανται άγγελοι οι οποίοι καταγράφουν τους εισερχομένους, τους εμφανίζουν ενώπιον του Θεού, και πρεσβεύουν υπέρ των εκκλησιαζομένων. Αυτός ο σοβαρός και πειστικός λόγος για την συμμετοχή στη Θεία Λατρεία, έχει καμία σχέση με την διανοητική κατανόηση και με την μετάφραση των λειτουργικών κειμένων; Γράφει το κείμενο: «Τοιγαρούν ώετο δειν ο μακάριος γέρων, και παρακαλείν ουκ επαύετο πάντα Χριστιανόν, τη αγία του Θεού Εκκλησία σχολάζειν, και μη απολιμπάνεσθαί ποτε της εν αυτή τελουμένης αγίας συνάξεως, διά τε τους παραμένοντας αυτή αγίους αγγέλους και απογραφομένους εκάστοτε τους εισιόντας και εμφανίζοντας τω Θεώ, και τας υπέρ αυτών δεήσεις ποιουμένους». Και συνεχίζει με το δεύτερο ήμισυ του χωρίου, όπου παρουσιάζει, ως δεύτερο λόγο της ανάγκης των πιστών να εκκλησιάζονται, την επενέργεια επ’ αυτών της Θείας Χάριτος, η οποία τους μεταπλάθει και τους μεταβάλλει ανάλογα με την δεκτικότητα του καθενός. σημαντικό μάλιστα στοιχείο για τον όλο προβληματισμό είναι ότι αυτή η εν τη συνάξει μεταμόρφωση των πιστών δεν εξαρτάται από το πόσο μπορούν να διεισδύσουν στο νόημα και στο βάθος των μυστηρίων. «καν αυτός μη αισθάνηται, είπερ των έτι κατά Χριστόν νηπίων εστί και εις το βάθος των γινομένων οράν αδυνατεί». Παραθέτουμε σε υποσημείωση ακέραιο το σημαντικό αυτό χωρίο, γιατί θεμελιώνει άριστα τους λόγους για τους οποίους πρέπει να μη λείπει κανείς από τις συνάξεις της κοινότητος και τις ακολουθίες της Θ. Λατρείας. Να παρουσιάζεται, να εμφανίζεται εν πρώτοις απέναντι του Θεού, και να δέχεται την Χάρη του Αγίου Πνεύματος. Και αυτά επιτυγχάνονται όχι από το βαθμό της κατανοήσεως των τελουμένων, αλλά από τον βαθμό της πνευματικής προκοπής και τελειότητος74.
7. Οργανωμένο σχέδιο κατά του Ελληνισμού οι μεταφράσεις και οι γλωσσικές μεταρρυθμίσεις
Πέραν όμως όλων αυτών των θεολογικών, εκκλησιολογικών και πνευματικών παραμέτρων που εκθέσαμε, υπάρχει και μία πολύ σημαντική πλευρά που έχει σχέση με τις ποικίλες επιβουλές εναντίον του Ελληνισμού και τα σχέδια για την αφομοίωση και την εξαφάνισή του. Η πίστη μας στον Χριστό, η Ορθοδοξία, και η ελληνική γλώσσα, αποτελούν βασικά στοιχεία της ταυτότητός μας, είναι η σφραγίδα μας, το είναι μας, η ψυχή μας. αυτά εκράτησαν και διέσωσαν την ιδιοπροσωπία μας μέσα στους αιώνες. Χωρίς αυτά θα είχαμε αφανισθεί. Αυτά τα δύο επιδιώκουν να αφανίσουν όσοι απεργάζονται συστηματικά και προγραμματισμένα την εθνική και πολιτιστική μας εξόντωση. Τα έθνη δε χάνονται όταν χάσουν την κρατική τους οντότητα, αλλά όταν χάσουν τον πολιτισμό τους, τα πνευματικά διαχρονικά τους γνωρίσματα. Οι Έλληνες αντέξαμε κάτω από τη Ρωμαϊκή κατάκτηση και όχι μόνο επιβιώσαμε αλλά με τη δύναμη της πίστεως, της Ορθοδοξίας και της ελληνικής γλώσσας, εκχριστιανίσαμε και εξελληνίσαμε τη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία, σε ελληνική Ρωμιοσύνη, διαμορφώσαμε το ελληνορθόδοξο Βυζάντιο, και μέσω αυτού φέραμε τον πολιτισμό, την εξημέρωση, σε πλήθος λαών. καταστήσαμε τους Σλάβους μέλη της ελληνικής κοινοπολιτείας του Βυζαντίου, κατά τον Obolensky.
Στην διάρκεια της Τουρκοκρατίας υπόδουλοι πάλι, χωρίς κρατική οντότητα, χωρίς δικό μας κράτος, παρ’ ολίγον θα κατορθώναμε να εξελληνίσουμε και τους Τούρκους, θα φθάναμε, όπως εκτιμούν μερικοί, σε μία εκ των έσω άλωση, και μεταμόρφωση της μωαμεθανικής αυτοκρατορίας, αν δεν ξέσπαγε η επανάσταση του 1821. Εν πάση περιπτώσει, επιβιώσαμε, δεν χαθήκαμε κάτω από τις απάνθρωπες και σκληρές συνθήκες διαβίωσης ιδιαίτερα των δύο πρώτων αιώνων, γιατί οι πνευματικοί μας ταγοί, η εθναρχούσα Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως και οι δάσκαλοι του Γένους, όλοι σχεδόν κληρικοί, αντελήφθησαν τί εσχεδιάζετο από τότε εναντίον του Γένους και έλαβαν τα μέτρα τους. Δεν είναι τυχαίο ότι οι πρώτες μεταφράσεις της Αγίας Γραφής στην Τουρκοκρατία εκπονήθηκαν από παπικούς μισσιοναρίους, ότι Παπισμός και Προτεσταντισμός μαζί με τον Σιωνισμό έκαναν και κάνουν μέχρι σήμερα το παν, ώστε μέσω δήθεν των μεταφράσεων και των κατά καιρούς εκπαιδευτικών μεταρρυθμίσεων να μας βοηθήσουν, ουσιαστικώς όμως να μας απομακρύνουν, να μας αποκόψουν από τις ρίζες μας και να μας αφανίσουν. Ενοχλεί πολλούς το ότι η αρχαιοελληνική υψηλή γλώσσα, ο Έλληνας λόγος, το τελειότερο επί γης γλωσσικό όργανο, έντυσε και εξέφρασε την τελειότατη αποκάλυψη του Ευαγγελίου, έγινε το όργανο για να κηρυχθεί το Ευαγγέλιο και στη συνέχεια να διαμορφωθεί η αξεπέραστη Θεία Λατρεία με τα υψηλά και μοναδικά υμνολογικά κείμενα, ότι, όπως εγράφη, ο Ελληνισμός έγινε αιώνια κατηγορία της χριστιανικής σκέψεως, αδιαίρετο και αχώριστο στοιχείο του Χριστιανισμού, και ότι μόνο παράφρονες θα επιχειρούσαν να αφελληνίσουν τον Χριστιανισμό και την Θεία Λατρεία. Και αυτό έγινε προς όφελος και του Ελληνισμού και του Χριστιανισμού. Χωρίς τον Χριστιανισμό ο Ελληνισμός θα είχε ταφή μαζί με την πνευματική παρακμή του αρχαίου κόσμου, και χωρίς την ελληνική γλώσσα ο Χριστιανισμός δεν θα μπορούσε να εκφράσει το κήρυγμα του Ευαγγελίου αποτελεσματικά, ούτε να διαμορφώσει στη συνέχεια την δογματική διδασκαλία και την θεία Λατρεία.. Φορεύς λοιπόν αυτής της μοναδικής συζεύξεως ζωντανός είναι ακόμη η Ρωμιοσύνη, είμαστε οι Έλληνες. αποδειχθήκαμε κατά την διάρκεια της ιστορίας σκληρά καρύδια και δεν αφανισθήκαμε, μολονότι όπως λέγει ο Φώτης Κόντογλου στο γνωστό μύθο της χταπόδας, μας έσφαζαν, μας ρήμαζαν, μας σταύρωναν, μας καταδίωκαν. Τώρα έχουν επιλέξει άλλη μέθοδο πολύ πιο αποτελεσματική. να ξεχάσουμε την ιστορία και τη γλώσσα μας, να γίνουμε χλιαροί και εκκοσμικευμένοι στην πίστη μας. Ποιος θα διενοείτο ποτέ ότι το νεοελληνικό αυτό κράτος, το ψέμα το Βασίλειο, η καρικατούρα και το καρναβάλι της Ρωμιοσύνης, κατά τον Κωστή Παλαμά, που γεννήθηκε μέσα στον ήλιο αγωνιζόμενο για του Χριστού την πίστη την αγία και της πατρίδος την ελευθερία μέσα από τις αγνές ψυχές των Ρωμιών Ορθοδόξων αγωνιστών και των πιστών απλών ανθρώπων, που είχαν όλοι τους μέσα στην ψυχή τους Χριστό και Ελλάδα, ποιος θα διενοείτο λοιπόν ότι θα κατέληγε στην απόφαση να διαγράψουμε από τις ταυτότητες την εθνικότητα και την Ορθοδοξία, τον Χριστό δηλαδή και την Ελλάδα, για τα οποία έχυσαν το αίμα τους οι άγιοι Νεομάρτυρες και οι ήρωες του 21; Σιγά-σιγά η προοδευτική κουλτούρα και η άθεη διανόηση, εκφραζόμενη από μία δράκα, μία χούφτα ανθρώπων είτε στρατευμένων, είτε αφελών ιδεολόγων, κατόρθωσαν να αφελληνίσουν και να αποχριστιανίσουν την παιδεία μας, τα σχολεία μας, τα τελευταία χρόνια, υπακούοντας συνειδητά ή ασυνείδητα σε ξένα κέντρα αποφάσεων. Δεν υπάρχει καμμία αμφιβολία και αποδεικνύεται και βιβλιογραφικώς ότι οι γλωσσικές μεταρρυθμίσεις και οι μεταφράσεις, ο εκχυδαϊσμός της γλώσσης, το μονοτονικό, η απλοποίηση της ορθογραφίας, η χρήση σε λίγο του λατινικού αλφαβήτου, σχεδιάζονται έξωθεν και εφαρμόζονται έσωθεν από υποψιασμένους και πολλούς ανύποπτους κυβερνώντες. Η πρόταση για την καθιέρωση της αγγλικής ως δεύτερης επίσημης γλώσσας από την Ελληνίδα επίτροπο στο ευρωπαϊκό κοινοβούλιο, θα επανέλθει φοβούμαι σε όχι μακρινό καιρό για την καθιέρωση της αγγλικής ως πρώτης επίσημης γλώσσας. Χθες τελείωσε η δραχμή, το αρχαιότερο νόμισμα στην Ευρώπη. θα αφήσουμε να τελειώσει και η γλώσσα;
Ό,τι έγινε πάντως σταδιακά στην παιδεία με τις εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις η απορυθμίσεις, το ίδιο ακριβώς επαναλαμβάνεται τώρα και στην Εκκλησία με τη «Λειτουργική Αναγέννηση» από μία δράκα, από μία χούφτα πάλι ανθρώπων, ολιγάριθμη και αμελητέα, με μηδαμινή ή ελάχιστη ανταπόκριση στο ευσεβές πλήρωμα των πιστών. Κατορθώσαμε να καταστήσουμε την παιδεία μας ανελλήνιστη. οι νέοι πράγματι δεν μαθαίνουν αρχαία ελληνική γλώσσα. λυπούμαι κατάβαθα, όταν διαπιστώνω μέσα στις αίθουσες παραδόσεων και στην άλλη εκπαιδευτική δραστηριότητα, πόσο χαμηλή και ελλιπής είναι η αρχαιομάθεια των φοιτητών μας, χωρίς ευθύνη των παιδιών βέβαια. Πώς θα διαβάζουν και πώς θα κατανοούν την αρχαία και την εκκλησιαστική γραμματεία; Ούτε μεταφράσεις δεν θα είναι σε θέση να εκπονούν. Αυτοί που σήμερα μιλούν για μετάφραση των λειτουργικών κειμένων, γιατί είναι ακατανόητα δήθεν, δεν βλέπουν από πού ξεκινάει και πού φθάνει το νήμα;
Εξορίσαμε την αρχαία και την μεσαιωνική μορφή της γλώσσης από τα σχολεία. Υπήρχε ένα μοναδικό καταφύγιο, όπου ωμιλείτο και εψάλλετο, και εξακολουθεί ακόμη να υπάρχει η καϋμένη η γλώσσα μας, που έμαθε να μιλούν και να εκφράζονται χιλιάδες σοφοί φιλόσοφοι και φωτισμένοι Απόστολοι και Πατέρες και που αγιάσθηκε στα στόματα μεγάλων υμνωδών και υμνογράφων, που διαζωγράφησε βίους αγίων ανδρών και κατήχησε και δίδαξε εκατομμύρια ανθρώπων.. και όμως οι εκκλησίες άδειασαν και πωλούνται. Τα αίτια της φυγής των ανθρώπων από την Εκκλησία ή της προσεγγίσεως προς αυτήν δεν είναι γλωσσικά, είναι πνευματικά. εξόριστη από την παιδεία και καταδιωγμένη, βρίσκει ακόμη καταφύγιο μέσα στους ναούς, όπως βρήκε το Γένος μας καταφύγιο στα κρυφά σχολειά, στους νάρθηκες των ναών και στα μοναστήρια. Θα την εξορίσουμε λοιπόν και από εκεί, για να εφαρμοσθεί στην εντέλεια το σχέδιο του Κίσσιγκερ, του πάπα και όλων των, όπου γης, εχθρών του Ελληνισμού που απερίφραστα διά του πρώτου έχουν πει ότι πρέπει να μας αφανίσουν κτυπώντας την γλώσσα και την πίστη μας; Ποιον ξεγελούν με τα αστεία επιχειρήματα που προβάλλουν οι ανανεωτές περί του ότι δήθεν ο κόσμος φεύγει από την Εκκλησία, γιατί δεν καταλαβαίνει τα λειτουργικά κείμενα; Ακούσαμε και χθες από τον π. Γεώργιο Μεταλληνό και τον π. Μωυσή να λέγουν ότι στην Αμερική είναι μεταφρασμένα τα κείμενα για τους Ορθοδόξους στα Αγγλικά και όμως οι εκκλησιαζόμενοι μειώνονται. Εδώ τα κείμενα παραμένουν στην υψηλή, μοναδική και αξεπέραστη μορφή τους και όμως οι εκκλησιαζόμενοι αυξάνουν. Στην Ευρώπη και στην Αμερική και απανταχού της γης, μετά την Β’ Βατικάνειο Σύνοδο και την εφαρμογή της «Λειτουργικής Ανανέωσης», οι Ρωμαιοκαθολικοί, και οι Προτεστάντες πιο παλιά, τελούν τη λατρεία στην καθομιλουμένη τοπική γλώσσα
Αυτήν τη διάσταση του κινδύνου να χάσουμε την οντότητα και την ιδιοπροσωπία μας ενσωματούμενοι στη Δύση χωρίς ταυτότητα, διατυπώνει άριστα ο Στέλιος άμφος γράφοντας: «Στην όλη αργολογία περί εκδημοτικισμού της εκκλησιαστικής υμνογραφίας, όπως στο σύνολο των προωθουμένων από ποικίλες πλευρές “εκσυγχρονισμών” του τόπου, υφέρπει η σκοπιμότης να ενσωματωθούμε, επί τέλους στην Δύση, ασχέτως εάν τούτο συνεπάγεται να χάσουμε το πρόσωπό μας που ακυρώνει αυτήν την επιζητουμένη ενσωμάτωση, αφού προϋποθέτει ένα ιστορικό κουρέλι. Χωρίς οντότητα κανένας λαός δεν αντέχει στους κλυδωνισμούς των σκληρών αναπροσαρμογών που επιβάλλει μια οικουμενική συγκυρία σαν την παρούσα. Υπ’ αυτό το πρίσμα έχει υψίστη σημασία να διαφυλάξουμε άθικτο τον πνευματικό μας θησαυρό αρχίζοντας από την παραδόσιμη λατρεία της Εκκλησίας, η οποία οφείλει μάλιστα, αντί άλλης κατηχήσεως, να ενθαρρύνει εμπράκτως τις σπουδές της αρχαίας μας γλώσσας… Ως πυρήνας του εθνικού πνεύματος ζωής, ως διαπλαστική δύναμις ανθρώπων, η Ορθοδοξία είναι απείρως πλουσιώτερη από όλα μαζί τα σύγχρονα και τα μελλοντικά μηχανήματα, από αυτήν μπορεί το Γένος να περιμένη ουσιαστική ηθική ενίσχυση στην μάχη επιβιώσεως ου δίνει, εγκαταλελειμμένο εν ψυχρώ από την ιδιοτελή πνευματική και πολιτική του ηγεσία. Η προαιώνια ρίζα δεν μας χρειάζεται ιδεολογικά· μας χρειάζεται ως αυθεντική πνευματική συγκρότηση και εσωτερική εδραία βάση, άνευ των οποίων σε μια ισχυρή ιστορική πίεση είναι αναπόφευκτο να καταρρεύσωμε. Ποιο μπορεί να είναι το μέλλον της ανθρωπότητος, όταν ο λαός που ανέβασε το πνεύμα στα ουράνια γίνει μουσειακό αντικείμενο;»75.
8. Τι δέον γενέσθαι; Ο πατερικός δρόμος
Τα κείμενα της Θ. Λατρείας έχουν ιστορία αιώνων. Κατά την μακρά χρονική περίοδο που καλύπτουν, η Εκκλησία δι’ αγίων ανδρών έδωκε την αρμόζουσα λύση στο πρόβλημα της εκ μέρους των πιστών κατανοήσεώς τους. Και η λύση αυτή δεν είναι η μετάφραση, αλλά η ερμηνεία τους. Λειτουργικοί όροι, θεολογικά νοήματα, συμβολισμοί, πράξεις τελετουργικές, δομή ακολουθιών και πολλά άλλα, ακόμη και αν μεταφρασθούν τα κείμενα, θα εξακολουθήσουν να έχουν ανάγκη ερμηνείας. Η δυσκολία δεν βρίσκεται στις λέξεις αλλά στα νοήματα. το νόημα των λέξεων πρέπει να ερμηνεύσουμε και να αποκαλύψουμε, και όχι να τις αντικαταστήσουμε με άλλες, οι οποίες επίσης θα έχουν ανάγκη ερμηνείας.
Αυτόν τον δρόμο μας υποδεικνύουν οι θεοφώτιστοι και θεοδίδακτοι Άγιοι Πατέρες, οι μεγάλοι και αληθινοί λειτουργιολόγοι, οι οποίοι παράλληλα με την θύραθεν συγκρότηση και επιστημοσύνη τους, με την ανθρώπινη σοφία, και τις επιστημονικές τους περγαμηνές, ήσαν συγχρόνως και σκεύη της Χάριτος, εβίωσαν και έπαθαν τα θεία. Ποιος θα μπορούσε π.χ. να συμφωνήσει ότι ο Άγιος Συμεών Θεσσαλονίκης, ο κατά κοινήν παραδοχήν και ομολογίαν εκφραστής και ερμηνευτής της λειτουργικής πρακτικής και αυτοσυνειδησίας της Ορθοδόξου Εκκλησίας, είχε δήθεν ελλιπή ιστορική γνώση και κατανόηση της λειτουργικής πράξης, με συνέπεια να έχει και ελλιπή θεολογική ερμηνεία πολλών τελουμένων μέσα στη Θ. Λατρεία, όπως ισχυρίζεται σύγχρονος λειτουργιολόγος, και μάλιστα κληρικός76; Αυτήν την γραμμή, δυστυχώς προσπαθούν να περάσουν οι πανεπιστημιακοί λειτουργιολόγοι, όπως βέβαια και άλλων κλάδων και ειδικοτήτων, όπως της Δογματικής, που εσχάτως καθοδήγησαν και ενέκριναν διδακτορικές διατριβές στην Θεσσαλονίκη, στις οποίες οι αιρετικοί Μονοφυσίτες Διόσκορος και Σεβήρος παρουσιάζονται ως Ορθόδοξοι. Έχουν αυτά καμμία σχέση με το πατερικό ήθος, και θα πρέπει τέτοιους λειτουργιολόγους και δογματικούς, ή ερμηνευτάς και καινοδιαθηκολόγους και άλλους, να λαμβάνουμε υπ’ όψιν, όπως πιστεύει ο π. Κωνσταντίνος Παπαγιάννης, ο οποίος κρίνει αρνητικά το συνέδριό μας, γιατί, λέγει, δεν καλέσαμε λειτουργιολόγους; Στους λειτουργιολόγους στηρίζεται και αυτούς επικαλείται ο μητροπολίτης Κιλκισίου κ. Απόστολος, ο οποίος με τις λειτουργικές καινοτομίες και ανανεώσεις του ξεσήκωσε το πλήρωμα της επαρχίας του, το οποίο βλέπει να ανατρέπονται παραδόσεις αιώνων77. Μέχρι τέτοιου σημείου έφθασαν οι αντιδράσεις, ώστε αναγκάσθηκε και η Ιερά Σύνοδος παρά το φιλάδελφον, να τον καλέσει να δώσει εξηγήσεις και να του συστήσει να κρατεί τα παραδεδομένα78. Δυστυχώς ανοίξαμε τους ασκούς της «Λειτουργικής Ανανέωσης» και τώρα εισπράττουμε θύελλες και καταιγίδες. Μέσα στην νοοτροπία που δημιουργήθηκε, η οποία νομιμοποιεί και επιδοκιμάζει τις ανανεώσεις, η περίπτωση του μητροπολίτου Κιλκισίου είναι ο αναμενόμενος καρπός. Ό,τι σπείρεις θερίζεις. αν σπείρεις ανέμους, θα θερίσεις θύελλες.
Για να φανεί ολοκάθαρα που μπορεί να οδηγήσει η καινοτόμος νοοτροπία των ανανεωτών, θα παραθέσουμε τις απίστευτες αλλαγές και ανανεώσεις, στις οποίες προέβη ο μητροπολίτης Κιλκισίου Απόστολος, όπως αυτές καταγγέλθηκαν στο υπόμνημα που υπέβαλαν προς την Ιερά Σύνοδο κάτοικοι της πόλεως του Κιλκίς:
1. Στα ένδεκα χρόνια της παρουσίας του στη μητρόπολή μας ποτέ μέχρι σήμερα δεν προσήλθε στο ναό την πρέπουσα ώρα, ώστε να ακολουθηθεί η κεκανονισμένη τυπική διάταξη της ανόδου του στο θρόνο και της καθόδου του με την ψαλμωδία «Τον Δεσπότην και Αρχιερέα», της προσκυνήσεως των ιερών εικόνων και της “λήψεως καιρού” για την είσοδό του στη συνέχεια στο θυσιαστήριο. Αντ’ αυτών εισέρχεται συνήθως στο ναό απ’ την οπίσθια θύρα του Ιερού, πολλές φορές κατά τη διάρκεια της «Μικράς Εισόδου» και μισοντυμένος τα ιερά άμφια υποδέχεται το Ευαγγέλιο διακόπτοντας τη ροή της Ακολουθίας με προσωπικές φιλοσοφικές του εμπνεύσεις επιβάλλοντας στο εκκλησίασμα να ψάλλει δύο και τρεις φορές τα απολυτίκια της ημέρας, πολλά από τα οποία ούτε και οι ιερείς δεν ξέρουν να τα ψάλλουν.
2. Σε αρχιερατική θεία Λειτουργία ποτέ δεν άφησε να ψαλλεί ο Τρισάγιος Ύμνος πεντάκις με τη βυζαντινή αρχαιοπρέπειά του, ώστε μετά το «Άγιος» του Βήματος να εξέλθει για το «Κύριε, Κύριε, επίβλεψον», αλλ’ αντ’ αυτών συνήθως παρουσιάζεται στην Ωραία Πύλη και εξηγεί φορτικώς και επανειλημμένως ότι Άγιος σημαίνει Δούλος και Υπηρέτης, φιλοσοφώντας ακατάσχετα, και όταν θυμηθεί το «Δύναμις» και ψάλλουν οι ψάλτες το τελικό «Άγιος ο Θεός», ο Σεβασμιώτατος χορεύει πάνω στα βημόθυρα, με χοροπηδητά σαν να βρίσκεται σε πίστα νυχτερινού κέντρου, προκαλώντας τους γέλωτες και τη θυμηδία των πιστών.
3. Κακοποιεί βάναυσα τη Θεία Λειτουργία διακόπτοντας τη ροή της, όποτε του κατέβει κάτι στο νου, άσχετο ή σχετικό, που σπεύδει να το ανακοινώσει. Ακόμη καταστρατηγεί ευχές και εκφωνήσεις, τις οποίες έχει μεταφράσει στην καθομιλουμένη δημοτική και παρουσιάζεται με το Άγιο Δισκοπότηρο στην Ωραία Πύλη να εκφωνεί ακόμη και τις μυστικές ευχές της Μετουσιώσεως διασκευασμένες σε δική του έκδοση. Και το πιο σπουδαίο περικόπτει τη Θεία Λειτουργία κατά το δοκούν, αν τυχόν «ξεχαστεί» να μιλάει στο κήρυγμα επί είκοσι και τριάντα λεπτά της ώρας. Για παράδειγμα: Σε Θεία Λειτουργία των Προηγιασμένων στον Ι. Ναό της Παναγίας στο Κιλκίς, που την παρακολουθούσαν μαθητές του 1ου Γυμνασίου, διέκοψε τον ψάλτη στο «προς Κύριον», μίλησε στα παιδιά επί 25 λεπτά της ώρας πάνω στο περιεχόμενο του ψαλμού που διέκοψε και αμέσως εισήλθε στο Ιερό και εκφώνησε το «Κατά την δωρεάν».
4. Μαλώνει σκαιότατα τις μητέρες και τις γιαγιάδες που οδηγούν τα μικρά παιδιά στη Θεία Κοινωνία και τις αποτρέπει να τα κοινωνήσουν, τονίζοντας ότι αυτά είναι «αγγελούδια» και δεν έχουν ανάγκη της Θείας Μεταλήψεως, ενώ φορτικώτατα τις υποχρεώνει αυτές να κοινωνήσουν, γιατί αυτές έχουν ανάγκη της Θείας Κοινωνίας ως αμαρτωλές, ανεξάρτητα από το αν είναι προετοιμασμένες με την εξομολόγηση, με τον πνευματικό τους, με τη συνείδησή τους. Και σκανδαλίζονται οι χριστιανοί, που ο Δεσπότης τους δεν θέλει να κοινωνούν τα παιδιά, παράδοση που την κληροδότησαν οι αιώνες.
5. Προπηλακίζει δημοσίως διακόνους, ιερείς, ιεροψάλτες, αν δεν καταφέρουν να εκτελέσουν τέλεια, κατά την άποψή του, κάποια εκφώνηση, ευαγγελικά ή αποστολικά αναγνώσματα ή προφητείες ή ύμνους, και τους επιβάλλει να αναγινώσκουν Αποστόλους, Ευαγγέλια, Προφητείες από την μεταφρασμένη στη δημοτική Καινή και Παλαιά Διαθήκη εισάγοντας «καινά δαιμόνια» στην εκκλησιαστική τάξη.
6. «Καινά δαιμόνια» όμως εισάγει και στην τέλεση Μυστηρίων και άλλων ακολουθιών:
- Έτσι στο Μυστήριο του Γάμου θεωρώντας ότι περιττεύει η Ακολουθία του Αρραβώνος δεν την αναφέρει και φλυαρεί με το πώς πρέπει να κοιμούνται οι νιόπαντροι, εστιάζοντας το λόγο του σε έρωτες και σπερματοζωάρια και σε ότι άλλο άσχετο, προκαλώντας πολλά ζευγάρια να καταφεύγουν σε άλλο ναό να ευλογήσει σ’ αυτόν η Εκκλησία το Γάμο τους.
- Στο Μυστήριο της Βαπτίσεως διακηρύσσει σθεναρώς ότι κακώς βαπτιζόμαστε σε νηπιακή ηλικία, αλλά θα πρέπει η βάπτιση να γίνεται σε ώριμη ηλικία, ώστε να μην εξαναγκαζόμαστε σε πράξη έξω από τη βούλησή μας, αλλά να αποφασίζουμε μόνοι μας αν θέλουμε ή όχι να βαπτισθούμε.
- Στη νεκρώσιμη Ακολουθία ταλαιπωρεί συνήθως με την ακατάσχετη φλυαρία του και τις παράδοξες αντιλήψεις του τους χαροκαμένους συγγενείς (προ πάντων τους γονείς), που πολλές φορές μη αντέχοντας τη στάση του αγανακτισμένοι του επιτίθενται αφαιρώντας του τα μικρόφωνα ενώ οι χριστιανοί που παρακολουθούν φωνάζουν από κάτω με αγανάκτηση «Έλεος, έλεος…».
- Στα Μνημόσυνα αντί της καθιερωμένης Ακολουθίας συνήθως τελεί ένα κακοποιημένο «Τρισάγιο» σχολιάζοντας πολλές φορές φράσεις των τροπαρίων -εκείνο το «πεπεδημένων» του έχει αλλάξει τα φώτα- σε βαθμό που να του διαφεύγει να μνημονεύσει τα ονόματα των συγχωρηθέντων.
- Τελεί τον Μεγάλο Αγιασμό των Θεοφανείων χωρίς την ανάγνωση των προφητειών, χωρίς τον Απόστολο, χωρίς το Ευαγγέλιο, εξαναγκάζοντας τους πιστούς να τρέχουν εσπευσμένως σε άλλους ναούς, για να παραλάβουν από εκεί κανονικά διαβασμένο αγιασμό.
- Οργάνωσε συναυλία σαξοφώνων στον Μητροπολιτικό Ναό, Κυριακή των Βαΐων μετά την Ακολουθία του Νυμφίου, αναταράσσοντας τη συγκινητική ατμόσφαιρα που διακατείχε τους πιστούς υστέρα από την κατανυκτική Ακολουθία της Μ. Εβδομάδας79.
Οι Άγιοι λειτουργιολόγοι Μάξιμος Ομολογητής, Νικόλαος Καβάσιλας, Συμεών Θεσσαλονίκης και όλοι οι μετ’ αυτών ερμηνευτές της Θ. Λατρείας δεν τόλμησαν να αγγίξουν και να θίξουν το παραμικρό από τα λεγόμενα και τελούμενα μέσα στη Θ. Λατρεία. Αντίθετα τα εμεγάλυναν και τα εδόξασαν προσδίδοντας σ’ αυτά τις αρμόζουσες θεολογικές διαστάσεις. Εγνώριζαν πολύ καλύτερα από τους σημερινούς λειτουργιολόγους πώς εξελίχθηκε η Θεία Λατρεία, πώς κτίσθηκε το υπέρλαμπρο αυτό και από όλους θαυμαζόμενο πολύτιμο οικοδόμημα. Δεν το βλέπουν απ’ έξω, εισέρχονται μέσα, το ζουν, αναπαύονται, δροσίζονται, και από μέσα το ερμηνεύουν για να οδηγήσουν και άλλους στην ανάπαυση και στον αγιασμό. Και εύχονται να στερεώσει ο Θεός αυτόν τον οίκον «Τούτον τον οίκον στερέωσον Κύριε». Πιστεύουν μαζί με όλους τους πιστούς, που καμαρώνουν για το ουράνιο σπίτι τους, ότι «Ουρανός πολύφωτος η Εκκλησία ανεδείχθη, άπαντας φωταγωγούσα τους πιστούς, εν ω εστώτες κραυγάζομεν. Τούτον τον οίκον στερέωσον Κύριε».
Εγέμισαν οι Άγιοι Κολλυβάδες, και προ παντός ο Άγιος Νικόδημος, την Εκκλησία από τα σοφά ερμηνευτικά τους συγγράμματα. Το «Εορτοδρόμιον» του Αγίου Νικοδήμου η «Νέα Κλίμαξ» και ο «Κήπος Χαρίτων», στα οποία ερμηνεύει με απαράμιλλο βάθος, ύψος και εύρος τους κανόνες στις δεσποτικές και θεομητορικές εορτές, τους Αναβαθμούς της Οκτωήχου και τις εννέα βιβλικές ωδές, αποτελούν οδηγό περί του πώς πρέπει να αντιμετωπίζουμε την λειτουργική μας γλώσσα. Ούτε παραμικρή σκέψη, ίχνος σκιάς, για ανάγκη μεταφράσεως των λειτουργικών κειμένων. Αντίθετα, όπως και ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, επαινούν και εκθειάζουν την αρχαία ελληνική γλώσσα, σε περίοδο μάλιστα σκλαβιάς και αμαθείας, γιατί γνωρίζοντας «την ελληνικήν» μαθαίνουμε τί λέγει το Ευαγγέλιο, τί διδάσκει η Εκκλησία. Είναι συγκινητικό και σήμερα το παράδειγμα νέων ανθρώπων, που πληρώνουν ακριβά το τίμημα της υποβαθμίσεως των αρχαίων ελληνικών, οι οποίοι μόνοι τους διδάσκονται και μαθαίνουν αρχαία ελληνικά, για να κατανοούν τα αγιασμένα και χαριτωμένα λειτουργικά κείμενα. Θέλουν να ανέβουν, όχι να κατέβουν. Αυτό υποδεικνύει και άλλο δρόμο που πρέπει να ακολουθήσει η Εκκλησία παράλληλα με την ερμηνεία των λειτουργικών κειμένων. Να μεταβάλει τις ενορίες σε «κρυφά σχολεία». μέσα στην νέα δουλεία που επιβάλλει η «Νέα Εποχή» και διά ποικίλων οργάνων ο κοσμοκράτωρ του αιώνος τούτου, και στον αφανή και έντεχνο διωγμό εναντίον της Εκκλησίας, ο οποίος και πάλι οδηγεί στο να αγριέψει το Γένος, όπως επί Τουρκοκρατίας, πρέπει να ξαναδιδάξουμε στις ενορίες τα αρχαία Ελληνικά. Υπάρχουν ευλαβέστατοι φιλόλογοι και άλλοι εκπαιδευτικοί πρόθυμοι να βοηθήσουν. Το έχουμε επισημάνει και υποδείξει από παλιά μαζύ με άλλους, και ήδη αρκετοί κληρικοί το εφαρμόζουν.
Και επειδή στη συνάφεια αυτή συζητούμε την ερμηνευτική παρέμβαση της Εκκλησίας στα λεγόμενα και δρώμενα της Θ. Λατρείας επισημαίνουμε ότι και αυτό πρέπει να γίνεται με τον αρμόζοντα τρόπο, στον κατάλληλο χρόνο, ώστε να μην παραβλάπτεται η ενότητα και να μη διακόπτεται η πορεία, η ροή και η εξέλιξη των ακολουθιών. Πουθενά στα λειτουργικά κείμενα δεν βρίσκει κανείς να λέγεται ότι, στο σημείο αυτό της ακολουθίας, ο επίσκοπος ή ο ιερεύς διακόπτει και εξηγεί τα τελούμενα. Υπάρχει καθιερωμένη ώρα και στιγμή για το θείο κήρυγμα, μία και όχι πολλές, στην οποία είτε πρόκειται για την Θεία Λειτουργία, είτε για άλλη ακολουθία, γίνεται το ερμηνευτικό κήρυγμα, και αυτό άπαξ, όχι πολλάκις. Οι ιερές ακολουθίες δεν είναι μουσειακές επαναλήψεις ακατανοήτων πραγμάτων, αλλά ζωντανές, μυστηριακές και προσευχητικές εκδηλώσεις με αυστηρή συνοχή, ενότητα και πορεία, την οποία δεν πρέπει να διακόπτει και να υποβιβάζει ο συχνάκις παρεμβαίνων ιερεύς. οι συχνές παρεμβάσεις ευτελίζουν το ύψος και μειώνουν την κατάνυξη των πιστών. Ο ιερεύς δεν είναι ξεναγός. είναι ιερουργός μυστηρίων, και σ’ αυτό το έργο πρέπει, τελετουργών, να είναι ψυχή τε και σώματι αφιερωμένος, απορροφημένος ολοκληρωτικά, και να μεταδίδει αυτήν την κατάνυξη και την αφιέρωση. Είναι δυνατόν, είναι νοητόν, όταν αρχίσει η κυρίως Θ. Λειτουργία, μετά τα αναγνώσματα και το θείο κήρυγμα, του οποίου η θέση είναι εδώ, να διακόψουμε την Θ. Λειτουργία προ της ευχής της Αναφοράς ή μετά από αυτήν ή το χειρότερο κατά την ώρα της Επικλήσεως και να εξηγήσουμε στους πιστούς τί κάνουμε; Στον Θεό αναφερόμαστε και στρεφόμαστε τις στιγμές αυτές και όχι στους ανθρώπους. Πολλοί Άγιοι εθεάθησαν να μη πατούν στη γη ως ιερουργοί, να έχουν μεταβληθεί σε αγγέλους, και μαζί με αυτούς να προσφέρουν στον Θεό ύμνους και θυσίες. Το ίδιο αναλογικά ισχύει για όλες τις ακολουθίες. εσχάτως τείνει να διαδοθεί και να επικρατήσει, με την κακή εδώ διακονία της τηλεοράσεως, κατά την τέλεση της ακολουθίας των εγκαινίων, να στρέφεται ο προεξάρχων επίσκοπος προς τον λαό ή μετ’ αυτού και άλλος «ξεναγός» και να εξηγούν στον λαό, πάλιν και πολλάκις, τί γίνεται μέσα στον Ιερό Βήμα. Αυτό δεν είναι μυστήριο και ιερουργία, αλλά ανθρώπινη κοινωνική εκδήλωση και ξενάγηση. Στηρίζεται και αυτό στην λανθασμένη αρχή της «Λειτουργικής Ανανέωσης» ότι πρέπει να τα καταλάβει όλα ο κόσμος. Δεν είναι απαραίτητο. Άλλα καταλαβαίνει, άλλα δεν καταλαβαίνει. Συμπλέκονται μέσα στη Θεία Λατρεία τα φανερά και τα μυστικά, τα ρητά και τα άρρητα, και έτσι γίνεται περισσότερο ελκυστική και γοητευτική η ακολουθία, από το αν ήσαν όλα εύληπτα και κατανοητά. Όπως πάμε, θα καταστρέψουμε τον μυσταγωγικό χαρακτήρα της Ορθοδόξου Θ. Λατρείας και θα καταλήξουμε σε Λειτουργικό Προτεσταντισμό.
- 1. Ρωμ. 12,1.
- 2. Λουκά 23, 38. Ιω. 19,19-20: «Έγραψε δε και τίτλον ο Πιλάτος και έθηκεν επί του Σταυρού. ην δε γεγραμμένον. Ιησούς ο Ναζωραίος ο βασιλεύς των Ιουδαίων… και ην γεγραμμένον Εβραϊστή, Ελληνιστί, Ρωμαϊστί».
- 3. Από γειτνιάζοντα αρχιερέα απαγορεύθηκε αυστηρά στους κληρικούς της επαρχίας του να λάβουν μέρος εις το Συνέδριο. Αντιμετώπισαν δε και προβλήματα μερικοί από τους εισηγητάς στους οποίους δεν δόθηκε άδεια απουσίας από τις ενορίες τους κατά τις ημέρες των εργασιών του Συνεδρίου.
- 4. Στους κύκλους αυτούς είχαμε αναφερθή παλαιότερα κατά την περίοδο που η πολιτεία μαζί με την επέμβαση στην εκκλησιαστική περιουσία σχεδίαζε και επέμβαση στη διοίκηση της Εκκλησίας. Είχαμε γράψει τότε μικρό βιβλίο με τίτλο «Οι Λαϊκοί στην Ορθόδοξη Εκκλησία», το οποίο όμως έχει εξαντληθεί. Το περιεχόμενό του ενσωματώσαμε στο νέο μας βιβλίο με τίτλο Ηθικά Κεφάλαια, Εκδ. Βρυέννιος, Θεσσαλονίκη 2002. Το συγκεκριμένο θέμα αναπτύσσεται στις σελ. 145-151.
- 5. Πρόκειται για τους μητροπολίτες Νικοπόλεως και Πρεβέζης κ. Μελέτιο, ο οποίος μετέφρασε τις ευχές της Πεντηκοστής (γονυκλισίας) και των Θεοφανείων, και Κιλκισίου κ. Απόστολο, ο οποίος προχώρησε τόσο πολύ, ώστε προκάλεσε την αντίδραση του εκκλησιαστικού πληρώματος και την επέμβαση της Ιεράς Συνόδου, όπως θα δούμε. Ο π. Κωνσταντίνος Καραϊσαρίδης, μετέχοντας σε ανανεωτικό λειτουργικό συνέδριο που οργάνωσε το περιοδικό «Σύναξη» επρότεινε την τέλεση της ακολουθίας του γάμου στη δημοτική. Για να ενισχύσει την πρότασή του επεκαλέσθη ανωνύμως το παράδειγμα του πρώτου εκ των δύο επισκόπων. βλ. Πρωτοπρεσβυτέρου Κωνσταντίνου Καραϊςαριδη «Ποιμαντικές προτάσεις για την ιερολογία του Γάμου», Σύναξη, τεύχος 71, Ιούλιος-Σεπτέμβριος 1999, σελ. 86: «Φαντασθείτε πόση αμεσότητα συμμετοχής θα δημιουργούσε η ακολουθία, αν γινόταν στη δημοτική γλώσσα! Ένας Δεσπότης -έχω υπόψη μου- μετέφρασε τις ευχές της Πεντηκοστής, της γονυκλισίας στη δημοτική γλώσσα και τις χρησιμοποίησε στη μητρόπολή του. Δημιούργησε αίσθηση φοβερή».
- 6. Είναι από το θαυμάσιο έργο του Η εν Χριστώ ζωή μου. Ιεροί λογισμοί μιας οσίας ψυχής. Τα παραθέματα από την επιστολή των 22 ιερέων προς το περιοδικό Σύναξη, τεύχος 73, Ιανουάριος – Μάρτιος 2000, σελ. 86. Το ίδιο κείμενο των Ιερέων και στην Παρακαταθήκη, τεύχος 9, Νοέμβριος – Δεκέμβριος 1999, σελ. 15 ε.
- 7. Ν. Baynes – Η. St. Moss, Βυζάντιο. Εισαγωγή στο Βυζαντινό Πολιτισμό, εκδ. Παπαδήμα, Αθήνα 1983, σελ. 509.
- 8. Γ. Ράλλη – Μ. Ποτλη, Σύνταγμα των θείων και ιερών κανόνων, Αθήνησιν 1852, τόμ. 2ος, σελ. 453.
- 9. Περί των ιερών τελετών 55, PG. 155, 201-204. Είναι στο ίδιο πνεύμα και η σχετική διατύπωση του Στέλιου Ραμφου, «Τέχνη αχειροποίητη, λόγος αμετάφραστος», Σύναξη, τεύχος 20, Οκτ. – Δεκ. -, σελ. 34: «Οι πιστοί ζουν ένα “έργο”, που χρειάσθηκε πάνω από χίλια χρόνια αγίας εμπνεύσεως του πνευματικωτάτου των πολιτισμών, για να κρυσταλλωθεί η μορφή του».
- 10. Περί της ιεράς Λειτουργίας, PG. 155, 253.
- 11. Περί των ιερών τελετών, 63, PG. 155, 225.
- 12. Διδαχή Β, 208, Ιω. Μενουνου, Κοσμά του Αιτωλού Διδαχές (και βιογραφία), εκδ. Τήνος, Αθήνα, σελ. 209.
- 13. Διδαχή Β, 406, ένθ’ ανωτ., σελ. 192.
- 14. Διδαχή Α, 932, ένθ’ ανωτ., σελ. 163. Σε άλλη Διδαχή λέγει: «Καλύτερα, αδελφέ μου, να θανατώσης εκατό ανθρώπους βαπτισμένους, παρά να αφήσης ένα παιδίον αβάπτιστον να αποθάνη. Και αν τύχη ανάγκη και θέλει να αποθάνη το παιδίον και δεν επρόφθασεν ο παπάς να το βαπτίση, ας το βαπτίση όποιος τύχη, ο πατέρας, η μητέρα, αδελφός, γείτονας και μάλιστα η μαμμή. Βάλε αρκετόν νερόν και λάδι, σταύρωσέ το και βάπτισέ το. Ειπέ: “Βαπτίζεται ο δούλος του Θεού εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Αμήν”». Και, αν ζήση, το τελειώνει ο παπάς. Μα έτυχε και δεν έχεις νερόν; Πάρε τρεις φούχτες χώμα και χύσε το εις το κεφάλι του και είπε καθώς και πρώτον. Έτυχε πάλιν και δεν έχεις χώμα; Βάπτισε το εις τον αγέρα και είπε ομοίως». Βλ. Διδαχή Β, 46-466, ένθ’ ανωτ., σελ. 200.
- 15. Ι. Δαμάσκηνου, «Περί της μεταφράσεως της λειτουργικής γλώσσης», Σύναξη τεύχος 72, Οκτωβ. – Δεκ. 1999, σελ. 66-67.
- 16. Η ημερίδα πραγματοποιήθηκε στις 10 Δεκεμβρίου 1994. Τα Πρακτικά της ημερίδος εξέδωσε η Ι. Μητρόπολις Βεροίας το 2001 με τίτλο «Υμνήτωρ. Τόμος Αναμνηστήριος Γέροντος Γερασίμου Μονάχου Μικραγιαννανίτου».
- 17. Σύναξη, τεύχος 73, Ιαν. – Μάρτ. 2000, σελ. 99. Σχετικώς λέγει ο Αγιος Ιωάννης της Κροςτανδης, Η εν Χριστώ ζωή μου. Ιεροί λογισμοί μιας οσίας ψυχής, κεφ. 132, μετάφρ. Βασ. Μουστάκη, εκδ. Παπαδημητρίου, Αθήναι 1996, σελ. 74: «Τα λόγια της θείας λατρείας δεν είναι όλα κατανοητά από όλους. Ο εχθρός προσπαθεί να μας πείσει ότι είναι μάταιο να ακούονται, ότι η Εκκλησία χάνει τον καιρό της μ’ αυτά. Πρόκειται για αβάσιμο σκέψη. Το Πνεύμα το Άγιο θα μείνει αδρανές; Δεν θα φώτιση τις καρδιές; Δεν έχεις και συ ο ίδιος πείρα από τον φωτισμό της καρδιάς σου με την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος; Άλλοτε, δεν καταλάβαινες μερικές λέξεις και εκφράσεις. Δεν εύρισκαν απήχηση μέσα σου. Ξάφνου όμως, το Άγιο Πνεύμα σε φώτισε και τα λόγια αυτά μίλησαν μέσα σου καθαρά. Ας μην αμφιβάλλουμε λοιπόν. Η Εκκλησία σπέρνει και ο Θεός κάνει να βλασταίνη ο σπόρος».
- 18. Πράξ. 2,1-13.
- 19. Πρωτοπρεσβυτέρου Βασίλειου Θέρμου «Ο λόγος ως προσωπείο: Περί της αμυντικής λειτουργίας της εκκλησιαστικής γλώσσας», Σύναξη, τεύχος 66, Απρ. – Ιούν. 1998, σελ. 26. Καιτης Χιωτελλη, «Το περί την μετάφρασιν δίλημμα», Σύναξη τεύχος 72, Οκτ. – Δεκ. 1999, σελ. 15.
- 20. Γ. Χατζηδακι, «Περί της ενότητος της ελληνικής γλώσσης», Επιστημονική Επετηρίς Πανεπιστημίου Αθηνών 5 (1908-9) 97-151. Ο π. Δημήτριος Κωνςταντελλος, «Η Ελληνική γλώσσα στην εμπειρία της Ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας και ιδιαίτερα της εν Αμερική», Ξενία Ιακώβω αρχιεπισκόπω Βορείου και Νοτίου Αμερικής, Θεσσαλονίκη 1985, εκτιμά ότι «Στην Καινή Διαθήκη μόνο 50 περίπου λέξεις, δηλαδή 1 % είναι αρχαΐζουσες ή ξένες προς τη λαϊκή γλώσσα της εποχής», σελ. 484.
- 21. Βλ. Παν. Παπαθεοδωρου, «Λόγος αμετάφραστος», Εφημέριος 46 (1997) 24.
- 22. Αρχιμ. Σωφρονίου (Σαχαρωφ), Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί, μετάφρ. Ιερομ. Ζαχαρίου, Ιερά Πατριαρχική και Σταυροπηγιακή Μονή Τιμίου Προδρόμου Έσσεξ Αγγλίας 1996,375-376. Ο Φώτης Σχοινάς θεωρεί την τοποθέτηση του Γέροντος Σωφρονίου υπέρ του αμεταβλήτου της λειτουργικής γλώσσης ως συντριπτικό επιχείρημα: «Τα θεοδίδακτα λόγια των Γραφών και των Πατέρων είναι το άσφαλτο εφαλτήριο, επί του οποίου στηριζόμενοι μπορούμε να κάνουμε ασφαλείς συλλογισμούς περί των θείων πραγμάτων, διδάσκει ο Άγιος Γρηγόριος (=Παλαμάς), εκφράζουν τα ασφαλή κριτήρια συναγωγής εγκύρου γνώσεως κατά την ορθόδοξη γνωσιολογία… Εφ’ όσον λοιπόν υπάρχει καταγεγραμμένη διδασκαλία περί λειτουργικής γλώσσας από σύγχρονο θεόπτη άγιο και ρητώς εκπεφρασμένη θέση να μη επιχειρηθεί μεταγλώττιση ειδικά της ελληνικής λειτουργικής γλώσσας, αλλά να μείνει ως έχει, νομίζω ότι πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπ’ όψιν από τους θεολόγους και θεολογούντας και από όλο το πλήρωμα της Εκκλησίας, επισκόπους, ιερείς, λαϊκούς»: «Περί της λειτουργικής γλώσσης», Χριστιανική, Πέμπτη 25 Μαΐου 2000, σελ. 9.
- 23. Ένθ’ ανωτ., σελ. 67.
- 24. Σύναξη, 73, Ιαν.-Μάρτ. 2000, σελ. 99.
- 25. Σύναξη τεύχος 66, Απρ. – Ιούν. 1998, σελ. 57.
- 26. Διδαχή Ε’, Ιω. Μενουνου, ένθ’ ανωτ., σελ. 269-270: «Όταν επέρασαν τριακόσιοι χρόνοι ύστερα από την σταύρωσιν του Χριστού μας, έστειλεν ο πανάγαθος Θεός τον άγιον Κωνσταντίνον και εστερέωσε βασίλειον χριστιανικόν και είχαν το βασίλειον οι χριστιανοί χιλίους εκατόν πενήντα χρόνους. Ύστερα το εσήκωσεν ο Θεός το βασίλειον από τους χριστιανούς και ήφερε τον Τούρκο μέσα από την Ανατολήν και του το έδωκε διά εδικόν μας καλόν και το είχε ο Τούρκος το βασίλειον χρόνους τριακοσίους είκοσι οκτώ… Και τί; Άξιος ήτον ο Τούρκος να έχη βασίλειον; Αλλά ο Θεός του το έδωκε διά το καλόν μας. Και διότι δεν ήφερεν ο Θεός, άλλον βασιλέα, όπου ήτον τόσα ρηγάτα εδώ κοντά να τους το δώση, μόνον ήφερε τον Τούρκον μέσαθε από την Κόκκινην Μηλιά και του το εχάρισε; Διατί ήξευρεν ο Θεός πώς τα άλλα ρηγάτα μας βλάπτουν εις την πίστιν και ο Τούρκος δεν μας βλάπτει, άσπρα δώσ’ του και καβαλλίκευσέ τον από το κεφάλι».
- 27. Πρωτοπρεσβυτέρου Θεοδώρου Ζηςη, Φραγκέψαμε, Θεσσαλονίκη 1994. Του αυτού, Ορθοδοξία και Ελληνισμός. Νέα αιχμαλωσία και αντίσταση, Θεσσαλονίκη 1995. Του αυτού, Επόμενοι τοις θείοις Πατράσι, Αρχές και κριτήρια της Πατερικής Θεολογίας, Θεσσαλονίκη 1997, σελ. 136ε.
- 28. Πρωτοπρεσβυτέρου Θεοδώρου Ζηςη, Επόμενοι τοις θείοις Πατράσι, ένθ’ ανωτ., σελ. 140-145.
- 29. Χριστόφορου Γεροντιδη, «Η λατρευτική γλώσσα της Ορθοδόξου Εκκλησίας», Ορθόδοξος Τύπος, 20/1/2000.
- 30. Γαλ. 4, 4.
- 31. Ειρμός θ’ ωδής της Πεντηκοστής.
- 32. Γεωργίου Φλωρόφσκυ, Δημιουργία και Απολύτρωση, μετάφρ. Π. Πάλλη, Θεσσαλονίκη 1983, σελ. 36.
- 33. Ένθ’ ανωτ., σελ. 374-375.
- 34. Πρωτοπρεσβυτέρου Νικολάου Λουδοβίκου, «Περί την μετάφραση των Λειτουργικών μας κειμένων και τα προβλήματά της» Σύναξη, τεύχος 72, Οκτ. – Δεκ. 1999, σελ. 8-9. Ο ίδιος επίσης γράφει τα εξής αξιοπρόσεκτα: «Αντίθετα εδώ “ο τρόπος υπάρξεως” του υπερβατικού είναι δυνατόν να μεταφερθεί “αυτούσιος” κατά χάρη και μετοχή στις “καταστάσεις πραγμάτων”, εντελώς πραγματικά και διόλου μεταφυσικά… Φαίνεται πράγματι πως μπορούμε να έχουμε μια, θα λέγαμε, οντολογική γλώσσα (ικανή επιπλέον να ακυρώσει τις θηριώδεις ονειροπολήσεις της ιδιωτικής θρησκευτικής γλώσσας για ναρκισσική ισχύ και κυριαρχία)»: Σύναξη τεύχος 66, Απρ. -Ιούν. 1998, σελ. 66.
- 35. Μ. Αθανάσιου, Προς Μαρκελλίνον, Εις την ερμηνείαν των Ψαλμών 31-33, ΕΠΕ 5,67-72: «Μη περιβαλλέτω μέντοι τις αυτά τοις έξωθεν πιθανοίς ρήμασι, μηδέ πειραζέτω τας λέξεις μεταποιείν ή όλως εναλλάσσειν. αλλ’ ούτως ατεχνώς τα γεγραμμένα λεγέτω και ψαλλέτω, ώσπερ είρηται, υπέρ και τους διακονήσαντας ανθρώπους αυτά επιγινώσκοντας το εαυτών συνεύχεσθαι ημίν. μάλλον δε ίνα και το Πνεύμα το λαλήσαν εν τοις αγίοις, θεωρούν τους παρ’ αυτού λόγους ενηχηθέντας εκείνοις συναντιλαμβάνηται ημίν. Όσω γαρ των αγίων ο βίος βελτίων των άλλων εστί, τοσούτω και τα παρ’ αυτών ρήματα των παρ’ ημίν συντιθεμένων βελτίονα και ισχυρότερα αν τις είποι δικαίως… Εγώ γουν, έλεγεν ο γέρων, ήκουσα και παρά φρονίμων ανδρών, ως άρα το παλαιόν εν τω Ισραήλ, μόνον αναγινώσκοντες τας Γραφάς εδίωκον δαίμονας και ηλέξουν τας παρ’ αυτών τοις ανθρώποις γινομένας επιβουλάς. Όθεν και καταγνώσεως πάσης αξίους είναι έλεγε τους ταύτα μεν αφιέντας συντιθέντας δε εαυτοίς έξωθεν πιθανά ρήματα, και εν τούτοις εξορκιστάς ονομάζοντας. Μάλλον γαρ παίζουσι, και παρέχουσιν εαυτούς εκείνοις εις το χλευάζεσθαι. οία πεπόνθασιν Ιουδαίοι οι Σκευά υιοί, επιχειρήσαντες και αυτοί τον τρόπον τούτον εξορκίζειν. Ταύτα μεν γαρ ακούοντες παρά των τοιούτων οι δαίμονες παίζουσι. τα δε των αγίων ρήματα φοβούνται ή και φέρειν αυτά ου δύνανται»: ΕΠΕ 5, 72-72.
- 36. Κριτική αυτής της ορθής θέσεως και άλλων από τον πρωτοπρεσβύτερο π. Κωνσταντίνο Παπαπαννη, «Ένα Λειτουργικό Συνέδριο», Ανάπλασις, αριθμ. φύλλου 399, Μάιος – Ιούνιος 2002, σελ. 74. Απάντηση στην κριτική βλ. στο φύλλο 400 της Αναπλάσεως (Ιούλ. – Αύγ. 2002) από τον π. Μωυςη Αγιορείτη (σελ. 120-121).
- 37. Για τις δύο αυτές ακολουθίες βλ. συζήτηση στη Σύναξη, τεύχος 71, Ιούλ. – Σεπτ. 1999, σελ. 87ε.
- 38. Για τις προτεινόμενες αλλαγές στις ακολουθίες του γάμου και του αρραβώνος από π. Κωνσταντίνο Καραϊσαρίδη βλ. Σύναξη τεύχος 71, Ιούλ. – Σεπτ. 1999, σελ. 82-86. Βλ. επίσ. Κωνσταντίνου Παπαπαννη, «Αι ευχαί επί τη γεννήσει παιδίου», Γρηγόριος Παλαμάς 79 (1996) 487-504. Του αυτού «Ο μετά την γέννησιν καθαρμός», Γρηγόριος Παλαμάς 1963, τεύχος 540-541, σελ. 223. Περί του ότι οι ευχές αυτές είναι προβληματικές συμφωνεί και ο π. Αλκιβιάδης Καλύβας. Ευτυχώς παραθέτει γνώμη του π. Αλέξανδρου Σμεμαν, ο οποίος χρησιμοποιεί σκληρά λόγια για εκείνους που υποστηρίζουν ότι αυτές οι ακολουθίες εκφράζουν μία απηρχαιωμένη αντίληψη για τον κόσμο, καθώς και πρωτόγονες αντιλήψεις που υποτιμούν τη γυναίκα. Να τι γράφει: «Δεν είναι απλώς λάθος. πρέπει να είναι κανείς στενόμυαλος και μικρόψυχος όταν βρίσκει “υποτίμηση” σε ευχές που ξεχειλίζουν από την αγάπη και την έγνοια του Θεού για τον άνθρωπο, σε ευχές που είναι γεμάτες από γνήσιο σεβασμό στο ανθρώπινο πρόσωπο, πράγμα που μόνο ο Θεός μπορεί να κάνει αληθινά. Αντί, λοιπόν, να ακολουθούμε τυφλά “τον κόσμον τούτον” στις ευτελείς του επαναστάσεις στο όνομα “δικαιωμάτων” χωρίς αντίκρισμα, “αξιοπρέπειας” χωρίς περιεχόμενο και μάταιης ευτυχίας, θα έπρεπε να μάθουμε και να κάνουμε ξανά δικό μας το όραμα της Εκκλησίας για τη ζωή»: Πρωτοπρεσβυτέρου Αλκιβιάδη Καλύβα, «Μερικές σκέψεις για την Λειτουργική ανανέωση και μεταρρύθμιση», Σύναξη, τεύχος 61, Ιαν. – Μάρτ. 1997, σελ. 19-20. Αλέξανδρου Σμεμαν, Of Water and the Spirit Crestwood, Ν. V. 1974 σελ. 138 (ελλ. μετ. Δι’ ύδατος και Πνεύματος, εκδ. Ακρίτας). Θετικά αξιολογεί τις ευχές ο πρωτοπρεσβύτερος π. Παναγιώτης Σιμιγιατος, «Ο μετά την γέννησιν καθαρμός των γυναικών», Γρηγόριος Παλαμάς 45 (1962) 108-118. Ο καθηγητής Ιω. Φουντουλης, απαντώντας σε σχετική ερώτηση, δέχεται ότι έχουμε στις ευχές αυτές επίδραση των διατάξεων του Λευιτικού περί καθαρών και ακαθάρτων. Εισάγει τον προβληματισμό περί του αν το περιεχόμενο αυτών των ευχών είναι σύμφωνο με την Καινή Διαθήκη, την θεολογική διδασκαλία και πράξη της Εκκλησίας, χωρίς να παίρνει θέση. Βλ. Απαντήσεις εις λειτουργικάς απορίας Δ’ (301-400), Θεσσαλονίκη 1982, ερωτ. 378, σελ. 222 ε. Σε μεταγενέστερα δημοσιεύματά του θεωρεί τις ευχές ακατάλληλες. Έχει επηρεάσει και εις αυτό νεωτέρους κληρικούς και θεολόγους, μέχρι του σημείου να δοθεί από νεώτερο καθηγητή στη Θεολογική Σχολή ως θέμα διπλωματικής εργασίας.
- 39. Β’ Κορ. 12, 4.
- 40. Ιω. 8,23 και 3,12.
- 41. Ιω. 14,17-20.
- 42. Λόγος 28,4, ΕΠΕ 4,40: «Θεόν νοήσαι μεν χαλεπόν, φράσαι δε αδύνατον, ως τις των παρ’ Έλλησι θεολόγων εφιλοσόφησεν, αλλά φράσαι μεν αδύνατον, ως ο εμός λόγος, νοήσαι δε αδυνατώτερον». Βλ. Πλάτωνος, Τίμαιον, 28c: «Τον μεν ουν ποιητήν και πατέρα τούδε του παντός ευρείν τε έργον, και ευρόντα εις πάντας αδύνατον λέγειν».
- 43. Λόγος 27, 3, ΕΠΕ 4, 14-16.
- 44. Αυτόθι 5, ΕΠΕ 4,20.
- 45. Έκδοσις ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 1, 4, ΕΠΕ 1, 68.
- 46. Ο ειρμός αυτός όπως και οι άλλοι ειρμοί του κανόνος του Ακαθίστου τον οποίο συνέθεσε ό Άγιος Ιωάννης Δαμασκηνός, εγράφησαν από τον Ιωσήφ Υμνογράφο.
- 47. Στέλιου Ραμφου, «Τέχνη αχειροποίητη, λόγος αμετάφραστος», Σύναξη, τεύχος 20, Οκτ. – Δεκ. σελ. 33-37.
- 48. Ένθ’ ανωτ., σελ. 375-376.
- 49. Φωτη Σχοινα, «Περί του γλωσσικού προβλήματος της θείας λατρείας», Σύναξη, τεύχος 72, Οκτ. – Δεκ. 1999, σελ. 74-75.
- 50. Ήδη ο Στ. Ράμφος στο παράθεμα που δώσαμε προηγουμένως κάνει λόγο για την «πολυσημία των ρημάτων και των ονομάτων του πρωτοτύπου».
- 51. Ιω. 18,37-38.
- 52. Ένθ’ ανωτ., σελ. 69-71.
- 53. «Περί της λειτουργικής γλώσσης», Χριστιανική, Πέμπτη 25 Μαΐου 2000, σελ. 9 και Πέμπτη 8 Ιουνίου 2000, σελ. 10.
- 54. Μητροπολίτου Πέργαμου Ιωάννου Ζηζιούλα, «Ευχαριστία και Βασιλεία του Θεού», Σύναξη, τεύχος 49, Ιαν. – Δεκ. 1994, σελ. 7-18.
- 55. Ρωμ. 8, 26.
- 56. Ματθ. 6, 9-13.
- 57. Ματθ. 18,19-20.
- 58. Ευχή γ’ αντιφώνου της Θ. Λειτουργίας.
- 59. Βλ. π.χ. Πράξ. 1,14. 2,1 και 43-47.
- 60. Α’ Κορ. 11,23.
- 61. Βλ. ευχήν Αγίας Αναφοράς: «Μετά τούτων και ημείς των μακαρίων δυνάμεων, Δέσποτα φιλάνθρωπες, βοώμεν και λέγομεν. Άγιος ει και πανάγιος, Συ και ο μονογενής σου Υιός και το Πνεύμα σου το Άγιον…».
- 62. Ρωμ. 12,1.
- 63. Έχει σχεδόν εμπεδωθή η άποψη ότι η φράση της προς Ρωμαίους επιστολής “λογική λατρεία” (12,1) σημαίνει διανοητική λατρεία, κατανοητή λατρεία. Η ερμηνεία αυτή χρειάζεται επανεξέταση. Δεν πρόκειται να το επιχειρήσουμε αυτό εδώ. ίσως το κάνουμε με ξεχωριστό άρθρο. Σημειώνουμε μόνον ενδεικτικά ότι το ίδιο το χωρίο κάνει λόγο, για την προσφορά των σωμάτων, ως λογική λατρεία. Είναι όμως δυνατόν τα σώματα να αποτελούν διανοητική, λογική λατρεία, τα σώματα να σκέπτονται και να διανοούνται; Στον επόμενο στίχο (Ρωμ. 12,2) αναφέρεται ο Απόστολος στον νου.. στο χριστιανικό θυσιαστήριο είτε προσφέρει ο άνθρωπος τον εαυτό του, το σώμα του, είτε κυρίως προσφέρεται ο Χριστός, έχουμε θυσία όχι άλογη, των αλόγων κτηνών, αλλά κατ’ εξοχήν λογική, του θυσιαζομένου Λόγου, η οποία μάλιστα σε σχέση με την αιματηρή θυσία των αλόγων κτηνών είναι αναίμακτη. Είναι χαρακτηριστικό ότι στην ευχή του καθαγιασμού των Τιμίων Δώρων τα επίθετα λογική και αναίμακτος τίθενται παρατακτικά, και θα μπορούσε το δεύτερο (αναίμακτον) να θεωρηθεί ως επεξήγησις ή ως περαιτέρω και δι’ άλλου συνωνύμου όρου έκφραση του πρώτου (λογική): «Έτι προσφέρομέν σοι την λογικήν ταύτην και αναίμακτον λατρείαν». Σημειωτέον ότι και σε άλλες ευχές χαρακτηρίζεται η θυσία ως αναίμακτος, ενώ η των αλόγων ζώων ήταν αιματηρή. Την άποψη αυτή ενισχύει η Προς Εβραίους επιστολή, όπου αντιπαρατίθεται η θυσία του Χριστού προς την ιουδαϊκή. «ουδέ δι’ αίματος τράγων και μόσχων, διά δε του ιδίου αίματος» (9,12). Ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης λέγει ερμηνεύων το «λογική λατρεία» της προς Ρωμαίους: «Λογική δε λατρεία δεν είναι μόνον η διά λόγων και δοξολογίας και ευχαριστίας προς Θεόν γινομένη, αλλά και η κατά Χριστόν πολιτεία, η κυριαρχία δηλαδή επί των αλόγων παθών»: Ερμηνεία εις τας Επιστολάς του Αποστόλου Παύλου, τόμ. 1, εκδ. Ορθ. Κυψέλης, σελ. 268. Ο άγιος Νικόλαος Καβάσιλας δίνει άλλη έννοια, όχι πάντως την της διανοητικής, της κατανοητής λατρείας. Αντιπαραθέτει το “λογική” προς το “πρακτική”. Η θυσία δεν γίνεται με συγκεκριμένες πράξεις, αλλά αοράτως, μόνων διά των λόγων του ιερέως απεργάζεται αφανώς η Χάρη την θυσία. «επί δε της δευτέρας προσαγωγής ουδέν φαίνεται ποιών, αλλά γίνεται μεν η προσφορά, γίνεται δε αοράτως. (Την γαρ θυσίαν αφανώς η Χάρις εργάζεται διά των τελεστικών ευχών του ιερέως, ουκούν έδει λόγων των κηρυττόντων την μη φαινομένην προσαγωγήν). Τούτου χάριν και “λογικήν λατρείαν” αυτήν καλεί, ότι ουδέν έργον εισάγει, μόνοις δε τοις τελεστικοίς ρήμασι χρώμενος την προσφοράν ταύτην προσφέρει… Όθεν ει και έργον εστί και πράγμα αληθώς η θυσία, αλλ’ αυτός ουδέν εις αυτήν εργαζόμενος, αλλά λέγων μόνον, εικότως ου πρακτικήν αλλά λογικήν λατρείαν προσάγειν φησί». Λογική δηλαδή είναι όχι η δια πράξεων, αλλά δια λόγων προσφερομένη θυσία. Βλ. Νικολάου Καβάσιλα, Εις την θείαν Λειτουργίαν 51-52, Φιλοκαλία των Νηπτικών και Ασκητικών, τόμ. 22, σελ. 248-250 PG. 150,485. «αλλά μεταμορφούσθε τη ανακαινώσει του νοός υμών». Η λογική λατρεία των Χριστιανών αντιπαρατίθεται προς την άλογη λατρεία των Ιουδαίων, κατά την οποία προσέφεραν ως θυσία άλογα ζώα
- 64. Περί των ιερώς ησυχαζόντων 1,1,3, εν Π. Χρήστου, Γρηγορίου Παλαμά Συγγράμματα, τόμ. 1, σελ. 363: «Καθαρότητος άνευ, καν μάθης την από του Αδάμ μέχρι συντελείας φυσικήν φιλοσοφίαν, μωρός ουδέν ήττον, ότι μη και μάλλον, έση ή σοφός». Βλ. επίσης Αγίου Ιωάννου της Κροςτανδης, Η εν Χριστώ ζωή μου, ένθ’ ανωτ., κεφ. 389, σελ. 167: «Αλλοίμονο, έχουμε μάθει πολλά γράμματα, μερικοί, αλλά αγνοούμε την επιστήμη της απαλλαγής από τα αμαρτήματα και είμαστε συχνά εντελώς αστοιχείωτοι ως προς αυτή τη γνώσι. Δεν μαθητεύσαμε πραγματικά στον θείο Διδάσκαλο, τον Χριστό, που είναι η ίδια η αλήθεια. Είμαστε αναλφάβητοι απέναντι στο Ευαγγέλιο. Και όσο πιο μορφωμένοι είμαστε κατά κόσμον, τόσο μεγαλύτερη και χειρότερη είναι η άγνοιά μας αυτή. Γιατί δεν ξέρουμε και δεν πράττουμε το ένα και μοναδικό που έχουμε ανάγκη, αλλά υπηρετούμε τυφλά το εγώ μας και τις επιθυμίες του παλαιού ανθρώπου».
- 65. Ιω. 1,47.
- 66. Α’ Ιω. 1,1,14. Βλ. Β’ Πέτρ. 1,16. Για την εμπειρική αυτή και όχι λογική και φιλοσοφική προσέγγιση του Θεού και των θείων κατά τον Άγιο Γρηγόριο Παλαμά βλ. Πρωτοπρεσβυτέρου Θεοδώρου Ζηςη, Θεολόγοι της Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 1997, σελ. 127 ε ε.
- 67. Ματθ. 15, 28.
- 68. Μάρκ. 5, 36· 9, 23. Λουκά 8, 50.
- 69. Ματθ. 18, 3. Λουκά 18,15-17.
- 70. Σύναξη, τεύχος 73, Ιαν. – Μάρτ. 2000, σελ. 93-95.
- 71. Αυτόθι, σελ. 102-103.
- 72. Ιακ. 3,13-18.
- 73. Επιστολή 233, Προς Αμφιλόχιον Ικονίου 1, ΕΠΕ 1,146. Και οι Επιστολές 234 και 235 ασχολούνται με το θέμα της γνώσεως του Θεού.
- 74. Μυσταγωγία 24, PG. 91,701D- 704Α: «Τοιγαρούν ώετο δειν ο μακάριος γέρων, και παρακαλείν ουκ επαύετο πάντα Χριστιανόν, τη αγία του Θεού Εκκλησία σχολάζειν, και μη απολιμπάνεσθαί ποτε της εν αυτή τελουμένης αγίας συνάξεως, διά τε τους παραμένοντας αυτή αγίους αγγέλους, και απογραφομένους εκάστοτε τους εισιόντας και εμφανίζοντας τω Θεώ και τας υπέρ αυτών δεήσεις ποιουμένους· και διά την αοράτως αεί μεν παρούσαν του Αγίου Πνεύματος χάριν, ιδιοτρόπως δε μάλιστα κατά τον καιρόν της αγίας συνάξεως, και έκαστον των ευρισκομένων μεταποιούσαν τε και μετασκευάζουσαν, και αληθώς μεταπλάττουσαν επί το θειότερον αναλόγως εαυτώ, και προς το δηλούμενον διά των τελουμένων μυστηρίων άγουσαν. καν αυτός μη αισθάνηται, είπερ των έτι κατά Χριστόν νηπίων εστί και εις το βάθος των γινομένων οράν αδυνατεί, και την δηλουμένην δι’ εκάστου των τελουμένων θείων συμβόλων της σωτηρίας εν αυτώ χάριν ενεργούσαν, καθ’ ειρμόν και τάξιν από των προσεχών μέχρι του πάντων τέλους οδεύουσαν».
- 75. Ένθ’ ανωτ., σελ. 39.
- 76. Βλ. Πρωτοπρεσβυτέρου Αλκιβιάδη Καλύβα, ένθ’ ανωτ.
- 77. Απαντώντας ο μητροπολίτης Κιλκισίου σε υπόμνημα που υπέβαλαν στην Ιερά Σύνοδο 31 πολίτες της πόλεως του Κιλκίς, καταγγέλλοντας τις φοβερές λειτουργικές ανανεώσεις του, επικαλείται την επιστημονική έρευνα, τους λειτουργιολόγους. Ήδη όμως αφήσαμε να εννοηθεί πόσο επικίνδυνο είναι το ξεστράτισμα των λειτουργιολόγων και άλλων ειδικών στα πανεπιστήμιά μας από την Ορθόδοξη Παράδοση. Ο νέος λέκτωρ της Λειτουργικής Σχολής στην Θεολογική Σχολή Θεσσαλονίκης π. Κωνσταντίνος Καραϊσαρίδης προτείνει κατάργηση της Ακολουθίας του Αρραβώνος, “προσθαφαιρέσεις” στα Ειρηνικά, σύμπτυξη των δύο μεγάλων ευχών, κατάργηση δύο ευχών και της μεταξύ τους δεήσεως, τροποποίηση άλλων, όπως ήδη επεσήμαναν οι 22 ευλαβέστατοι ιερείς των Αθηνών. Επαινεί την μετάφραση της ευχής της Πεντηκοστής (γονυκλισίας) από τον μητροπολίτη Νικοπόλεως κ. Μελέτιο. Καθηγητής της Λειτουργικής στην Θεολ. Σχολή του Τιμίου Σταυρού στην Αμερική ο π. Αλκιβιάδης Καλύβας θεωρεί ακατάλληλες τις ευχές «Εις λεχώ» και «επί τη γεννήσει παιδίου», συμφωνούντος και του καθηγητού Ιω. Φουντούλη, ο οποίος επίσης δέχθηκε να είναι μέλος σε επιτροπή του Διαλόγου με τους Μονοφυσίτες, η οποία ανέλαβε να αποκαθάρει τα λειτουργικά κείμενα από αναθέματα και σκληρές εκφράσεις εναντίον των αιρετικών Διοσκόρου, Σεβήρου και άλλων. Τους δύο μεγάλους αυτούς αιρετικούς δικαιώνουν δύο διδακτορικές διατριβές που υπεβλήθησαν στην Θεολογική Σχολή Θεσσαλονίκης με σύμβουλο τον καθηγητή της Δογματικής Γ. Μαρτζέλο.
- 78. Στο Ανακοινωθέν της 28ης Αυγούστου τρέχοντος έτους (2002) η Ιερά Σύνοδος ανακοίνωσε μεταξύ άλλων και τα εξής: «Στη συνέχεια έγινε δεκτός στην αίθουσα συνεδριάσεων της ΔΙΣ ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Κιλκισίου κ. Απόστολος ο οποίος είχε κληθεί υπ’ Αυτής, για να δώσει εξηγήσεις, για τις εναντίον του κατηγορίες που διετυπώθησαν υπό επωνύμων πολιτών Χριστιανών του Κιλκίς. Ο Μακαριώτατος Πρόεδρος απευθύνθηκε προς τον Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Κιλκισίου με πολλή αγάπη και με αναγνώριση του πολυετούς έργου του στην Εκκλησία. Ανέλυσε δε τις κατηγορίες, με βάση την καταγγελία 31 ατόμων και δημοσιεύματα του Τύπου. Έκανε μνεία επίσης και υπομνημάτων διά των οποίων επώνυμοι Χριστιανοί συνηγορούν ενυπογράφως υπέρ του Ποιμενάρχου των Σεβασμιωτάτου κ. Αποστόλου. Ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Κιλκισίου κ. Απόστολος απαντών εξέθεσεν ελευθέρως και επί αρκετή ώρα τις απόψεις του και εδικαιολόγησε ορισμένες καινοτομίες και ενέργειές του, ως προερχόμενες από τον ένθερμο ζήλο του να γίνουν κατανοητές ακόμη και από απλούς Χριστιανούς ορισμένες αλήθειες της χριστιανικής μας πίστεως και προσιτή η Θεία Λειτουργία στο Λαό. Από μέρους των Σεβασμιωτάτων Συνέδρων Μητροπολιτών υπεβλήθησαν ερωτήσεις και εζητήθησαν εξηγήσεις. Τελικώς ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Κιλκισίου εδήλωσεν ότι έχει ήδη παύσει να αποδίδει τις ευχές και τις εκφωνήσεις της Θείας Λειτουργίας στη δημοτική νεοελληνική γλώσσα και τις αναγινώσκει όπως είναι καταγεγραμμένες στο εκκλησιαστικό βιβλίο «Ιερατικόν» και το οποίο χρησιμοποιείται πανορθοδόξως από τους ελληνοφώνους Κληρικούς. Ο Μακαριώτατος Πρόεδρος έκαμε συστάσεις αγάπης προς τον πολιό ιεράρχης, για να παύση να δημιουργεί καινοτόμες εντυπώσεις στους Χριστιανούς, οι οποίοι δεν είναι διατεθειμένοι να τις αποδεχθούν. Επί πλέον ο Μακαριώτατος υπέδειξε στον Σεβασμιώτατο, εάν θέλει να γίνουν αλλαγές στην Ορθόδοξη Λατρεία και έχει απόψεις επ’ αυτών, να τις υποβάλλει γραπτώς στην Ιερά Σύνοδο, για να μελετηθούν από την αρμόδια Συνοδική Επιτροπή». Ορθόδοξος Τύπος, αριθμ. φύλλου 1470, 6 Σεπτ. 2002, σελ. 4.
- 79. Εφημ. Χρόνος, Κιλκίς, Παρασκευή 5 Ιουλίου 2002, σελ. 18.
Κάνε ἐγγραφή στό νέο κανάλι τῆς Κατάνυξης τοῦ Youtube πατώντας ἐδῶ: https://bit.ly/2WldGra