Αφιερώματα

Σύναξις Ορθοδόξων Κληρικών και Μοναχών, Πατριάρχου Βαρθολομαίου Οικουμενιστικά Λεχθέντα και πραχθέντα (Μέρος 13ον)

εικόνα άρθρου: Σύναξις Ορθοδόξων Κληρικών και Μοναχών, Πατριάρχου Βαρθολομαίου Οικουμενιστικά Λεχθέντα και πραχθέντα (Μέρος 13ον)

ΣΥΝΑΞΙΣ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΚΛΗΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΜΟΝΑΧΩΝ

Ἀποκλειστικά γιά τό Katanixi.gr

e-mail: synaxisorthkm@gmail.com
Θεσσαλονίκη, 23 Σεπτεμβρίου 2019

Παραθέτουμε τά κυριώτερα λεχθέντα καί πραχθέντα τοῦ Πατριάρχου Βαρθολομαίου ἀπό τόν Ἰανουάριο μέχρι τόν Μάρτιο τοῦ 2014.

1) 13-01-2014 : Ἐπίσημη ἐπίσκεψη τοῦ αἱρετικοῦ Ἀγγλικανοῦ ψευδοαρχιεπισκόπου τοῦ Καντέρμπουρι στό Φανάρι

Ὁ Τζάστιν Οὐέλμπι, ὁ 105ος «ἀρχιεπίσκοπος» τοῦ Καντέρμπουρι, ἔφθασε τήν Δευτέρα 13-01-2014 στήν Κωνσταντινούπολη, ἀνταποκρινόμενος στήν πρόσκληση τοῦ Πατριάρχου Βαρθολομαίου νά ἐπισκεφθεῖ τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο.

Φθάνοντας στήν Κωνσταντινούπολη ὁ «ἀρχιεπίσκοπος» ἐξέφρασε τήν ἐλπίδα ὅτι ἡ ἐπίσκεψη θά συμβάλει στήν ἐνίσχυση τῆς συνεργασίας τῶν δύο Ἐκκλησιῶν, ἐνῶ τόνισε τήν σημαντική συμβολή τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου στόν κόσμο τῆς Ἐκκλησίας καί γενικότερα πάνω σέ κοινωνικά ζητήματα.

Ἀμέσως μετά, ὁ Τζάστιν Ουέλμπι εἶχε ἰδιαίτερη συνάντηση μέ τόν Πατριάρχη Βαρθολομαῖο καί ἀκολούθησε συνεργασία μέ τά μέλη τῆς Ἐπιτροπῆς Διαχριστιανικοῦ διαλόγου.

(ΠΗΓΗ : http://https://www.tanea.gr)

Welcome
by His All-Holiness Ecumenical Patriarch Bartholomew
to His Grace Justin Welby, Archbishop of Canterbury
Phanar, January 13, 2014

Your Grace Archbishop Justin, Beloved Brother in Christ:

‘Christ is in our midst! He is and shall be!’

It gives us the greatest joy to welcome Your Grace as the honoured guest of the Ecumenical Throne, on this your first pilgrimage to the Patriarchate. We hope that Your Grace will be very happy during your time in Constantinople, and that your visit will strengthen the bond of mutual love that exists between our two Churches, the Orthodox and the Anglican.

The friendship between our Churches is not new, but has deep roots in past history. As long ago as the early 17th century Cyril Lukaris, Patriarch first of Alexandria and then of Constantinople, had many contacts with the English Church and State. As a token of his esteem, he sent to King James I the Codex Alexandrinus, one of the three most ancient manuscripts of the Greek Bible, which is now one of the greatest treasures at the British Library in London. Personal contacts between our two communions have been promoted more recently by the Eastern Church Association, founded in 1864 – now known as the Anglican and Eastern Churches Association – and by the Fellowship of St Alban and St Sergius, founded in 1928. These two societies have fostered countless ecumenical friendships; and without such ecumenical friendships, on the direct and personal level, we cannot hope to build a firm foundation for Christian unity.

Since 1973, as Your Grace will be well aware, there has been an official dialogue, world-wide in scope, between our two ecclesial families. The International Commission for Anglican-Orthodox Theological Dialogue has so far produced three weighty reports: the Moscow Agreed Statement (1976), the Dublin Agreed Statement (1984), and most recently the very detailed Cyprus Agreed Statement (2006), entitled ‘The Church of the Triune God’. The International Commission is now preparing a fourth agreed statement on the Christian understanding of the human person. This will consider, among other topics, the Christian teaching on marriage, and also our human responsibility for the environment, a matter to which we personally, throughout our time as Patriarch, have always attached particular importance. We are fully confident that, under the inspiration of Your Grace, our Anglican-Orthodox dialogue will continue to flourish and to make positive progress.

In its formal title, this dialogue is entitled ‘theological’. But it is of course essential that our theology should always be a living theology. Doctrinal discussion must never be separated from a practical interest in social and philanthropic issues. At this present moment, as Anglicans and Orthodox, we share in particular a joint concern for the situation of Christians in the Middle East, who are confronting increasing problems and, in many places, are undergoing a veritable persecution.

In the past, the rapprochement between our two Churches has been greatly assisted by the exchange of students, and we trust that this will continue. Our Theological School at Halki used to offer scholarships to Anglicans, and when it is reopened – as will happen in the near future (so it may be hoped) – we shall certainly wish to revive this tradition. These exchange students have frequently gone on to become leaders in their respective Churches, and their early inter-Church experience has enabled them to further the cause of Christian unity in highly constructive ways.

Dear Archbishop Justin : during the course of the visit of Your Grace we shall have the opportunity to speak further about these and other subjects. It is a great joy to us that, so soon after your elevation to Canterbury, Your Grace has found it possible to visit the sacred centre of Orthodoxy, the Ecumenical Patriarchate. Indeed Your Grace is more than welcome : please feel entirely at home. From our encounter during these two days, may great benefit come to our Churches. In that spirit we conclude with words from the Divine Liturgy, proclaimed immediately before the recitation of the Creed : ‘Let us love one another, that with one mind we may confess the Trinity one in essence and undivided.’

(ΠΗΓΗ : https://www.ec-patr.org)

2) 31-01-2014 : Ἐπίτιμος διδάκτορας τοῦ Παπικοῦ Ἰνστιτούτου Παρισίων ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης

Στό Παρίσι γιά τριήμερη ἐπίσκεψη βρέθηκε ὁ Πατριάρχης Βαρθολομαῖος, ὅπου τιμήθηκε ἀπό τό Παπικό Ἰνστιτοῦτο Παρισίων μέ τόν τίτλο τοῦ Ἐπίτιμου Διδάκτορα, κατά τή διάρκεια μιᾶς ἔκτακτης ἀκαδημαϊκῆς συνεδρίασης.

Τό πρωΐ ὁ Πατριάρχης Βαρθολομαῖος συμμετεῖχε στή Θεία Λειτουργία γιά τούς Τρεῖς Ἱεράρχες, πού. ἔγινε στήν ἑλληνική Μητρόπολη Παρισίων (Ἅγιος Στέφανος), ἐνῶ τό μεσημέρι ἦταν προσκεκλημένος νά γευματίσει στήν τουρκική πρεσβεία.

Μέ τήν εὐκαιρία τῆς ἐπίσκεψής του, ὁ Πατριάρχης συμμετεῖχε σέ Διάσκεψη, πού ἔγινε στή Γαλλική Ἀκαδημία Ἠθικῶν καί Πολιτικῶν Ἐπιστημῶν.

Παρέστη ἐπίσης σέ ἐκδηλώσεις, πού διοργάνωσαν ὀρθόδοξες ὀργανώσεις, καί εἶχε ἐπαφές στό γαλλικό ὑπουργεῖο Ἐξωτερικῶν.

(ΠΗΓΗ : http://archive.romfea.gr/)

3) 07-02-2014 : Ὁ Πατριάρχης Βαρθολομαῖος στήν Εὐρασιατική Οἰκονομική Συνάντηση Κορυφῆς

«Οἱ ἱστορικές συγκρούσεις μεταξύ χριστιανῶν καί μουσουλμάνων ἔχουν συνήθως τίς ρίζες τους στήν πολιτική καί ὄχι στή θρησκεία», ἀνέφερε ὁ Πατριάρχης Βαρθολομαῖος, ἀπευθυνόμενος στήν Εὐρασιατική Οἰκονομική Συνάντηση Κορυφῆς (Eurasian Economic Summit), πού πραγματοποιεῖται στήν Κωνσταντινούπολη.

«Τό νά μιλᾶμε γιά μιά ἀναπόφευκτη καί ἀμείλικτη «σύγκρουση πολιτισμῶν» δέν εἶναι οὔτε σωστό, οὔτε ἔγκυρο, ἰδίως ὅταν μιά τέτοια θεωρία ὑπονοεῖ τή θρησκεία ὡς το κύριο πεδίο μάχης, ὅπου ἡ σύγκρουση εἶναι καταδικασμένη νά συμβεῖ», συνέχισε.

Ὁ κ. Βαρθολομαῖος, πού εἶχε καταγγείλει τήν κατάχρηση αὐτή τῆς θρησκείας ἀπό τήν ἐποχή τῆς γιουγκοσλαβικῆς κρίσης, ἀνέφερε ὅτι «πολιτικοί καί δημαγωγοί χρησιμοποιοῦν τίς θρησκεῖες μέ σκοπό τήν ἐνίσχυση τοῦ φανατισμοῦ καί τῆς ἐχθρότητας μεταξύ τῶν ἐθνῶν» καί προσέθεσε : «Ἐνίοτε οἱ ἡγέτες των κρατῶν εἶναι αὐτοί, πού ἐπιδιώκουν τήν ἀπομόνωση καί τήν ἐπιθετικότητα μεταξύ χριστιανῶν καί μουσουλμάνων».

(ΠΗΓΗ : https://www.exapsalmos.gr)

4) 06-03-2014 : Ξεκίνησαν οἱ ἐργασίες τῆς Σύναξης τῶν Προκαθημένων στό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο

Μέ προσευχή ξεκίνησε τίς ἐργασίες της ἡ Σύναξη τῶν Προκαθημένων τῶν Αὐτοκεφάλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν ὑπό τήν προεδρία τοῦ Πατριάρχου Βαρθολομαίου, ὁ ὁποῖος πραγματοποίησε τήν ἐναρκτήρια εἰσήγηση, περιγράφοντας τίς προκλήσεις τῆς ἐποχῆς, μέ τίς ὁποῖες βρίσκεται ἀντιμέτωπη ἡ Ὀρθοδοξία, καί τα θέματα, στά ὁποία καλεῖται νά δώσει ἀπαντήσεις καί νά λάβει θέση. Ὁ Πατριάρχης ὑπογράμμισε τήν σημασία τῆς πραγματοποίησης ἄμεσα τῆς Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδοξίας καί εὐχήθηκε ὅτι ἡ παροῦσα Σύναξη θά καθορίσει ὅλες ἐκεῖνες τίς λεπτομέρειες, πού ἀπομένουν, γιά νά ὁρισθεῖ ἡ ἡμέρα πραγματοποίησης τῆς Πανορθόδοξης.

ὁμιλία τοῦ Πατριάρχου

Μακαριώτατοι καί τιμιώτατοι ἐν Χριστῷ Ἀδελφοί, Προκαθήμενοι τῶν Ἁγιωτάτων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν μετά τῶν τιμίων συνοδῶν ὑμῶν,

Ὡς εὗ παρέστητε ἐν ταῖς αὐλαῖς τῆς Ἐκκλησίας ἡμῶν, τοῦ μαρτυρικοῦ καί ἱστορικοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, τοῦ ταπεινοῦ τούτου διακόνου τῆς ἐν Χριστῷ ἑνότητος πάντων ἡμῶν. Ἀπό μέσης καρδίας εὐχαριστοῦμεν ὑμῖν διά τόν κόπον τῆς ἀγάπης, ἥτις ἔφερεν ὑμᾶς ἐνταῦθα εἰς πρόθυμον ἀνταπόκρισιν εἰς τήν πρόσκλησιν ἡμῶν.

Δόξαν καί αἶνον ἀναπέμπομεν τῷ ἐν Τριάδι προσκυνητῷ Θεῷ ἡμῶν, ὅτι ἠξίωσεν ἡμᾶς, ἵνα καί πάλιν συνέλθωμεν ἐπί τό αὐτό εἰς μίαν εἰσέτι Σύναξιν ἡμῶν, τῶν ἐμπεπιστευμένων ὑπό τῆς χάριτος καί τοῦ ἐλέους Αὐτοῦ τήν εὐθύνην τῆς ἡγεσίας τῶν κατά τόπους αὐτοκεφάλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, πέμπτην κατά σειράν, ἀφ᾿ οὗ ἤρξατο τό εὐλογημένον τοῦτο ἔθος ἐν ἔτει 1992, ὀλίγον μετά τήν εἰς τόν Θρόνον τῆς τοῦ Κωνσταντίνου Πόλεως ἀνάρρησιν τῆς ἡμετέρας Μετριότητος. 

«Ἰδού δή τί καλόν ἤ τί τερπνόν ἀλλ᾿ ἤ τό κατοικεῖν ἀδελφούς ἐπί τό αὐτό», ἀναφωνοῦμεν καί ἡμεῖς μετά τοῦ ἱεροῦ Ψαλμῳδοῦ. Ἡ καρδία ἡμῶν πεπλήρωται χαρᾶς καί ἀγαλλιάσεως ὑποδεχομένη ὑμᾶς καί περιπτυσσομένη ἕνα ἕκαστον ἐξ ὑμῶν ἐν ἀγάπῃ ἀνυποκρίτῳ, ἐν τιμῇ βαθείᾳ καί ἐν προσδοκίαις αἰσίαις ἐκ τῆς συναντήσεως ἡμῶν.

ντως μέγα, ελογημένον καί, θά λέγομεν, στορικόν τό γεγονός τς συναντήσεως μν! πνοή το Παρακλήτου συνήγαγεν μς, καί τά μματα τν τε ντός καί τν κτός τς κκλησίας μν ν γωνί στρέφονται πρός τήν Σύναξιν ταύτην, ν ναμον το λόγου οκοδομς καί παρακλήσεως, τοποίου τόσην νάγκην χει σήμερον νθρωπος.

Τοῦτο αὐξάνει καί ἐπιτείνει τήν εὐθύνην ἡμῶν, καί καθιστᾶ ἐντονωτέραν τήν ἀνάγκην, ὅπως ἐκζητήσωμεν ἐν προσευχῇ θερμῇ τήν ἄνωθεν βοήθειαν εἰς τό προκείμενον ἡμῖν ἔργον, ἄνευ τῆς ὁποίας οὐδέν δυνάμεθα ποιεῖν (πρβλ. Ἰωάν. ιε΄ 5). Διό καί ἡμεῖς ταπεινῶς δεόμεθα τοῦ Δομήτορος τῆς Ἐκκλησίας Κυρίου, ὅπως εὐλογήσῃ πλουσίως τό ἔργον ἡμῶν καί κατευθύνῃ διά τοῦ Παρακλήτου τάς καρδίας, διανοίας καί ἀποφάσεις ἡμῶν εἰς ἐκπλήρωσιν τοῦ ἁγίου θελήματος Αὐτοῦ, σύσφιγξιν καί σφυρηλάτησιν τῆς ἑνότητος ἡμῶν καί δόξαν τοῦ Ἁγίου ἐν Τριάδι Θεοῦ.

Ἀναμιμνησκόμενοι τάς προηγηθείσας Συνάξεις τῶν Προκαθημένων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, αἵτινες ἅπασαι, χάριτι θείᾳ, ἐστέφθησαν ὑπό πλήρους ἐπιτυχίας, φέρομεν εἰς τήν μνήμην ἡμῶν ἐν εὐγνωμοσύνῃ τούς προαπελθόντας καί μακαρίᾳ ἤδη τῇ λήξει γενομένους ἐκ τῶν μετασχόντων εἰς τάς Συνάξεις ταύτας Προκαθημένους, τούς ἀοιδίμους Πατριάρχας Ἀλεξανδρείας Παρθένιον καί Πέτρον, Ἀντιοχείας Ἰγνάτιον, Ἱεροσολύμων Διόδωρον, Μόσχας Ἀλέξιον, Σερβίας Παῦλον, Ρουμανίας Θεόκτιστον, Βουλγαρίας Μάξιμον, καί Ἀρχιεπισκόπους Κύπρου Χρυσόστομον, Ἀθηνῶν Σεραφείμ καί Χριστόδουλον, Πολωνίας Βασίλειον καί Τσεχίας καί Σλοβακίας Δωρόθεον, ὧν ἡ συμβολή εἰς τήν ἐπιτυχίαν τῶν γενομένων Συνάξεων ὑπῆρξε τά μέγιστα ἐποικοδομητική καί ὑπόκειται καί ἡμῖν, καί δή καί τοῖς διαδόχοις αὐτῶν, ὑπόδειγμα πρός μίμησιν καί παρακαταθήκη πρός διαφύλαξιν. Εἴη αὐτῶν ἡ μνήμη αἰωνία!

Οἱ λόγοι οἱ ὁδηγήσαντες ἡμᾶς εἰς τήν πρωτοβουλίαν τῆς συγκλήσεως τῆς παρούσης Συνάξεως τυγχάνουν ἤδη γνωστοί εἰς ὑμᾶς ἐκ τοῦ προσκλητηρίου Γράμματος, τό ὁποῖον ἀπηυθύναμεν εἰς τήν ἀγάπην ὑμῶν. «Ἔξωθεν μάχαι˙ ἔσωθεν φόβοι», ἐγράφομεν ὑμῖν ἀπηχοῦντες τούς λόγους τοῦ Ἀποστόλου (Β΄ Κορ. ζ΄ 6). Ἡ Ἁγία ἡμῶν Ἐκκλησία, ἐν τῷ κόσμῳ παροικοῦσα, ὑφίσταται πάντοτε τούς κλυδωνισμούς τῶν ἱστορικῶν ἀναταράξεων, αἱ ὁποῖαι ἐνίοτε εἶναι πολύ ἰσχυραί. Κατά τούς κρισίμους καιρούς, τούς ὁποίους ἤδη διερχόμεθα, αἱ ἀναταράξεις αὗται εἶναι ἰδιαιτέρως αἰσθηταί εἰς τάς γεωγραφικάς περιοχάς, ὅπου ἐγεννήθη, ἠνδρώθη καί ἤκμασεν ἡ Χριστιανική Ἐκκλησία, εἰς τά παλαίφατα πρεσβυγενῆ Πατριαρχεῖα τῆς Ἁγιωτάτης Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἔνθα ἡ βία, ἐν ὀνόματι πολλάκις τῆς θρησκείας, κυριαρχεῖ καί ἀπειλεῖ πάντας τούς εἰς Χριστόν πιστεύοντας ἀνεξαρτήτως ὁμολογιακῆς ταυτότητος.

Ἐν θλίψει καί ἀνησυχίᾳ πολλῇ παρακολουθοῦμεν διώξεις χριστιανῶν, καταστροφάς καί βεβηλώσεις ἱερῶν ναῶν, ἀπαγωγάς ἤ καί φόνους κληρικῶν καί μοναχῶν, ἀκόμη δέ καί ἀρχιερέων, ὡς οἱ πρό μακροῦ ἀπαχθέντες καί ἔκτοτε ἀγνοούμενοι Μητροπολται Χαλεπίου Παλος, τοῦ παλαιφάτου Πατριαρχείου Ἀντιοχείας, καί Yuhanna Ibrahim τς Συροϊακωβιτικς κκλησίας.

Ἐνώπιον τοῦ ἀπειλητικοῦ δι᾿ αὐτήν ταύτην τήν ὑπόστασιν τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν φαινομένου τούτου καλούμεθα νά ὑψώσωμεν τήν φωνήν τῆς διαμαρτυρίας ἡμῶν, ὄχι ὡς μεμονωμένα πρόσωπα ἤ Ἐκκλησίαι, ἀλλ᾿ ὡς ἡ ἡνωμένη μία ἀνά τήν οἰκουμένην Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία.

Ἀλλ᾿ ὁ διωγμός κατά τῆς εἰς Χριστόν πίστεως εἰς τήν ἐποχήν ἡμῶν δέν περιορίζεται εἰς τάς ὡς ἄνω μορφάς ἀπροκαλύπτων διώξεων. Μέγας εἶναι ἐπίσης, ὁ κίνδυνος, ὁ προερχόμενος ἐκ τῆς ραγδαίας κκοσμικεύσεως τν λλοτε χριστιανικν κοινωνιν, ἔνθα ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ τίθεται εἰς τό περιθώριον τοῦ δημοσίου βίου, καί θεμελιώδεις πνευματικαί καί ἠθικαί ἀρχαί τοῦ Εὐαγγελίου ἐξοβελίζονται ἀπό τήν ζωήν τῶν ἀνθρώπων. 

Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, βεβαίως, οὐδέποτε ἐτάχθη ὑπέρ τῆς βιαίας ἐπιβολῆς τῶν εὐαγγελικῶν ἀρχῶν εἰς τούς ἀνθρώπους, τοποθετοῦσα τήν ἐλευθερίαν τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου ὑπεράνω ἀντικειμενικῶν κανόνων καί ἀξιῶν. Δέν ἀνήκει εἰς τήν φύσιν καί τό ἦθος τῆς Ὀρθοδοξίας ὁ καταναγκασμός οἱασδήτινος μορφῆς. Τά τοῦ ἠθικοῦ βίου τῶν ἀνθρώπων ἀντιμετωπίζονται ὑπό τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ὡς προσωπικά θέματα ἑνός ἑκάστου διευθετούμενα διά τῆς προσωπικῆς σχέσεως ἑκάστου τῶν πιστῶν ἐν ἐλευθερίᾳ μετά τοῦ πνευματικοῦ αὐτοῦ πατρός, καί ὄχι διά τῆς σπάθης τοῦ νόμου. Ἀλλά τοῦτο οὐδόλως ἀφαιρεῖ ἀπό τήν Ἐκκλησίαν τό καθῆκον νά προβάλλῃ τάς εὐαγγελικάς ἀρχάς εἰς τόν σύγχρονον κόσμον, ἔστω καί ἐάν αὗται ἔρχωνται ἐνίοτε εἰς σύγκρουσιν πρός τάς κρατούσας ἀντιλήψεις.

Ἡ Ἁγία ἡμῶν Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία χαρακτηρίζεται ἐκ τῆς προσηλώσεως αὐτῆς εἰς τάς παραδόσεις τοῦ παρελθόντος, καί τοῦτο ὀφείλει νά πράττῃ πάντοτε, διότι «Ἰησοῦς Χριστός χθές καί σήμερον ὁ αὐτός καί εἰς τούς αἰῶνας» (Ἑβρ. ιγ΄ 8). Ἀλλ᾿ ἡ ἱστορία κινεῖται, καί ἡ Ἐκκλησία ὀφείλει νά ἐνωτίζεται τούς προβληματισμούς τοῦ ἀνθρώπου κάθε ἐποχῆς. Παραδοσιακή Ἐκκλησία δέν σημαίνει ἀπολιθωμένη Ἐκκλησία, ἀδιάφορος εἰς τάς ἑκάστοτε προκλήσεις τῆς ἱστορίας. Καί αἱ προκλήσεις αὐταί εἶναι ἰδιαιτέρως ἔντονοι εἰς τάς ἡμέρας ἡμῶν, καί ὀφείλομεν νά τάς προσέξωμεν.

Μία ἐξ αὐτῶν προέρχεται ἀπό τήν ραγδαίαν νάπτυξιν τς τεχνολογίας καί τς π᾿ ατς στηριζομένης παγκοσμιοποιήσεως. Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ὑπῆρξε πάντοτε οἰκουμενική εἰς τήν νοοτροπίαν καί τήν δομήν αὐτῆς. Ἀποστολή της ἦτο πάντοτε νά προσεγγίσῃ καί περιλάβῃ εἰς τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ «πάντα τά ἔθνη», ἀνεξαρτήτως φυλῆς, χρώματος ἤ ἄλλων φυσικῶν ἰδιοτήτων. Ἀλλ᾿ ἡ οἰκουμενική αὕτη προσέγγισις ἐγένετο πάντοτε ὑπό τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μετά σεβασμοῦ πρός τήν ἰδιαιτερότητα ἑκάστου λαοῦ, τήν νοοτροπίαν καί τάς παραδόσεις του. 

Ἡ τεχνολογία σήμερον ἑνώνει τούς λαούς, καί τοῦτο ἔχει ἀναμφιβόλως εὐεργετικάς συνεπείας εἰς τήν διάδοσιν τῆς γνώσεως καί τῆς πληροφορίας. Ἀποτελεῖ ὅμως συγχρόνως δίαυλον μεταδόσεως καί ἐμμέσως ἐπιβολῆς συγκεκριμένων πολιτισμικῶν προτύπων, τά ὁποῖα δέν συνᾴδουν πάντοτε πρός τάς ἰδιαιτέρας παραδόσεις τῶν λαῶν. Ἡ χρῆσις τῆς τεχνολογίας δέν πρέπει νά γίνηται ἀδιακρίτως καί ἄνευ ἐπιγνώσεως τῶν κινδύνων, τούς ὁποίους συνεπάγεται. Ἡ Ἐκκλησία ὀφείλει νά ἐπαγρυπνῇ ὡς πρός τό θέμα τοῦτο.

Συναφές πρός τοῦτο εἶναι καί τό θέμα τῆς, ἐν πολλοῖς τῇ βοηθείᾳ καί τῆς τεχνολογίας, ραγδαίας ναπτύξεως τν πιστημονικν πιτευγμάτων, δί ες τόν χρον τς βιοτεχνολογίας. Αἱ δυνατότητες τῆς συγχρόνου ἐπιστήμης ἐξικνοῦνται μέχρι παρεμβάσεων εἰς τά ἐνδότατα τῆς φύσεως καί εἰς γενετικάς τροποποιήσεις δυναμένας νά ὁδηγήσουν εἰς θεραπείας ἀσθενειῶν, δημιουργοῦσαι ὅμως σοβαρά ἠθικά προβλήματα, ἐπί τῶν ὁποίων ἡ Ἐκκλησία δύναται καί ὑποχρεοῦται νά ἔχῃ λόγον. 

Ὀφείλομεν νά ὁμολογήσωμεν ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία δέν ἔχει ἐπιδείξει τήν δέουσαν εὐαισθησίαν ὡς πρός τό θέμα τοῦτο. Κατά τήν προηγουμένην Σύναξιν ἡμῶν ἐν ἔτει 2008 ἀπεφασίσθη ἡ συγκρότησις Διορθοδόξου Ἐπιτροπῆς Βιοηθικῆς, ἥτις καί, τῇ πρωτοβουλίᾳ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, συνῆλθεν ἐν Κρήτῃ εἰς πρώτην συνεδρίαν, ἀλλ᾿ ἡ ἀνταπόκρισις τῶν ἀδελφῶν Ἐκκλησιῶν δέν ὑπῆρξε τοιαύτη ὥστε νά ἐπιτρέψῃ τήν συνέχισιν τῆς προσπαθείας. Ἐλπίζομεν τοῦτο νά συμβῇ εἰς τό ἀμέσως προσεχές μέλλον ὥστε ἡ φωνή τῆς Ὀρθοδοξίας νά ἀκουσθῇ καί ἐπί ἑνός τόσον σημαντικοῦ θέματος.

Ἐνωτιζομένη τά τρέχοντα ὑπαρξιακά προβλήματα τοῦ ἀνθρώπου ἡ Ὀρθοδοξία πρέπει νά συνεχίσῃ καί ἐκείνη τάς προσπαθείας αὐτῆς καί διά τήν προστασίαν το φυσικο περιβάλλοντος. Ὅτε τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον, πρῶτον ἐξ ὅλου τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου, ἀνέδειξε τήν κρισιμότητα τοῦ θέματος τούτου, ἤδη ἐπί τοῦ μακαριστοῦ προκατόχου ἡμῶν Πατριάρχου Δημητρίου, ἐν ἔτει 1989, καί διά σειρᾶς διεθνῶν ἐπιστημονικῶν συμποσίων ὑπό τήν αἰγίδα ἡμῶν ἐσυνέχισε τήν προσπάθειαν ταύτην, ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία παρέμεινεν ἐπί πολύ ἡ μόνη χριστιανική φωνή ἐπί τοῦ σοβαροῦ τούτου θέματος. 

Σήμερον καί λλαι χριστιανικαί κκλησίαι καί μολογίαι ἀποδίδουν τήν δέουσαν σημασίαν εἰς τό κρίσιμον τοῦτο ζήτημα, ἀλλ᾿ ἡ Ὀρθοδοξία παραμένει πάντοτε ἡ κατ᾿ ἐξοχήν ἁρμοδία, ὡς ἐκ τῆς λειτουργικῆς καί ἀσκητικῆς παραδόσεως αὐτῆς, διά νά συμβάλῃ εἰς τήν ἀντιμετώπισιν τῆς κρίσεως αὐτῆς, ἡ ὁποία, ὡς ἐκ τῆς πλεονεξίας καί τοῦ εὐδαιμονισμοῦ τοῦ συγχρόνου ἀνθρώπου, ἀπειλεῖ μέ καταστροφήν τήν δημιουργίαν τοῦ Θεοῦ.

Τέλος, ἡ Ἁγιωτάτη ἡμῶν Ἐκκλησία ὀφείλει νά ἐνωτισθῇ μετά προσοχῆς καί συμπαθείας τά προβλήματα, τά ὁποῖα δημιουργεῖ διά τόν ἄνθρωπον ἡ οἰκονομική δομή τοῦ συγχρόνου κόσμου. Ὅλοι παριστάμεθα μάρτυρες τῶν ἀρνητικῶν συνεπειῶν διά τήν ἀξιοπρέπειαν καί τήν ἐπιβίωσιν τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου ὡς ἐκ τῶν οἰκονομικῶν κρίσεων, αἱ ὁποῖαι συνθλίβουν τόν ἄνθρωπον εἰς πολλάς περιοχάς τῆς γῆς καί μάλιστα εἰς χώρας ἐκ τῶν θεωρουμένων ὡς οἰκονομικῶς «ἀνεπτυγμένων». Ἀνεργία τῶν νέων, αὔξησις τοῦ ἀριθμοῦ τῶν πτωχῶν, ἀβεβαιότης διά τήν αὔριον, πάντα ταῦτα μαρτυροῦν ὅτι πολύ ἀπέχει ἡ σύγχρονος ἀνθρωπότης ἐκ τῆς ἐφαρμογῆς τῶν ἀρχῶν τοῦ Εὐαγγελίου, τοῦτο δέ οὐχί ἄνευ εὐθύνης καί ἡμῶν, οἵτινες ἐξαντλοῦντες πολλάκις τήν ποιμαντικήν μέριμναν ἡμῶν περί τά «πνευματικά» λησμονοῦμεν ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἔχει ἀνάγκην τροφῆς καί στοιχειωδῶν ὑλικῶν μέσων, διά νά ζήσῃ ἐν ἀξιοπρεπείᾳ, ὡς πρόσωπον – εἰκών Θεοῦ. Εἶναι ἀνάγκη νά ἀκουσθῇ ἡ φωνή τῆς Ὀρθοδοξίας καί ἐπί τῶν θεμάτων τούτων, διά νά καταδειχθῇ ὅτι ὄντως κατέχει τήν ἀλήθειαν καί παραμένει πιστή εἰς τάς ἀρχάς τοῦ Εὐαγγελίου.

Ἀλλά, διά νά συμβοῦν πάντα ταῦτα, πεφιλημένοι ἐν Κυρίῳ Ἀδελφοί, ἀπαιτεῖται μία ἐκ τῶν ὧν οὐκ ἄνευ συνθήκη. Καί αὕτη εἶναι ἡ νότης τς κκλησίας μν καί ἡ δυνατότης νά ἀρθρώσῃ ἑνιαῖον λόγον πρός τόν σύγχρονον ἄνθρωπον. Τοῦτο πρέπει νά ἀπασχολήσῃ καί τήν παροῦσαν Σύναξιν ἡμῶν ὡς ἐμπεπιστευμένων τήν εὐθύνην τῆς ἑνότητος τῆς Ἁγιωτάτης ἡμῶν Ἐκκλησίας.

Ὡς γνωστόν, ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία συνίσταται ἐξ αὐτοκεφάλων κατά τόπους Ἐκκλησιῶν, αἵτινες κινοῦνται ἐντός ὁρίων καθωρισμένων ὑπό τῶν Ἱερῶν Κανόνων καί τῶν χορηγησάντων τήν αὐτοκεφαλίαν Τόμων, ἔχουσαι τό δικαίωμα πλήρους αὐτοδιοικήσεως ἄνευ οἱασδήτινος ἔξωθεν ἐπεμβάσεως. Τό σύστημα τοῦτο, τό ὁποῖον ἐκληροδότησαν εἰς ἡμᾶς οἱ Πατέρες ἡμῶν, ἀποτελεῖ εὐλογίαν, τήν ὁποίαν δέον νά τηρήσωμεν ὡς κόρην ὀφθαλμοῦ. Διά τοῦ συστήματος τούτου ἀποφεύγεται πᾶσα ἐκτροπή εἰς ξένας πρός τήν Ὀρθόδοξον ἐκκλησιολογίαν ἀντιλήψεις περί ἀσκήσεως παγκοσμίου ἐξουσίας ὑφ᾿ οἱασδήτινος κατά τόπον Ἐκκλησίας ἤ Προκαθημένου αὐτῆς. Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀποτελεῖ κοινωνίαν αὐτοκεφάλων καί αὐτοδιοικουμένων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν.

λλ᾿ ες τοτο τό σημεον κριβς πόκειται ν σοβαρόν ρώτημα. Πς καί διά ποίου τρόπου κφράζεται κοινωνία τν ρθοδόξων κκλησιν; στορική περα κατέδειξεν τι πολλάκις α ατοκέφαλοι κκλησίαι φέρονται ς ατάρκεις κκλησίαι, σάν νά λέγουν πρός τάς λοιπάς κκλησίας «χρείαν σου οκ χω» (Α΄ Κορ. 12, 21). ντί νά πιζητήσουν συνεργασίαν μετά τν λλων ρθοδόξων κκλησιν πί θεμάτων φορώντων ες σύνολον τήν ρθοδοξίαν, νεργον ατοβούλως ναπτύσσουσαι διμερες σχέσεις μετά τν κτός τς ρθοδοξίας, νίοτε μάλιστα μετά τινος πνεύματος νταγωνισμο. λλαι ατοκέφαλοι κκλησίαι διαφοροποιον τήν στάσιν ατν ναντι τν μή ρθοδόξων μή μετέχουσαι νεργς ες πανορθοδόξως ποφασισθείσας νεργείας. 

Συμβαίνει μάλιστα προσφάτως καί πανορθοδόξως προσυνοδικς ληφθεσαι ποφάσεις νά μή τηρνται πό τινων κκλησιν παρά τό τι αται συνυπέγραψαν τάς ποφάσεις ταύτας. Τί δέ νά επωμεν διά περιπτώσεις ατοβούλων μφισβητήσεων κανονικν ρίων μεταξύ δελφν κκλησιν, προκαλουσν παραπικασμούς καί νίοτε διαταραχήν τς κοινωνίας ατν; Πάντα τατα καθιστον μφαν τήν νάγκην νός ργάνου, θεσμικς μή κατοχυρουμένου, τό ποον νά πιλύ τάς νακυπτούσας διαφοράς καί τά δημιουργούμενα κάστοτε προβλήματα, στε νά μή δηγώμεθα ες διαιρέσεις καί συγκρούσεις.

Ἐκ τούτων καταφαίνεται ἡ καιρία σπουδαιότης τῆς συνοδικότητος ν τκκλησί. Ὁ συνοδικός θεσμός ἀπετέλεσεν ἐξ ἀρχῆς θεμελιώδη πτυχήν τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας. Πᾶσα διαφορά ἤ ἀμφισβήτησις τόσον εἰς θέματα πίστεως ὅσον καί κανονικῆς τάξεως ἐτίθετο ὑπό τήν κρίσιν τῆς Συνόδου. Χαρακτηριστικόν παράδειγμα ἡ στάσις τοῦ Μ. Βασιλείου ἔναντι τοῦ ζητήματος τοῦ ἀναβαπτισμοῦ τῶν αἱρετικῶν καί τῶν σχισματικῶν, περί τοῦ ὁποίου εἶχε παραλάβει τήν αὐστηράν παράδοσιν τῶν προκατόχων του ἐν Καππαδοκίᾳ: τό ζήτημα δέον νά κριθῇ ὑπό συνόδου ἐπισκόπων, οἵτινες καί δύνανται νά τροποποιήσουν τήν προγενεστέραν παράδοσιν (κανόνες 1 καί 47). Πᾶσαι αἱ διαφοραί μεταξύ τῶν Ἐκκλησιῶν ἤ ἐκτός αὐτῶν ἐκρίνοντο τελεσιδίκως ὑπό Συνόδων, εἰς τάς ἀποφάσεις τῶν ὁποίων τελικῶς ὑπήκουον καί οἱ διαφωνοῦντες («Ἡ ψῆφος τῶν πλειόνων κρατείτω» Καν. 6 τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου).

Τό συνοδικόν τοῦτο σύστημα ἐτηρήθη καί τηρεῖται κατά τό μᾶλλον ἤ ἦττον εὐλαβῶς, ἐντός τῶν αὐτοκεφάλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, ἀπουσιάζει ὅμως ὁλοσχερῶς εἰς τάς μεταξύ αὐτῶν σχέσεις. Τοῦτο ἀποτελεῖ πηγήν μειζόνων προβλημάτων. Τοῦτο δημιουργεῖ τήν εἰκόνα μιᾶς Ὀρθοδοξίας πολλῶν Ἐκκλησιῶν καί οὐχί μιᾶς Ἐκκλησίας. Τοῦτο οὐδόλως συνᾴδει πρός τήν Ὀρθόδοξον ἐκκλησιολογίαν˙ ἀποτελεῖ ἐκτροπήν ἐξ αὐτῆς καί πηγήν δεινῶν. Ὀφείλομεν νά ἐνισχύσωμεν τόν συνοδικόν θεσμόν καί πέραν τῶν ὁρίων ἑκάστης τῶν Ἐκκλησιῶν ἡμῶν. Ὀφείλομεν νά ἀναπτύξωμεν τήν συνείδησιν μιᾶς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, καί τοῦτο μόνον διά τῆς συνοδικότητος δύναται νά ἐπιτευχθῇ.

Πρό πεντηκονταετίας καί πλέον, ὅτε ὁ οίδιμος ραματιστής Οκουμενικός Πατριάρχης θηναγόρας καμε τά πρτα βήματα, διά νά νώσ τήν ρθοδοξίαν, καθιερώθη ὁ θεσμός τῶν Πανορθοδόξων Διασκέψεων, ἀπό τάς ὁποίας προέκυψαν ἀποφάσεις κοιναί τῶν Ὀρθοδόξων ὡς πρός τά θέματα τά ἁπτόμενα τῶν σχέσεων μετά τῶν μή Ὀρθοδόξων. Αἱ ἀποφάσεις αὗται ἐθεωρήθησαν δεσμευτικαί δι᾿ ὅλας τάς Ὀρθοδόξους Ἐκκλησίας ἐνσωματωθεῖσαι, οἱονεί, εἰς τό «ἐσωτερικόν δίκαιον» ἑκάστης ἐξ αὐτῶν. Σήμερον αποφάσεις αται μφισβητονται καί βάλλονται λως αθαιρέτως καί ντικανονικς πό μερίδων ντός τν ρθοδόξων κκλησιν, αποαι μερίδες, δίκην οκουμενικς συνόδου, μφισβητον ατάς προκαλοσαι ναστάτωσιν ες τούς κόλπους τν πιστν. τυχς, τό φαινόμενον τοτο γίνεται νεκτόν καί πό τν κκλησιαστικν ρχν κκλησιν τινων μέ προβλέπτους συνεπείας διά τήν νότητα το ποιμνίου των. λλά α συνοδικαί ποφάσεις δέον νά εναι σεβασταί πό πάντων, διότι μόνον τοιουτοτρόπως θά διατηρηθνότης τς κκλησίας.

Ἀλλ᾿ αἱ Πανορθόδοξοι Διασκέψεις δέν ἐξήντλησαν εἰς ἑαυτάς τήν προσπάθειαν ἑνώσεως τῆς Ὀρθοδοξίας. Λίαν ἐνωρίς ἐκρίθη ὑπ᾿ αὐτῶν ὡς ἀπολύτως ἀναγκαία ἡ συγκρότησις τς γίας καί Μεγάλης Συνόδου τς ρθοδόξου κκλησίας, καί τοῦτο ἐξηγγέλθη ἐπισήμως πρός πάντα τόν χριστιανικόν κόσμον καί ἤρξατο ἡ προπαρασκευή τοῦ μεγάλου καί ἱστορικοῦ τούτου γεγονότος. Ἡ θεματολογία τῆς Συνόδου περιωρίσθη τελικῶς εἰς δέκα θέματα, ἐκ τῶν ὁποίων τά ὀκτώ ἔχουν ἤδη ὁλοκληρώσει τό στάδιον τῆς προπαρασκευῆς καί κεῖνται ἐνώπιον ἡμῶν πρός κρίσιν ὑπό τῆς μελλούσης γίας καί Μεγάλης Συνόδου.

Τά ὑπολειφθέντα δύο θέματα, ἤτοι τοῦ τρόπου ἀνακηρύξεως Ἐκκλησίας τινος ὡς αὐτοκεφάλου καί τῆς σειρᾶς μνημονεύσεως τῶν Ἐκκλησιῶν εἰς τά ἱερά Δίπτυχα προσέκρουσαν εἰς σοβαράς δυσκολίας κατά τήν προπαρασκευήν αὐτῶν, διό καί προεκρίθη ὑπό τῆς πλειονότητος τῶν ἀδελφῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, ὅπως μή ἀποτελέσωσιν ἐμπόδιον εἰς τήν σύγκλησιν τῆς γίας καί Μεγάλης Συνόδου περιοριζομένης εἰς τά ἤδη προπαρασκευασθέντα θέματα (ἑνός ἐξ αὐτῶν, τοῦ περί ἀνακηρύξεως Ἐκκλησίας τινός ὡς αὐτονόμου, χρήζοντος εἰσέτι ἐγκρίσεως ὑπό Προσυνοδικῆς Πανορθοδόξου Διασκέψεως).

Ἀλλά καί τά ἤδη προετοιμασθέντα πανορθοδόξως θέματα περιλαμβάνουν μεταξύ αὐτῶν καί τινα, τά ὁποῖα χρήζουν ποιᾶς τινος ἀναθεωρήσεως καί ἐκσυγχρονισμοῦ ὡς διατυπωθέντα καί συμφωνηθέντα εἰς ἐποχήν παλαιοτέραν, ὅτε ἴσχυον διάφοροι συνθῆκαι καί προϋποθέσεις. Τοιαῦτα εἶναι, ἐπί παραδείγματι, τά ἀφορῶντα εἰς τάς κοινωνικάς συνθήκας τοῦ κόσμου, ὡς καί εἰς τά τν σχέσεων τς ρθοδόξου κκλησίας πρός τούς μή ρθοδόξους Χριστιανούς, τήν Οκουμενικήν Κίνησιν κ.τ.τ.. Τά κείμενα τατα δέον νά ναθεωρηθον πό εδικς πρός τοτο συγκροτουμένης Διορθοδόξου πιτροπς στε νά λθουν ες τήν γίαν καί Μεγάλην Σύνοδον προσηρμοσμένα ες τήν σημερινήν πραγματικότητα.

Καί ταῦτα μέν ὡς πρός τήν θεματολογίαν τῆς Συνόδου. Ἀλλ᾿ ὡς εἶναι ἐμφανές, πάντα τά προβλεφθέντα θέματα τῆς Συνόδου ἀφοροῦν εἰς ζητήματα ἐσωτερικῆς ζωῆς καί ὀργανώσεως τῆς Ἐκκλησίας ἡμῶν. Οἱ καθορίσαντες τήν θεματολογίαν τῆς Συνόδου προκάτοχοι ἡμῶν ἔκριναν ὀρθῶς ὅτι ἐάν ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία δέν τακτοποιήσῃ τά τοῦ οἴκου της δέν δύναται νά ἀπευθυνθῇ μετ᾿ αὐθεντίας καί κύρους εἰς τόν κόσμον. Ἀλλ᾿ αἱ προσδοκίαι τοῦ κόσμου ἐκ τῆς γίας καί Μεγάλης Συνόδου θά περιλαμβάνουν ἀσφαλῶς καί τήν ἀναφοράν αὐτῆς εἰς θέματα ἀπασχολοῦντα τούς ἀνθρώπους τῆς ἐποχῆς ἡμῶν εἰς τόν καθημερινόν των βίον, καί διά τοῦτο ἐπιβάλλεται ὅπως ἡ Σύνοδος αὕτη ἐκπέμψῃ Μήνυμα ὑπαρξιακῆς σημασίας διά τόν ἄνθρωπον τῆς ἐποχῆς ἡμῶν. Τό Μήνυμα τοῦτο, καλῶς προητοιμασμένον καί πάλιν ὑπό εἰδικῆς Διορθοδόξου Ἐπιτροπῆς, διαμορφουμένου καί ἐγκρινομένου ὑπό τῶν Πατέρων τῆς Συνόδου, θέλει ἀποτελέσει τήν φωνήν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἰς τόν σύγχρονον κόσμον, τόν λόγον παρακλήσεως, παραμυθίας καί ζωῆς, τόν ὁποῖον ἀναμένει ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος ἀπό τήν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν.

Ἀλλ᾿ ἡ συγκρότησις τῆς γίας καί Μεγάλης Συνόδου θέλει ἀπαιτήσει καί ὡρισμένας ὀργανωτικῆς φύσεως διευθετήσεις, ἐπί τῶν ὁποίων καλούμεθα νά σκεφθῶμεν καί ἀποφασίσωμεν κατά τήν παροῦσαν Σύναξιν ἡμῶν, ὡς τῶν πλέον ἁρμοδίων καί ὑπευθύνων πρός τοῦτο. Οὕτω, θά πρέπει νά σκεφθῶμεν καί ἀποφασίσωμεν περί τοῦ τρόπου συγκροτήσεως τῆς γίας καί Μεγάλης Συνόδου, ἤτοι περί τοῦ τρόπου ἐκπροσωπήσεως εἰς αὐτήν τῶν Ἁγιωτάτων αὐτοκεφάλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν κατά τρόπον δίκαιον καί σύμφωνον πρός τάς ἀρχάς τῆς ἐκκλησιολογικῆς παραδόσεως ἡμῶν. Κατά τήν πρώτην χιλιετίαν τῆς ἱστορίας τῆς Ἐκκλησίας ἡμῶν, ὅτε ἴσχυεν ὁ θεσμός τῆς Πενταρχίας τῶν παλαιφάτων Πατριαρχείων, ἐθεωρεῖτο ἀπολύτως ἀναγκαῖον ὅπως ἐκπροσωπηθοῦν εἰς τάς Ἁγίας καί Οἰκουμενικάς Συνόδους ἅπαντα τά παλαίφατα Πατριαρχεῖα ἔστω καί διά μικροῦ ἀριθμοῦ ἐκπροσώπων. 

Τό βάρος ἔπιπτεν ὄχι εἰς τόν ἀριθμόν τῶν παρόντων, ἀλλά εἰς τήν ἐξασφάλισιν τῆς ἐκπροσωπήσεως πάντων τῶν Ἀποστολικῶν Θρόνων. Κατά τήν διάρκειαν τῆς δευτέρας μ.Χ. χιλιετίας προσετέθησαν καί ἄλλα Πατριαρχεῖα καί αὐτοκέφαλοι Ἐκκλησίαι ἐπ᾿ ἀναφορᾷ πρός τήν κύρωσιν τοῦ καθεστῶτος αὐτῶν ὑπό μελλοντικῆς τινος Οἰκουμενικῆς Συνόδου (δι᾿ ὅσας ἐξ αὐτῶν δέν ἐδόθη τοιαύτη κύρωσις κατά τό παρελθόν). Κατ᾿ ἀναλογίαν, συνεπῶς, πρός τήν ἀρχαίαν παράδοσιν, εὐκταῖον θά εἶναι καί εἰς τήν περίπτωσιν τῆς μελετωμένης γίας καί Μεγάλης Συνόδου ὅπως ἐκπροσωπηθοῦν κατ᾿ αὐτήν πᾶσαι αἱ σήμερον ἀνεγνωρισμέναι αὐτοκέφαλοι Ὀρθόδοξοι Ἐκκλησίαι ὑπό ἀριθμοῦ ἀντιπροσώπων καθορισθησομένου ὑφ᾿ ἡμῶν, εἰ δυνατόν ἐν τῇ Συνάξει ταύτῃ.

Ἕτερον θέμα ὀργανωτικῆς φύσεως, τό ὁποῖον χρήζει ἀντιμετωπίσεως ὑφ᾿ ἡμῶν, εἶναι τό ἀναφερόμενον εἰς τόν τρόπον λήψεως τῶν ἀποφάσεων ὑπό τῆς γίας καί Μεγάλης Συνόδου. Διά λόγους δικαιοσύνης ἔναντι ἑκάστης αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας ἀνεξαρτήτως τοῦ ἀριθμοῦ τῶν ἐκπροσώπων αὐτῆς ἐπιβάλλεται ὅπως ἑκάστη αὐτοκέφαλος Ἐκκλησία διαθέτῃ μίαν μόνον ψῆφον κατά τήν λῆψιν τῶν τελικῶν ἀποφάσεων, τήν ὁποίαν θά ἐκθέτῃ ὁ Προκαθήμενος αὐτῆς κατά τήν ψηφοφορίαν. Κρίσιμον παραμένει τό ἐρώτημα ἐάν αἱ τελικαί ἀποφάσεις τῆς Συνόδου θά λαμβάνωνται καθ᾿ ὁμοφωνίαν ἤ κατά πλειονοψηφίαν τῶν μετεχουσῶν τῆς Συνόδου Ἐκκλησιῶν. Ἐάν ληφθῇ ὡς κριτήριον τῆς ἐπιλογῆς ἡμῶν ἡ ἀρχαία κανονική παράδοσις τῆς Ἐκκλησίας, ἡ κανονική τάξις ἐπιβάλλει ὅπως τελικῶς ἐπικρατῇ εἰς τάς ἀποφάσεις τῆς Συνόδου «ἡ ψῆφος τῶν πλειόνων» (Καν. 6 τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου). Τοῦτο θά πρέπει νά ἴσχυεν ἐν τῇ ἀρχαίᾳ Ἐκκλησίᾳ ἀκόμη καί περί θεμάτων πίστεως, δοθέντος ὅτι εἰς πολλάς ἐκ τῶν μεγάλων Συνόδων, ὡς ἡ Γ΄ Οἰκουμενική καί ἄλλαι, μετεῖχον καί οἱ ἐν τέλει ἀνακηρυχθέντες ὑπό τῆς Συνόδου αἱρετικοί καί ἀποβλητέοι τῆς Ἐκκλησίας, οἵτινες ἀπετέλεσαν τήν μειονοψηφίαν. Προκειμένου, πάντως, περί θεμάτων κανονικῆς φύσεως, ἀναμφιβόλως ἡ ἐνδεδειγμένη ὑπό τῆς παραδόσεως τάξις ὁδηγεῖ εἰς τήν διά πλειονοψηφίας λῆψιν τῶν τελικῶν ἀποφάσεων χωρίς βεβαίως τοῦτο νά ἀποκλείῃ καί τήν πάντοτε εὐκταίαν ὁμοφωνίαν. Ἐναπόκειται εἰς ἡμᾶς νά ἀποφασίσωμεν καί περί τοῦ θέματος τούτου.

Ἀγαπητοί ἐν Χριστῷ Ἀδελφοί,

Ἡ παροῦσα Σύναξις ἡμῶν εἶναι καιρίας σπουδαιότητος. Ἔρχεται εἰς μίαν ἱστορικήν συγκυρίαν κατά τήν ὁποίαν ἡ Ἐκκλησία ὑφίσταται ἰσχυρούς κλυδωνισμούς καί κρίνεται ἡ δυνατότης αὐτῆς νά ἀσκήσῃ τήν σωτήριον ἀποστολήν της. Τίποτε δέν εἶναι πλέον δεδομένον, ὡς ἦτο εἰς ἄλλας ἐποχάς˙ ὅλα ἠμποροῦν νά ἀλλάξουν ἀπό τήν μίαν στιγμήν εἰς τήν ἄλλην. Ὁ ἐφησυχασμός εἶναι πηγή καταστροφῆς. Οὔτε κρατικαί ἐξουσίαι δύνανται νά διασφαλίσουν τήν Ἐκκλησίαν, οὔτε πλοῦτος ἤ δύναμις κοσμική, οὔτε αἱ κοινωνίαι ἀποδέχονται τό κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου ἄνευ ἀμφισβητήσεων καί ἀντιρρήσεων. Σήμερον πρέπει νά πείσωμεν τούς ἀνθρώπους ὅτι διαθέτομεν λόγον ζωῆς, μήνυμα ἐλπίδος καί βίωμα ἀγάπης. Πρέπει πρός τοῦτο νά διαθέτωμεν κῦρος καί ἀξιοπιστίαν.

Βασικήν προϋπόθεσιν διά νά πείσωμεν τόν κόσμον ἀποτελεῖ πρώτιστα πάντων ἡ ἰδική μας ἐσωτερική ἑνότης. Εἶναι θλιβερόν καί ἐπικίνδυνον διά τό κῦρος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τό νά μφανιζώμεθα πολλάκις ναντι τν κτός ατς διρημένοι καί ντιδικοντες. Ἔχομεν καί διδάσκομεν τήν τελειοτέραν ἐκκλησιολογίαν, ἀλλ᾿ ἀρνούμεθα ἐνίοτε νά τήν ἐφαρμόσωμεν. Ἔχομεν μίαν ἀκριβῆ τάξιν ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ καθωρισμένην ὑπό τῶν Ἱερῶν Κανόνων τῶν Ἁγίων Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ἀλλά δίδομεν νίοτε τήν ντύπωσιν πρός τούς ξω τι διαφωνομεν κόμη καί περί το ποος εναι «πρτος» ν μν. Ἔχομεν τόν συνοδικόν θεσμόν ὡς αὐθεντίαν, πρός τήν ὁποίαν πάντες δέον νά συμμορφώνωνται, ἀλλ᾿ ἐπιτρέπομεν δι᾿ ὀλιγωρίαν ἤ κακῶς νοουμένην σκοπιμότητα, ὑποκρύπτουσαν πολλάκις ἀτομικήν αὐτοπροστασίαν, νά καταπατῶνται αἱ συνοδικαί ἀποφάσεις ὑπό μερίδων τῶν ποιμνίων ἡμῶν διεκδικουσῶν τό ἀλάθητον τῆς πίστεως. Γενικῶς εἰπεῖν, ἐμφανίζομεν σημεῖα διαλύσεως. Καιρός νά δώσωμεν προτεραιότητα εἰς τήν ἑνότητα τόσον ἐντός ἑκάστης τῶν Ἐκκλησιῶν ἡμῶν, ὅσον καί μεταξύ τούτων.

Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, εἰς τήν ὁποίαν χάριτι θεοῦ ἀνήκομεν, δέν διαθέτει ἄλλο ὄργανον διασφαλίσεως τῆς ἑνότητος αὐτῆς πλήν τῆς συνοδικότητος. Διά τόν λόγον αὐτόν περαιτέρω ναβολή τς συγκλήσεως τς γίας καί Μεγάλης Συνόδου τς ρθοδόξου κκλησίας πλήττει σοβαρς τήν νότητα ατς. εθύνη μν διά τοτο εναι μεγάλη. Ἡ Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἡ ὁποία καθ᾿ ὅλην τήν διάρκειαν τῆς ἱστορίας αὐτῆς μετά τό μετά τῆς Ρώμης μέγα Σχῖσμα, ὑπηρέτησε τήν ἑνότητα τῆς Ὀρθοδοξίας συγκαλοῦσα κατ᾿ ἐπανάληψιν πανορθοδόξους Συνόδους, αἰσθάνεται καί σήμερον βαρύ τό χρέος αὐτῆς ἔναντι τῆς πανορθοδόξου ἑνότητος. Ἀλλ᾿ εὐτυχῶς εἰς τοῦτο δέν εἶναι μόνη. Καί αἱ λοιπαί αὐτοκέφαλοι Ὀρθόδοξοι Ἐκκλησίαι ἀπέδειξαν πρό πεντηκονταετίας καί πλέον ὅτι ἐπιθυμοῦν σύγκλησιν γίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας ἡμῶν. Ἤδη ἐπέστη ὁ καιρός, καί «οἱ καροί οὐ μενετοί». Τό τέλειον τῆς προπαρασκευῆς δέν ἔχει τέλος. Ἄς ἀρκεσθῶμεν εἰς τά ἄχρι τοῦδε συμπεφωνημένα. Ἄς λύσωμεν ἄνευ χρονοτριβῆς ἐν ἀγάπῃ καί κατά τούς Ἱερούς Κανόνας ὅσας τυχόν διαφοράς εἰσέτι ἔχομεν εἰς τάς μεταξύ ἡμῶν σχέσεις. Ἄς «ἀγαπήσωμεν ἀλλήλους, ἵνα ἐν ὁμονοίᾳ ὁμολογήσωμεν» τόν ἕνα ἐν τριάδι Θεόν καί τόν ὑπέρ πάντων ἀνεξαιρέτως παθόντα καί ἀναστάντα Κύριον εἰς ἕνα κόσμον, ὁ ὁποῖος ἔχει τόσην ἀνάγκην τοῦ κηρύγματος τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Ἄς χωρήσωμεν εἰς τήν σύγκλησιν τῆς γίας καί Μεγάλης Συνόδου τό ταχύτερον δυνατόν, καί ἄς ἀφήσωμεν τόν Παράκλητον νά ὁμιλήσῃ, ἐπαφιέμενοι εἰς τήν πνοήν Του.

Ταῦτα, πεφιλημένοι ἐν Κυρίῳ Ἀδελφοί, ἀπό ἀδελφικῆς καρδίας ἐπί τῇ ἐνάρξει τῶν ἐργασιῶν τῆς Συνάξεως ἡμῶν.

“Τῷ δέ δυναμένῳ ὑπέρ πάντα ποιῆσαι ὑπερεκπερισσοῦ ὧν αἰτούμεθα ἤ νοοῦμεν, κατά τήν δύναμιν τήν ἐνεργουμένην ἐν ἡμῖν, αὐτῷ ἡ δόξα ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ εἰς πάσας τάς γενεάς τοῦ αἰῶνος τῶν αἰώνων. Ἀμήν” (Ἐφεσ. 3, 20-21).

(ΠΗΓΗ : https://www.dogma.gr/)

4) 09-03-2014 : Tό κοινό Μήνυμα τῶν Προκαθημένων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν

Σύναξις τῶν Προκαθημένων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν (Φανάριον, 6 – 9 Μαρτίου 2014)

Μήνυμα

Εἰς τό Ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Διά τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ, οἱ Προκαθήμενοι τῶν Ἁγιωτάτων Ὀρθοδόξων Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν, πρός τούς ἁπανταχοῦ τῆς γῆς Ὀρθοδόξους πιστούς, τούς ἀνά τόν κόσμον ἀδελφούς χριστιανούς καί πρός πάντα ἄνθρωπον καλῆς θελήσεως, εὐλογίαν ἀπό Θεοῦ καί ἀσπασμόν ἀγάπης καί εἰρήνης.

“Εὐχαριστοῦμεν τῷ Θεῷ πάντοτε περί πάντων ὑμῶν μνείαν ὑμῶν ποιούμενοι ἐπί τῶν προσευχῶν ἡμῶν, ἀδιαλείπτως μνημονεύοντες ὑμῶν τοῦ ἔργου τῆς πίστεως καί τοῦ κόπου τῆς ἀγάπης καί τῆς ὑπομονῆς τῆς ἐλπίδος τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ ἔμπροσθεν τοῦ Θεοῦ καί πατρός ἡμῶν” (Α΄ Θεσ. α΄ 2-4).

1. Συνελθόντες διά τῆς χάριτος τοῦ Παναγάθου Θεοῦ, τῇ προσκλήσει τοῦ τῆς Κωνσταντίνου Πόλεως Ἀρχιεπισκόπου καί Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Βαρθολομαίου ἐν Φαναρίῳ, μεταξύ 6ης καί 9ης Μαρτίου 2014, συνεσκέφθημεν ἐν ἀδελφικῇ ἀγάπῃ περί τῶν ἀπασχολούντων σήμερον τήν Ἁγιωτάτην ἡμῶν Ἐκκλησίαν ζητημάτων. Συλλειτουργοῦντες τῷ Κυρίῳ ἐν τῷ πανσέπτῳ Πατριαρχικῷ Ναῷ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου κατά τήν εὔσημον καί μεγαλώνυμον ταύτην Κυριακήν τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀπευθύνομεν πρός ὑμᾶς λόγον ἀγάπης, εἰρήνης καί παρακλήσεως.

Ἡ Μία, Ἁγία Καθολική καί Ἀποστολική Ὀρθόδοξος ἡμῶν Ἐκκλησία ἐν τῷ κόσμῳ παροικοῦσα, βιώνει καί αὕτη τάς προκλήσεις τοῦ ἀνθρώπου ἑκάστης ἐποχῆς. Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, πιστή εἰς τήν Ἱεράν Παράδοσιν, εὑρίσκεται εἰς διαρκῆ διάλογον μετά τῆς ἑκάστοτε ἐποχῆς, συμπάσχει μετά τῶν ἀνθρώπων καί συμμερίζεται τήν ἀγωνίαν των. «Ἰησοῦς Χριστός χθές καί σήμερον ὁ αὐτός καί εἰς τούς αἰῶνας» (Ἑβρ. ιγ΄ 8-9).

Οἱ πειρασμοί καί αἱ προκλήσεις τῆς ἱστορίας εἶναι ἰδιαιτέρως ἔντονοι εἰς τάς ἡμέρας μας καί οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί δέν δυνάμεθα νά εἴμεθα ἀμέτοχοι εἰς αὐτά ἤ ἀδιάφοροι ἀπέναντί των. Διά τόν λόγον αὐτόν συνήλθομεν ἐπί τό αὐτό διά νά ἐγκύψωμεν εἰς τούς πειρασμούς καί τά προβλήματα τά ὁποῖα ἀντιμετωπίζει σήμερον ἡ ἀνθρωπότης. «Ἔξωθεν μάχαι, ἔσωθεν φόβοι» (Β΄ Κορ. ζ΄ 6) οἱ λόγοι αὐτοί τοῦ Ἀποστόλου ἰσχύουν καί σήμερον.

2. Ἀναλογιζόμενοι τήν ὀδύνην τῶν ἀνθρώπων ἀνά τόν κόσμον, ἐκφράζομεν τήν συμπάθειάν μας διά τό μαρτύριον καί τόν θαυμασμόν μας διά τήν μαρτυρίαν τῶν χριστιανῶν ἐν τῇ Μέσῃ Ἀνατολῇ, Ἀφρικῇ καί ἀλλαχοῦ τῆς γῆς. Φέρομεν εἰς τόν νοῦν μας τό διττόν αὐτῶν μαρτύριον : περί τῆς πίστεώς των ὡς καί περί τῆς διαφυλάξεως τῆς ἱστορικῆς των σχέσεως μετά ἀνθρώπων ἄλλων θρησκευτικῶν πεποιθήσεων. Καταγγέλλομεν τήν ἀναταραχήν καί τήν ἀστάθειαν αἱ ὁποῖαι ὠθοῦν τούς χριστιανούς νά ἐγκαταλείψουν τήν γῆν, ἔνθα ἐγεννήθη ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός καί ἔνθεν διεδόθη τό Εὐαγγέλιον εἰς τόν κόσμον ἅπαντα.

Συμπάσχομεν μετά πάντων τῶν θυμάτων τῆς ἐν Συρίᾳ τραγῳδίας. Καταδικάζομεν πᾶσαν μορφήν τρομοκρατίας καί θρησκευτικῆς ὕβρεως. Ἡ ἀπαγωγή τῶν Μητροπολιτῶν Παύλου καί Ἰωάννου, ἄλλων κληρικῶν, ὡς καί τῶν μοναζουσῶν τῆς ἐν Μααλούλᾳ Ἱερᾶς Μονῆς τῆς Ἁγίας Θέκλης, ἀποτελεῖ χαίνουσαν πληγήν καί ζητοῦμεν τήν ἄμεσον ἀπελευθέρωσίν των.

Ἀπευθύνομεν ἔκκλησιν εἰς πάντα ἐμπλεκόμενον πρός ἄμεσον κατάπαυσιν τῶν στρατιωτικῶν ἐπιχειρήσεων, ἀπελεύθερωσιν τῶν αἰχμαλώτων καί ἑδραίωσιν τῆς εἰρήνης ἐν τῇ περιοχῇ διά τοῦ διαλόγου. Οἱ ἐν Μέσῃ Ἀνατολῇ χριστιανοί ἀποτελοῦν τήν ζύμην τῆς εἰρήνης. Εἰρήνη διά πάντα ἄνθρωπον σημαίνει ἐπίσης εἰρήνη διά τούς χριστιανούς. Στηρίζομεν τό Πατριαρχεῖον Ἀντιοχείας εἰς τήν πνευματικήν καί ἀνθρωπιστικήν διακονίαν αὐτοῦ, ὡς ἐπίσης καί τάς προσπαθείας αὐτοῦ διά τήν παλινόρθωσιν τῆς περιοχῆς καί τήν παλιννόστησιν τῶν προσφύγων.

3. Ἐνθέρμως προσευχόμεθα ὑπέρ τῆς διεξαγωγῆς εἰρηνικῶν διαπραγματεύσεων καί τῆς ἐν προσευχῇ καταλλαγῆς πρός ἔξοδον ἐκ τῆς ἐν Οὐκρανίᾳ συνεχιζομένης κρίσεως. Καταδικάζομεν τάς ἀπειλάς βιαίας καταλήψεως Ἱερῶν Μονῶν καί Ναῶν καί προσευχόμεθα διά τήν ἐπιστροφήν τῶν ἀδελφῶν ἡμῶν, τῶν σήμερον εὑρισκομένων ἐκτός τῆς κοινωνίας μετά τῆς Ἁγίας Ἐκκλησίας.

4. Ἡ παγκόσμιος οἰκονομική κρίσις ἀποτελεῖ θεμελιώδη ἀπειλήν διά τήν δικαιοσύνην καί τήν εἰρήνην εἰς τοπικόν καί παγκόσμιον ἐπίπεδον. Αἱ συνέπειαι αὐτῆς εἶναι ἐμφανεῖς εἰς ἅπαντα τά στρώματα τῆς κοινωνίας, ἔνθα ἀπουσιάζουν ἀξίαι ὡς ἡ ἀξιοπρέπεια τοῦ προσώπου, ἡ ἀδελφική ἀλληλεγγύη καί ἡ δικαιοσύνη. Τά αἴτια τῆς κρίσεως ταύτης δέν εἶναι ἀμιγῶς οἰκονομικά. Εἶναι καί πνευματικῆς καί ἠθικῆς φύσεως. Ἀντί τοῦ συσχηματισμοῦ πρός τά παγκόσμια εἴδωλα τῆς ἰσχύος, τῆς πλεονεξίας καί τῆς φιληδονίας, ἐξαίρομεν τήν ἀποστολήν μας νά μεταμορφώσωμεν τόν κόσμον, ἐφαρμόζοντες τάς ἀρχάς τῆς δικαιοσύνης, τῆς εἰρήνης καί τῆς ἀγάπης.

Συνεπείᾳ τοῦ ἐγωϊσμοῦ καί τῆς καταχρήσεως τῆς ἐξουσίας, πολλοί ἄνθρωποι ὑποτιμοῦν τήν ἱερότητα τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου, ἀδιαφοροῦντες νά διακρίνουν τό πρόσωπον τοῦ Θεοῦ εἰς τούς ἐλαχίστους τῶν ἀδελφῶν μας (πρβλ. Ματθ. κε΄, 40, 45), πολλοί δέ παραμένουν ἀδιάφοροι ἔναντι τῆς πτωχείας, τῆς ὀδύνης καί τῆς βίας, αἱ ὁποῖαι μαστίζουν τήν ἀνθρωπότητα.

5. Ἡ Ἐκκλησία καλεῖται νά ἀρθρώσῃ τόν προφητικόν της λόγον. Ἐκφράζομεν τήν εἰλικρινῆ ἡμῶν ἀνησυχίαν διά τάς τοπικάς καί παγκοσμίους τάσεις, αἱ ὁποῖαι ἀπαξιώνουν καί διαβιβρώσκουν τάς ἀρχάς τῆς πίστεως, τήν ἀξιοπρέπειαν τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου, τόν θεσμόν τοῦ γάμου καί τό δῶρον τῆς δημιουργίας.

Ὑπογραμμίζομεν τήν ἀναμφισβήτητον ἱερότητα τῆς ἀνθρωπίνης ζωῆς ἀπό τῆς συλλήψεως μέχρι τοῦ φυσικοῦ θανάτου. Ἀναγνωρίζομεν τόν γάμον ὡς ἕνωσιν ἀνδρός καί γυναικός, ἡ ὁποία εἰκονίζει τήν ἕνωσιν τοῦ Χριστοῦ καί τῆς Ἐκκλησίας Του. Ἀποστολή ἡμῶν εἶναι ἡ διαφύλαξις τοῦ φυσικοῦ περιβάλλοντος ὡς οἰκονόμων καί οὐχί ὡς κατόχων αὐτοῦ. Κατά τήν περίοδον ταύτην τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς προτρεπόμεθα τόν κλῆρον καί τόν λαόν ἡμῶν νά ἐπιδείξουν πνεῦμα μετανοίας, νά βιώσουν τήν καθαρότητα τῆς καρδίας, τήν ταπείνωσιν καί τήν συγχωρητικότητα, καταθέτοντες εἰς τήν κοινωνίαν μαρτυρίαν περί τῶν πάντοτε ἐπικαίρων διδαγμάτων τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.

6. Ἡ Σύναξις αὕτη τῶν Προκαθημένων συνιστᾷ δι᾿ ἡμᾶς μίαν εὐλογημένην εὐκαιρίαν, ἵνα ἐπαναβεβαιώσωμεν τήν ἑνότητα ἡμῶν διά τῆς κοινωνίας καί τῆς συνεργασίας. Ἐπιβεβαιοῦμεν τήν ἀφοσίωσιν ἡμῶν εἰς τήν ἔννοιαν τῆς συνοδικότητος, ἥτις τυγχάνει ὑψίστης σημασίας διά τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας. Ἐνωτιζόμεθα τήν ρῆσιν τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, Ἀρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως, ὅτι “τό τῆς Ἐκκλησίας ὄνομα, οὐ χωρισμοῦ ἀλλ᾿ ἑνώσεως καί συμφωνίας ὄνομα”. Ἡ καρδία ἡμῶν στρέφεται πρός τήν ἀπό μακροῦ ἀναμενομένην Ἁγίαν καί Μεγάλην Σύνοδον τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, διά νά μαρτυρήσωμεν τήν ἑνότητα αὐτῆς, ὡς καί τήν εὐθύνην καί τήν στοργήν της πρός τόν σύγχρονον κόσμον.

Ἡ Σύναξις συνεφώνησεν ὅτι ἡ προπαρασκευαστική τῆς Συνόδου ἐργασία πρέπει νά ἐντατικοποιηθῇ. Εἰδική Διορθόδοξος Ἐπιτροπή θά ἀρχίσῃ τό ἔργον αὐτῆς ἀπό τοῦ Σεπτεμβρίου 2014 καί θά ὁλοκληρώσῃ αὐτό μέχρι τοῦ Ἁγίου Πάσχα τοῦ ἔτους 2015. Θά ἀκολουθήσῃ Προσυνοδική Πανορθόδοξος Διάσκεψις κατά τό πρῶτον ἥμισυ τοῦ ἔτους 2015. Ἅπασαι αἱ ἀπόφασεις, τόσον κατά τάς ἐργασίας τῆς Συνόδου, ὅσον καί κατά τά προπαρασκευαστικά στάδια αὐτῆς, θά λαμβάνωνται καθ᾿ ὁμοφωνίαν. Ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας θά συγκληθῇ ὑπό τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου ἐν Κωνσταντινουπόλει ἐν ἔτει 2016, ἐκτός ἀπροόπτου. Ἡ Σύνοδος θά προεδρεύηται ὑπό τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου. Οἱ ἀδελφοί Αὐτοῦ Προκαθήμενοι τῶν λοιπῶν Ὀρθοδόξων Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν θά κάθηνται ἐκ δεξιῶν καί ἐξ εὐωνύμων Αὐτοῦ.

7. Ἀναποσπάστως συνδεδεμένη πρός τήν ἑνότητα εἶναι ἡ ἱεραποστολή. Ἡ Ἐκκλησία δέν ζῇ διά τόν ἑαυτόν της, ἀλλά ὀφείλει νά μαρτυρῇ καί νά μοιράζηται τά δῶρα τοῦ Θεοῦ μετά τῶν ἐγγύς καί τῶν μακράν. Μετέχοντες τῆς Θείας Εὐχαριστίας καί προσευχόμενοι ὑπέρ τῆς οἰκουμένης, καλούμεθα νά συνεχίσωμεν τήν λειτουργίαν μετά τήν Θείαν Λειτουργίαν καί νά μοιρασθῶμεν μεθ᾿ ὁλοκλήρου τῆς ἀνθρωπότητος τά δῶρα τῆς ἀληθείας καί τῆς ἀγάπης, συμφώνως πρός τήν τελευταίαν ἐντολήν καί διαβεβαίωσιν τοῦ Κυρίου: “Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τά ἔθνη […] καί ἰδού ἐγώ μεθ᾿ ὑμῶν εἰμι […] ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος” (Ματθ. κη΄, 19-20).

8. Ζῶμεν ἐντός ἑνός κόσμου, ὅπου ἡ πολυπολιτισμικότης καί ὁ πλουραλισμός συνιστοῦν ἀναπόφευκτον πραγματικότητα καί συνεχῶς μεταβαλλομένην. Ἔχομεν ἐπίγνωσιν τοῦ γεγονότος ὅτι οὐδέν θέμα τῆς ἐποχῆς μας δύναται νά θεωρηθῇ ἤ ἐπιλυθῇ ἄνευ ἀναφορᾶς εἰς τό παγκόσμιον, καθώς καί ὅτι οἱαδήτις πόλωσις μεταξύ τοπικοῦ καί παγκοσμίου καταλήγει εἰς ἀλλοίωσιν τοῦ ὀρθοδόξου φρονήματος.

Ὡς ἐκ τούτου, ἐνώπιον καί αὐτῶν εἰσέτι τῶν διαφωνιῶν, διαχωρισμῶν καί διαιρέσεων, εἴμεθα ἀποφασισμένοι νά διακηρύξωμεν τό μήνυμα τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἀναγνωρίζομεν ὅτι ὁ διάλογος τυγχάνει πάντοτε καλλίτερος τῆς συγκρούσεως. Ἡ ἀποχώρησις καί ἡ ἀπομόνωσις οὐδέποτε ἀποτελοῦν ἐπιλογήν. Ἐπαναβεβαιοῦμεν τήν ὑποχρέωσίν μας νά διαλεγώμεθα πρός τόν ἄλλον, μετά τῶν ἄλλων ἀνθρώπων, μετά τῶν ἄλλων πολιτισμῶν, ὅπως καί μετά τῶν ἄλλων χριστιανῶν καί τῶν ἀνθρώπων ἄλλων θρησκευτικῶν πεποιθήσεων.

9. Παρά τάς ἀνωτέρω προκλήσεις, διακηρύσσομεν τό Εὐαγγέλιον τοῦ Θεοῦ “ὅστις τοσοῦτον ἠγάπησε τόν κόσμον” ὥστε “ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν”. Τοιουτοτρόπως, οἱ Ὀρθόδοξοι παραμένομεν πλήρεις ἐλπίδος. Παρά τάς δυσχερείας τολμῶμεν, ἐν τούτοις, νά ἔχωμεν τήν ἐλπίδα ἡμῶν εἰς τόν Θεόν Ὅστις ἐστί “ὁ ὤν καί ὁ ἦν καί ὁ ἐρχόμενος, ὁ παντοκράτωρ” (Ἀποκ. α΄, 8). Διό καί ἀναμιμνῃσκόμεθα ὅτι ὁ τελευταῖος λόγος -λόγος ἀγαλλιάσεως, ἀγάπης καί ζωῆς- ἀνήκει εἰς Αὐτόν, ᾯ πρέπει πᾶσα δόξα, τιμή καί προσκύνησις εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Ἐν Φαναρίῳ, τῇ 9ῃ Μαρτίου 2014

+ Ὁ Κωνσταντινουπόλεως Βαρθολομαῖος

+ Ὁ Ἀλεξανδρείας Θεόδωρος

+ Ὁ Ἱεροσολύμων Θεόφιλος

+ Ὁ Μόσχας Κύριλλος

+ Ὁ Σερβίας Εἰρηναῖος

+ Ὁ Ρουμανίας Δανιήλ

+ Ὁ Βουλγαρίας Νεόφυτος

+ Ὁ Γεωργίας Ἠλίας

+ Ὁ Κύπρου Χρυσόστομος

+ Ὁ Ἀθηνῶν Ἱερώνυμος

+ Ὁ Βαρσοβίας Σάββας

+ Ὁ Τιράνων Ἀναστάσιος

(ΠΗΓΗ : http://thriskeftika.blogspot.gr/)

Σύν Θεῷ, θά συνεχίσουμε στό ἑπόμενο ἄρθρο μας.

Σχετικά άρθρα

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία στη σελίδα μας. Συνεχίζοντας την περιήγηση στην ιστοσελίδα, συναινείτε με την χρήση αυτών.
Μπορείτε να επισκεφθείτε τους Όρους χρήσης και την Πολιτική προστασίας απορρήτου.