εικόνα άρθρου: Πανηγυρίζουσα Δεσποτοκρατία στην Κύπρο
Άρθρο του Ελευθέριου Ν. Κοσμίδη

Επισκοποκεντρισμός – Επισκοποκρατία – Δεσποτοκρατία – Σιμωνία, οι αιτίες του μαρασμού του Συνοδικού θεσμού στην Ορθοδοξία


Διαβάζουμε σε φιλοπατριαρχικό ιστότοπο “Ο Αρχιεπίσκοπος Γεώργιος, σε δηλώσεις στην ιστοσελίδα μας για το συλλείτουργο με την ευκαιρία του μνημοσύνου του Μακαρίου Γ’, εξέφρασε ικανοποίηση για την εξέλιξη και τόνισε: “Η πλειοψηφία στην Ιερά Σύνοδο για το Ουκρανικό εκκλησιαστικό ζήτημα έχει πλέον διευρυνθεί”.

Ο πιστός λαός υφίσταται μια καλά βιωμένη παρέκκλιση του ρόλου των Επισκόπων στην εποχή μας. Από τη μία πλευρά βλέπει μια άρνηση των Επισκόπων να εκφέρουν γνώμη για φλέγοντα ζητήματα, και αναφερόμαστε σε ζητήματα πίστεως και αιρέσεων, επικαλούμενοι δήθεν την εμπιστοσύνη στο Συνοδικό θεσμό. Στη Σύνοδο ο καθένας εκφέρει ελεύθερα τη γνώμη του, (που προηγουμένως δεν είχε γνώμη) η οποία δυστυχώς δεν έχει κανένα Αγιογραφικό, Αγιοπατερικό και τελικά Ορθόδοξο έρεισμα. Δεν εκφράζουν με παρρησία το ήθος της Ορθόδοξης Εκκλησίας και αναρωτιόμαστε γιατί; 

Η Πατριαρχική θέση για το Συνοδικό πολίτευμα της Εκκλησίας

Εκτός από το γνωστό κρυφτό πίσω από το δάχτυλό τους οι Επίσκοποι στην εποχή μας χρησιμοποιούν τη διγλωσσία στις δημόσιες τοποθετήσεις τους. Κορωνίδα της πρακτικής αυτής αποτελεί το δήθεν μαρτυρικό Φανάρι. Μελετώντας τις απόψεις του Πατριάρχη Βαρθολομαίου, αναφορικά με το συνοδικό θεσμό, αναρωτιόμαστε αν κάτι από αυτά ισχύει για τη διεξαγωγή της ψευδοσυνόδου του Κολυμπαρίου της Κρήτης, τον Ιούνιο του 2016: “(…) η καθ΄ ημάς Ορθόδοξος Εκκλησία, διαμορφωθείσα, κατά το ανθρώπινον, εντός του πνευματικού και κοινωνικού κλίματος της ελληνικής αρχαιότητος, παρέλαβε θεμελιώδεις θεσμούς αυτής, ως είναι και εκείνος της δημοκρατίας, και μετεμόρφωσεν αυτούς, διά του Ευαγγελίου, εις ιδιαζούσης φύσεως και ποιότητος κανόνας και τρόπους υπάρξεως. Υπενθυμίζομεν εν προκειμένω το συνοδικόν πολίτευμα, το εξ αρχής κρατήσαν εν τη Εκκλησία και διατηρηθέν εν τη καθ΄ ημάς Ορθοδοξία διηνεκώς και απαρασαλεύτως διά μέσου των αιώνων. Όπου και οσάκις διεταράχθη και απεδυναμώθη ο συνοδικός θεσμός, διακρίνομεν παρεμβάσεις και αυθαιρεσίας της πολιτικής κατά το πλείστον εξουσίας, ξένας προς την παράδοσιν και την βούλησιν της Εκκλησίας. Γενικώς δ΄ όμως ειπείν, ο συνοδικός θεσμός παραμένει κυρίαρχος τρόπος διοικήσεως της Εκκλησίας και λήψεως αποφάσεων εν αυτή.  Η συνοδικότης μάλιστα, καλώς νοουμένη και τηρουμένη, χαρακτηρίζει εκάστην ευχαριστιακήν κοινότητα, εκάστην ενορίαν, όπου οι πιστοί, συνερχόμενοι λειτουργικώς επί το αυτό, μετέχουν ενεργώς εις τα κοινά, προσωπικώς έκαστος και πάντες από κοινού”.

Η δημοκρατία στο Συνοδικό θεσμό στην Εκκλησία αποτέλεσε πεδίο επιστημονικής έρευνας, με διαπιστώσεις που μοιάζει να έχουν ξεχαστεί αν όχι ξεπεραστεί από τους Επισκόπους της εποχής μας:

1) Οι βασικές αρχές, που διέπουν το Συνοδικό θεσμό δεν αποτελούν απλώς θέματα διοικήσεως ή κανονικού δικαίου. Αποτελούν θεμελιώδεις αρχές της εκκλησιολογίας, δηλαδή του δόγματος της Εκκλησίας.

2) Σε κάθε Σύνοδο είναι παρών ο Λόγος εν Αγίω Πνεύματι, ολόκληρη η Αγία Τριάδα, γι΄ αυτό η Σύνοδος έχει χαρισματικό χαρακτήρα.

3) Η διδασκαλία της Ορθοδόξου Εκκλησίας, η οποία έλαβε την τελική της μορφή διά των Οικουμενικών Συνόδων, δεν επιδέχεται καμμία αλλαγή. Όλες οι μετέπειτα διασαφήσεις πρέπει απαραίτητα να δοκιμάζονται διά της διστόμου μαχαίρας της αποκαλυπτικής ευαγγελικής αλήθειας και της διατυπωθείσας διδαχής των Οικουμενικών Συνόδων.

4) Στην Ορθόδοξη Εκκλησία υπάρχει η ελευθερία και χάρη στο δημοκρατικό-συνοδικό της πολίτευμα, όλοι οι Επίσκοποι είναι ίσοι μεταξύ τους και ελεύθεροι να εκφράσουν τη γνώμη τους, αναγνωρίζοντας τελικά τη «γνώμη των πλειόνων». Οφείλουμε, βέβαια, να επισημάνουμε ότι η γνώμη των πλειόνων πιθανόν να μην είναι πάντοτε η ορθότερη, αλλά αυτό εξαρτάται από τη γνησιότητα της ατομικής εκκλησιαστικής συνείδησης, για τη διαμόρφωση της οποίας ευθύνονται οι διοικούντες την Εκκλησία, όπως άλλωστε αποδεικνύει η μακρά και αδιάκοπη εκκλησιαστική πράξη.

5) Η θέση και συμμετοχή του λαϊκού στοιχείου στην εκκλησιαστική ζωή, η οποία είναι βασική και θεμελιώδης, δείχνει τον δημοκρατικό χαρακτήρα της Ορθοδόξου Εκκλησίας, ανεξάρτητα αν αυτή δεν φαίνεται αρκετά στην πράξη.

6) Τέλος, κάθε κράτος-πολιτεία πρέπει να προσέξει την οργάνωση της Ορθοδόξου Εκκλησίας και να την «αντιγράψει» για την καλύτερη διοργάνωση της κοινωνίας. Ενδεικτικό παράδειγμα αποτελεί η μοναστική πολιτεία του Αγίου Όρους, η οποία είναι η αρχαιότερη υπαρκτή δημοκρατία του κόσμου. Σε αυτήν εκπροσωπείται ολόκληρος ο ορθόδοξος κόσμος και συνοψίζονται οι διάφορες μορφές που προσέλαβε στην ιστορία του ο ορθόδοξος μοναχισμός. Με το διαχρονικό χαρακτήρα και την οικουμενική σύνθεσή του το Άγιον Όρος αποτελεί το σύμβολο της ενότητας και της πολυμορφίας της Ορθόδοξης Εκκλησίας.

Επισκοποκεντρισμός – Επισκοποκρατία – Δεσποτισμός 

Αναδεικνύεται έτσι ως κεφαλαιώδους σημασίας ο ρόλος του Επισκόπου στη σύγχρονη Εκκλησιαστική πραγματικότητα. Η εποχή μας είναι μια εποχή που χαρακτηρίζεται από την έξαρση μιας πολύ επικίνδυνης αίρεσης την οποία ο Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς χαρακτήρισε ως παναίρεση και δεν είναι άλλη από τον δαιμονικό οικουμενισμό. Και ενώ σε θεολογικό επίπεδο συντηρείται μια ασθενική άποψη περί Ορθοδόξου άρα και υγιούς επισκοποκεντρισμού, στη συνείδηση του πιστού λαού ο επισκοποκεντρισμός είναι αίρεση, είναι δαιμονική, παπική επισκοποκρατία και δεσποτισμός.

Μια θεολογική απόπειρα, για να παρουσιαστεί ως Ορθόδοξος ο επισκοποκεντρισμός, διαβάζουμε παρακάτω από έναν φιλοπατριαρχικό θεολόγο: “Η συνοδικότητα είναι η έμπρακτη ευκαιρία για την εμβίωση του επισκοποκεντρισμού και την αποτροπή τόσο του επισκοποκρατικού παπισμού όσο και του λαϊκίζοντος πρεσβυτεριανισμού. Προσέξτε την ιστορία κάθε Ορθόδοξης εκκλησίας: όποτε σημειώνεται εκτροπή, το καταλαβαίνετε από τη σύνοδο, αλλοιώνεται η σύνοδος. Κάθε εκτροπή του εκκλησιαστικού βίου σημαδεύεται από τη συρρίκνωση του συνοδικού θεσμού με πολλούς τρόπους”. Η εκκλησία είναι επισκοποκεντρική και όχι επισκοποκρατική. Έχει τον επίσκοπο στο κέντρο της, αλλά δεν είναι το κράτος, η εξουσία, η αυθαιρεσία του επισκόπου. Και οι λέξεις δεν είναι δικές μου. Ο ακριβής δογματολόγος μας, ο αείμνηστος Ιωάννης Καρμίρης, έγραφε στην εκκλησιολογία του ότι η εκκλησία είναι ιεραρχική, αλλά με κανέναν τρόπο δεν είναι ιεροκρατική. Έχει μία ιεραρχία η οποία διαφυλάσσει την ενότητά της, ο καθένας έχει τη θέση του, έχει τον ανώτερό του, τον κατώτερό του, είναι ιεραρχική αλλά όχι ιεροκρατική, δεν είναι η δικτατορία των ιερέων, ιερωμένων και ρασοφόρων. Η διάκριση ανάμεσα στον επισκοποκεντρισμό και την επισκοποκρατία έχει θεμελιώδη εκκλησιολογική σημασία, διότι αναφέρεται σε συμπεριφορές που στα Ελληνικά εκκλησιαστικά πράγματα την στιγματίζουν με τον όρο «δεσποτισμός». Ο επισκοποκεντρισμός είναι ορθόδοξος, επειδή εκφράζει τον προσωποκεντρισμό της θεολογίας μας. Αλλά ο «δεσποτισμός» ως επισκοποκρατία είναι ανορθόδοξος, διότι φαντάζει και δρα σαν «ανατολικός παπισμός», δηλαδή τραγελαφικά και κωμικοτραγικά. Και μία ειρωνική και υποκριτική, φαρισαϊκή μομφή των Ρωμαιοκαθολικών θεολόγων έναντι των Ορθοδόξων είναι ότι εκείνοι έχουν έναν Πάπα, ενώ εμείς έχουμε πολλούς. Αλλά βεβαίως τα πράγματα δεν είναι έτσι, όπως θα δούμε. Ο επίσκοπος λοιπόν είναι το κέντρο της εκκλησίας, αλλά δεν αποτελεί το κράτος της εκκλησίας.

Στον αντίποδα αυτής της θέσεως ο ομότιμος καθηγητής πρωτ/ρος π. Θεόδωρος Ζήσης μας παρουσιάζει τις θέσεις του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου: “Συναφή εκκλησιολογικά θέματα πού έχουν ανάγκη διασαφήσεως είναι και ο υπερβαλλόντως προβαλλόμενος από μερίδα ορθοδόξων θεολόγων επισκοποκεντρισμός, ο οποίος ουσιαστικά ταυτίζει επίσκοπο και εκκλησία, κατ’ απομίμησιν της ταυτίσεως πάπα και εκκλησίας, ώστε εν πολλοίς ορθώς να επιρρίπτεται η μομφή εναντίον της Ορθοδόξου Εκκλησίας ότι ο μέν Ρωμαιοκαθολικισμός έχει ένα πάπα οι δέ Ορθόδοξοι τόσους πάπες όσοι είναι και οι επίσκοποι. Προκύπτει μέσα από τή διδασκαλία του Αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου αυτός ο επισκοποκεντρισμός; Σέ περιόδους συγχύσεως και ακαταστασίας, κατά τις οποίες οι ποιμένες μεταβάλλονται σέ προβατόσχημους λύκους και διαφθείρουν την ευαγγελική αλήθεια και ζωή, δέν μπορούν νά εκφράσουν τήν εκκλησιαστική συνείδηση οι πρεσβύτεροι και οι μοναχοί αλλά ακόμη και οι λαϊκοί; Έχουμε στήν περίπτωση αυτή σχίσμα; Ποιοι προκαλούν τό σχίσμα και τις ταραχές μέσα στή ζωή της Εκκλησίας; Ήταν σχισματικός ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, όπως τόν κατηγόρησαν οι τότε κρατούντες στήν Εκκλησία ή αυτοί που αθέτησαν τούς θεσμούς και τις παραδόσεις της Εκκλησίας, υπέρ των οποίων αγωνιζόταν εκείνος;”.

Σιμωνία – Χειροτονία – Ιεροσύνη

Είναι φυσικό επόμενο μελετώντας τους Αγίους Πατέρες της Εκκλησίας να εισερχόμαστε στην αιτία του κακού και όχι στα συμπτώματά του. Το κατάντημα του Συνοδικού θεσμού έχει να κάνει με τον τρόπο εκλογής των Επισκόπων: “…Απαντώντας δέ καί σέ ένσταση πού στρεφόταν εναντίον του ότι δέν έπρεπε νά προβεί σέ καθαιρέσεις καί νά προκαλέσει αναστάτωση καί σχίσμα, αφού δέν υπήρχε θέμα αιρέσεως, αλλά ήσαν ορθόδοξοι οι καθαιρεθέντες, είχαν τήν ίδια πίστη, απαντά ότι δέν αρκεί τό ότι ήσαν ορθόδοξοι· είχαν προσβάλει μέ τήν σιμωνία την χειροτονία, την ιερωσύνη. Όπως πρέπει να αγωνιζόμαστε για την πίστη, έτσι πρέπει να αγωνιζόμαστε και για την κανονική, την σωστή εκλογή των επισκόπων. Γιατί, αν μπορεί ο καθένας να γεμίζει τα χέρια του με χρήματα και να εξαγοράζει την ιερωσύνη, ας προσέλθουν τότε όλοι, άξιοι και ανάξιοι. Δέν χρειάζεται πλέον το άγιο θυσιαστήριο, δεν χρειάζεται η γνώμη του πληρώματος της Εκκλησίας, ούτε ο σύλλογος των ιερέων. Ας τα καταργήσουμε όλα αυτά καί ας τα καταστρέψουμε. (…) Μπροστά στο προσήκον, στο σωστό, δεν κάνει καμμία παραχώρηση ο Χρυσόστομος, ακόμη καί αν πρόκειται νά αποσχισθούν μερικοί από την Εκκλησία. Αυτό ας το σημειώσουμε όσοι στους καιρούς μας διστάζουμε να πράξουμε αυτό που πρέπει, επικαλούμενοι τον κίνδυνο σχίσματος. Καί το προσήκον στην περίπτωση αυτή ήταν η κανονική, η μη σιμωνιακή ιερωσύνη, η κάθαρση της Εκκλησίας από τους αναξίους επισκόπους. (…)Καθ’ όλην την διάρκεια της πατριαρχίας του, εξασθενημένος σωματικά αλλά άκαμπτος και ανυποχώρητος μπροστά στο προσήκον μέχρι το τέλος της ζωής του, πού επισυνέβη απο τις ταλαιπωρίες της εξορίας, εισέπραξε, και εξόριστος ων, αφάνταστο μίσος εκ μέρους αναξίων επισκόπων, ελεγχομένων από την ζωή καί την διδασκαλία του, πράγμα που τόν οδήγησε να γράψει προς την διακόνισσα Ολυμπιάδα ότι δεν φοβάμαι κανένα άλλο όσο τούς επισκόπους, εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις: «Ουδένα γάρ λοιπόν δέδοικα ως τους επισκόπους, πλην ολίγων»”.

Συνοδικότητα – Δεσποτοκρατία – Αίρεση – Σχίσμα 

Και συνεχίζει ο κλεινός πατρολόγος και σύγχρονος ομολογητής της ορθοδόξου πίστεως πρωτ/ρος π. Θεόδωρος Ζήσης, που μαζί με τον μακαριστό ομολογητή Γέροντά μας π.Νικόλαο Μανώλη προχώρησαν στη διακοπή μνημόνευσης του τότε Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Ανθίμου Ρούσσα, στην Αγιοπατερική, Ιεροκανονική και Ευλογημένη Αποτείχιση από την παναίρεση του οικουμενισμού: “Αντιλαμβάνεται λοιπόν κανείς ότι η συνάφεια, μέσα στην οποία ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος είπε ότι το σχίσμα είναι εξ ίσου κακό μέ τήν αίρεση καί ότι ούτε το αίμα του μαρτυρίου δεν μπορεί να εξαλείψει τήν αμαρτία του σχίσματος, έχει σχέση με τις διαιρέσεις που προκαλούνται εξ αιτίας της φιλαρχίας καί της κενοδοξίας όσων εκλέγονται αναξίως επίσκοποι και όσων εισπηδούν σε ξένες δικαιοδοσίες για να στηρίξουν τους αναξίους, και όχι με όσους αντιδρούν για τήν καταπάτηση των θεσμών της Εκκλησίας. 

(…) Μέσα λοιπόν στα πλαίσια αυτά και μέ αυτήν την εικόνα που προκύπτει από το σύνολο των μετά τις δύο εξορίες κειμένων του ιδίου του Χρυσοστόμου, μπορούμε να ερμηνεύουμε όσα παραδίδει ο Παλλάδιος Ελενουπόλεως για τις συστάσεις του Χρυσοστόμου πρός αποφυγήν του σχίσματος, τα οποία δεν δίδουν πλήρη την εικόνα, γιατί συμπληρώνονται στην συνέχεια καί από τον ίδιο τον Παλλάδιο, ο οποίος συνέπαθε μετά του Χρυσοστόμου και δέν εκοινώνησε με τους αληθινούς σχισματικούς, συμφωνών απολύτως προς την στάση και τις συστάσεις του Χρυσοστόμου. Πράγματι τον παρουσιάζει ο Παλλάδιος αρχικά μετά την ανακοίνωση της πρώτης του καθαίρεσης από την «επί Δρυν» σύνοδο να στηρίζει τους περί αυτόν επισκόπους, οι οποίοι είχαν καταληφθή από αθυμία, εδάκρυζαν καί έκλαιγαν. Αφού τους υπενθύμισε ότι «οδός εστιν ο παρών βίος, καί τά χρηστά καί τά λυπηρά παροδεύεται», τους συνέστησε να μην μήν εγκαταλείψουν τις επισκοπές τους· «τάς εκκλησίας υμών μη αφήτε»”.

Η Δεσποτοκρατία στις μέρες μας

Βλέπει ο πιστός λαός της Κύπρου να διεξάγονται εκλογές και να εκλέγεται ο εκλεκτός του Πατριάρχη που έμεινε αμέτοχος. Βλέπει Αρχιερείς να αλλάζουν στάση στο Ουκρανικό. Βλέπει να ασκούνται πιέσεις για παραδειγματισμό και συμμόρφωση προς νεοεκλεγέντα Επίσκοπο που τόλμησε να αρθρώσει λόγο Ορθόδοξο και ο Αρχιεπίσκοπος μάλιστα να πανηγυρίζει για την κυριαρχία του στη Σύνοδο. Και πάλι όμως ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος φωτίζει ορθοδόξως την μαρτυρική πορεία της ομολογίας της πίστεως από τους λυκοποιμένες: 

Όταν του επεσήμαναν ότι, άν κρατήσουν τις επισκοπές, είναι αναγκασμένοι νά κοινωνήσουν προς τους κρατούντες, απήντησε· «κοινωνήσατε μέν, ίνα μή σχίσητε τήν Εκκλησίαν, μή υπογράψητε δέ· ουδέν γάρ εμαυτώ σύνοιδα αξιον καθαιρέσεως». 

(…)Δέν πρέπει λοιπόν νά γίνεται επιλεκτική επίκληση μόνον των πρώτων συστάσεων του Χρυσοστόμου προς τους σαράντα συνεπισκόπους του και στις διακόνισες καί ιδιαίτερα της φράσεως ότι δεν μπορεί η εκκλησία να είναι χωρίς επίσκοπο, «ου δύναται γάρ η Εκκλησία ανευ επισκόπου είναι», αλλά καί της τελικής του στάσεως, της διακοπής κάθε κοινωνίας καί συναναστροφής ως μόνης οδού για τη διόρθωση των πραγμάτων της Εκκλησίας. Σέ δύσκολες περιόδους την διαποίμανση αναλαμβάνει ο ίδιος ο Χριστός· καθιστά τα πρόβατα ποιμένες, και δι’ αυτών εκδιώκει τούς προβατόσχημους λύκους. Όντως η Εκκλησία δεν μπορεί να είναι χωρίς επίσκοπο, εννοείται βέβαια χωρίς καλόν επίσκοπο. 

(…)Γι’ αυτό καί εκράτησε τούς πιστούς στήν Αντιόχεια και στήν Κωνσταντινούπολη ετοιμοπόλεμους μέχρι θανάτου, έτοιμους να μαρτυρήσουν για να σώσουν την ευσέβεια καί την αρετή. Τους εδίδασκε ότι μάρτυρας δεν είναι μόνον αυτός που αποθνήσκει για την πίστη κατά τους διωγμούς, αλλά και αυτός που έχει την προαίρεση, την πρόθεση να μαρτυρήσει, αντιδρώντας προς όσους διαστρέφουν τα δόγματα και τους θεσμούς της Εκκλησίας, προς τους ψευδοποιμένες και προβατόσχημους λύκους.  

(…)Είναι καθοδηγητικά όσα λέγει για την υπεροχή, για την προτίμηση της αλήθειας μπροστά στην αγάπη, η οποία, χωρίς την αλήθεια, είναι ψευτοαγάπη, πρόσχημα και υποκρισία: «Ει που την ευσέβειαν παραβλαπτομένην ίδοις, μη προτίμα την ομόνοιαν της αληθείας, αλλ’ ίστασο γενναίως έως θανάτου…την αλήθειαν μηδαμού προδιδούς». Και, αλλού συνιστά με έμφαση: «Μηδέν νόθον δόγμα τω της αγάπης προσχήματι παραδέχησθε»”.

Η Παναγιά μαζί μας!

Κάνε ἐγγραφή στό νέο κανάλι τῆς Κατάνυξης τοῦ Youtube πατώντας ἐδῶ: ΚΑΤΑΝΙΧI

Διαβάστε σχετικά:
Μητροπολίτης Πάφου Τυχικός: Ο αλητάριος του Χριστού και η ανάδυση ακόμη ενός Αδέσποτου Δεσπότη στην Εκκλησία της Κύπρου
Σκληρή οικουμενιστική ρητορική από τον Αρχιεπίσκοπο Κύπρου

Σχετικά άρθρα

Πατερικά

23 Απρ

Για την Δεσποτοκρατία

"Ἀπώτερος σκοπός; Ἡ ἐπιβολή τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, τῆς Νέας Ἐποχῆς τοῦ Ἀντιχρίστου καί τῆς Μεταπατερικῆς Θεολογίας!"

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία στη σελίδα μας. Συνεχίζοντας την περιήγηση στην ιστοσελίδα, συναινείτε με την χρήση αυτών.
Μπορείτε να επισκεφθείτε τους Όρους χρήσης και την Πολιτική προστασίας απορρήτου.