Πατερικά
Τη ημέρα αυτή Μνήμη του Αγίου Μάρτυρος Χριστοφόρου (Μαΐου 9)
9 Μάι 2024
Του Χαράλαμπου Βουρουτζίδη
Άγιος Χριστόφορος, Ιερά Μονή Σταυρονικήτα, Άγιο Όρος, 1546
Ανάμεσα στους Αγίους που, στα χρόνια των μεγάλων διωγμών, με τη θεόπνευστη διδασκαλία τους και το μαρτύριό τους στερέωσαν την Εκκλησία, συγκαταλέγεται και ο Άγιος Χριστόφορος.
Ο βίος του Αγίου παραδίδεται από δύο χειρόγραφα, του 10ου και 11ου αιώνα. Τα δύο αυτά κείμενα, συμπληρώνοντας το ένα το άλλο, συμφωνούν στα βιογραφικά του Αγίου πως, ήταν Λίβυος ή Χαναναίος στην καταγωγή και το όνομά του, κατά το συναξάρι του 11ου αιώνα ήταν Ρέπρεβος, που σημαίνει καταδικασμένος.
Κατά τη διάρκεια πολεμικών συγκρούσεων, ο μάρτυρας αιχμαλωτίστηκε. Όμως, επειδή δεν έμοιαζε καθόλου με τους συμπατριώτες του, γιατί ήταν «φρόνιμος και καλόγνωμος και είχε τους θείους λόγους εις την καρδίαν του» ελευθερώθηκε.
Ελεύθερος από τα δεσμά της αιχμαλωσίας ο Ρέπρεβος, περιφερόταν στην επαρχία συμπαθώντας τους χριστιανούς, που τους έβλεπε να βασανίζονται κάθε μέρα από τους ειδωλολάτρες, όμως, καθώς δεν γνώριζε τη γλώσσα για να τους πει λόγια παρηγοριάς, προσευχήθηκε νοερά να του δοθεί η δυνατότητα να μιλά και τότε: «αψάμενος αυτού Άγγελος των χειλέων λαλείν παρεσκεύασε».
Τα δύο συναξάρια, αποκλίνουν στην περιγραφή της μορφής του Αγίου.
Το συναξάρι της Κωνσταντινουπόλεως (10ος αιώνας), παρά το ότι δέχεται την ύπαρξη μιας παραδόσεως, σύμφωνα με την οποία ο μεγαλομάρτυρας ήταν «κυνοπρόσωπος εκ τής χώρας των ανθρώπους κατεσθιόντων» απορρίπτει αυτή την παράδοση με αγανάκτηση λέγοντας: «Ούκ έστι δε τούτο, ούκ έστιν» και δέχεται πως «τινές αυτόν ούτως υπενόησαν διά το εθνικόν και άγριον και φοβερόν».
Το συναξάρι του 11ου αιώνα δέχεται ότι ο μάρτυρας ήταν από «το γένος των κυνοκεφάλων γης δε των ανθρωποφάγων αλλά πιστός τω φρονήματι και αεί τα λόγια μελετών τού θεού» συμφωνώντας με την παράδοση που κυριαρχούσε κυρίως, στους αγροτικούς πληθυσμούς. Ο μύθος του γένους των κυνοκεφάλων σώζεται σε λαϊκές δοξασίες, ενώ ιστορήματα μνημονεύουν την ύπαρξη τέτοιου μυθικού λαού. Ο ιστορικός Παχυμέρης, αναφερόμενος στους Τοχάρους, που εμφανίστηκαν από τα βάθη της ανατολής στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία λέγει πως πολλοί από τους κατοίκους της βασιλεύουσας τους έλεγαν κυνοκεφάλους, και πίστευαν πως έτρωγαν ανθρώπους. Ο Ψευδό-Καλλισθένης, η ιστορία του οποίου περιστρέφεται γύρω από το βίο και την εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου λέγει πως ο Αλέξανδρος κατέλαβε τη χώρα των Κυνοκεφάλων «αυτοί ούν τα πάντα άνθρωποι ήσαν πλήν ή κεφαλή αυτών υπήρχε κυνός και φωνή αυτοίς μέρος μέντοι ανθρωπίνη μέρος δε κυνός».
Η ιστορία αυτή πρέπει να θεωρηθεί και η πηγή των λαϊκών δοξασιών, που ο Νικόλαος Γ. Πολίτης στις παραδόσεις του αναφέρει: «Κομμάτι παρέκει από τη χώρα πού ψήνει ο ήλιος το ψωμί είναι οι Σκυλοκέφαλοι. Απ΄ εμπρός είναι άνθρωποι και από πίσω σκύλοι απ’ εμπρός μιλούν και από πίσω γαυγίζουνε άπ΄ εμπρός σε καλοπιάνουν και από πίσω σε τρώνε» και, σε άλλη λαϊκή δοξασία που ο ίδιος σώζει, αναφέρεται πως: «Πλησίον εις το Βουρλία είναι ένα χάλασμα πού το λέγουν Παλιογουλά. Εκεί τον παλαιόν καιρό εκατοικούσαν όλο χριστιανοί. Εις μία άλλη θέση μισή ώρα μακριά άπ΄ εκεί ήταν τον παλαιόν καιρό άλλη χώρα και εκατοικούσαν Σκυλοκέφαλοι…». Ο Φώτης Κόντογλου στο βιβλίο του «Αστρολάβος», μνημονεύει την ύπαρξη τέτοιων κυνοκεφάλων ανθρώπων βασιζόμενος στις παραδώσεις του λαού, όπως τις κατέγραψε ο Νικόλαος Πολίτης και ζωγραφίζει στις σελίδες του βιβλίου του δύο κυνοκεφάλους.
Αμαθείς ζωγράφοι από τον 4ο ή και 5ο αιώνα, ίσως στην Αντιόχεια, διαμόρφωσαν βασιζόμενοι στην περιρρέουσα παράδοση τον τύπο του κυνοκεφάλου Αγίου, εικονογραφικό τύπο που δε διασώθηκε στην ζωγραφική τέχνη των μεγάλων αστικών κέντρων της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Όμως, «κρυμμένος [αυτός ο ζωγραφικός τύπος] σε μακρινές επαρχίες, κυνηγημένος πάντα, ζούσε σε άτεχνες λαϊκές εικόνες που κανένας δεν διέσωσε» αλλά που είχαν τη δύναμη, στις απόμακρες αγροτικές περιοχές, να ανανεώνονται και να διατηρούνται από την παράδοση.
Οι σχολές της Βυζαντινής αγιογραφίας, ακολουθώντας το μαρτύριο του Αγίου, όπως αυτό αναφέρεται στο συναξάρι του 10ου αιώνα, καθώς και την ερμηνεία της Ζωγραφικής Τέχνης του Διονυσίου του εκ Φουρνά, ιστορούν τον Άγιο Χριστόφορο με στρατιωτική στολή και αρχιγένειο. Τοποθετούν την εικόνα του ή, ζωγραφίζουν την παράστασή του, κοντά στην είσοδο της εκκλησίας, γιατί κατά την παράδοση που προέρχεται από τη Δύση, όποιος έβλεπε το πρόσωπο του Αγίου την ημέρα εκείνη δεν κινδύνευε από βίαιο θάνατο και, αυτής της παραδόσεως προϊόντα είναι το λεγόμενο: «Χριστοφόρον αφ’ ίδης ύστερα ασφαλής βαδίζεις» καθώς και η επίκληση, από οδοιπόρους και αυτοκινητιστές της προστασίας του Αγίου. Ο εικονογραφικός αυτός τύπος ξαναεμφανίζεται στα υστεροβυζαντινά χρόνια και ο Άγιος εικονίζεται σε στάση κατατομής, μόνος ή μέσα σε σύνθεση, με στρατιωτική ενδυμασία, ασπίδα και κοντάρι ή, με λιτό χιτώνα και σταυρό στο δεξί χέρι, αλλά πάντοτε με κεφάλι σκύλου.
Η μορφή του κυνοκεφάλου Αγίου Χριστόφορου, δημιουργήθηκε την εποχή των γνωστικών φυλαχτών. Τον 4ο ή 5ο αιώνα, στην περιοχή της Αντιοχείας, κυκλοφορούσαν φυλαχτά του Θεού Άνουβι που είχαν τη δύναμη κατά τις λαϊκές δοξασίες, να αποτρέπουν το κακό. Στα φυλαχτά αυτά υπήρχε και η αναγραφή λέξεων αποτρεπτικού επίσης χαρακτήρα. Τα παλαιά αυτά θρησκευτικά στοιχεία των ειδωλολατρών, αφομοιώθηκαν και συγχωνεύτηκαν, παίρνοντας χριστιανικό περιεχόμενο, όταν ενώθηκαν με τη μορφή του άγριου και μάλιστα κυνοκέφαλου μάρτυρα, που περιγράφουν τα συναξάρια.
Ένας άλλος εικονογραφικός τύπος, που στηρίζεται σε δυτική παράδοση, ζωγραφίζει τον Άγιο υπέρ-μεγέθη, διασχίζοντα ποταμό και κρατώντας τη ράβδο του που έχει βλαστίσει, ενώ στον ώμο του έχει το Χριστό.
Σύμφωνα με αυτή την παράδοση, ο Άγιος στεκόταν στην άκρη ενός χειμάρρου και βοηθούσε τους ταξιδιώτες στο πέρασμα του ποταμού. Κάποτε, στην όχθη του ορμητικού χειμάρρου, έφτασε μια οικογένεια με ένα παιδί. Ο Άγιος προθυμοποιήθηκε να τους περάσει στην απέναντι όχθη του ποταμού. Όταν πήρε στους στιβαρούς του ώμους το παιδί, του φάνηκε τόσο βαρύ ωσάν να κουβαλούσε τον κόσμο όλο. Το παιδί ήταν ο Χριστός, ο Σωτήρας του κόσμου. Η παράδοση αυτή, ετυμολογεί το όνομα Χριστόφορος ως, ο τον Χριστόν φέρον αλλά απέχει της ορθοδόξου ερμηνείας, η οποία λέγει ότι ο Άγιος Χριστοφόρος, φέρνοντας τον Χριστό μέσα του, φέρνει τους ανθρώπους προς το Χριστό. Για το έργο του περαματάρη, ο Άγιος είναι προστάτης των φορτοεκφορτωτών και των γεφυροποιών.
Το συναξάρι του Αγίου αναφέρει πως, για να αιχμαλωτιστεί ο μάρτυρας, ο βασιλιάς Δέκιος (249- 251) έστειλε εναντίον του διακόσιους στρατιώτες οι οποίοι, φοβούμενοι το μέγεθος και τη δυσμορφία του σώματος του Αγίου πλησίαζαν με προσοχή, όμως εξεπλάγησαν από το θαύμα της ράβδου που είχε ο Ρέπρεβος στα χέρια του, που βλάσταινε συνεχώς καταπράσινα φύλλα.
Ο Άγιος τους ζήτησε να αποβάλουν το φόβο τους, και να τον πλησιάσουν. Οι στρατιώτες κύκλωσαν τον Άγιο ως νεόφυτα ελιάς, και έγιναν μάρτυρες «παραδόξου θαύματος».
Ο Ρέπρεβος, έπειτα από προσευχή, αύξησε τους λίγους άρτους, που είχαν μαζί τους οι στρατιώτες και δεν έφθαναν για τη σίτισή τους. Οι στρατιώτες, μετά από κατήχηση του Αγίου πίστεψαν στον Χριστό και έχοντάς τον μπροστάρη πήγαν στην Αντιόχεια, όπου και βαπτίστηκαν από τον Ιερομάρτυρα Βαβύλα ο οποίος, Χριστόφορο ονόμασε τον Ρέπρεβο. Η βλάστηση της ράβδου και η αύξηση του αριθμού των άρτων, θαύματα του μάρτυρα, επηρέασαν στις αγροτικές περιοχές τους χριστιανούς, οι οποίοι θεωρούν τον Άγιο προστάτη και γονιμοποιό δύναμη για τις αγροτικές τους καλλιέργειες, γι’ αυτό και ο Άγιος Χριστόφορος δοξάζεται ως προστάτης των ξυλοκόπων, κηπουρών και λαχανοπωλών.
Οι στρατιώτες, εκτελώντας τη διαταγή που είχαν, παρουσιάζουν τον Άγιο στον ασεβέστατο Δέκιο, ο οποίος τρομάζει από την όψη του. Ο ειρηνικός λόγος του Αγίου Χριστοφόρου ηρεμεί τον διώκτη του, που του ζητά να προσκυνήσει τα δαιμονικά ξόανα. Όμως, η αμετάτρεπτος στον Χριστό πίστη του μάρτυρα, δαιμονίζει τον τύραννο, που επιχείρησε να τον μεταστρέψει στην ειδωλολατρία, χρησιμοποιώντας δυο κοινές γυναίκες. Στο χώρο της φυλακής, οι δυο γυναίκες κατηχήθηκαν από τον Άγιο στον χριστιανισμό και, με παρρησία μαζί με τους στρατιώτες που βαπτίστηκαν από τον Ιερομάρτυρα Βαβύλα, ομολόγησαν την πίστη τους μπροστά στον Δέκιο. Ο δυσσεβέστατος τύραννος, οργισμένος από το ακατάβλητο φρόνημα των νέων χριστιανών, διατάζει τον αποκεφαλισμό των στρατιωτών ενώ «αί άγιαι μάρτυρες Καλλινίκη και Ακυλίνα σουβλίζονται από ποδών έως ώμων».
Στη συνέχεια ο όμιλος των δημίων, πήγε στη φυλακή για να ντύσει με χάλκινο ρούχο τον μάρτυρα. Ο Άγιος Χριστοφόρος, χωρίς να διακόψει την προσευχή του, για τη δικαίωση των πνευματικών του αδελφών στα άνω σκηνώματα, φόρεσε δίχως αντίσταση το χάλκινο χιτώνα που του έφεραν οι στρατιώτες του τυράννου.
Στον τόπο του μαρτυρίου υπήρχε υπερμεγέθης φωτιά, στην οποία ο κήρυκας της πίστεως και των μεγαλομαρτύρων η καλλονή, ο μάρτυρας Χριστοφόρος μόνος του μπήκε μέσα και τότε, οι παρευρισκόμενοι, είδαν έναν άνδρα ψηλό «και κάλλει κάλλιστον περιβεβλημένον λευκά ιμάτια ου υπέρ κεφαλής άκτινολαμπροφεγγοφωτοστόλιστος έκειτο στέφανος», να φυλάει τον Άγιο αλώβητο από τη φωτιά.
Το θαύμα αυτό έκανε πολλούς από τους παρισταμένους να πιστέψουν και, βλέποντας τον Άγιο «φυλαχθέντα αβλαβή από την βάσανον του χαλκού οργάνου εξεγέρθηκαν και υπήγαν καί ελύτρωσαν τον άγιο από την φωτίαν προσερχόμενοι πιστεύοντας στον Χριστό». Αυτή είναι η πρώτη φορά, που έχουμε λαϊκή εξέγερση για το μαρτύριο που παθαίνει χριστιανός και πρόσκαιρη απελευθέρωση μάρτυρα. Πανικοβλημένος από την εξέγερση του λαού, ο Δέκιος διατάζει το στρατό του να συλλάβει τον Άγιο και να τον αποκεφαλίσει.
Πριν το ξίφος του δήμιου αποχωρίσει το κεφάλι του μάρτυρα από το κραταιό του σώμα, ο Άγιος Χριστοφόρος προσευχήθηκε και, η προσευχή του, που ακουγόταν από όλους έλεγε: «…Δός πολυεύσπλαγχε Κύριε και χάριν εις τω σώμα μου να διώκη τούς δαίμονας όπου και αν εύρεθή μέρος του λειψάνου μου. Ούτε πείνα ούτε χάλαζα να βλάψη τον τόπον εκείνον ούτε άλλο θλιβερόν να συμβή ποτέ είς εκείνον όστις θα έχει έστω και ελάχιστον μέρος αυτού…» και τότε, από τον ουρανό, φωνή που ακούστηκε από όλους τους ειδωλολάτρες είπε: « Όλα όσα μου εζήτησες ετέλεσα πληρέστατα διά να μη σε λυπήσω. Αλλά και τούτο σου λέγω. Εάν ευρεθή τις εις ανάγκην και με επικαλεσθή ενθυμούμενος το όνομα σου θέλω προσφέρει εις αυτόν ταχέως βοήθειαν».
Η παράκληση του Αγίου προς τον Θεό, η των «λειψάνων του κόνις» να διώχνει τους δαίμονες ήταν κατά τον συναξαριστή, η απάντηση του Αγίου στον Δέκιο που, όταν είδε το μάρτυρα τον εξύβρισε για το αλλόκοτο πρόσωπό του και, ο Άγιος του αποκρίθηκε πως το Δέκιος είναι όνομα «δεκτικόν της ενεργίας του διαβόλου».
Η προσευχή του Αγίου Χριστοφόρου επαναλαμβάνεται από τους χριστιανούς σε πολλά μέρη της πατρίδας μας και ιδιαίτερα στη Βόρεια Ελλάδα, κάθε φορά που οι καλλιέργειες των αγροτικών πληθυσμών, όπως και οι ίδιοι, απειλούνται από χαλάζι, κεραυνούς, λοιμούς και άλλους κινδύνους.
Ύμνους για την ασματική ακολουθία του Αγίου έγραψαν ο Ιωάννης ο Μοναχός και ο Θεοφάνης ο Γραπτός (778-845), ιαμβικά δίστιχα έγραψε ο Χριστόφορος ο Μυτιληναίος ο πατρίκιος (1000-1050) ενώ, πλούτισε την ασματική του ακολουθία ο Χριστόφορος ο Προδρομίτης.
Στο «Νέον Ανθολόγιον», που αποδίδεται στον Π. Αρκουδή και το οποίο εκδόθηκε το 1598 υπάρχει ένα τροπάριο του Αγίου, με αναφορά στο ιδιαίτερο αυτό γνώρισμα, το γνώρισμα του κυνοκεφάλου.
«Κυναία κεφαλή γενναίος τη πίστει και θερμός τη προσευχή
ως Χριστού στρατιώτης βασάνους υπέμεινας. Σε εθαύμασαν
ουρανών αί δυνάμεις σε ετρόμαξεν ο βασιλεύς των ειδώλων
Χριστοφόρε χρυσώνυμε διό ύπερ υμών δυσώπει τον Κύριον».
Είναι η πρώτη φορά που, στην ανατολική υμνογραφία, γίνεται αναφορά του ιδιαίτερου αυτού χαρακτηριστικού του Αγίου.
Κάπως διαφορετικό το τροπάριο αυτό αναγράφεται σε εικόνα του κυνοκεφάλου Αγίου Χριστόφορου, που βρίσκεται στο Βυζαντινό Μουσείο.
«Ύλέος τη κεφαλή και γενναίος τη πίστει θερμός τη προσευχή
συ χριστού στρατιώτα χρηστόν σε ανέδειξεν αθλοφόρε χριστόφορε
Σέ ετρόμαξεν ο ηγεμών των ειδώλων Σε εδόξασαν οι των αγγέλων χοροί μαρτύρων το καύχημα αχπε=1685»
Τη διάσωση των μυθικών χαρακτηριστικών του Αγίου από τη λαϊκή αγιογραφική τέχνη, που βασίζεται στην περιρρέουσα παράδοση των χρόνων του 4ου και 5ου αιώνα επαναλαμβάνουν τα δυο αυτά τροπάρια.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν αποδέχθηκε τον λαϊκό εικονογραφικό τύπο του Αγίου και, βέβαια, στην ασματική του ακολουθία δεν αναφέρεται ως κυνοκέφαλος. Ο Άγιος Χριστοφόρος ιστορείται και αναφέρεται ως στρατιώτης, καθώς και το στιχηρό του εσπερινού της Θ΄ Μαΐου περιγράφει «νικητής στρατιώτης ώφθης του χριστού».
Η εικονογράφηση και η υμνολογία είναι σύμφωνες με την πίστη της Ορθοδόξου Εκκλησίας, καθώς η παράσταση του Αγίου ως κυνοκεφάλου είναι έργο ζωγράφων χωρίς μάθηση, που παρανόησαν το άγριο και φοβερό παράστημα του μάρτυρος.
«Δεύτε πάντες σήμερον χριστοφόροι
του Χριστοφόρου την μνήμην του της
αληθείας μάρτυρος θεόφρονες ευσεβώς ανυμνήσωμεν».
* Η Κάρα του Αγίου Χριστόφορου βρίσκεται στη Μονή Καρακάλου Αγίου Όρους.
Μικρά μέρη του Ιερού Λειψάνου του Αγίου Χριστόφορου βρίσκονται στις Μονές Προυσού Ευρυτανίας, Γενν. Θεοτόκου Αιγίνης, Αγ. Αναργύρων Καστοριάς και Κύκκου Κύπρου.
Εικόνα του Αγίου, ως κυνοκέφαλου, υπάρχει στη συλλογή του Εκκλησιαστικού Μουσείου της Ιεράς Μητροπόλεως Σερρών και Νιγρίτης «Ψυχής Άκος».
Κάνε ἐγγραφή στό νέο κανάλι τῆς Κατάνυξης τοῦ Youtube πατώντας ἐδῶ: ΚΑΤΑΝΙΧI